«Πού έκαναν SEX στην Αθήνα του Μεσοπολέμου;» Εισαγωγή

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Μικρασιατική Καταστροφή, την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης και την αποπεράτωση της προσφυγικής αποκατάστασης εγκαινιάζεται ουσιαστικά μια νέα εποχή για τη χώρα. Οι αθηναϊκές εφημερίδες που κυκλοφορούν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1920, οπότε και έχουν πλέον εμπεδωθεί οι παραπάνω ρηξικέλευθες αλλαγές, μέσα από τις στήλες του καθημερινού ρεπορτάζ, του χρονογραφήματος και των δημοσιογραφικών ερευνών παρατηρούν τη «μεταπολεμική» –όπως (κατά τραγική ειρωνεία) την αποκαλούν– κοινωνία, χαρτογραφούν τις αλλαγές της και καταγράφουν τα καινούρια της ήθη. Ένα από τα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα που απασχολεί συστηματικά τον ημερήσιο Τύπο της πρωτεύουσας στο γύρισμα της δεκαετίας, δηλαδή γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, αφορά τη σεξουαλική δραστηριότητα των «μεταπολεμικών» Αθηναίων και συγκεκριμένα τις εκτός γάμου συνευρέσεις, οι οποίες διώκονται από το Τμήμα Ηθών.

Ο κύριος λόγος για τον οποίο το εξωσυζυγικό σεξ απασχολεί έντονα τη μεσοπολεμική πραγματικότητα φαίνεται πως σχετίζεται με τη μεγάλη έξαρση που γνωρίζουν τα αφροδίσια νοσήματα, τα οποία, εκτός του ότι είναι θανατηφόρα, θεωρούνται και ιδιαίτερα στιγματιστικά. Η ραγδαία εξάπλωση των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων μαρτυρείται και από το γεγονός ότι οι εφημερίδες της περιόδου δημοσιεύουν καθημερινά πλήθος από διαφημίσεις γιατρών με εξειδίκευση στη θεραπεία της σύφιλης και των άλλων αφροδίσιων νοσημάτων.

Αντώνιος Χρηστομάνος (1871–1933)

Μάλιστα, η έκρηξη των κρουσμάτων είναι τέτοια ώστε το 1929 ο υφυπουργός Υγείας, Αντώνιος Χρηστομάνος (αδερφός του γνωστού συγγραφέα Κωνσταντίνου Χρηστομάνου), λαμβάνει ευρείας κλίμακας μέτρα για τον περιορισμό της μετάδοσης των αφροδίσιων νοσημάτων, τα οποία «δια της σημερινής εξαπλώσεως αυτών, αποτελούν μέγιστον κίνδυνον εις την κοινωνίαν». Ανάμεσα στα μέτρα του υφυπουργού Υγείας περιλαμβανόταν η δωρεάν διανομή φυλλαδίων με συμβουλές και οδηγίες προς τους μαθητές των τελευταίων τάξεων του Γυμνασίου, τους φοιτητές του Πανεπιστημίου, καθώς και προς τους στρατιώτες και τους ναύτες. Μια πρόσθετη δέσμη μέτρων αφορούσε την επιβολή αυστηρών υποχρεώσεων προς τους «ύποπτους οίκους» με ποινή απαγόρευσης της λειτουργίας τους ή ακόμη και φυλάκισης σε περίπτωση μη τήρησης των υγειονομικών κανόνων.

Η λήψη των παραπάνω υγειονομικών μέτρων συνηγορεί επομένως στο ότι τόσο το εκτός γάμου σεξ όσο και η πορνεία αστυνομεύονταν κυρίως για λόγους δημόσιας υγείας. Τη σύνδεση μεταξύ δημόσιας υγείας, αφροδίσιων νοσημάτων και αστυνόμευσης των εξωσυζυγικών συνευρέσεων ενισχύει και μια απόφαση του Ανώτατου Υγειονομικού Συμβουλίου τον Μάρτιο του 1931, σύμφωνα με την οποία διαβιβάστηκαν προς ψήφιση ορισμένοι περιορισμοί που αφορούσαν το δικαίωμα στον γάμο. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη απόφαση, απαραίτητο για τη σύναψη γάμου ήταν το πιστοποιητικό υγείας, με βάση το οποίο κώλυμα αποτελούσαν:

α) η ανοιχτή φυματίωση των πνευμόνων και η οροϊνώδης πλευρίτιδα επί τριετία

β) οι μη ιαθείσες αφροδίσιες νόσοι

γ) η λέπρα, η οποία αποτελούσε κώλυμα και με τον ισχύοντα νόμο

δ) διάφορες ανίατες νευρικές και φρενικές ασθένειες

ε) διάφορες τοξικομανίες.

Για τη βεβαίωση των παραπάνω οι μελλόνυμφοι θα έπρεπε να υποβάλουν αμοιβαία υπεύθυνη δήλωση.

Πέρα όμως από την προστασία της δημόσιας υγείας, ένας πρόσθετος λόγος που οδηγούσε στο κυνήγι τους «παράνομους» εραστές του Μεσοπολέμου ήταν η μεγάλη εξάπλωση της πορνείας και της σωματεμπορίας που συνιστούσαν απειλή κυρίως για όσες γυναίκες ανήκαν σε ομάδες με υψηλούς δείκτες ευαλωτότητας, όπως οι προσφυγοπούλες ή τα φτωχά και ορφανά κορίτσια. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το όριο μεταξύ πορνείας και εξωσυζυγικών ή περιστασιακών σεξουαλικών σχέσεων είναι αρκετά θολό τόσο ως προς το νομικό και αστυνομικό του σκέλος όσο και ως προς αυτό της δημοσιογραφικής καταγραφής και περιγραφής. Αυτό αποδεικνύουν και οι επ’ αυτοφώρω συλλήψεις γυναικών για τις οποίες η εξακρίβωση του αν έκαναν σεξ στο πλαίσιο εξωσυζυγικής σχέσης ή επαγγελματικής δραστηριότητας γινόταν στο αστυνομικό τμήμα κατόπιν υποχρεωτικών γυναικολογικών εξετάσεων και εκθέσεων και αφού πρώτα η συλληφθείσα είχε εξευτελιστεί και διαπομπευτεί με ταπεινωτικό τρόπο.

Συγχρόνως, σύμφωνα με δημοσιογραφική έρευνα του Ε. Θωμόπουλου που φιλοξενείται από τις 4 έως τις 27 Ιουλίου 1929 στην εφημερίδα Ακρόπολις με τίτλο «Πώς διαφθείρονται τα κορίτσια μας; Το μέγα κοινωνικόν ζήτημα της εποχής μας», αλλά και με αντίστοιχα ρεπορτάζ του Πέτρου Πικρού στην εφημερίδα Πατρίς του 1930, όπως π.χ. «Αι μεγάλαι κοινωνικαί έρευναι. Ένας περίπατος εις τα κοινωνικά καταχθόνια. Όπως υπάρχει λαχαναγορά έτσι υπάρχει και αγορά λευκής σαρκός» που δημοσιεύεται από τις 25 μέχρι τις 27 Ιανουαρίου 1930 ή «Σήμα κινδύνου: πώς θα προφυλάξουμε τα φτωχοκόριτσα από τους σωματεμπόρους;» που εντοπίζεται από τις 18 μέχρι τις 20 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, προκύπτει ότι το «ξεμυάλισμα» των ευάλωτων κοριτσιών αποτελούσε μια τακτική που λειτουργούσε ως μέσο προαγωγής τους.

Ειδικότερα, όπως διαφαίνεται και μέσα από μαρτυρίες και συνεντεύξεις των ίδιων των γυναικών που είχαν πέσει θύματα αυτών των μεθόδων αποπλάνησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, αρκούσε να «διαφθαρούν» μία μόλις φορά για να οδηγηθούν απευθείας στην πορνεία. Ενδεχομένως λοιπόν η γενικευμένη φρενίτιδα του Μεσοπολέμου γύρω από το εξωσυζυγικό σεξ να είχε ως απώτερο σκοπό –σίγουρα πάντως ως επίφαση και δικαιολογία– την προστασία των νεαρών και κοινωνικά ασθενέστερων γυναικών από τον κίνδυνο της προαγωγής, καθώς, όπως φαίνεται, το μεσοπολεμικό one night stand ήταν πιθανό να αποτελέσει το εισιτήριο εισόδου τους στον κόσμο του αγοραίου έρωτα.

Σκοπός μας βέβαια εδώ δεν είναι να αναλύσουμε τους λόγους για τους οποίους το κράτος αστυνόμευε το εκτός γάμου σεξ ή να επικεντρωθούμε στις περιπτώσεις της πορνείας και σωματεμπορίας, θέμα για το οποίο αξίζει ξεχωριστή ανάπτυξη. Για τις ανάγκες της περιδιάβασής μας σημασία έχει απλώς να επισημάνουμε ότι το εκτός γάμου σεξ, παρότι αποτελούσε εκτεταμένο φαινόμενο στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, πραγματοποιούταν, ιδίως για τις γυναίκες, μέσα σε ένα πλέγμα φόβου υφασμένο από πολλούς κινδύνους όπως η προαγωγή, οι σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες, ο στιγματισμός, η σύλληψη και η διαπόμπευση.

Με τον ανά χείρας χάρτη θα εστιάσουμε αποκλειστικά στο εξωσυζυγικό σεξ των Αθηναίων του Μεσοπολέμου με στόχο να απαντήσουμε το εξής φλέγον ερώτημα: πού κατέφευγαν για να συνευρεθούν κρυφά από το Τμήμα Ηθών και παρά τις ισχυρές συστάσεις του Υπουργείου Υγείας οι κάτοικοι της πρωτεύουσας που δεν είχαν ενωθεί με τα δεσμά του γάμου; Πριν όμως ιχνηλατήσουμε τα «παράνομα» ζευγαράκια της μεσοπολεμικής Αθήνας, αξίζει να αναφέρουμε ορισμένες πληροφορίες που θα χρειαστούν ως πλαίσιο για την ξενάγησή μας.

Πέρα από τα προφανή μέρη που διαχρονικά έδωσαν άσυλο στον κατατρεγμένο έρωτα, όπως πάρκα και κήποι, ταξί και αυτοκίνητα, απόμερα νυχτερινά κέντρα και σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες, η μεσοπολεμική πρωτεύουσα είχε αναπτύξει τα δικά της ήθη αναφορικά με τους χώρους που προσέφεραν φιλόξενη στέγη στο εξωσυζυγικό σεξ. Ο πιο συνηθισμένος χώρος που υποδεχόταν μοιχούς και εραστές στην Αθήνα του Μεσοπολέμου ήταν η γκαρσονιέρα. Η γκαρσονιέρα, από το γαλλικό garçonnière, όπως και σήμερα, αποτελούσε ένα αστικό διαμέρισμα λίγων τετραγωνικών που αντιστοιχούσε ουσιαστικά σε ένα δωμάτιο. Σε αντίθεση όμως με τη σημερινή εποχή, στην οποία οι γκαρσονιέρες απευθύνονται κυρίως στο φοιτητικό κοινό, η μεσοπολεμική γκαρσονιέρα έκλεινε πίσω από την πόρτα της εξωσυζυγικές συνευρέσεις, καθώς και χαρτοπαίγνια, χρήση ναρκωτικών ουσιών και άλλα «ακατανόμαστα όργια» που έπρεπε να μείνουν αθέατα από την κοινωνία και τη Γενική Ασφάλεια.

Στη σειρά ρεπορτάζ «Πώς διαφθείρονται τα κορίτσια μας;» που προαναφέρθηκε γίνεται ειδικό αφιέρωμα στην γκαρσονιέρα. Συγκεκριμένα γράφει ο Θωμόπουλος:

Η γκαρσονιέρα! Να μια άλλη πηγή αμαρτίας, «φάμπρικα», θα μπορούσε να ειπεί κανείς, διαφθοράς των φτωχών μας κοριτσιών. Τα τραβάει σαν μαγνήτης και πέφτουν όπως οι χειμωνιάτικες πεταλουδίτσες στο φως της λάμπας να καούν. Το γιατί δεν είναι και τόσο δύσλυτο πρόβλημα. Η φοιτήτρια, η μοδιστρούλα, η μικρή ράπτρια ακούνε την λέξη «γκαρσονιέρα» σαν κάποιο τόπο μυθικό.

Μάλιστα, όταν ο Θωμόπουλος ρώτησε τον διοικητή αστυνομικού τμήματος για το αν γίνεται αστυνομική δίωξη εναντίον αυτών των αμαρτωλών τόπων ο ερωτώμενος απάντησε: «Γίνεται, όταν βεβαιωθεί ότι τις διατηρούν για να τις εκμεταλλεύονται χρηματικώς. Όταν δηλαδή επισημανθούν ως τόποι διαφθοράς». Καταλαβαίνουμε επομένως ότι η αστυνομία μπορούσε να εισέλθει στην γκαρσονιέρα μόνο αν διαπιστωνόταν ότι ο χώρος αξιοποιούταν για τη διαφθορά νεαρών κοριτσιών. Σε άλλη περίπτωση οι γκαρσονιέρες είχαν συνταγματική προστασία, καθώς ενέπιπταν στο οικογενειακό άσυλο κι επομένως ήταν απαραβίαστες.

Πόσες όμως γκαρσονιέρες διέθετε η Αθήνα στα τέλη της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας; Στη σχετική ερώτηση του δημοσιογράφου προς τον διοικητή εκείνος γέλασε: «Άμμος! Η γκαρσονιέρα έχει γίνει θεσμός και μόδα. Σήμερα δεν διατηρούν όπως άλλοτε γκαρσονιέρες οι λίγοι. Σήμερα πρέπει να ρωτά κανείς ποιος δεν έχει γκαρσονιέρα. Ως και πλανόδιους μικροπωλητές έχει ανακαλύψει το τμήμα ότι διατηρούν γκαρσονιέρες».

Ιδιαίτερα διαφωτιστικός ως προς το πως ήταν μια τυπική αθηναϊκή γκαρσονιέρα αποδεικνύεται ο Πέτρος Πικρός στο ρεπορτάζ του «Μεταπολεμικός μοντερνισμός-Γκαρσονιέρες», το οποίο δημοσιεύεται στην εφημερίδα Πατρίς στις 30 Ιουλίου 1930. Σύμφωνα με τον Πικρό, η γκαρσονιέρα «τα βολεύει όλα» και «κατορθώνει εκείνο που δεν θα κατόρθωνε η πιο πεπειραμένη προξενήτρια». Ο ίδιος μάλιστα περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο γινόταν το φλερτ της εποχής με σκοπό να καταλήξει στο μαλακό ντιβάνι μιας ατμοσφαιρικής γκαρσονιέρας:

Αρκεί να αντιληφθείτε πως η οικοδέσποινα «τα θέλει». Με την μεγαλυτέραν ψυχραιμίαν, και πριν εξαντλήσετε όλα σας τα «ατού» την προσκαλείτε στην γκαρσονιέρα σας. Το περισσότερον που κινδυνεύετε είναι μια απλή άρνησις. Αυτό άλλωστε δεν σας εκθέτει. Τι κάματε; Μίαν πρόσκλησιν! Πού είναι το κακό; Πουθενά! Αλλά αυτή είναι η χειροτέρα περίπτωσις. Διότι [σ]το κάτω της γραφής, ποια είναι η γυναίκα που δεν θα εύρει αρκετά «οριζινάλ» το να πάρει ένα ουζάκι, ένα φλιτζάνι τσάι, μια λεμονάδα στην γκαρσονιέρα σας; Τόσο απλό! Τόσο συνηθισμένο! Ψέματα; Και έρχεται. Το παν ετελείωσε. Ίσως όχι με την πρώτη φορά, ίσως καν όχι με την τρίτην. Με τετάρτη ή πέμπτη εξάπαντος. Εκεί δεν έχει να φοβηθεί απρόοπτα, δεν έχει να σχεδιάσει, δεν έχει να υπολογίσει. Η μυρωμένη ατμόσφαιρα, μερικά λουλούδια, τα λικέρ, το μαλακό ντιβάνι…

Και ο Πικρός επισημαίνει την αφθονία σε προσφερόμενος γκαρσονιέρες, σημειώνοντας ότι, προκειμένου να ανταποκριθούν στο υψηλό τους ενοίκιο, πολλές φορές τις νοίκιαζαν περισσότερα άτομα, χρησιμοποιώντας τες εκ περιτροπής:

Δεν θέλω να πω ότι υπάρχει έλλειψις. Κάθε άλλο. Δεν έχετε παρά να ρίψετε ένα βλέμμα εις τας αναγγελίας των σοβαροτέρων εφημερίδων δια να δείτε την προσφορά σε στήλας ολοκλήρους. Δεν έχετε παρά την αμηχανία της εκλογής. […] Σήμερα δεν ψάχνετε για να βρείτε γκαρσονιέρα. Οι γκαρσονιέρες ψάχνουν να σας βρουν. Το μόνο κακό, η μόνη των δυσκολία είναι ότι στοιχίζουν. Αλλά τι δεν στοιχίζει σήμερα; Για αυτό ακριβώς πρακτικοί άνθρωποι λύουν το άλυτον πρόβλημα. Συνεταιρίζονται δύο ή τρεις μαζί δια να ενοικιάσουν μίαν γκαρσονιέρα της οποίας κατανέμεται το ωράριον. Μια λύσις και αυτή, όπως κάθε άλλη.      

Τη μεγάλη προσφορά γκαρσονιέρας στην πρωτεύουσα του 1930 είχε τονίσει νωρίτερα και ο Σπύρος Μελάς. Συγκεκριμένα, στις 26 Φεβρουαρίου 1930 στη σταθερή στήλη χρονογραφήματος που κρατά στο Ελεύθερον Βήμα γράφει σχετικά με έναν νέο που αναζητά σπίτι στην Αθήνα και όλοι του προσφέρουν γκαρσονιέρα:

Φίλοι, μεσίτες, γραφεία, δεν έχουν παρά το ειδικό αυτό είδος.

– Μα όχι, χριστιανοί μου, διαμαρτύρεται ο άνθρωπος, θέλω σπίτι!

– Τότε να πάτε στις επαρχίες, του είπε ορθά-κοφτά ένας που είχε το θάρρος να του υποδείξει πόσο είναι καθυστερημένος. Η Αθήνα δεν έχει πια παρά γκαρσονιέρες.

Όπως μάλιστα προκύπτει από τη συνέχεια του χρονογραφήματός του, στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η γκαρσονιέρα είχε δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα στέγασης στο κέντρο της Αθήνας, αντίστοιχο θα λέγαμε με αυτό που ανέκυψε στις μέρες μας εξαιτίας του Airbnb και των digital nomads:

Αν είναι ανάγκη να βάλουμε μια ετικέτα στην εποχή μας από απόψεως ηθών είναι ακριβώς αυτή: εποχή της γκαρσονιέρας. Προ είκοσι ετών δε βρίσκατε ούτε μία, τώρα δεν μπορείτε να βρείτε τίποτε άλλο. Η Ελλάς αγνοεί τους μέσους όρους. Από τη μιαν άκρη πηδήσαμε διά μιας στην άλλη, από τα ήθη της κουμπούρας και της μαχαίρας των «δραμάτων τιμής» στον παγκαρσονιερισμό. Άλλοτε στα ενοικιαστήρια των εφημερίδων οι πτωχές οικογένειες που ενοικίαζαν δωμάτια ζητούσαν «σοβαρόν κύριον». Τα ενοικιαστήρια έπαυσαν τώρα ν’ απασχολούνται με την ηθικήν της πελατείας. Ενδιαφέρονται μόνο για το πορτοφόλι της. Οι ιδιοκτήται κτίζουν διαρκώς ερωτικές φωλίτσες που αποδίδουν περισσότερα. Εντός ολίγου, όποιος δεν είναι ερωτευμένος θα κινδυνεύει να μείνει άστεγος.

Διαφαίνεται λοιπόν ότι οι κάτοικοι της πόλης, ιδίως αυτοί με περιορισμένους πόρους, είχαν έρθει αντιμέτωποι με ένα ζήτημα στεγαστικής κρίσης, καθώς οι ιδιοκτήτες ακινήτων διέθεταν προς ενοικίαση σχεδόν αποκλειστικά γκαρσονιέρες, από τις οποίες προσπορίζονταν περισσότερα κέρδη σε σύγκριση με τα συμβατικά διαμερίσματα.

Παρά όμως το ευρύ πρόβλημα στέγης που είχε εγερθεί εξαιτίας του αθηναϊκού «παγκαρσονιερισμού», η γκαρσονιέρα, όπως εξηγεί ο Μελάς στη συνέχεια του κειμένου του, αποτέλεσε σημείο προόδου για την αθηναϊκή κοινωνία, καθώς προσέφερε στα ζευγάρια της εποχής ένα ασφαλές περιβάλλον για να απολαύσουν τις περιστασιακές συνευρέσεις τους, χωρίς να αναγκάζονται να αναζητούν καταφύγιο στην εχθρική ύπαιθρο όπου καιροφυλακτούσαν παντός τύπου κίνδυνοι:

Πρέπει να αρχίσουμε τα κλάματα για αυτό; Δεν το πιστεύω. Η νοσταλγία στα παλαιά ήθη μας δεν είναι δικαιολογημένη εντελώς. Ο έρως φυγοδικούσεν έξω της πόλεως, εκτεθειμένος στις επιθέσεις των χασισοποτών, των τσοπαναρέων και των χωροφυλάκων, υπεβάλλετο σ’ όλα τα δεινοπαθήματα της υπαίθρου σχολής. Η γκαρσονιέρα ήρθε να σύρει μια γραμμή διακρίσεως μεταξύ ανθρώπου και σκύλου. Είναι πρόοδος. Αλλ’ από του σημείου αυτού μέχρι του να γίνει απέραντος γκαρσονιέρα η Αθήνα υπάρχει, νομίζω, κάποια μικρή διαφορά.

Αυτή όμως δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η μοναδική φορά που ο Σπύρος Μελάς υπεραμύνθηκε της γκαρσονιέρας. Ήδη από τις 28 Ιανουαρίου 1926, και πάλι μέσα από τη στήλη του στην ίδια εφημερίδα, είχε προσπαθήσει να κατευνάσει τον ηθικό πανικό της εποχής σχετικά με τα φαινόμενα οργίων και διαφθοράς που λάμβαναν χώρα στις γκαρσονιέρες, απαντώντας σε όσους αναφερόντουσαν υποτιμητικά στις γκαρσονιέρες ημιδιαμονής με τον νεολογισμό «διαφθορείον»:

Νέα διαφθορεία, κύριοι, ανεκαλύφθησαν! Δύο τον αριθμόν! Και δωσ’ του θόρυβος και ορυμαγδός! Και όμως, είμαι βέβαιος ότι κατά βάθος πρόκειται απλώς περί μιας νέας λέξεως. […] Και μια λέξη απ’ αυτές είναι και το διαφθορείον! Δηλαδή; Όπως λέμε κουρείον, μαγειρείον, παντοπωλείον, κατάστημα επίτηδες δια την διαφθοράν κοριτσιών. Είναι μια λέξις φτιασμένη για να τρομάξει και τους πλέον φιλελευθέρους. Τι διάβολο! Εκεί καταντήσαμε λοιπόν; Εις βιομηχανίαν διαφθοράς με ειδικά εργοστάσια; Ησυχάστε! Εκατό βαρέλια μελάνι να χύσουν δεν θα μας πείσουν ότι δεν πρόκειται δια τα γνωστά, κρυφά, φιλόξενα σπίτια-καταφύγια εφημέρων ερώτων. Δεν είναι αποτέλεσμα διαφθοράς. Είναι, απλούστατα, οικονομική ανάγκη. Εις τας Αθήνας υπάρχουν χιλιάδες γκαρσονιέρες ευρυτέρας χρήσεως. Ο υπάλληλος, ο μικροαστός, το ισχνόν βαλάντιον γενικώς, δεν μπορεί να διαθέτει διαμέρισμα ειδικόν, δεν μπορεί να συντηρεί γκαρσονιέραν αποκλειστικήν. Κατ’ ανάγκη ζητεί μιαν στέγην φιλόξενον. Και του την παρέχουν. Γιατί τάχα η γκαρσονιέρα του άλλου θεωρείται ως πράγμα ηθικώς επιτρεπόμενον και η δική του χαρακτηρίζεται διαφθορείον; Μόνον εις τα παχέα βαλάντια επιτρέπεται να στεγάζουν τους έρωτάς των;

Έχοντας υπογραμμίσει τον ταξικό παράγοντα, ο Μελάς συνεχίζει αναφερόμενος στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι εφήμεροι έρωτες των μη προνομιούχων Αθηναίων στην προ γκαρσονιέρας εποχή: 

Άλλοτε και μέχρις εσχάτων ακόμη ως γκαρσονιέρα των μη εφοπλιστών Αθηναίων εχρησίμευε το ύπαιθρον. Τα Τουρκοβούνια, αι πλαγιαί του Λυκαβηττού, τα πέριξ του Φιλοπάππου. Αλλά τα μαντρόσκυλα, οι χασισοπόται, οι χωροφύλακες, πολλάκις οι διαβάται αυτοί επενέβαιναν με ρόπαλα, κοτρόνια, μαχαίρια, πιστόλια, δια να μεταβάλουν το ειδύλλιον εις τραγωδίαν σπαρακτικήν. Προ ημερών μόλις ένα τρυφερόν ζευγαράκι που ερέμβαζεν εις τα πέριξ του Φιλοπάππου έπεσεν εις τα χέρια ολοκλήρου συμμορίας. Από τον νέον επήραν το πορτοφόλι, η δε νέα υπεχρεώθη κατά τα πατροπαράδοτα ελληνικά έθιμα να δεχθεί τας διαχύσεις όλης της συντροφιάς. Ερωτώ, τι περισσότερον θα μπορούσε να πάθει και ο μεν και ο δε εις το χειρότερον διαφθορείον; Είπα ότι πρόκειται περί μιας λέξεως την οποίαν εδημιούργησεν η δημοσιογραφική υπερβολή κ’ ένας περιεργότατος πανικός που μας έχει πιάσει από τινός. Οραματιζόμεθα, βλέπομεν ασυγκράτητα κύματα διαφθοράς, εντός των οποίων πνίγεται κάθε αρετή και κάθε ηθική, εκεί όπου πολλάκις δεν υπάρχει παρά μια έξοδος της κοινωνικής μας ζωής από την παλαιάν της ασκητικήν φυλακήν εις τον ελεύθερον αέρα των φυσικών αξιώσεων. Είναι περίοδος μεταβατική, κατά την οποίαν τα ήθη μεταβάλλονται. Αν εις την καμπήν αυτήν κινδυνεύουν να ξεπέσουν ποιος θα τα σώσει; Η γεροντική γκρίνια εκείνων που δεν καταλαβαίνουν γρι απ’ αυτήν την υπόθεσιν ή ο αστυνομικός διωγμός των διαφθορείων; Τι έχουν να κερδίσουν τα ήθη από τας περιπετείας των ειδυλλίων εις το ύπαιθρον; Και τι από τους δημοσιογραφικούς εξορκισμούς; Να με κάψουν αν μπορώ να διακρίνω!

Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα φαίνεται πως οι ερωτοφωλιές της πρωτεύουσας παραμένουν επίκαιρο θέμα στις στήλες των αθηναϊκών εφημερίδων. Έτσι, στο Ελεύθερον Βήμα της 25ης Οκτωβρίου του 1935 και ο Νικόλαος Γιοκαρίνης θα γράψει άρθρο με τίτλο «Πώς αγαπούν εις την Ελλάδα; Ερωτοφωλιές. Η αγάπη υπό έλεγχον», δίνοντας μια άκρως χαρακτηριστική περιγραφή του εσωτερικού της γκαρσονιέρας:

Οι ερωτοφωλιές εις τας Αθήνας δίνουν το μέτρον του λαθραίου έρωτος, όπως λατρεύεται κατά προτίμησιν. Συνέπεια του ντροπαλού έρωτος, αποτέλεσμα της δημιουργημένης ανάγκης, όπως η αγάπη εις τον τόπον αυτόν είναι το πλέον απόκρυφον αίσθημα των ανθρώπων, η γκαρσονιέρα έχει δημιουργήσει μιαν κατάστασιν εις την πόλιν μας και μιαν μόδαν. Νέος και νέα χωρίς γκαρσονιέρα είναι άνθρωποι καταδικασμένοι εις το αιώνιον φλερτ των χορών, των δεξιώσεων και των ζαχαροπλαστείων. Γκαρσονιέρα χωρίς μόδαν είναι ένα κοινόν κατασκευασμένον φοιτητικόν δωμάτιον, φωτισμένο με σπαραμτσέτο και επιπλωμένο με μίαν καρέκλαν. Η μόδα της γκαρσονιέρας αρχίζει από το άρωμα που χύνεται εις το δάπεδον, τα λουλούδια που στολίζουν τα ανθοδοχεία, τα κάδρα με δύο προσόψεις, μιαν δια τους τυπικούς επισκέπτας και την άλλην δια την δημιουργίαν της ερωτικής ατμοσφαίρας. Η μόδα αρχίζει από την κατάργηση της μεσαίας ηλεκτρικής λάμπας της οροφής και τελειώνεις εις τις διπλές πιτζάμες από αλατζά. Κοιτάξτε τις βιτρίνες της οδού Σταδίου. Ο φτωχός ο αλατζάς που φορούσαν τα δουλικά, δέκα δραχμές τον πήχη, εισήλθε εις τις γκαρσονιέρες, 250 δραχμές το κοστούμι!

Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και άλλο σημείο του κειμένου, όπου προσφέρονται ορισμένα πολύτιμα στατιστικά στοιχεία για τους λαθραίους έρωτες της εποχής:

Ένας αστυνομικός της υπηρεσίας ηθών, αφού έμεινε κατάπληκτος δια την περιέργειαν που έχω αναπτύξει επ’ εσχάτων διά την ελληνικήν αγάπην, με προέτρεψε να στηρίξω τας μελέτας μου εις δύο στοιχεία: τις γκαρσονιέρες που ενοικιάζονται και χτίζονται καθημερινώς και εις τα δωμάτια δι’ οικογενείας που βρίθουν εντός και εκτός των Αθηνών. Εκεί θα βρείτε, μου είπε, τον λαθραίον έρωτα που θέλετε να θέσετε υπό έλεγχον. Και με εκοίταξε λοξά, όπως κοιτάζει τους επισκέπτας του ο επί της πρωτοκολλήσεως των διαφόρων εφευρέσεων υπάλληλος του υπουργείου της Εθνικής Οικονομίας. Με οίκτον και δυσπιστίαν. Και όμως. Τα 60% των διαζυγίων που εκδίδονται εις την πρωτεύουσαν έχουν ως βάσιν την μοιχείαν. Τα 10% των ενοικιαζομένων σπιτιών μετατρέπονται εις γκαρσονιέρες και τα 40% των επισκευαζομένων και μετατρεπομένων εντός της πόλεως οικιών προορίζονται και διαφημίζονται ως γκαρσονιέρες. Τέλος, τα 95% των εξοχικών κέντρων είναι καταφύγια του λαθραίου έρωτος. Το Τμήμα των Ηθών γνωρίζει καλά όλες αυτές τις ερωτοφωλιές, αλλά δεν γνωρίζει τα ήθη. Έτσι, όπως είναι καμωμένον, έχει νομίζεις ως προορισμόν να υποχρεώνει τους ερωτευμένους να κρύβονται, να φωλιάζουν, να μη φαίνονται και να μη ακούονται, χάριν της ησυχίας του δημοσίου αισθήματος. Και έτσι εγέμισε ο κόσμος γκαρσονιέρες και δωμάτια δι’ οικογενείας, όπου ο λαθραίος έρως ευρίσκει πάσαν προστασίαν. Είναι γεγονός ότι η αγάπη, πάσης φύσεως αγάπη, ζωντανεύει μόνον όταν δεν κινδυνεύει από την περιέργειαν της αδιακρισίας.

Τι είναι όμως αυτά τα περίφημα –ή μήπως διαβόητα;– «δωμάτια δι’ οικογενείας» από τα οποία είχε γεμίσει η Αθήνα και οι γύρω περιοχές και πώς ακριβώς προσέφεραν καταφύγιο στους παραβάτες της έβδομης εντολής; Όπως πληροφορεί ο αθηναιογράφος και συγγραφέας Θωμάς Σιταράς στο βιβλίο του Πόθοι και πάθη στην παλιά Αθήνα, στην οθωνική και ρομαντική Αθήνα του 19ου αιώνα τα ζυθοπωλεία της πόλης και τα εξοχικά κέντρα γύρω από αυτήν διέθεταν ιδιαίτερα «δωμάτια δι’ οικογενείας» ώστε να διασκεδάζει η οικογένεια χωρίς να εκτίθενται τα θηλυκά μέλη της στα αδιάκριτα ανδρικά βλέμματα. Ο όρος φαίνεται ότι διατηρήθηκε και τα επόμενα χρόνια, όμως κατά τον Μεσοπόλεμο είχε αλλάξει η σημασία του. Ειδικότερα, κατά τη δεκαετία του 1920 και του 1930 τα «δωμάτια δι’ οικογενείας» ήταν πολύ μικρά και στενά δωμάτια που διέθεταν κάποια κέντρα νυχτερινής διασκέδασης, συνήθως στο βάθος ή στο πατάρι τους, εντός των οποίων τα ζευγάρια είχαν τη δυνατότητα, πριν ή μετά από το δείπνο και το ποτό τους ή ακόμη και κατά τη διάρκεια, να συνευρεθούν ερωτικά, πληρώνοντας στο τέλος τον παχυλό λογαριασμό, καθώς η ιδιωτικότητα ερχόταν με το αζημίωτο.

Στην Αθήνα της Belle Époque τα «δωμάτια δι’ οικογενείας» είχαν γίνει ευρύτερα γνωστά και ως σεπαρέ, από το γαλλικό séparé, που σημαίνει χωριστός, ξεκομμένος. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, πέρα από ορισμένα κέντρα διασκέδασης, σεπαρέ διέθεταν ακόμη και κάποια κινηματοθέατρα της Αθήνας, καθώς τα μικρά και στενά καμαρίνια αποτελούσαν ιδεώδη τόπο ερωτικών περιπτύξεων και σεξουαλικών συνευρέσεων.

Οι αναφορές σε σεπαρέ αφθονούν στα σύγχρονα αθηναϊκά μυθιστορήματα της περιόδου, τα οποία αποτυπώνουν τα μοντέρνα αστικά ήθη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρει το παρακάτω απόσπασμα από το μυθιστόρημα Η Άπιστη του Γρηγόριου Ξενόπουλου που φιλοξενήθηκε σε συνέχειες στα Αθηναϊκά Νέα από τις 4 Οκτωβρίου 1937 έως τις 30 Ιανουαρίου 1938:

Έχει κανένα μέρος να καθίσουμε με τον αρραβωνιαστικό μου οι δυο μας;

Το γκαρσόνι, το πίστεψε ή όχι πεντάρα που έδινε, αποκρίθηκε ολοπρόθυμα:

– Πώς, έχει απάνω σεπαρέ. Θέλετε σεπαρέ;

– Μάλιστα, θέλουμε σεπαρέ, εδήλωσε θαρρετά η Πηγή.

Το γκαρσόνι τότε την παρέδωσε σ’ έν’ άλλο που την οδήγησε με τον «αρραβωνιαστικό» της στο επάνω. Και σε λίγο βρίσκουνταν οι δυο τους σε μια χαριτωμένη καμαρούλα που είχ’ ένα τραπεζάκι με δυο μόνο καθίσματα, ένα μεγάλο ντιβάνι κι ένα μεγάλο παράθυρο με θαυμάσια θέα προς την Πεντέλη. Είχαν παραγγείλει μπύρα με άφθονους μεζέδες –φαγητά μάλλον, ψητό γουρουνόπουλου, ρούσικη σαλάτα και τα ρέστα– και περίμεναν ορθοί κοιτάζοντας από το παράθυρο. […] Αλλά τη στιγμή εκείνη κάποιος χτύπησε την πόρτα κι έκαμε την Πηγή να τον αφήσει και να τραβηχθεί. Ήταν το γκαρσόνι που έφερνε τις μπύρες σε δυο μποτίλιες και τους μεζέδες σ’ ένα μεγάλο δίσκο. Τον ακολουθούσε ένας μικρός με τα σερβίτσια: πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα, πετσέτες. Και τ’ άφησαν όλα πάνω στο τραπέζι.

– Θέλετε τίποτ’ άλλο;

– Όχι, τίποτα. Αν χρειαστούμε, χτυπάμε το κουδούνι.

– Πολύ καλά.

Τα γκαρσόνια έφυγαν, κλείνοντας πίσω τους την πόρτα. Κι αμέσως η Πηγή έβγαλε το επανοφώρι της και το πέταξε στο ντιβάνι.

– Ουφ, άναψα, είπε. Ζέστη που κάνει ‘δω μέσα! Μα έχουν καλοριφέρ;

– Το καλοριφέρ το ‘χεις μέσα σου, γέλασε ο Στράτος.

Εκτός όμως από χώροι εντός των οποίων οι παρευρισκόμενοι απολάμβαναν το ελεύθερο σεξ, τα σεπαρέ λειτουργούσαν πολλές φορές και ως μέσο εκβιασμού για τα κορίτσια που διέσχιζαν ανυποψίαστα το κατώφλι τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι νεαρές και αθώες κοπέλες κατέληγαν να δέχονται έντονη ψυχολογική βία από τον ερωτικό τους παρτενέρ, ο οποίος, απειλώντας τες ότι θα αποκάλυπτε στους γονείς τους όσα είχαν συμβεί μέσα στο κλειστό δωμάτιο, τις ανάγκαζε να υποκύψουν στην ανομία και να συμπαρασύρουν και άλλες φίλες τους.

Σύμφωνα με όσα περιγράφει ο Θωμόπουλος στη σχετική έρευνά του στις 7 Ιουλίου 1929, στα δωμάτια αυτά ερχόταν συχνά «το τέλος κάθε μικρής που ανύποπτη από τον στροβιλισμό του χορού και την έξαψη του πιοτού ηκολουθούσε τον άψογο κύριο». Ενώ τα κορίτσια αφήνονταν ελεύθερα στα χάδια των εραστών τους υπήρχε ο κίνδυνος της αιφνίδιας σύλληψης από τους αστυνομικούς του Τμήματος Ηθών. Ακολουθούσε η μεταφορά στη Γενική Ασφάλεια, η διαπόμπευση, η ιατρική εξέταση, οι εκθέσεις αυτοψίας, η εισαγγελία, το σκάνδαλο. Καταλαβαίνουμε συνεπώς ότι τα σεπαρέ είχαν μπει στο στόχαστρο της αστυνομίας, η οποία πραγματοποιούσε συχνά εφόδους, καθώς, αντίθετα με τις γκαρσονιέρες, τα σεπαρέ, από τη στιγμή που έφεραν οικονομικά οφέλη στους ιδιοκτήτες τους, δεν ήταν συνταγματικά προστατευμένα.

Σε ποιες περιοχές όμως εντοπίζονταν κυρίως τα σεπαρέ; Κατά τον δημοσιογράφο και αθηναιογράφο Γιάννη Καιροφύλλα (βλ. Η Αθήνα του Μεσοπολέμου και Οι έρωτες των Αθηναίων) σεπαρέ λειτουργούσαν σε πάρα πολλά σημεία της πόλης, όπως λ.χ. κάτω από την Ακρόπολη και απέναντι από το Ηρώδειο σε κέντρα διασκέδασης όπως ο «Σωκράτης» και ο «Βρούτος», όπως επίσης και προς το Παγκράτι, κοντά στο Στάδιο και στο Μετς, το οποίο ήταν γνωστό με το τοπωνύμιο «Παντρεμενάδικα», καθώς στην περιοχή «υπήρχαν στις αρχές της περιόδου του Γεωργίου του Α’ και κάποια “κέντρα” με φήμην όχι και τόσο καλή, κέντρα με άλλους λόγους υπόπτων ερωτικών συναντήσεων». Από τα σεπαρέ της συγκεκριμένης περιοχής αξίζει να αναφερθεί αυτό της ιστορικής μπυραρίας «Φιξ» επί της λεωφόρου Συγγρού. Ακόμη σεπαρέ έβρισκε κανείς στους πρόποδες του Λυκαβηττού, στη συμβολή των οδών Αραχώβης και Σίνα, όπου βρισκόταν ένα πολυτελές εστιατόριο με το όνομα «Μποέμ», αλλά και στη «Χρυσόμυιγα» επί της λεωφόρου Συγγρού. Μικρές χωριστές κάμαρες δεν έλειπαν από τα νυχτερινά καμπαρέ στο Πεδίον του Άρεως και τους Αμπελόκηπους, ενώ σταδιακά η μόδα των σεπαρέ μεταφέρθηκε και έξω από την πόλη, προς τη Νέα Φιλαδέλφεια, τα Πατήσια και την Αλυσίδα, το Φάληρο, την Κολοκυνθού και τη Γλυφάδα για να προχωρήσει αργότερα ακόμη πιο μακριά, «προς το Καβούρι και τη Βουλιαγμένη, τη Βάρκιζα ή την Κηφισιά και το δρόμο προς το Τατόι». Ο δημοσιογράφος και συλλέκτης Δημήτρης Κρασονικολάκης αναφέρει ότι και ο μεσοπολεμικός Πειραιάς διέθετε σεπαρέ με το γνωστότερο από αυτά να βρίσκεται στο εξοχικό κέντρο του Μπαϊκούτση στον όρμο της Αφροδίτης.

Στην αρχή του Μεσοπολέμου τα σεπαρέ αποτελούν εμπεδωμένη πρακτική στη σεξουαλική κουλτούρα των Αθηναίων. Ήδη μάλιστα από το 1921, έναν χρόνο πριν από το συμβατικό εναρκτήριο όριο της μεσοπολεμικής περιόδου, ανεβαίνει η θεατρική επιθεώρηση «Πελ-Μελ» σε στίχους Κώστα Καρυωτάκη, τακτικού πελάτη των σεπαρέ, όπου εντοπίζεται και σχετική αναφορά:

Από τα πρώτα μεσοπολεμικά χρόνια χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δύο εραστών, του Ιωάννη Μοσχολιού και της Μαίρης Κατσαρού, που απασχόλησαν τον ημερήσιο Τύπο της εποχής, καθώς στις 19 Μαρτίου 1924 βρέθηκαν αιμόφυρτοι στο σεπαρέ του ξενοδοχείου «Παναθήναια» στη γωνία των οδών Αθηνάς και Ερμού 78. Ο άντρας αυτοκτόνησε αφού πρώτα αποπειράθηκε να σκοτώσει την ερωμένη του η οποία τελικά επέζησε. Η δημοσιογραφική περιγραφή στο Ελεύθερον Βήμα της 21ης Μαρτίου μεταφέρει κάτι από την ατμόσφαιρα του δράματος, αλλά και του μεσοπολεμικού σεπαρέ:

Εμπήκα εις το σεπαρέ μετά το δράμα. Στο πάτωμα ήτο εξηπλωμένον το πτώμα του ανδρός. Αίμα τριγύρω, όλο αίμα. Στο τραπέζι δύο πιάτα με μισοφαγωμένους μεζέδες. Λίγο ψωμί κομματιασμένο. Δύο άδεια ποτήρια μπύρας. Ένα πακέτο τσιγάρα. Ένα πορτοφόλι. Το ανοίγουμε. Φωτογραφίαι, σημειώματα, χαρτάκια μικρά, αρωματισμένα, διπλωμένα μ’ επιμέλειαν, ένα φακελάκι με μια τούφα μαλλιών –των μαλλιών της–, μια κορδελίτσα, ένα άλλο χαρτί, άλλες φωτογραφίες, άλλα σημειώματα, όλα δι’ εκείνην. Το κάθε τι αφιερωμένο σ’ αυτήν. Πίσω από μιαν φωτογραφίαν αι λέξεις: «Για ‘σενα», Εις άλλην: «Μη με ξεχάσεις». Και εις τρίτην: «Μη λησμονήσεις μια βραδιά…». Και από πάνω αι υπογραφαί των δύο ερωτευμένων. Ακόμη ένα χαρτάκι: ποιος εραστής κρατεί τον απολογισμόν του έργου του; Ο προχθεσινός ήρως είχε καταγράψει όλα τα ραντεβού του με τόσην επιμέλειαν, τόσην ακρίβειαν, διαπιστούσαν τον σφοδρόν έρωτά του. Πόσα χτυποκάρδια από το ένα έως το άλλο ραντεβού… Επάνω εις τον καναπέ, ένα μουσικόν βιβλίον, ανήκον εις εκείνην. Λίγα κομμάτια του Σοπέν. Το τελευταίον μάθημά της.

Πάντως το πρώτο –τρόπον τινά– σεπαρέ της Αθήνας, όπως μας πληροφορεί ένα χρονογράφημα που υπογράφεται και πάλι από τον Σπύρο Μελά κι εντοπίζεται στις 4 Αυγούστου 1929 στο Ελεύθερον Βήμα, ήταν μια σπηλιά στο ρέμα του Ποδονίφτη, δηλαδή στην περιοχή της σημερινής Νέας Φιλαδέλφειας. Εκεί στα χρόνια πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ζούσε απομονωμένος ο παπά-Λευτέρης, εισηγητής της ιδέας των σεπαρέ, κατά τον Μελά, ο οποίος προσέφερε τη σπηλιά του στους καταδιωκόμενους ερωτευμένους της παλιάς Αθήνας:

Και ποιος δεν την έχει θυμηθεί αυτή τη σπηλιά! Τα ξεφτέρια των προπολεμικών Αθηνών, ποιος λίγο, ποιος πολύ, έχουν κάμει εκεί μέσα το Φαύνο με την νύμφην της περιστάσεως. Μια ολόκληρη γυναικοπεινασμένη γενεά έσυρεν εκεί –από τ’ αυτί και στο δάσκαλο– τα λάφυρα των ερωτικών κατακτήσεων της για μια πρώτη, παράφορη εξήγηση, πολλές φορές και για όλες τις άλλες.

Ίχνη από τις πρώτες αυτές ερωτικές συναντήσεις εντοπίζονται στη σπηλιά του παπά-Λευτέρη μέχρι και τον Μεσοπόλεμο, οπότε και στο συγκεκριμένο σημείο φαίνεται ότι είχε ανοίξει ένα μαγαζί με τα δικά του σεπαρέ ή «δωμάτια δι’ οικογενείας»:

Στα τοιχώματά της διατηρούνται ως περίεργα ιερογλυφικά, σκαλισμένα με σουγιά στο πουρί, τα συμπλέγματα των αρχικών στοιχείων των ζευγαριών που θέλησαν να διαιωνίσουν την ερωτική ευτυχία τους. Υπάρχει ακόμη και ο σκαλισμένος στεναγμός ενός πυροβολημένου σεβνταλή: «Ελένη, πεθαίνω για ‘σένα!». […] Απάνω από τη σπηλιά ένα καινούριο μαγαζί πληροφορεί τους πελάτας του με μίαν διφορουμένην επιγραφήν ότι υπάρχουν «ιδιαίτερα δωμάτια δι’ οικογενείας».

Λίγα χρόνια αργότερα, στις 2 Ιουνίου 1932, μέσα από τις στήλες της Ακροπόλεως και ο Ε. Θωμόπουλος θα επιστρέψει στο καυτό θέμα με αφορμή την έφοδο της αστυνομίας σε κάποιο σεπαρέ. Ο Θωμόπουλος εξηγεί ότι για την «ανεπούλωτη αυτή πληγή που δεν είναι δυνατόν να θεραπευτεί» η αστυνομία πήρε εν τέλει ένα δραστικό μέτρο που δεν ήταν άλλο από την κατάργηση του σύρτη στις πόρτες των σεπαρέ. Δίχως σύρτη στις πόρτες τους, τα ξεκλείδωτα σεπαρέ ήταν στη διάθεση του πρώτου τυχόντος αστυνομικού: «Αρκεί μια κλωτσιά του καταδιωκτικού οργάνου και η μελιστάλακτος τελετουργία κόβεται στην μέση, δια να ακουσθούν φωνίτσες τρομαγμένες και να πεταχθούν αναμαλλιασμένα και έντρομα δυστυχισμένα πλάσματα που συμπαρεσύρθησαν από ψεύτικες υποσχέσεις στην κοίτη μιας βουρκωμένης ζωής που θα ζήσουν».

Στις πόρτες των σεπαρέ που χωρίζουν την ευτυχία και τη δυστυχία αναφέρθηκε και ο Χρήστος Πύρπασος σε ένα ποίημά του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εσπερινή στις 4 Απριλίου 1934 με τίτλο «Νέα τραγούδια. Τα σεπαρέ». Το παραθέτουμε εδώ εν είδει επιλόγου, κλείνοντας κάπως έτσι κι εμείς το εισαγωγικό μας σημείωμα χωρίς σύρτη:

Καλή περιήγηση!

Τάσος Θεοφίλου & Εύα Γανίδου

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλούμε εισάγετε το όνομά σας εδώ