Όργια στο «Βανκούβερ Απάρτμεντ»

Λίγες μέρες πριν οι Αθηναίες και οι Αθηναίοι γιορτάσουν τα Χριστούγεννα του 1932 πληροφορήθηκαν μια συγκλονιστική είδηση: «Ο “άσσος” των ελλήνων απατεώνων εδραπέτευσε προχθές δι’ αεροπλάνου». Πρώτη ανέδειξε το θέμα στις 14 Δεκεμβρίου 1932 η εφημερίδα Ελληνικόν Μέλλον, η οποία έκλεινε μόλις τον πρώτο μήνα κυκλοφορίας της, και τις επόμενες μέρες ακολούθησαν πηχυαίοι τίτλοι και στις άλλες συναδέλφους της.

Ο δραπέτης απατεώνας για τον οποίο έκαναν λόγο τα ρεπορτάζ των αθηναϊκών εφημερίδων ήταν ο Ιωάννης Μέρμηγκας, γόνος εύπορης οικογένειας με καταγωγή από τα Βρέσθενα Λακωνίας που είχε εγκατασταθεί προ καιρού στον Πειραιά. Ο Μέρμηγκας, γνωστός μεγαλοεπιχειρηματίας και ιδιοκτήτης της «Τεχνικής Εταιρείας Ι. Μέρμηγκας και ΣΙΑ» η οποία αναλάμβανε έργα υποδομής σε Αθήνα και Πειραιά, εξαφανίστηκε το πρωί της Κυριακής 11 Δεκεμβρίου 1932, διαφεύγοντας από το αεροδρόμιο του Τατοΐου με ένα ολλανδικό αεροπλάνο προς άγνωστη κατεύθυνση, έπειτα από την έκδοση εντάλματος σύλληψης κατά του ίδιου για απάτη ενός εκατομμυρίου εκατό χιλιάδων δραχμών.

Η Ακρόπολις σκιαγραφεί το προφίλ του:

Ο Ιωάννης Μέρμηγκας, ο γνωστότατος αυτός τύπος των αθηναϊκών κέντρων και των αθηναϊκών σαλονιών, μολονότι υιός ενός εντιμοτάτου Έλληνος, ήτο ο νέος εις την ψυχήν του οποίου η μεταπολεμική ανηθικότης και έκλυσις επλημμύρισαν με αξιοθρηνήτους ροπάς. Τοξικομανής με διαστρόφους ακόμη ορέξεις, υπήρξεν ο τύπος του μεταπολεμικού διεφθαρμένου ανθρώπου.

Το πολυτελέστατο γραφείο του δαιμόνιου επιχειρηματία στεγαζόταν στους δύο ορόφους του νεόδμητου κτιρίου στην οδό Πραξιτέλους 17. Ο ίδιος είχε καλλιεργήσει σχέσεις με πρόσωπα «υψίστης κοινωνικής και πολιτικής θέσεως». Επί σειρά μηνών το ελληνικό κράτος διαπραγματευόταν μαζί του υπόθεση εκατοντάδων εκατομμυρίων σχετικά με την ανακαίνιση των εθνικών οδών. Τελικά ο ίδιος σε συνεργασία με τη βρετανική τεχνική εταιρεία «Γκάμον και ΣΙΑ» πέτυχε τη σύναψη σύμβασης για τα συγκεκριμένα οδοποιητικά έργα. Η σύμβαση ήταν κυρωμένη από την Βουλή, αλλά έμενε εκκρεμής από τη Γερουσία. Στο μεταξύ όμως ο Γκάμον αντιλήφθηκε ότι είχε να κάνει με ύποπτο πρόσωπο και διέλυσε την εταιρεία, αφού του κατέβαλε ηγεμονική αποζημίωση.

Με αυτήν την αποζημίωση, αλλά και με ποσά που είχε καταχραστεί από προηγούμενες συμβάσεις, ο Ιωάννης Μέρμηγκας περνούσε οργιαστικά ημερονύχτια στη μυθικώς επιπλωμένη γκαρσονιέρα του στο «Βανκούβερ Απάρτμεντ» στην οδό Δεριγνύ.

Ηλικίας μόλις 26 ετών, παχύς και ψηλός, μελαχρινός με τα μάτια παραδόξως λαμπερά από τη χρήση κοκαΐνης, έμοιαζε μεγαλύτερης ηλικίας. Τουλάχιστον 35 ετών τον έκανε η κυρία Γιαννακάρη, ιδιοκτήτρια του μεγάρου της οδού Δεριγνύ, όπου εν αγνοία της ο Μέρμηγκας είχε εγκαταστήσει το άντρο των οργίων του. Ευγενέστατος, είχε εμφανιστεί ενώπιόν της τον Αύγουστο του ίδιου έτους, οπότε και μετακόμισε από την πολυτελέστατη γκαρσονιέρα του στην Κυψέλη για να νοικιάσει το μπροστινό διαμέρισμα του δευτέρου πατώματος στο μαρμάρινο μέγαρο με τη χρυσή επιγραφή «Απάρτμεντ Βανκούβερ». Πλήρωσε μια τριμηνία προκαταβολή δώδεκα χιλιάδων δραχμών και κατέθεσε ως εγγύηση άλλη μία.

Κατά τη μετακόμιση η κυρία Γιαννακάρη παρατήρησε ότι τα έπιπλα δεν ήταν και τόσο μεγάλης πολυτέλειας. Πρόσεξε μονάχα ότι υπήρχαν πολλά μικρά κινέζικα σιντριβάνια από μπρούντζο και πολυάριθμες πίπες, αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Τη μετακόμιση επέβλεπαν μια ωραία δεσποινίς, η οποία εμφανίστηκε ως καμαριέρα, ένας λαϊκός τύπος, παλικαράς –φουσκωτός θα λέγαμε σήμερα– και ένας ρώσος σοφέρ. Όπως όμως πληροφορήθηκε αργότερα από την πλύστρα του διαμερίσματος ο σύζυγος της σπιτονοικοκυράς, Σωκράτης Γιαννακάρης, η σκηνοθεσία της επίπλωσης εντός του «Βανκούβερ Απάρτμεντ» είχε γίνει τρομακτική. Το ένα δωμάτιο είχε όλα του τα έπιπλα, τις κουρτίνες και τα κρεβάτια ολόμαυρα. Τίποτα το λευκό δεν υπήρχε. Ούτε ηλεκτρικό άναβαν τη νύχτα. Μια από τις ελαφρές  γυναίκες που ανακρίθηκαν βεβαίωσε ότι στο δωμάτιο αυτό λάμβαναν χώρα όργια που δεν μπορούσαν να περιγραφούν δημοσίως: πολυάριθμα κεριά άναβαν γύρω από τους γυμνούς θαμώνες του δωματίου «οι οποίοι μετά την πρέζα της κοκαΐνης εκυλίοντο όλοι εις απεριγράπτους σπασμούς, ίδια σκουλήκια σε ολόμαυρον βούρκο». Το άλλο δωμάτιο ήταν ολοκίτρινο με κινέζικη διακόσμηση. Εκεί οι επισκέπτες κάπνιζαν όπιο με μακριές σύριγγες. Το τρίτο δωμάτιο ήταν το κόκκινο δωμάτιο «με άπειρες φωτογραφίες γυμνών χαρεμιών και άλλων σιχαμερών συμπλεγμάτων».

Ποιοι ήταν όμως οι καλεσμένοι του Ιωάννη Μέρμηγκα και οι θαμώνες που οργίαζαν στα θεματικά δωμάτια του «Βανκούβερ Απάρτμεντ»;

Εις το «σαλόν μορτ» –τη σάλα με τους μαύρους μπερντέδες, τα μαύρα ντιβάνια και τα ολόμαυρα σεντόνια– το κινέζικο χολ και το δωμάτιο με τους πασαλήδικους οντάδες και τις μακριές σύριγγες του χασισιού, εσύχναζε κόσμος ολόκληρος. Κοκότες «υψηλής φίρμας», κυρίες μεγάλης κοινωνικής θέσεως, μιξοπάρθενες ντεμουαζέλες από κάθε τάξη και παξιμάδες του δρόμου. Όλος, με μια λέξη, ο ανήθικος συρφετός της πρωτευούσης με καβαλιέρους γνωστούς των, παλαιούς και νέους, υψηλής κατά το πλείστον κοινωνικής περιωπής. Μεταξύ αυτών συμπεριελαμβάνοντο δύο υπουργοί προσφάτου κυβερνήσεως, ένας πρεσβευτής με ψαρά μαλλιά, πασίγνωστος εις τον καλόν αθηναϊκόν κόσμον δια τον ελαφρόν βίον του, ένας διεζευγμένος σύζυγος μιας εκ των πρώτων ηθοποιών μας, τρεις γνωστότατοι αστυνομικοί και άλλοι άγνωστοι τύποι των καμπαρέ και εν γένει πολυάριθμα πρόσωπα από εκείνα που φέρουν την ετικέτα της λεγομένης κοινωνικής μας αφρόκρεμας. Αλλά τι χαρακτηριστικότερον από τους υπουργούς, οι οποίοι με αξιοθαύμαστον ευκολίαν μεταπηδούσαν κάθε βράδυ από τα υπουργικά εδώλια εις τα πνιγμένα από τους λιβανωτούς των λουλάδων του χασισιού ντιβάνια του Μέρμηγκα.

Ο σπιτονοικοκύρης του μεγάρου δήλωσε με εμφανή αγανάκτηση στον ρεπόρτερ της εφημερίδας Ελληνικόν Μέλλον:

Σχεδόν κάθε μέρα από τας 10 μ.μ. μέχρι το πρωί το απαρτμάν ολόκληρο εδονείτο από ό,τι εγίνετο. Πολλές φορές έφθαναν οι προσκεκλημένοι να είναι τριάντα άνδρες και τριάντα γυναίκες. Δικαστικοί, στρατιωτικοί, γνωστά πρόσωπα τα οποία δεν μπορώ να κατονομάσω, γυναίκες του ελαφρού κόσμου, σαντέζες των καμπαρέ «Μασκότ», Φολί ντ’ Ετέ κ.λπ., μητέρες με τα κορίτσια τους, κάθε καρυδιάς καρύδι τέλος ελάμβανον μέρος εις τα γλέντια αυτά, τα οποία, σας επαναλαμβάνω, δεν είχαν τα όμοιά τους. […] Ιδέαν της διαρκείας των γλεντιών αυτών δίδει το καταναλισκόμενον ρεύμα υπό του Μέρμηγκα, το οποίον ανήρχετο εις τας 1.000 δραχμάς μηνιαίως. Δια το φως του κλιμακοστασίου επλήρωνα από την ημέρα που ήλθεν ο Μέρμηγκας πλέον του κανονικού δραχμάς 200 μηνιαίως. Αυτό δεν ήτο πλέον ούτε γκαρσονιέρα ούτε κέντρον διαφθοράς. Όλην την νύκτα, από το βράδυ μέχρι το πρωί, άλλοι ήρχοντο και άλλοι έφευγαν. Τα αυτοκίνητα εσχημάτιζαν ουρά. Για να μπορεί δε να κάμει ό,τι θέλει, μου ξεμυάλισε και εξηγόρασε τους θυρωρούς εις τρόπον ώστε να υπακούουν πρώτα εις αυτόν και κατόπιν εις εμένα. Ή μάλλον διόλου εις εμένα.

Πέρα από την υπερβολική κατανάλωση ρεύματος, εκτός μέτρου ξέφευγε και η κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών: «Η πρέζα και το χασίς μαζί με τα ηδύποτα, ήσαν τα προπαντός καταναλισκόμενα είδη της γκαρσονιέρας και αναζητούμενα εις αυτήν. Δράμια ολόκληρα κοκαΐνης ρουφούσαν οι μανιακοί οργιαστές». Σύμφωνα μάλιστα με όσα κατέθεσε η σπιτονοικοκυρά στην εφημερίδα Ακρόπολις, στην ταράτσα του μεγάρου είχαν συσσωρευτεί χίλιες πεντακόσιες άδειες μπουκάλες λικέρ και σαμπάνιας που φαίνεται πως καταναλώθηκαν μέσα σε διάστημα πέντε μηνών, πράγμα που αντιστοιχεί σε δέκα μπουκάλες ανά βράδυ. Ενώ, όπως αποκάλυψε το ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας, μέσα από τις γρίλιες των παραθύρων ξεγλιστρούσε ο καπνός του χασίς αναμεμειγμένος με ήχους βογγητών και οργασμών: «Από τις γρίλιες έβγαινε ολόκληρος λιβανωτός καπνός του χασίς και οι του επάνω και των δίπλα διαμερισμάτων άκουαν βογγητά και αναφιλητά τρελών από το πάθος ανθρώπων και σφαδασμούς των κυλιομένων κάτω εις τα ντιβάνια».

Θηλυκός τελετάρχης των οργίων και κράχτης των ωραίων και έκφυλων γυναικών που παρασύρονταν στην περίφημη αυτή γκαρσονιέρα, ήταν η Φιφή Μαρασλή. «Η Φιφή είναι ένας τύπος γνωστότατος εις τα νυκτερινά κέντρα διασκεδάσεως των Αθηνών, μια χαριτωμένη μικρούλα από την Κωνσταντινούπολη με μεγάλα μαύρα μάτια», τα οποία φρόντισε να αφαιρέσει από τη φωτογραφία της η επόμενη επίσημη ερωμένη του Μέρμηγκα, Πέρσα Γαρουφαλάκη.

Η Πέρσα Γαρουφαλάκη «άλλος “αστήρ” πρώτου μεγέθους του ημικόσμου» γνωστή από τη σχέση της με έναν βιομήχανο και βουλευτή που είχε προσχωρήσει στο κόμμα των Φιλελευθέρων, εκτόπισε τη Φιφή από την πρωτοκαθεδρία της και έγινε για ένα διάστημα η ευνοούμενη του Μέρμηγκα, ο οποίος της αγόρασε μια πολυτελέστατα επιπλωμένη βίλα στην Κυψέλη, στη συμβολή των οδών Μυτιλήνης και Αγίας Ζώνης. Το γεγονός αυτό, που έθρεψε την έριδα μεταξύ των δύο γυναικών, είχε ως αποτέλεσμα και η Φιφή να χαρακώσει τις φωτογραφίες της αντιζήλου και του πρώην εραστή της. Μετά την απόδραση του Μέρμηγκα, αμφότερες οι ερωμένες του πήραν αποστάσεις από τον ίδιο, φοβούμενες τυχόν ποινικές διώξεις σε βάρος τους.

Ένα βράδυ οι κάτοικοι του απέναντι διαμερίσματος είδαν έκπληκτοι αυτά που συνέβαιναν μέσα στην γκαρσονιέρα του Μέρμηγκα: πολυάριθμοι άντρες και γυναίκες  ήταν γυμνοί από τη μέση και κάτω. Μεταξύ αυτών ήταν και τρεις νέοι τύποι «Νικολέτας»1. Οι γείτονες έκλεισαν έντρομοι τις γρίλιες τους και ένας από αυτούς, γνωστός ανώτερος υπάλληλος της τράπεζας Αθηνών, κατήγγειλε στη σπιτονοικοκυρά τα νυχτερινά θεάματα με την παράκληση να επέμβει. Ωστόσο οι οργιαστές δεν έλαβαν υπ’ όψη τις συστάσεις της. Αντιθέτως το επόμενο βράδυ εμφανίστηκαν δριμύτεροι. Με τα φώτα αναμμένα και ολόγυμνοι οι περισσότεροι, χόρευαν και φώναζαν στο μπαλκόνι και κατόπιν κυλιόντουσαν κάτω από τα κρεβάτια. Ο ίδιος γείτονας, δυσαρεστημένος καθώς δεν του ήταν ευχάριστο να παρέχεται τέτοιο θέαμα στην οικογένειά του, προειδοποίησε ότι αν δεν σταματούσαν θα πυροβολούσε από το μπαλκόνι του εναντίον τους. Οι οργιαστές τρομοκρατήθηκαν για μερικές μέρες κι έτσι έκλεισαν τις γρίλιες, αλλά συνέχισαν με μεγαλύτερο θόρυβο τις ομαδικές συνευρέσεις εντός του διαμερίσματος.

Τότε ο ίδιος ένοικος κατέφυγε στην αστυνομία, υποβάλλοντας μακροσκελή αναφορά σχετικά με όσα λάμβαναν χώρα εντός του διαμερίσματος, ενώ και το ζεύγος Γιαννακάρη υπέβαλε αγωγή εξώσεως. Τελικά όμως η αναφορά δεν έλαβε την πρέπουσα οδό και ο Μέρμηγκας, παίρνοντας θάρρος από αυτό, απείλησε τον γείτονά του ότι θα έβαζε τον μπράβο του να τον δείρει. Το ίδιο βράδυ όμως ο νταής χασισοπότης της ασφάλειας του Μέρμηγκα ξυλοκοπήθηκε από όλους τους γείτονες.

Απτόητοι οι συνδαιτημόνες των οργίων του απαρτμάν τοποθέτησαν στο μπαλκόνι του διαμερίσματος μια οθόνη προβολής, έτσι ώστε να είναι ορατή από τον δρόμο, και με μια κινηματογραφική μηχανή, σαν αυτές που πρωτοεμφανίστηκαν στα υπόγεια νυχτερινά κέντρα της Μασσαλίας, έκαναν προβολές ταινιών πορνό. Πληροφορίες ανθρώπων που μετείχαν σε αυτό το πανδαιμόνιο οργίων βεβαιώσαν στις εφημερίδες ότι οι ταινίες μεταφέρθηκαν από το Παρίσι από έναν εκ των συνεταίρων του Μέρμηγκα, «αεριτζή» ξένης καταγωγής. Ο Μέρμηγκας φρόντιζε κάθε εβδομάδα να προμηθεύεται και μια νέα ταινία, το κόστος των οποίων ήταν πολύ υψηλό. Παράλληλα με την προβολή των φιλμ στο μπαλκόνι του διαμερίσματος η παραφορά των θαμώνων έφτανε στο αποκορύφωμά της, καθώς όλες και όλοι μαζί επιδίδονταν σε ομαδικό σεξ.

Το σεμνότερο από τα όργια που λάμβανε χώρα στον δεύτερο όροφο του μεγάρου της οδού Δεριγνύ επί των ημερών του Ιωάννη Μέρμηγκα ήταν το «πάρτι α πιζάμ». Πρόκειται για ένα από τα «σουαρέ νουάρ» που φιλοξενούσε το περίφημο «σαλόν μορτ», δηλαδή το δωμάτιο με την ολόμαυρη επίπλωση. Επιστρέφοντας από κάποια εξόρμηση στο Φάληρο και πριν συνευρεθεί ερωτικά εκ νέου, η πολυσύνθετη παρέα του Μέρμηγκα συνέχιζε το γλέντι της εντός του διαμερίσματος, κάνοντας ένα είδος pijama party που εξελισσόταν σε strip poker με σεβαστά ποσά:

Το «πάρτι α πυζάμ» δύναται να χαρακτηρισθεί και ως ορεκτικόν δια τα ερωτικά των αίσχη. Αι γυναίκες έβγαζαν τας εξώμους τουαλέτας των και έβαζαν συνήθως μαύρες πιζάμες, τας οποίας φυσικά έβγαζαν αργότερα και έμεναν γυμναί. Αυτή η περίοδος της εμφανίσεως με τις μαύρες πιζάμες είναι το «πάρτι α πιζάμ», όπως το ονόμασαν.

Έτσι γλεντούσε το πλήθος των ερωμένων και φίλων του έλληνα μαχαραγιά, ο οποίος, όταν αντιλήφθηκε ότι επίκειται η σύλληψή του, πήδηξε στο ολλανδέζικο αεροπλάνο και διέφυγε στην Ευρώπη. «Σαν συγχρονισμένος εις όλα του, υπήρξε συγχρονισμένος και εις την δραπέτευσίν του», σχολίασε εύλογα η εφημερίδα Ακρόπολις.

Το Βανκούβερ Απάρτμεντ όπως είναι σήμερα (Μάρτης 2024)
  1. Ο χαρακτηρισμός «Νικολέτα» είναι πιθανό ότι προκύπτει από τη Νικολέτα (Νικόλαο) Μυλωνά, γνωστή τρανς («ψιμυθιώμενο» νέο) των αρχών της δεκαετίας του 1930. ↩︎

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλούμε εισάγετε το όνομά σας εδώ