«Κοριτσοπαζάρεμα» στη Σταδίου

Είναι 7:00 το βράδυ και ο αστυνομικός ρεπόρτερ Ε. Θωμόπουλος συνοδεύει έναν αστυνομικό του Τμήματος Ηθών ντυμένο με πολιτικά. Η εμπειρία του καταγράφεται στο φύλλο της εφημερίδας Ακρόπολις που κυκλοφόρησε στις 7 Ιουλίου 1929.

Πρώτος σταθμός των δύο αντρών «ένα από τα καλύτερα κέντρα της οδού Σταδίου, ίσως το πολυτελέστερον εις το είδος του». Το κέντρο, σύμφωνα με την περιγραφή του δημοσιογράφου, είναι γεμάτο από κόσμο όλων των ποιοτήτων. Από υπαλλήλους, αξιωματικούς, φοιτητές, εμπόρους, μετανάστες και επαρχιώτες, από ανθρώπους που συνοδεύουν τις κυρίες τους ή τις αδελφές τους με τις οποίες περνάνε για να πάρουν ένα παγωτό ή ένα γλυκό. Το «κοριτσοπαζάρεμα» γίνεται ακόμη και μέσα σε αυτό το πολυτελές και πολυσύχναστο κέντρο και μάλιστα με τη γοργότητα δυο-τριών βλεμμάτων:

Θέλετε να σας ειπούμε και για τις άλλες που μπαίνουν, κάθονται, πίνουν το γλυκό τους και ψαρεύουν με τα μάτια τους αρσενικούς που σε λίγο τις πλησιάζουν και φεύγουν κατόπιν βιαστικοί μαζί τους για να πηδήσουν σ’ ένα ταξί και να τρέξουν στα εξοχικά κέντρα ή στα ξενοδοχεία των διαφόρων αθηναϊκών παρόδων;

Καταχώρηση στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα στις 28 Μαΐου 1938

Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε για το ποιο θα μπορούσε να είναι το πολυτελές κέντρο της οδού Σταδίου που επισκέφθηκαν οι δύο άντρες, ίσως όμως να πρόκειται για το εστιατόριο «Αβέρωφ» που βρισκόταν στον αριθμό 8, απέναντι από το κτίριο της παλιάς Βουλής. Όπως μαθαίνουμε και από το μυθιστόρημα του Διονύσιου Κόκκινου με τίτλο Ίλιγγος, το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Ελληνική το 1927 και εκδόθηκε αυτοτελώς το 1932, το «Αβέρωφ» διέθετε σεπαρέ όπου οι θαμώνες του μπορούσαν να απολαύσουν μαζί με το γεύμα τους και κάποιες πιο προσωπικές στιγμές.

Μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα ρεπόρτερ και αστυνομικός κατευθύνονται από την οδό Σταδίου σε κάποιο νυχτερινό κέντρο των Αμπελοκήπων, από τα πολλά που διέθετε η περιοχή. «Τα ηλεκτρικά λαμπιόνια με το νυσταλέο τους φως δίνουν την εντύπωση ότι η αθωότις πλανάται γύρω». Οι λίγες παρέες δεν προδίδουν κάτι το επιλήψιμο. Μια νεαρά γυναίκα συνοδευόμενη από έναν μεσόκοπο κύριο. Ενδεχομένως να πρόκειται για έναν στοργικό μπαμπά με την κόρη του. Το ίδιο κι ένας κύριος με άσπρα γένια που χαϊδεύει τον σβέρκο μιας μικρούλας. Ίσως να έβγαλε την εγγονούλα του για λίγο αέρα. Κάποιοι νέοι κάνουν φασαρία, γελούν με τις ντάμες τους και αστειεύονται. Τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στα τρία σεπαρέ που βρίσκονται στη σκοτεινή πλευρά του κέντρου. Οι πόρτες τους ανοίγουν για να βγουν τα ζευγάρια και να αντικατασταθούν από τα επόμενα. Ο δημοσιογράφος ακολουθεί τον αστυνομικό:

Πλησιάζουμε γλιστρώντας στο σκοτάδι προς τα σεπαρέ. Ο θόρυβος που γίνεται μέσα ακούγεται καλά. Φρου-φρου φουστανιών. Να και η τραγωδία στην κυριότερη στιγμή της. Ακούμε από μέσα την φράση: «Αχ, συμφορά μου! Τι θα γίνω τώρα;»

Ο αστυνομικός χτυπά τις πόρτες. «Ανοίξτε! Αστυνομία!». Ακούγονται βλαστήμιες και φωνές. Πανικός. Ένας πηδάει από το παραθυράκι. Οι γυναίκες μέσα ακίνητες και άφωνες από τον τρόμο. Μάτια δακρυσμένα, μαλλιά ανάστατα. Οι επ’ αυτοφώρω συλληφθέντες μένουν εκεί να διαμαρτύρονται:

«Στον δρόμο την βρήκα, κύριε αστυνόμε. Είναι αυτή μία…»

«Ψέματα λέει, κύριε αστυνόμε. Αυτός απόψε με πήρε στο λαιμό του!»

«Καλά, αυτά θα τα δούμε στο Τμήμα!»

Και η διαπόμπευσις αρχίζει: γιατροί, επιθεώρησις, έκθεσις αυτοψιών, εισαγγελία, σκάνδαλο!

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλούμε εισάγετε το όνομά σας εδώ