Ενοικιάζεται γκαρσονιέρα

Ο διοικητής του Τμήματος Ηθών εξήγησε στον ρεπόρτερ Ε. Θωμόπουλο ότι οι περισσότερες γκαρσονιέρες βρίσκονται μέσα σε πολυκατοικημένες οικοδομές. Το θλιβερό, είπε, είναι ότι μερικοί ιδιοκτήτες σπιτιών νοικιάζουν δωμάτια για γκαρσονιέρες και ας κάθονται δίπλα οι ίδιοι με τις οικογένειες και τα κορίτσια τους. Προκειμένου να πάρουν μεγάλο νοίκι αδιαφορούν για το τι θα βλέπουν και τι θα ακούν τα κορίτσι τους τις νύχτες. Πολλές φορές βέβαια, συμπλήρωσε ο διοικητής, οι σπιτονοικοκύρηδες πληρώνουν ακριβά τη φιλοχρηματία τους, καθώς οι γυναίκες και τα κορίτσια τους διαφθείρονται από αυτού του είδους τους νοικάρηδες. 

Μια από τις αναρίθμητες σχετικές μηνύσεις που υποβλήθηκαν στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών ήρθε στο φως στο φύλλο της 8ης Ιουλίου 1929 της εφημερίδας Ακρόπολις από τον Θωμόπουλο, επιβεβαιώνοντας τα λεγόμενα του διοικητή: ένας κύριος, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, ήταν παντρεμένος με μια κυρία που η ηλικία της μόλις είχε περάσει τα σαράντα χρόνια, κρατούσε όμως ακόμα τη σφριγηλότατα και τη δροσιά της. Με τη μεγάλη κόρη τους, ηλικίας μόλις είκοσι ετών, έμοιαζε μάλλον σαν αδελφή, ενώ η μικρή τους κόρη πλησίαζε τους δεκαοκτώ Μαΐους. Το ζευγάρι είχε κι έναν γιο, αλλά αυτός στάλθηκε στο εξωτερικό για να λάβει ανωτέρα μόρφωση, οπότε τα δύο δωμάτια που ο ίδιος διατηρούσε στο σπίτι θα έμεναν άδεια για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Ο σύζυγος και ιδιοκτήτης του σπιτιού, θέλοντας να καλύψει τα έξοδα για τη συντήρηση και τη μόρφωση του γιου τους, σκέφτηκε να νοικιάσει τα δύο δωμάτια ώστε να εξασφαλίσει ένα πρόσθετο εισόδημα. Αν τα δωμάτια νοικιάζονταν σε μια οικογένεια το νοίκι θα ήταν ανάξιο λόγου, αν όμως νοικιάζονταν για γκαρσονιέρα… Η οικοδέσποινα συγκατένευσε: «Τι μας νοιάζει εμάς στο κάτω-κάτω; Κλειδώνουμε τις μεσιανές πόρτες, του δίνουμε την ιδιαίτερη είσοδο και ας κάμει ό,τι θέλει στο διαμέρισμα του…».

Κάποια μέρα κατά τις 11, όταν ο νοικάρης έφυγε από το σπίτι, τα κορίτσια του σπιτονοικοκύρη μπήκαν κρυφά στο δωμάτιό του και ανακάλυψαν ένα σωρό παράδοξα πράγματα: μπουκαλάκια από αιθέρα, ενέσεις, τούφες από μαλλιά, φλακόν από αρώματα. Το επόμενο διάστημα αναπτύχτηκε οικειότητα του νοικάρη με τις γυναίκες του σπιτιού, δηλαδή τη σπιτονοικοκυρά και τις κόρες. Κι επειδή η περιέργειά τους για τα συμβαίνοντα κατά τη διάρκεια της νύχτας είχε εξαφθεί, τους υποσχέθηκε ότι θα έφερνε δυο «από αυτές» τις χορεύτριες να τις βάλει να γλεντήσουν μπροστά τους. «Προσοχή όμως να μην το μάθει ο γέρος. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ… Και πρέπει να βρούμε την ευκαιρία που να λείπει», τους δήλωσε.

Η κυρία έπεισε τον σύζυγό της να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη για μια παλιά κληρονομική υπόθεση που τους απασχολούσε: «Πήγαινε, καημένε, να δεις τι θα απογίνει μ’ αυτήν την κληρονομιά. Τα κορίτσια μας μεγάλωσαν. Πώς θα παντρευτούν; Με τι προίκα;». Ανύποπτος ο σπιτονοικοκύρης έφυγε για τη Θεσσαλονίκη με εβδομαδιαία άδεια. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα ούτε το έτερον του ήμισυ υπήρχε στο σπίτι ούτε οι θυγατέρες του. Από τους γείτονες έμαθε ότι την πρώτη νύχτα της αναχώρησής του, ο νοικάρης εισήλθε στο σπίτι κατά τις 11 με μια εύθυμη παρέα, στην οποία υπήρχαν και δυο ηθοποιοί. Φωνές, γέλια, κακό μέσα στο σπίτι που φωταγωγήθηκε ολόκληρο αφού κλείστηκαν καλά τα παράθυρα. Κατά τα ξημερώματα οι γείτονες αντελήφθησαν να φεύγουν αρσενικοί και θηλυκοί μεθυσμένοι κι έκτοτε δεν ξαναγύρισαν.

Ο δυστυχής σύζυγος παραβίασε την πόρτα κι έφριξε από ό,τι είδε μέσα: μπουκάλες μαυροδάφνης και σαμπάνιας σπασμένες, ποτηράκια με λικέρ μισοάδεια και όλα άνω-κάτω. Σωρός κάρτες με γυναίκες σε άσεμνες πόζες. Η ατμόσφαιρα των δωματίων ήταν πνιγηρή από αιθέρα και χασίς.

Μάταια αναζητούσε τη διαλυμένη οικογένειά του μαζί με τις καταδιωκτικές Αρχές. Τόση ήταν η οργή του, ώστε η μήνυση στράφηκε και κατά της συζύγου του την οποία κατηγορούσε ως συνυπεύθυνη για τη διαφθορά των θυγατέρων του. Εντωμεταξύ εκείνη του έγραψε από το Παρίσι ότι μπορεί αν θέλει να παντρευτεί εκ νέου, όπως και αυτή άλλωστε πρόκειται προσεχώς να κάνει γάμο με τον εκλεκτό της καρδιάς της που ακολούθησε στο εξωτερικό.     

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλούμε εισάγετε το όνομά σας εδώ