Τα στοιχειωμένα σπίτια των Αθηνών: το στοιχειωμένο γύφτικο

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1931, η εφημερίδα Εσπερινή αναδεικνύει μέσα από τις στήλες της υπερφυσικά φαινόμενα, τα οποία από καιρό σε καιρό λαμβάνουν χώρα σε διάφορα σπίτια των Αθηνών και τον προαστείων, αναστατώνοντας όχι μόνο τους ενοίκους και τη συνοικία, αλλά συχνά και την πόλη ολόκληρη, οι πιο περίεργοι κάτοικοι της οποίας σπεύδουν προς τα διάφορα στοιχειωμένα σπίτια για να εξακριβώσουν αν πρόκειται για φάρσα ή για πραγματικότητα.

Ένα από τα φαινόμενα τηλεκινησίας, το οποίο απασχόλησε τον Τύπο και τους περίοικους της οδού Λένορμαν, σημειώθηκε σε ένα σιδηρουργείο του επάνω δρόμου, το οποίο ο ενοικιαστής του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει, διότι, κατά την αντίληψή του, «εκεί μέσα χόρευαν σατανάδες». Ο δυστυχής σιδηρουργός, πηγαίνοντας ένα πρωί στο σιδηρουργείο του, το βρήκε κυριολεκτικά άνω κάτω. Τα εργαλεία ήταν σκόρπια εδώ και εκεί, το αμόνι αναποδογυρισμένο, το φυσερό καταξεσκισμένο και τα πάντα ανάστατα. Η πρώτη εντύπωσή του ήταν ότι είχαν εισέλθει στο κατάστημά του λωποδύτες.

«Με έκλεψαν απόψε», είπε κάποια στιγμή στους γείτονές του.

«Σου έσπασαν την πόρτα;»

«Την πόρτα όχι. Τη βρήκα εντάξει και κλειδωμένη. Φαίνεται ότι είχαν αντικλείδι. Άνοιξαν, αλλά δεν πρόλαβαν να κλέψουν, διότι, ενώ τα πράγματα είναι ανάστατα, δεν λείπει τίποτε».

«Να πας στο Τμήμα», τον παρότρυνε η γειτονιά.

Η έρευνα της αστυνομίας

Πράγματι, ο σιδηρουργός μετέβη στο Τμήμα και κατέθεσε μήνυση κατά αγνώστων για απόπειρα κλοπής. Το Τμήμα έσπευσε να στείλει στο σιδηρουργείο την υπηρεσία σήμανσης για να πάρει δακτυλικά αποτυπώματα από τα διάφορα αντικείμενα του σιδηρουργείου. Αυτά όμως που συγκέντρωσε ήταν τελικά αποτυπώματα του ίδιου του καταστηματάρχη και των εργατών του σιδηρουργείου, πράγμα το οποίο περιέπλεκε την υπόθεση. Οι αστυνομικοί δέχτηκαν τότε μια άλλη εκδοχή: ότι τα πράγματα τα είχε αναστατώσει ο ίδιος ο καταστηματάρχης για άγνωστο λόγο. Ωστόσο, ο ατυχής σιδηρουργός, ο οποίος δεν μπορούσε να δώσει εξήγηση του πράγματος, το βράδυ έκλεισε καλά το κατάστημά του και έβαλε κι ένα λουκέτο για παν ενδεχόμενο.

Το επόμενο πρωί πήγε, όπως συνήθως, να ανοίξει το κατάστημά του και κατά καλή σύμπτωση ήταν παρόντες και οι εργάτες του. Άνοιξε το λουκέτο, ξεκλείδωσε την πόρτα και όλοι βρέθηκαν μπροστά στο θέαμα της προηγούμενες ημέρας, αλλά σε βαθμό ακόμη χειρότερο: μέσα στο μικρό γύφτικο δεν είχε μείνει απολύτως τίποτα στη θέση του. Τα πάντα ήταν σκόρπια, αναστατωμένα, αναποδογυρισμένα.

«Τι κακό είναι αυτό;», ρώτησε τους εργάτες του και έκανε το σημείο του σταυρού.

«Ξέρουμε και ‘μεις, αφεντικό;»

«Αερικό θα είναι», είπε ένας άλλος.

Η αναστάτωση των περιοίκων

Κατατρομαγμένοι όλοι βγήκαν από το μικρό εργοστάσιο και ανακοίνωσαν στους γείτονες όσα συνέβησαν. Το πράγμα κοινοποιήθηκε σε όλη τη γειτονιά και εντός ολίγου χρονικού διαστήματος είχαν συγκεντρωθεί διάφοροι αργόσχολοι και περίεργοι, οι οποίοι σχολίαζαν το γεγονός.

«Πνεύματα θα είναι», έλεγαν μερικοί.

«Εξωτερικά».

«Αερικό».

«Δεν κάνεις έναν αγιασμό;», τον συμβούλεψαν μερικοί.

Εντωμεταξύ, ο άνθρωπος μετέβη στο Τμήμα και ανέφερε και πάλι τα συμβάντα.

«Ανεξήγητα πράγματα, κύριε αστυνόμε».

«Το είχες κλείσει καλά το κατάστημά σου;»

«Καλά, πολύ καλά. Έβαλα μάλιστα και λουκέτο».

«Μα τότε, πώς συμβαίνει αυτό;»

«Ξέρω κι εγώ; Μυστήριο».

«Το βράδυ θα τοποθετήσω έναν σκοπό», είπε ο αστυνόμος, «και θα δούμε περί τίνος πρόκειται. Όταν κλείσεις το βράδυ να καλέσεις τον σκοπό, να κλείσετε μαζί και να του δώσεις τα κλειδιά. Αυτός θα τα δώσει στον αντικαταστάτη του και θα δούμε».

Εννοείται ότι ο άνθρωπος την ημέρα εκείνη δεν εργάστηκε καθόλου. Μέχρι το μεσημέρι σχεδόν, αυτός και οι εργάτες του ασχολούνταν με το να τακτοποιήσουν το σιδηρουργείο και το απόγευμα έστειλε και φώναξε έναν παπά να κάνει αγιασμό. Το βράδυ αναζήτησε τον σκοπό-αστυφύλακα, έκλεισαν μαζί το κατάστημα και τα κλειδιά τα παρέδωσαν, όπως του είχε πει ο αστυνόμος. Περί τη 12η όμως νυχτερινή, ο αστυφύλακας που έκανε περίπολο, περνώντας μπροστά από το σιδηρουργείο, άκουσε από μέσα θόρυβο από διασκορπιζόμενα εργαλεία. Στάθηκε και χτύπησε την πόρτα και ταυτόχρονα έβγαλε τα κλειδιά για να ξεκλειδώσει.

«Ποιος είναι μέσα;», φώναξε.

Σαν απάντηση όμως άκουσε έναν δαιμονιώδη και συνεχή θόρυβο και κλαγγή σιδηρικών. Άρπαξε αμέσως την αστυνομική του σφυρίχτρα και κάλεσε τον συνάδελφό του, ενώ στο μεταξύ άνοιξε την πόρτα. Δεν είδε όμως κανέναν άνθρωπο μέσα ενώ ο θόρυβος εξακολουθούσε. Κάποιο αόρατο χέρι εκεί μέσα άρπαζε τα πράγματα, τα πέταγε από τη μια μεριά στην άλλη και αναστάτωνε τα πάντα. Έντρομος ο άνθρωπος μπροστά στο υπερφυσικό αυτό φαινόμενο έκλεισε με βία την πόρτα και έσπευσε να απομακρυνθεί. Εντωμεταξύ ήρθε και ο συνάδελφός του.

«Τι συμβαίνει;», τον ρώτησε.

«Ξέρω κι εγώ;», του απάντησε ταραγμένος. «Εκεί μέσα συμβαίνουν περίεργα πράγματα».

«Δηλαδή;»

«Τι διάβολο, στοιχειά έχει; Τα πράγματα, εργαλεία, σίδερα, σφυριά, χοροπηδούν μόνα τους».

«Δεν είσαι καλά».

«Εγώ δεν είμαι καλά; Πάμε να δείς».

Πράγματι, οι δύο συνάδελφοι πλησίασαν στο σιδηρουργείο και άκουσαν τους τελευταίους κρότους.

«Άνοιξε», του είπε ο δεύτερος.

«Ανοικτά είναι».

Φαινόμενα τηλεκινησίας

Ο αστυφύλακας έβγαλε τον ηλεκτρικό του φανό και προχώρησε. Βρέθηκε όμως μπροστά σε ένα καταπληκτικό θέαμα: το κατάστημα ήταν ανάστατο, κανείς όμως δεν ήταν μέσα.

«Είσαι βέβαιος ότι δεν ήταν κανείς μέσα;»

«Αστειεύεσαι; Κανένας σου λέω».

«Το μαγαζί ήταν κλειστό;»

«Με κλειδαριά και με λουκέτο».

«Αμ τότε;»

«Μυστήρια πράγματα», είπαν και σταυροκοπήθηκαν και οι δύο.

«Πάμε να φύγουμε και να τα αναφέρουμε στο Τμήμα».

«Και πράγματι, προς μεγάλη κατάπληξη του αστυνόμου, ανέφεραν φαινόμενα τηλεκινησίας, τα οποία είχαν κατατρομάξει ολόκληρη τη συνοικία, η οποία αποκαλούσε και αποκαλεί έκτοτε το μικρό σιδηρουργείο ως «το στοιχειωμένο γύφτικο». Τα φαινόμενα αυτά συνέχισαν για δέκα περίπου μέρες και έπειτα σταμάτησαν. Οι κάτοικοι όμως της συνοικίας, ακόμη να λησμονήσουν τα φαινόμενα εκείνα, για τα οποία δεν θέλουν να δεχθούν την επιστημονική εξήγηση, αλλά επιμένουν να λένε ότι πρόκειται περί φαντασμάτων.