Ο ληστής Καραμπάτσης: πώς παρέδωσε το κεφάλι του ληστή Κογκολόη στις Αρχές

Όταν ο ληστής Τσόγγος πληροφορήθηκε ότι ο ληστής Καραμπάτσης κρύβεται –φοβούμενος την καταδίωξη του υπομοίραρχου Αρβανίτη–, του διαβίβασε διά μέσου έμπιστού του προσώπου την επιθυμία να τον συναντήσει, αν ήταν δυνατόν, μετά από δυο μέρες στο όρος Παπαδάτες. Ο Καραμπάτσης δέχτηκε την πρόταση αυτή και διεμήνυσε στον Τσόγγο ότι θα τον ειδοποιήσει για την εμφάνισή του στο διάσελο1 του όρους με τρία σφυρίγματα.

Μετά από δυο μέρες, ο Καραμπάτσης, πράγματι, βρέθηκε στο ορισμένο μέρος, όπου ανέμενε από δυο ώρες ο Τσόγγος με τους συντρόφους του Τσάιμο και Κογκολόη. Ο Τσόγγος, για να είναι περισσότερο σφαλισμένος, έβαλε καραούλι τον ληστή Τσάιμο, ο οποίος μετά από λίγη ώρα ειδοποίησε τον αρχηγό του ότι κάποιος με χακί φάνηκε στη χαράδρα. Οι τρεις τους ταμπουρώθηκαν τότε και ανέμεναν να ακούσουν τα τρία συνθηματικά σφυρίγματα του Καραμπάτση. Στο σύνθημα απάντησε ο Τσόγγος και μετά από λίγο ο Καραμπάτσης βρισκόταν δίπλα στους ληστές. Χαιρέτησε διά χειραψίας τον Τσόγγο.

Η συνδιάλεξη των ληστών

«Ώρα καλή, Σπύρο!»

«Καλώς ήρθες, Γιώργο! Έμαθα πως σε κυνηγάει ο Αρβανίτης».

«Ήθελε καλά και σώνει να του παραδώσω τον Καραπάνο».

«Και τώρα, τι σκέφτεσαι να κάμεις;»

«Ούτε κι εγώ ξέρω. Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα. Το σπίτι μου έμεινε έρημο. Οι δικοί μου τραβούν του Χριστού τα βάσανα. Υποφέρει ένα χωριό ολόκληρο εξαιτίας μου. Πες μου κι εσύ τι να κάμω.»

«Άκουσε εδώ, ωρέ Γιώργο. Αν σκέφτεσαι να γυρίσεις στο χωριό, έλα να σε φιλήσω για τελευταία φορά, γιατί δεν θα σε ξαναδώ. Το αίμα σου θα ποτίσει τη ράχη του Βελισαρίου στα Γιάννενα».

«Μια μέρα, Σπύρο, κι εμείς θα σκοτωθούμε. Το ξέρεις καλά πως όσο και να καθίσουμε στο κλαρί θα βρεθεί κάποτε μια σφαίρα να μας στείλει στον άλλο κόσμο. Ζωή τυραγνισμένη που ούτε στον οχτρό μας δεν πρέπει να την ευκιόμαστε… Διωγμένοι από το σπίτι μας κι από τους δικούς μας, μια μέρα τα κεφάλια μας θα κοπούν και θα γίνουν μπαίγνιο στον κόσμο. Έτσι πάντα γίνεται με μας. Δυο χρόνια ήμουν στο κλαρί και, για να φάω γλυκό ψωμί και να βρω ζεστασιά στο σπίτι μου, καταδέχτηκα να βαρέσω μαζί με τους Ρεντζαίους, τα παλιοζάγαρα, τους συντρόφους μου Κοντογιώργο και Σιντόρη. Αχ! Αν ήξερα με τι μούτρα είχα να κάμω! Δεν θα ζούσαν ούτε μία ώρα αυτά τα παλιοζάγαρα που λέγονται Ρεντζαίοι!»

«Τους έχεις αμάχι τους Ρεντζαίους, ωρέ Γιώργο;»

«Αν μπορούσα θα τους έπινα το αίμα. Θα ανάσαινε όλη η Ήπειρος».

«Αν το λες αυτό αλήθεια, ωρέ Καραμπάτση, έλα μαζί μου. Δεν θα γλιτώσουν όπου και να πάνε. Ορκίζομαι στο αίμα του μπάρμπα μου, του μακαρίτη Κοντογιώργη, πως δεν θα τους αφήσω να σταθούν σε χλωρό κλαρί. Ξέρεις εσύ το κακό που έκαναν στο σπιτικό μου. Σκοτώσανε τον Κοντογιώργη μπαμπέσικα και κλείσανε το σπίτι μου. Ήσουνα κι εσύ μαζί τους, μα δεν έφταιγες, γιατί ήσουνα παιδάκι τότε. Από ‘μένα είσαι συγχωρεμένος και, αν θες, έλα μαζί μου. Θα είσαι ο υπαρχηγός της συμμορίας και ό,τι κάνουμε θα συμφωνάμε μαζί».

«Αφού το ορκίζεσαι πως θα με βοηθήσεις να εκδικηθώ τους Ρεντζαίους, μένω μαζί σου. Δίνω όρκο πως θα είμαι πιστός στους συντρόφους μου και θα χύσω το αίμα, αν το καλέσει η ώρα».

«Μπράβο, παλικαρά μου! Έτσι σε ήξερα πάντα και έτσι σε βρίσκω. Και τώρα δρόμο για κανένα χωριό να γλεντήσουμε».

Λίγες μέρες μετά

Μέτα από λίγες ημέρες, ο Τσόγγος πληροφορήθηκε ότι στο χωριό Βασταβέτσι ήλθε, προερχόμενος από τη Ρουμανία, ο Ευάγγελος Γεωργουλάς, ο οποίος, αν συλλαμβανόταν αιχμάλωτος, θα κατέβαλαν πολλά λύτρα για την απελευθέρωσή του. Τούτο ανακοίνωσε ο Τσόγγος στον Καραμπάτση και, αφού συμφώνησε, αποφασίστηκε η αιχμαλωσία.

Ο Τσόγγος μαζί με τους συντρόφους του μετέβησαν νύχτα στη οικία του Γεωργουλά. Αποφασίστηκε να εισέλθουν εντός της οικίας μόνο οι Τσόγγος και Καραμπάτσης, ενώ οι άλλοι δύο, Τσάιμος και Κογκολόης, θα παραφυλούσαν για παν ενδεχόμενο απ’ έξω. Ο Τσόγγος έκλεισε την πόρτα και μια γριά εμφανίστηκε. Ήταν η μητέρα του Γεωργουλά, η οποία ρώτησε τους ληστές ποιοι είναι και τι ζητάνε τέτοια ώρα.

«Δεν θέλουμε τίποτα από ‘σένα. Θέλουμε να δούμε τον γιο σου».

«Αν είστε καλοί άνθρωποι, καλώς κοπιάσατε στο σπιτικό μου, και αν το κακό μας θέλετε, το κακό να σας εύρη μες στην πόρτα μου!»

«Άσε τις κατάρες, γριά, και ξύπνα τον γιο σου. Δεν φοβούνται οι βράχοι από χιόνια.»

Αιχμαλωσία και λύτρα

Η γριά ξύπνησε τον γιο της, ο οποίος μόλις είδε τους δυο ληστές κατατρόμαξε και ρώτησε:

«Ποιοι είστε εσείς;»

«Θα μας μάθεις αργότερα. Δεν έχουμε τώρα καιρό για κουβέντες. Σήκω και ντύσου, γιατί έχουμε να περπατήσουμε όλη τη νύχτα».

Ο Γεωργουλάς κατάλαβε περί τίνος πρόκειται και παρακάλεσε τους δυο ληστές να τον αφήσουν.

«Σήκω τώρα και άσε τα παρακάλια, έχουμε να κάνουμε δρόμο πολύ».

Ολοφυρόμενος ο ατυχής Γεωργουλάς ντύθηκε και ακολούθησε τους ληστές, οι οποίοι τον οδήγησαν στο όρος Παπαδάτες όπου ήταν τα λημέρια τους. Τον κράτησαν εκεί σαράντα ολόκληρες ημέρες μάταια, περιμένοντας λύτρα. Ο Γεωργουλάς ήταν πάμπτωχος. Μια ημέρα που ο Καραμπάτσης ήταν ασθενής, υποχρεώθηκε να φυλάξει τον αιχμάλωτο. Το μεσημέρι εκείνης της ημέρας, έτυχε να περάσει από το λημέρι κάποιος γνωστός του Καραμπάτση. Ο ληστής τον ρώτησε περί της περιουσιακής κατάστασης του αιχμαλώτου και έλαβε την απάντηση ότι ο Γεωργουλάς δεν είχε πεντάρα. Ο Καραμπάτσης πείσθηκε ότι δικαίως διαμαρτυρόταν ο αιχμάλωτος και αποφάσισε να τον αφήσει ελεύθερο. Ο αιχμάλωτος, μόλις άκουσε ότι μετά από λίγο θα επέστρεφε σπίτι του, άρχισε να καταφιλάει τα χέρια του ληστή.

Ο Γεωργουλάς αφέθηκε ελεύθερος και μετέβη στο χωριό του, όπου διηγήθηκε τα της αιχμαλωσίας και της απελευθέρωσής του από τον Καραμπάτση.

Οι συνέπειες της απελευθέρωσης

Οι λοιποί συμμορίτες, όταν επιστρέψανε την επόμενη, πληροφορήθηκαν από τον Καραμπάτση την απελευθέρωση του Γεωργουλά. Ο Τσόγγος εξεμάνη και επιτίμησε τον Καραμπάτση, διότι χωρίς την εντολή του απέλυσε τον αιχμάλωτο.

«Δεν έκανες καλά, ωρέ Καραμπάτση, να απολύσεις τον Γεωργουλά».

«Έμαθα πως είναι φτωχός και δεν κρατούσε η καρδιά μου την παιδεψίλα που τραβάει. Είναι κρίμα από τον Θεό».

«Βρε, τι θεολογάς; Αν είχαμε Θεό, δεν θα μας άφηνε να γυρίζουμε σαν τα έρημα πουλιά από ράχη σε ράχη κι από βουνό σε βουνό. Θεός δικός μας είναι το βιος του πλουσίου».

«Του πλουσίου ναι, αλλά όχι και του φτωχού ο ιδρώτας».

«Ωστόσο δεν έκανες καλά, Καραμπάτση, και καλά θα κάνεις να φύγεις από εμάς. Εσύ είσαι πονόψυχος και δεν ταιριάζουμε. Καμιά ώρα θα αγοράσουμε τον μπελά μας με την πονοψυχιά σου».

«Θα φύγω, Τσόγγο, και πρέπει να ξέρει πως ό,τι κάνει ο Καραμπάτσης είναι τίμιο και αντρίκιο».

Από το ίδιο απόγευμα, ο Καραμπάτσης αποχώρησε από τη συμμορία και μετέβη κατ’ ευθείαν στο Ανώγι, όπου ήρθε σε επικοινωνία με τους συγγενείς του που τον παρότρυναν να φονεύσει έναν οποιονδήποτε επικηρυγμένο ληστή, προκειμένου να αμνηστευτεί. Εκείνες τις ημέρες, ο Κογκολόης φιλονίκησε με τους συντρόφους του, Τσάιμο και Τσόγγο, αποχώρησε και αυτός από τη συμμορία και ζήτησε τη βοήθεια του Καραμπάτση, για να εκδικηθεί μερικούς χωρικούς που τον είχαν καταδώσει στις Αρχές. Αρπάζοντας την ευκαιρία, ο Καραμπάτσης φόνευσε τον Κογκολόη και παρέδωσε το κεφάλι του στις Αρχές.

  1. Το σχετικά ομαλό κομμάτι που ενώνει δύο βουνοκορφές. ↩︎