Στο κρατητήριο του Α’ τμήματος είναι φυλακισμένος ακόμα ο ληστής Γεώργιος Καραμπάτσης, ο οποίος σκότωσε τον σύντροφό του Κογκολόη με σκοπό να αμνηστευτεί. Ο Καραμπάτσης άμα παρέδωσε το κεφάλι του συντρόφου του στον πρόεδρο της κοινότητας Ανωγείου και θείο του Ευθύμιο Παπά, παρουσία και του ανθυπασπιστή Σιαπέρα, έφυγε και πάλι από το χωριό, με τη δήλωση ότι θα επανέλθει εκεί όταν δημοσιευόταν το διάταγμα της αμνήστευσής του. Η κεφαλή του Κογκολόη μεταφέρθηκε στα Ιωάννινα και αναγνωρίστηκε από τους χωρικούς. Συγχρόνως, η αρμόδια αρχή έσπευσε να υποβάλει την έκθεση του φόνου του ληστή, η οποία δικαιολογούσε την αμνήστευση του Καραμπάτση.
Πέρασαν μερικές μέρες και ουδέν το θετικό έγινε. Ο κύριος Γκισερλής, ανώτερος διοικητής της χωροφυλακής, θέλοντας να είναι εξασφαλισμένος από τον υπό αμνήστευση ληστή, του παρήγγειλε ότι δεν υπάρχει λόγος να κρύβεται. Θα ήταν προτιμότερο να παρουσιαστεί, αφού κανένας δεν θα τον εμπόδιζε να ζήσει πλέον ελεύθερος. Την παραγγελία τούτη διεμήνυσε ο κύριος Γκισερλής μέσω του θείου του ληστή Ευθύμιου Παπά, ο οποίος και τον έπεισε να παρουσιασθεί.
Η παράδοση του Καραμπάτση
Ο Καραμπάτσης, ο οποίος γνώριζε ότι το διάταγμα περί αμνηστίας των ληστών των φονευόντων έτερον είχε τεθεί σε ισχύ από τον Μάιο, έφερε καταρχάς αντιρρήσεις, αλλά πείσθηκε αργότερα όταν έλαβε κατηγορηματική διαβεβαίωση από τον επόπτη των καταδιωκτικών αποσπασμάτων, υπομοίραρχο Παπανικολάου, και των ανθυπασπιστών Κωνσταντίνου και Χελώνη ότι το διάταγμα της αμνήστευσής του θα δημοσιευόταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Έτσι, ο ληστής παραδόθηκε πριν δέκα περίπου ημέρες και οδηγήθηκε πάνοπλος και με ισχυρότατη συνοδεία στα Ιωάννινα, καταλύοντας το απόγευμα σε ξενοδοχείο που βρίσκονταν κάτω από την κεντρική πλατεία. Όταν έμπαινε στο ξενοδοχείο, είπε στον υπομοίραρχο Παπανικολάου γελώντας:
«Μου φαίνεται σαν θάμα, ωρέ καπετάνιο, που θα πλαγιάσω σε κρεβάτι απόψε. Έχω οκτώ μήνες να κοιμηθώ με κλεισμένα μάτια. Πότε καραούλι και πότε χτυποκάρδι για τα αποσπάσματα. Τυραγνισμένη ζωή η δική μας».
Την επόμενη ημέρα, οδηγείται στην Ανωτέρα Διοίκηση της χωροφυλακής. Ο ανώτερος διοικητής, κύριος Γκισερλής, μόλις τον είδε τον χαιρέτησε δια χειραψίας και του ευχήθηκε καλό μυαλό.
«Σκότωσα τον σύντροφο μου για να αποδείξω πως θέλω να ζήσω κι εγώ σαν τους άλλους ανθρώπους.»
Ο κύριος Γκισερλής τότε τον παρακάλεσε να παραδώσει τον οπλισμό του. Τούτο απαιτεί ο κανονισμός. Έπρεπε μάλιστα ο ίδιος ο Γκισερλής να τον αφοπλίσει. Ο ληστής μόλις άκουσε την πρόταση αυτή του κυρίου διοικητή ωχρίασε. Δεν περίμενε ποτέ να υποστεί τέτοια δοκιμασία.
«Καπετάνιο», είπε, «είναι κακό αυτό που θα μου κάνεις».
«Οι τίμιοι άνθρωποι», απάντησε ο Γκισερλής, «δεν χρειάζονται όπλα».
Και αμέσως άρχισε η αφόπλιση. Ο ληστής παρέδωσε τα άρματά του, τα οποία ήταν το μοναδικό στολίδι του όταν ήταν στο βουνό. Τη στιγμή που παρέδιδε το μαχαίρι του, ένα τεράστιο μαχαίρι με το οποίο έκοψε την κεφαλή του συντρόφου του Κογκολόη, δάκρυσε.
«Πάρτο», είπε. «Μ’ αυτό σκότωσα τον σύντροφό μου. Αν είναι γραφτό μου να μην ζήσω, να με σκοτώσετε με το ίδιο μου το μαχαίρι για να ξεπλυθεί από το αίμα του συντρόφου μου».
Το μαχαίρι του ληστή ήταν πράγματι βαμμένο από το αίμα του συντρόφου του. Η θήκη του είναι εξ αργύρου επιχρυσωμένη. Η αιχμή του είναι κοφτερότατη. Επί της μιας δε όψεως είναι σκαλισμένοι οι εξής στίχοι, που τονίζουν την παλικαριά του ιδιοκτήτη:
«Αν είστε πέντε κάτσετε
και αν είστε δέκα ’λάτε
και μένα το μαχαίρι μου
κανέναν δεν φοβαται.
Πλιότερα δάκρυα από με
άλλος κανείς δεν χύνει
τρέχουν κρυφά δεν φαίνονται
το στήθος μου τα πίνει.
Αχ βαχ Τύχη»
Ο ληστής μετά από αυτά οδηγείται στο γραφείο του ανώτερου διοικητή, κύριο Γκισερλή, στον οποίο κατέθεσε διάφορα γεγονότα σχετικά με το βίο του ως ληστής. Μετά από αυτά, οδηγήθηκε στο γραφείο του γενικού διοικητή, κύριο Γιαμαρέλλο, στον οποίο εξιστόρησε για λίγο την αιτία για την οποία βγήκε στο κλαρί. Ιδού ποια είναι αυτή:
Από πέρυσι τον Ιούνιο ο Καραμπάτσης πιεζόταν από τους αδελφούς Ρετζαίους να βοηθήσει στο φόνο του Καραπάνου, ο οποίος φόνευσε τον γαμπρό των Ρετζαίων Γιώργο Νίκο. Ο Καραμπάτσης όμως δεν το έριχνε κάτω. Δεν ήθελε επ’ ουδενί λόγω να υποταχτεί στις διαταγές των Ρεντζαίων, των οποίων την παλικαριά και την μπέσα δεν υπολόγιζε. Μάταια ο Γιάννης Ρέντζος τον απειλεί ότι θα τον κάψει και ότι θα τον ξεσπιτώσει συφάμελο. Ο Καραμπάτσης του το είπε κατάμουτρα:
«Δεν σε φοβάμαι εγώ, ωρέ Ρέντζο. Με ξέρεις κι από τότε που ήμαστε μαζί στο κλαρί. Αν σου βαστάν τα κότσια, έλα να μετρηθούμε όποτε θέλεις. Μα για να σε προσκυνήσω, ποτέ μου! Είσαι ένα παλιοτόμαρο που πήρες τη δόξα από τον Κοντογιώργο και τον Σιντόρη, που σκότωσες άτιμα και μπαμπέσικα. Όσα μέσα κι αν έχεις, εγώ τα γράφω στα παλιά μου τα τσαρούχια. Αν θες να κάνεις κακό να το κάνεις σε μένα μόνο και όχι στους δικούς μου, γιατί τότε και στου βοδιού το κέρατο να κρυφτείς θα σε βρω και θα σε γδάρω».
Ο Ρέντζος διαβίβασε και πάλι παραγγελία στον Καραμπάτση μέσω διαφόρων Ανωγειτών, διαβεβαιώνοντάς τον ότι πολλά θα είχε να κερδίσει αν ήθελε τη φιλία του. Στις παραγγελίες αυτές όμως ο Καραμπάτσης απαντάει πάντα ότι δεν του καίγεται καρφί. Κι όποιος τον πείραζε θα το πλήρωνε πολύ ακριβά.
Πέρσι τον Σεπτέμβρη, ο Ιωάννης Ρέντζος για να πείσει τον Καραμπάτση για την εξόντωση του Καραπάνου, του παρήγγειλε ότι αν δεχόταν να γίνει φίλος του θα του εξασφάλιζε μια ζωή άνετη. «Θα έκανε μεγάλη δουλειά με την τράπεζα και θα το έριχνε στον Τσόγγο». Την πρόταση αυτή τη διαβίβασε μέσω του Κώστα Γιάννη Παπά, συγχωριανού του Καραμπάτση. Ο Καραμπάτσης δεν πείσθηκε και αυτή την φορά απάντησε:
«Να πας να πεις σε αυτό το ζαγάρι πως εγώ είμαι τίμιος άνθρωπος. Τα χέρια μου δεν τα βάφω στο αίμα και να πάρω τον κοσμάκη στο λαιμό μου. Αν τον πετύχω πουθενά θα του το πω κατάμουτρα, για να μην πει πως τον φοβάμαι. Όποτε θέλει ας περάσει από το Ανώγι να του το ειπώ».
Η εκδίκηση του Ρέντζου
Ο Ιωάννης Ρέντζος, μένεα πνέων και φοβούμενος μήπως το μυστικό του το προδώσει ο Καραμπάτσης, συναντήθηκε αργότερα με τον υπομοίραρχο Αρβανίτη και του ανακοίνωσε ότι ο Καραμπάτσης είναι επικίνδυνο στοιχείο για την ασφάλεια της υπαίθρου και ότι δεν έπρεπε να τον αφήσει σε χλωρό κλαρί. Συγχρόνως δε, ο Αρβανίτης του παρήγγειλε ότι από αυτόν περίμενε να τους παραδώσει τον Καραπάνο.
Ο ληστής του απάντησε ότι είχε να δει τον Καραπάνο από το 1923, αλλά και αν μπορούσε να τον παραδώσει δεν θα έκανε ποτέ το χατίρι των Ρετζαίων.
Κάποτε, τον Δεκέμβρη του 1925, ο Καραμπάτσης συνελήφθη στο Κεράσοβο από τον ανθυπομοίραρχο Τζεδήμα, παρουσία και του Ιωάννου Ρέντζου, ο οποίος πάλι βρίζοντας είπε στον Τζεδήμα:
«Πάρτον από εδώ μη μου χαλάσει καμιά σφαίρα».
Ο Τζεδήμας έκλεισε τον Καραμπάτση στο κρατητήριο και τον άφησε ελεύθερο την επομένη. Μετά από λίγες μέρες, ο υπομοίραρχος Αρβανίτης, ο οποίος εργαζόταν για την εξόντωση της συμμορίας Καραπάνου–Τσόγγου, κάλεσε τον Καραμπάτση στη Φιλιππιάδα και του είπε:
«Ξέρω, Καραμπάτση, πως μπορείς να με βοηθήσεις για να εξοντώσω τον Καραπάνο και τον Τσόγγο. Πρέπει να με βοηθήσεις».
«Δεν μπορώ να σου φανώ χρήσιμος, καπετάνιο μου», απάντησε ο Καραμπάτσης.
«Μπορείς και παραμπορείς, Καραμπάτση, και μάλιστα σε οκτώ ημέρες».
Παρήλθαν οι οκτώ ημέρες χωρίς τίποτε να κατορθώσει ο Καραμπάτσης. Μια μέρα κατήλθε στη Φιλιππιάδα, όπου βρήκε τον Αρβανίτη και του είπε πως δεν κατόρθωσε να γίνει τίποτε.
«Μπορείς, μωρέ Καραμπάτση, αλλά δεν θέλεις.»
«Σου είπα, κύριε Αρβανίτη, πως δε μπορώ και κάνε με ό,τι θέλεις.»
Τέσσερις μήνες στα βουνά
Παρήλθαν τέσσερις μέρες και ο Καραμπάτσης παρήγγειλε στον Αρβανίτη ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Ο Αρβανίτης τότε έστειλε τα αποσπάσματα στο σπίτι του ληστή και τον εζήτησε. Ο Καραμπάτσης όμως έλειπε εκείνη την ημέρα και το βράδυ όταν επέστρεψε του ανακοίνωσαν οι οικείοι του ότι τον ζητούν τα αποσπάσματα. Εννόησε ότι ο Αρβανίτης έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιό του και έφυγε. Επί τέσσερις μήνες περιφερόταν στα βουνά από στάνη σε στάνη, ελπίζοντας ότι θα έπαυε η κατά αυτού καταδίωξη. Από πληροφορίες όμως που λάμβανε από τους οικείους του, η καταδίωξη κάθε άλλο παρά επρόκειτο να παύσει. Ο υπομοίραρχος Αρβανίτης, υπολογίζοντας ότι ο Καραμπάτσης ενώθηκε με τη συμμορία του Τσόγγου, έκανε έκθεση περί επικηρύξεώς του.