Ο Καντάρας και ο Παπαγεωργίου έχουν φονευτεί. Η συμμορία είναι πια ακέφαλος. Ο Καρέτσος δρα κυρίως στη περιφέρεια Γρεβενών και τα θύματά του εκτείνονται από την Ήπειρο μέχρι τη Δυτική Μακεδονία και τη Βόρεια Θεσσαλία. Κατά διαστήματα, εισέρχεται στο αλβανικό έδαφος, όπου παραμένει μέχρι να βρει την κατάλληλη ευκαιρία να επανέλθει στη δράση του. Βρίσκει καταφύγιο στο Αργυρόκαστρο, όπου ασχολείται με την τυροκομία, μαζί με τον επίσης επικηρυγμένο αδελφό του, τον Πέτρο.
Ο ληστής Βάσος Καρέτσος ζητάει δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές από τον σκηνίτη Νικόλαο Πίττικα
Είναι Αύγουστος του 1924 στα Γρεβενά. Μεταβαίνει στη στάνη του σκηνίτη Νικολάου Πίττικα και του ζητάει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων δραχμών. Του δίνει διορία τριών ημερών.
«Άκου εδώ, Πίττικα. Ο Βάσος Καρέτσος δεν παίρνει από αστεία. Τήρα καλά, μην τύχει και αντί τις δεκαπέντε χιλιάδες πας και μου κουβαλήσεις τους σταυρωτήδες, γιατί μαύρο φίδι που σε έφαγε. Η μάνα μου με γέννησε κοντά στο Μαυρονέρ, που ο Νταβέλης έψηνε σφαχτά. Πήρα καρδιά από εκείνον και δεν φοβάμαι. Όσες φορές περνάω από εκεί, στον ίσκιο του πλατάνου, κάνω το σταυρό μου για την ψυχή του. Τήρα καλά, κακομοίρη Πίττικα. Η ζωή σου είναι στα χέρια μου. Θα σε κρεμάσω από εκείνο το πλατάνι.»
«Καπετάνιο μου», λέει ο Πίττικας, «θα κάνω ό,τι μπορέσω για τα λεφτά αυτά που ζητάς. Ό,τι έχω θα στα δώκω. Τώρα τελευταία έχουμε ανέχειες, γιατί δεν περνάνε οι ζωέμποροι από εδώ».
«Δεν ξέρω τι θα κάνεις, Πίττικα. Εγώ θέλω δεκαπέντε ολοστρόγγυλες χιλιάδες μέσα σε τρεις μέρες. Θα περάσω από δω κι από εκατό μέτρα θα σφυρίξω τρεις φορές. Θα καταλάβεις πως είμαι εγώ και θα έρθεις μονάχος να μου φέρεις τα λεφτά.»
«Στις διαταγές σου, καπετάνιο μου. Θα κάνω όπως ορίζεις.»
«Να σε ιδώ, ωρέ Πίττικα. Αν φανείς τίμιος του λόγου σου, εγώ εδώ θα είμαι για σένα. Τους τίμιους ανθρώπους στο λόγο τους, ξέρω να τους υποστηρίζω.»
«Να μένεις ήσυχος, καπετάνιο μου.»
«Τότε γεια σου. Σε τρεις μέρες να είσαι καλά εσύ και η φαμέλια σου, για να με ματαδεχτεί.»
«Στο καλό, παλικάρι μου, και καλώς να έρθεις.»
Ο Καρέτσος αναχωρεί από τη στάνη του Πίττικα, αλλά δεν απομακρύνεται πολύ. Κρύβεται σε μια συστάδα δέντρων, περιμένοντας να δει τις επόμενες κινήσεις του Πίττικα. Ο Πίττικας, με τη σειρά του, κάθε άλλο σκέφτεται παρά να εκτελέσει τη διαταγή του ληστή και, μόλις φεύγει, φωνάζει την εικοσαετή κόρη του Μαρία και της λέει:
«Είδες εκείνον τον άνθρωπο που κουβέντιαζα μαζί του; Είναι ένα παλιοζάγαρο που λέει πως είναι ληστής. Μέσα σε τρεις μέρες θα ξανάρθει. Εγώ φεύγω να ειδοποιήσω τα αποσπάσματα. Τήρα να ετοιμάσεις φαΐ, ως το βράδυ θα είμαστε εδώ».
Ο Πίττικας καλεί τα αποσπάσματα
Ο ληστής, ο οποίος παραμονεύει στο δίπλα δάσος, βλέπει το θύμα του να τρέπεται προς το κοντινότερο χωριό και υποθέτει ότι μεταβαίνει για να εξοικονομήσει τα χρήματα. Για να βεβαιωθεί όμως καλύτερα, μεταμφιέζεται και πηγαίνει στο κονάκι του Πίττακα. Εκείνη τη στιγμή, η κόρη του Πίττακα ετοιμάζει φαγητό, προκειμένου να έρθουν τα αποσπάσματα. Ο ληστής μπαίνει στην καλύβα και με εντελώς αλλαγμένο τρόπο ομιλίας χαιρετάει την κόρη.
«Καλημέρα, κοπέλα μου.»
«Καλώς όρισες. Πώς από δω;»
«Είμαι ζωέμπορος. Έμαθα πως ο πατέρας σου έχει για πούλημα μερικά πρόβατα και ήρθα να τα πάρω.»
«Μα δεν είναι εδώ ο πατέρας μου.»
«Θα αργήσει να έρθει;»
«Ως το βράδυ θα ξαναρθεί. Πάει ως ένα χωριό να φέρει τα αποσπάσματα, γιατί κάποιος κατσικοκλέφτης ήρθε εδώ και του είπε σε τρεις μέρες να έχει έτοιμες δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. Του πέρασε η ιδέα του κατσικοκλέφτη ότι ο Πίττακας φοβάται από τρομάρες. Μύρια βόλια θα πάρει αντί για λεφτά! Ας έρθει και θα δει τον καπνό του.»
«Καλά, κι αν δεν μπορέσουν να τον βρούνε τα αποσπάσματα;»
«Θα του στήσουμε καλά το μπλόκο και δεν θα γλιτώσει.»
«Από το στόμα σου και στου θεού το αυτί, κοπέλα μου. Παράγινε το κακό εδώ πάνω με αυτά τα παλιοζάγαρα.»
«Και χώρια που θα πάρεις την επικήρυξη ο πατέρας μου.»
«Είναι επικηρυγμένος κιόλας;»
«Και βέβαια. Το κεφάλι του κατσικοκλέφτη θα φέρει την προίκα μου.»
«Καλός ο λόγος, κοπέλα μου. Εγώ ταχύνω και θα γυρίσω το βράδυ που θα είναι ο πατέρας σου, να συμφωνήσουμε για την πραμάτεια.»
«Κάτσε να φας αν θέλεις. Σε λίγο θα βγει και το φαΐ. Έφτιαξα κότα σήμερα για τα παιδιά που θα έρθουν.»
«Σ’ ευχαριστώ, κοπέλα μου, μα βιάζομαι να πάω σε άλλο χωριό που είναι εδώ κοντά. Το βράδυ, αφού το θέλει η καρδιά σου, μου κάνεις τα μουσαφιρλίκια.»
«Όπως ορίζει η αφεντιά σου.»
«Ώρες καλές, κοπέλα μου.»
«Στο καλό! Το βράδυ να έρθεις!»
Μια απάνθρωπη εκδίκηση
Ο ληστής, ικανοποιημένος από όσα μαθαίνει, φεύγει από το μέρος εκείνο και δεν εμφανίζεται την ημέρα που όρισε για να πάρει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων δραχμών. Τα αποσπάσματα περιμένουν δέκα μέρες, και όταν φεύγουν πίσω στη έδρα τους, ο Πίττικας θεωρεί ότι ο ληστής σκέφτηκε τον κίνδυνο και εξαφανίστηκε. Ο Καρέτσος, έχοντας πλήρες δίκτυο πληροφοριοδοτών, μαθαίνει ότι τα αποσπάσματα έχουν φύγει από την περιφέρεια και εκείνο το βράδυ εμφανίζεται στη στάνη του Πίττικα. Ο Πίττικας τον βλέπει και γίνεται άσπρος από το φόβο του. Ο ληστής πάνοπλος τον πλησιάζει.
«Γεια σου, ωρέ Πίττικα.»
«Καλώς το παλικάρι. Άργησες, μωρέ παιδί μου.»
«Δεν πειράζει, Πίττικα. Είχα κάποια σπουδαία δουλειά στα Ζαγόρια και τράβηξα από εκεί. Μου τα δίνεις τώρα τα λεφτά.»
«Καπετάνιο μου, είδα πως δεν ήρθες και τα χάλασα. Αν θέλεις να καρτερήσεις ως αύριο το βράδυ, πηγαίνω και σου τα φέρνω.»
«Θυμάσαι, ωρέ Πίττικα, τι σου είπα όταν πρωτοήρθα εδώ;»
«Ναι, καπετάνιο μου.»
«Σου είπα πως εγώ δεν παίρνω από αστεία.»
«Καπετάνιο μου, εγώ φρόντισα αλλά εσύ δεν ήρθες.»
«Για να με δώσεις πεσκέσι στα αποσπάσματα, ωρέ Πίττικα; Γι αυτό ήθελες να έρθω; Είδες που γελάστηκες;»
«Ψέματα, καπετάνιο μου. Όποιος σου είπε πως εγώ ειδοποίησα τα αποσπάσματα είναι άτιμος.»
«Δεν λέει ψέματα αυτός που μου το είπε, ωρέ Πίττικα. Είναι μια γυναίκα που ήρθε και μου το είπε.»
«Κάνω όρκο στα παιδιά μου, καπετάνιο μου, πως δεν έκανα εγώ τέτοιο πράγμα. Αυτή που σου το είπε είναι άτιμη. Φέρτη μπροστά μου να τη φτύσω.»
«Πρόσεξε, ωρέ Πίττικα, γιατί βλέπω πως κοντά στην μπαμπεσιά σου έρχεται και η ψευτιά σου.»
«Όχι, καπετάνιο μου, σου λέω την αλήθεια.»
«Φώναξε τότες την κόρη σου να έρθει εδώ.»
Ο Πίττικας, στο άκουσμα των λόγων αυτών, ωχριάζει. Θυμάται την κόρη του και την αναφορά της για την επίσκεψη του ζωέμπορου στη στάνη, την ημέρα που πήγε να ειδοποιήσει τα αποσπάσματα. Φωνάζει την κόρη του, επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η κόρη εμφανίζεται και ο ληστής, απευθυνόμενος στον Πίττικα, λέει:
«Αυτά που σου είπα εγώ, Πίττικα, θα σου τα πει και η κόρη σου. Δεν πιστεύω να λέει κι αυτή ψέματα», και, στρεφόμενος προς εκείνη, της απευθύνει τα ερωτήματα:
«Δεν μου λες, κοπέλα μου, με θυμάσαι εμένα;»
«Δεν σε θυμάμαι, καπετάνιο μου!»
«Δεν θυμάσαι έναν ζωέμπορα που ήρθε μια μέρα που έλειπε ο πατέρας σου από τη στάνη, γιατί πήγε να φέρει τα αποσπάσματα για κάποιον κατσικοκλέφτη, όπως είπες;»
«Ήρθε ένας ζωέμπορας. Μα δεν τον θυμάμαι καλά.»
«Για τήρα με καλά και θα με θυμηθείς.»
«Ναι, καπετάνιο μου», επιβεβαιώνει τρέμοντας, «εσύ είσαι, μα μην μας κάνεις κακό. Είμαστε φτωχοί άνθρωποι».
«Για αυτό ήθελες το κεφάλι μου, να κάνεις την προίκα σου; Δίκιο είχες κοπέλα μου, μα βλέπεις πως εγώ βγήκα κερδισμένος.»
«Καπετάνιο μου!»
«Είπες πως αντί για χιλιάδες θα πάρω μαύρα βόλια στην καρδιά και να που γελάστηκες. Ο θεός δεν ήθελε να πεθάνω. Μου έδωσε περισσότερο μυαλό από τον μπαμπέση τον πατέρα σου.»
«Να μην μας κάνεις κακό, καπετάνιε μου, και να πουλήσουμε όλη την πραμάτεια να σου δώσουμε το χρήμα.»
«Δεν μου χρειάζονται τα χρήματα εμένα. Είμαι πλούσιος κι έχω να φάνε πολλά σκυλιά σαν κι εσάς», λέει ο Καρέτσος και διατάσει τον Πίττικα να προχωρήσει πλησίον προς τον ευρισκόμενο εκεί ληστή, ο οποίος και τον έδεσε.
«Τήρα τώρα, Πίττακα, να δεις τα αποτελέσματα της μπαμπεσιά σου.»
Βγάζει ένα μαχαίρι, κόβει το δεξί χέρι του Πίττικα και το πετάει στα σκυλιά.
«Αν θέλεις, Πίττικα, τράβα τώρα να φέρεις τους σαραντακορωνάδες, να τους ταΐζεις κότα για να με σκοτώσουν. Θα σε κάψω συφάμελο, κακομοίρη μου.»