«Τόσο παλικάρι είναι αυτός, ωρέ Διακούνα, που δεν με λογαριάζει;»
«Δεν ξέρω, καπετάνιο μου. Ό,τι μου είπε σου λέω. Ίσως να το ‘πε γιατί γυρίζουν τα αποσπάσματα.»
«Και λες πως θα μου γλιτώσει; Μαύρα φίδια που τον έζωσαν.»
«Να μην πας, καπετάνιο μου, να μην πάθεις καμιά δουλειά.»
«Δεν με γνωρίζεις καλά, ωρέ Γιώργο. Το κεφάλι το δικό μου για να πέσει, θα πέσουν πολλά άλλα πρώτα. Δεν το πουλάω εγώ το τομάρι μου τζάμπα.»
«Όπως θέλεις, καπετάνιο μου. Παλικάρι και άξιος είσαι, μα η μπαμπεσιά καμιά φορά τρώει και τα καλύτερα παλικάρια.»
«Θα πάψω απόψε κιόλας. Εσύ να με καρτεράς στη ρεματιά της Μαύρης.»
Επίσκεψη στον Μουλάκα
Πράγματι ο ληστής το ίδιο απόγευμα πάει να συναντήσει τον Μουλάκα, τον οποίο βρίσκει στο κονάκι του. Με το όπλο προτεταμένο, τον φωνάζει έξω.
«Έβγα έξω, ωρέ παλικαρά Μουλάκα.»
Ο Μουλάκας πράγματι εξέρχεται και μόλις βλέπει τον ληστή τα χάνει. Δεν ξέρει τι να υποθέσει.
«Καπετάνιο μου», του λέει, «στις προσταγές σου».
«Ποιες προσταγές μωρέ παλιοζάγαρο. Γιατί δεν έκαμες εκείνο που σου ‘γραψα;»
«Καπετάνιο μου, δεν…»
«Δεν έχεις βιός μωρέ και λυπήθηκες να μου στείλεις ό,τι σου γύρευα; »
«Τόσα μου είπε να σου στείλω ο Διακούνας.
«Ποια να μου στείλεις;»
«Τις εφτά χιλιάδες!»
«Κοροϊδεύεις ωρέ Μουλάκα;
«Όχι, καπετάνιο μου. Μα ούτε γράμμα σου μου ‘δωκε. Όσα μου ζήτησε του έδωκα ο δόλιος.»
«Του έδωκες λεπτά, ωρέ Μουλάκα;»
«Εφτά χιλιάδες σωστές, καπετάνιο μου.»
«Μα εμένα δεν μού ‘φερε τίποτα. Μού ‘πε πως δεν καταδέχτηκες να με λογαριάσεις για παλικάρι.»
«Καπετάνιο μου, σου ορκίζομαι στα μάτια μου και στα παιδιά μου. Σου έστειλα ό,τι ζήτησες κι αν γύρευες περισσότερα θα σου έστελνα. Εγώ σε ξέρω τι λεβέντης είσαι και ποτέ δεν σου αρνιέμαι τίποτα. Πρέπει να ξέρεις πως είμαι φίλος σου από σήμερα.»
«Να το πιστέψω αυτό, ωρέ Μουλάκα;»
«Να το πιστέψεις, καπετάνιο μου. Εγώ αν ήθελα να σου κάνω κακό, μπορούσα να σου κάνω.»
«Για να ακούσω πώς, ωρέ Μουλάκα;»
«Θα έδινα τα λεπτά στον Διάκουνα και κοντά θα έστελνα τα αποσπάσματα που γύριζαν εκείνες τις μέρες εδώ. Μα σκέφτηκα πως το κεφάλι του λεβέντη του Τσόγκου είναι ανεκτίμητο και δεν στοιχίζει μόνο εφτά ψωροχιλιάδες, που σίγουρα αν μου χρειαστούν αργότερα και σου στείλω χαμπέρι σαν άντρας που είσαι θα μου τις έστελνες.
«Σε πιστεύω τώρα, ωρέ Μουλάκα. Από τη στιγμή αυτή, όποιος πειράξει το νοικοκυριό σου θα έχει να κάμει με τον Τσόγγο. Το γιαταγάνι μου είναι καλά ακονισμένο για τους εχθρούς των σταυραδερφών μου.»
«Σε ευχαριστώ, καπετάνιο μου. Ποτέ δεν έβαλα με το μυαλό μου πως μπορούσες να είσαι διαφορετικός από ό,τι σε νόμιζα.»
«Για να σου δείξω πώς εκδικιέμαι εγώ εκείνους που θέλουν να με κοροϊδέψουν, θα μάθεις τι θα πάθει ο Διακούνας που θέλησε να με γελάσει.»
Ο ληστής χαιρετάει τον Μουλάκα και αναχωρεί προς συνάντηση του Διακούνα, τον οποίο φυσικά δεν βρίσκει στη ρεματιά της Μαύρης, όπου του είπε να περιμένει. Δυο ημερόνυχτα αγωνίζεται να τον βρει. Την τρίτη τον πετυχαίνει.
Πώς ο λήσταρχος Τσόγκος τιμωρεί τον Διακούνα
«Που είσαι, ωρέ Διακούνα, τόσες ημέρες;»
«Καπετάνιο μου…»
«Μολόγα, ωρέ Διακούνα, και μην φοβάσαι…»
«Αρρώστησε η γυναίκα μου, καπετάνιο μου. Είδα πως άργησες και έφυγα.»
«Γιατί λες ψέματα, Διακούνα; Πώς φαντάστηκες μωρέ πως θα μπορούσες να με κοροϊδέψεις εμένα;»
«Καπετάνιο μου…»
«Φαίνεται όμως πως με πέρασες για κατσικοκλέφτη και πως θα μπορούσες να με καταδώσεις στους χωροφυλάκους.»
«Όχι, καπετάνιο μου.»
«Οχιές και φίδια που σε φάγανε, Διακούνα. Γιατί μωρέ θέλησες να εκθέσεις τον τίμιο εκείνον άνθρωπο τον Μουλάκα; Τι σου έπταιγε μωρέ ο νοικοκύρης;»
«Καπετάνιο μου, πεινάγαν τα παιδιά μου.»
«Και τώρα που θα πεθάνεις εσύ, τα παιδιά σου τι θα κάμουν;»
«Καπετάνιο μου…»
«Δεν θα σε σκοτώσω όμως. Θα σε σημειώσω, για να μάθεις άλλη φορά να μην κλέβεις το βιος του αλλουνού. Θα σου κόψω το δεξί σου χέρι.»
Ο ληστής βγάζει το γιαταγάνι του και το κατεβάζει στο δεξί χέρι του Διακούνα, ο οποίος οιμώζοντας αναχωρεί για το κονάκι του.»