Ο Γεώργιος Ρόκας, συνοδευόμενος από έναν αγωγιάτη, κατευθυνόταν προς το χωριό Νιαγκάτες για να αγοράσει σφαχτά. Ο κτηνοτροφικός πληθυσμός γνώριζε πολύ καλά τον Ρόκα και μόλις έφτασε τον υποδέχτηκε και τον φιλοξένησε. Ο Ρόκας εξήγησε τον σκοπό της επίσκεψής του και παρακάλεσε έναν θείο του Ντάγκα να τον βοηθήσει με την εργασία του.
Την επόμενη μέρα, γύρισε στα διάφορα ποιμννιοστάσια και χώρισε τα σφαχτά, τα οποία και πλήρωσε στους ιδιοκτήτες. Το βράδυ, επανήλθε στους Νιαγκάτες και κατά διαταγή του διοργανώθηκε γλέντι στο οποίο πήραν μέρος οι κτηνοτρόφοι, μεταξύ αυτών και ο Ντάγκας. Το γλέντι κράτησε όλη τη νύχτα και ο Ρόκας μεθυσμένος άρχισε να τραγουδάει μερικά δίστιχα ηπειρώτικης μουσικής: «Μαύρα μάτια και μεγάλα, μαύρα μάτια με κοιτάζουν και μου γλυκοκουβεντιάζουν». Απέναντί του ακριβώς καθόταν η αδελφή του Ντάγκα. Την έλεγαν Βάσω και ήταν μια όμορφη βοσκοπούλα με ωραία μαύρα μάτια.
Έξαλλος ο Ντάγκας σηκώθηκε από τη θέση του και απηύθυνε στον Ρόκα το παρακάτω ερώτημα:
«Για ποιον τα λες αυτά, ωρέ παλιοτόμαρο; Τι σου πέρασε η ιδέα πως είσαι, βρε ρεμπεσκέ; Τα λεφτά σου να τα βράσεις και να πιείς το ζουμί τους. Σ’ εμάς δεν περνάνε. Να πας να τα κάνεις εκεί που περνάνε αυτά, όχι στους τσομπάνηδες. Σου πετάω τα μυαλά στο ταβάνι ώσπου να πεις κύμινο, μαγκούφη».
Αυτά είπε ο Ντάγκας και έβγαλε από το σελάχι του τεράστιο μαχαίρι και, πριν το κατεβάσει στο κεφάλι του Ρόκα, πρόλαβαν να του πιάσουν οι άλλοι το χέρι και να τον συγκρατήσουν. Ο Ρόκας έκπληκτος προσπάθησε να δικαιολογηθεί, αλλά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, καθώς ο Ντάγκας συνέχισε:
«Τέτοια ζωντανά που είστε, καλά να σας κάνει αυτός ο πολιτισμένος. Ήρθε εδώ να αγοράσει τα σφαχτά μας και θέλει να αγοράσει και την τιμή μας. Αν είχατε φιλότιμο, θα τον πετσοκόβατε, όχι γιατί προσέβαλε την αδελφή μου, μα γιατί κόλλησε σε όλους σας τη ρετσινιά. Μα έγνοια σας, κύριε πολιτισμένε, και δεν θα σ’ αφήσω έτσι εγώ. Τον πατέρα μου τον έφαγε χωροφυλακίστικο βόλι. Ας με φάει κι εμένα για το χατίρι σου».
Η επόμενη μέρα
Το βράδυ πέρασε και το επόμενο πρωί ήρθε. Ο Ρόκας, πριν φύγει και παρά τις προσβολές που δέχτηκε, ζήτησε να δει τον Ντάγκα για να του δώσει εξηγήσεις, όμως ήταν αδύνατον να τον βρει. Ο Ντάγκας είχε φύγει από το χωριό το πρωί, άγνωστο για πού. Οι κτηνοτρόφοι, φοβούμενοι ενέδρα, παρακάλεσαν τον Ρόκα να μείνει μέχρι την άλλη μέρα, οπότε και θα διερχόταν ο αποσπασματάρχης της περιφέρειας να τον συνοδεύσει.
Ο Ντάγκας παραμόνευε έξω από το χωριό να περάσει ο Ρόκας. Ένας χωρικός, που έχει προηγούμενα με τον Ρόκα, έσπευσε να τον ενημερώσει για τα διατρέξαντα. Έξω φρενών εναντίον των χωριανών του και βλέποντας πως το σχέδιό του αποτυχαίνει, επέστρεψε στους Νιαγκάτες.
«Τέτοιοι άτιμοι που είναι, καλά να τους κάνει ο Ρόκας. Τους προσβάλλει και τον φυλάνε κιόλας. Μα έννοια σου και δεν θα γλιτώσει».
«Και δεν είναι αυτό μονάχα, Ηλία μου. Αυτός ο πολιτισμένος είπε του κόσμου τα πράγματα για την αδελφή σου…»
«Τι λες, ωρέ;»
«Και βέβαια. Τον άκουσα με τα αυτιά μου!»
«Τι έλεγε, μωρέ; Λέγε μου!»
«Να, έλεγε δηλαδή ότι η αδελφή σου του έκανε τα γλυκά μάτια και πως στο άλλο ταξίδι που θα περάσει από εδώ θα την πάρει μαζί του για υπηρέτρια».
«Α, τον άτιμο! Τι άλλο έλεγε μωρέ; Λέγε, γιατί ήρθε το αίμα στο κεφάλι μου».
«Είπε ακόμα πως εσύ είσαι ένα παλιόπαιδο που δεν μπορεί να σου δώσει σημασία και αν σε δει θα σε σκαμπιλίσει».
«Εμένα, μωρέ;»
«Ναι, εσένα. Είσαι λέει ένας από εκείνους τους κουτσαβάκηδες που κάνουνε το θεριό και ύστερα κάθονται και τις τρώνε».
Αυτό είναι αρκετό. Αλλόφρονας ο Ντάγκας πήγε σπίτι του και πήρε τον γκρα1 του πατέρα του. Αμέσως, κατευθύνεται στο σπίτι που κατέλυσε το βράδυ ο Ρόκας. Η εμφάνισή του θορύβησε τον Ρόκα, ο οποίος ρώτησε τον οικοδεσπότη τι συμβαίνει. Την απάντηση έδωσε ο Ντάγκας:
«Γιατί, ωρέ Ρόκα, δεν αφήνεις σε ησυχία το σπίτι μου; Τι σου χρωστάω, μωρέ, και μου λερώνεις την τιμή του σπιτιού μου με τα σάλια σου;»
«Μα τι έκανα, βρε Ντάγκα, και δεν το ξέρω;»
«Τι άλλο ήθελες να μου κάνεις, μωρέ, από αυτό που μου έκανες; Γιόμησες τον κόσμο με τα λόγια σου σήμερα που έλειπα από εδώ».
«Βρε παιδί μου, όποιος σου είπε αυτό σε γέλασε».
«Δεν γελιέται του Ντάγκα το παιδί εύκολα, Ρόκα! Μάθε πως η μάνα που με γέννησε κοιλοπόνεσε την ώρα που ο διάβολος έσερνε τον νεραϊδοχορό στο πλατανόρεμα. Ο πατέρας μου, αντί για ευχή, μου άφησε μια μαχαιριά στη δεξιά πλευρά της πλάτης μου και μου είπε σαν θα μεγαλώσω να θυμάμαι το αίμα που έχυσα και να εκδικιέμαι αλύπητα εκείνους που θα με κεντήσουν στην καρδιά. Κι εσύ με πρόσβαλες. Είσαι ο πρώτος που σηκώνεις το μπόι σου μπροστά μου και πρέπει να πεθάνεις».
Ο Ντάγκας σήκωσε το όπλο και πυροβόλησε τον Ρόκα. Νεραϊδοχοροί στο πλατανόρεμα, πατρικές μαχαιριές στη δεξιά πλευρά της πλάτης, αντί για ευχή, και κεντήματα στην καρδιά ήταν τα προτελευταία αλλόκοτα λόγια που άκουσε ο Ρόκας. Η τελευταία φράση που άκουσε ήταν «πάρ’ την». Ο Ντάγκας πέτυχε τον έμπορο στην καρδιά. Τον άφησε άπνου.
Η μεθεπόμενη μέρα
Το επόμενο πρωί, το χωριό ήταν ανάστατο και ο Ντάγκας εξαφανισμένος. Το μεσημέρι κατέφθασε στο χωριό οπλισμένος μέχρι τα δόντια. Πήγε σπίτι του και πληροφορήθηκε πως οι χωρικοί ετοιμάζονται για την κηδεία του Ρόκα. Αυτό τον εξαγρίωσε περισσότερο. Οπλισμένος όπως ήταν πήγε στο νεκροταφείο και, πριν το φέρετρο εναποτεθεί στον τάφο, φώναξε στον ιερέα να σταματήσει.
«Στάσου, ωρέ παπά, με τις ευχές σου. Κι εσείς, ωρέ χωριανοί, παραμερίστε. Αυτός που πάτε να θάψετε αυτήν τη στιγμή είναι ένας άτιμος που θέλησε να προσβάλει το σπίτι μου. Εγώ, ο Ντάγκας, δεν θέλω να τον θάψετε εδώ στο νεκροταφείο που κοιμούνται η μάνα μου και ο παππούς μου. Θα τον κάνω κομμάτια και να τον δώσετ΄ εσείς, με τα χέρια σας, στα σκυλιά να τον φάνε».
Μόλις τέλειωσε τον λόγο του, άρπαξε το πτώμα και με μια τεράστια χατζάρα το τεμάχισε και πέταξε τα κομμάτια έξω από το νεκροταφείο, φωνάζοντας:
«Όποιος από σας βαλθεί να θάψει κανένα κομμάτι από τον άτιμο αυτόν, να φροντίσει πρώτα να ανοίξει το καβούρι του. Εμένα από σήμερα δεν θα με ξαναδείτε. Πάω εκεί που ήταν ο πατέρας μου. Στο χωριό σας δεν θα ξανάρθω, μα προσέξτε, μη μάθω πως είπατε κακό για μένα, γιατί δεν θα μείνει ποδάρι από σας. Θα σας πελεκίσω σαν κατσίκια».
- Το τουφέκι. ↩︎