Οι λήσταρχοι της Ηπείρου Ι

Ο λήσταρχος Καραπάνος | Καλοκαίρι του 1926 | Ένας τραγικός γάμος | Το αποκεφάλισμα του γαμπρού μπροστά στη νύφη | Η μετάνοια | Το μνημόσυνο του ληστή

Στο χωριό μας είχαμε τακτικές επισκέψεις από τους ληστές. Είμαστε βλέπετε εδώ πάνω στην ερημιά μακριά από τον κόσμο και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Αυτό το παλιόσκυλο ο Καραπάνος, με κείνο το ζαγάρι τον Σπύρο, ήλθε κάμποσες φορές εδώ στο χωριό και μέρα μεσημέρι. Ήξερε πως δεν είχε φόβο από κανέναν, γιατί τα αποσπάσματα φαίνονταν από δω στη χάση και στη φέξη και αν έρχονταν καμιά φορά, έκαναν μια τρύπα στο νερό. Ο Καραπάνος μόνο με ενέδρα μπορούσε να σκοτωθεί και έτσι σκοτώθηκε. Οι χωριανοί μου τον υποστήριζαν. Όλη η Κλεισούρα έβαλε μαύρα μόλις τον σκότωσαν. Κι αυτός ο παπάς απόψε κάνει μνημόσυνο κάθε Κυριακή απάνω από το μνήμα του. Τον έχουνε κάνει άγιο. Άντρες και γυναίκες πίνουν νερό στο όνομά του. Ο καταδότης ο Λάμπρος και όλη η οικογένεια του για τους Κλεισουριώτες είναι προδότες και μπαμπέσηδες. Έχει κάνει δε τόσα κακουργήματα ο θεομπαίχτης, ώστε αν υπάρχει κόλαση, η ψυχή του θα πρέπει να βουτηχτεί στην αναμμένη πίσσα.   

Μια Κυριακή, πριν δυο χρόνια, γινόταν ο γάμος του Μήτρου Δίγκα με την κόρη του Νιόκωστα. Οι καλεσμένοι πήγαν στην εκκλησία που θα γίνονταν τα στέφανα κι όταν βγήκαν με καλό τα νιόπαντρα, άρχισε ο χορός στη πλατεία της εκκλησίας. Το χορό έπρεπε να τον σύρει η νύφη πρώτα και ύστερα ο γαμπρός. Έτσι το έχουμε εμείς έθιμο στα χωριά. Τα βιολιά βάρεσαν την Πενταγιώτισσα κι άρχισε ο χορός. Στη δεύτερη γύρα, που τα βιολιά βαρέσανε στον τόπο (πρόκειται για ορισμένη στιγμή του χορού, κατά την οποία ο σύρων αυτόν πρέπει να επιδείξει τη χορευτική του δεινότητα χορεύοντας μόνος επί μερικά λεπτά, ενώ οι άλλοι εκφέρουν τις κρίσεις τους επιδοκιμάζοντας πάντοτε), παρουσιάστηκε ο Καραπάνος, αρματωμένος με φυσεκλίκια και μαχαίρια και με το όπλο στο χέρι.

«Σταματήστε ορέ», είπε στα όργανα. Κι αμέσως προχώρησε στη μέση του κύκλου του χορού.

«Με ξέρετε ποιος είμαι εγώ;» ρώτησε. «Αν δεν με ξέρετε, μάθετέ με. Είμαι ο Καραπάνος. Μην κινηθεί κανένας σας, γιατί θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα. Εσύ, νύφη, φεύγα από δω. Τράβα μέσα στην εκκλησία και άμα σε φωνάξω να τσακιστείς να γυρίσεις πίσω. Εσείς οι άλλοι καθίστε στο πεζούλι και μην κουνιέστε. Θα σας ρωτήσω μερικά πράγματα που ενδιαφέρομαι να μάθω. Τηράξτε μην μου ειπείτε ψέματα, γιατί θα βάλω φωτιά στο χωριό και στα γεννήματά σας. Τώρα όποια από τις γυναίκες δεν μαρτυρήσει, ξέρει τι την περιμένει. Ποιος όρε πήγε στη Φιλιππιάδα εδώ και τρεις μέρες και είπε πως εγώ είμαι εδώ πάνω; Όποιος πήγε να μου το ειπεί και δίνω το λόγο μου πως δεν θα τον πειράξω».

Οι χωριάτες τρομαγμένοι δεν μπορούσαν να βγάλουν τσιμουδιά. Ένας, που θέλησε να ειπεί κάτι, δεν τον άφησε ο ληστής.

«Εσένα σε ξέρω. Καλύτερα να μη μου ειπείς τίποτα, γιατί ό,τι κι αν μου πεις θα είναι ψέματα και δεν θέλω να πάρω τα παιδιά σου στο λαιμό μου. Βούλωσέ το και κάτσε. Εσείς οι άλλοι να μου πείτε. »

Ο τραγικός γάμος

Επειδή είδε πως κανείς από τους χωρικούς δεν μιλούσε, εξαγριώθηκε. Τα μάτια του πέταξαν φωτιές, ακούμπησε το όπλο του στον τοίχο της εκκλησίας και έβγαλε το πελώριο γιαταγάνι του.

«Γιατί βουβαθήκατε, ορέ θεομπαίχτηδες; Γιατί ορέ δεν μαρτυράτε; »

«Καπετάνιο μου», τόλμησε να πει ένας γεροντάκος.

«Πάψε εσύ, ορέ γέρο. Εσένα σε ξέρω πως είσαι τίμιος άνθρωπος. Εσύ μπορείς να πας σπίτι σου για να παραγγείλεις να μου φτιάξουνε φαΐ, γιατί όπως φαίνεται μετά την ανάκριση θα έχουμε γλέντι. Άιντε στο καλό.»

Ο γέρος εσήκωσε και πήγε σπίτι του. Λέγεται Ζαγγούρας και είναι παλιός ληστής επί Τουρκίας. Ο ληστής εντωμεταξύ συνέχισε την ανάκρισή του, μα κανείς δεν μπορούσε να του δώσει την πληροφορία που ζητούσε, γιατί κανείς δεν είχε πάει, όπως αποδείχτηκε κατόπιν, στη Φιλιππιάδα εκείνες τις μέρες.

«Τότε, αφού δεν μαρτυράτε», είπε εξαγριωμένος ο ληστής, «να σας το ειπώ εγώ. Αυτός που πήγε στη Φιλιππιάδα είναι αυτός που κάνει σήμερα το γάμο του. Φαντάστηκε πως θα μπορούσε το ζαγάρι αυτό αντί για κανίσκι (το ψωμί που κατασκευάζεται ειδικώς δια τους γάμους στα χωριά) να φάει τα ψυχούδια μου (κόλλυβα). Και τώρα βάζω δικαστές εσάς, τι τιμωρία πρέπει σ’ αυτό τον μασκαρά».

Ο γαμπρός τα έχασε και μάταια διαμαρτυρήθηκε:

«Ψέματα σου είπαν, καπετάνιο μου…»

«Σκάσε, παλιοζάγαρο, και τους λογαριασμούς μας θα τους ξεμπλέξουμε σε λίγο. Από σας ούλους εδώ περιμένω να τον δικάσετε. Σωπαίνετε; Τότε θα τον δικάσω εγώ. Πρώτα όμως να έρθει η νύφη έξω.»

Η νύφη, η οποία άκουσε ότι την ζητούσε ο λήσταρχος, βγήκε από την εκκλησία ταραγμένη και στήθηκε στην πόρτα. Ο ληστής προχώρησε προς το μέρος της νύφης με το γιαταγάνι του και είπε:

«Τον ξέρεις αυτόν που παίρνεις, κυρά μου; Αυτός δεν είναι άντρας. Είναι ένας μπαμπέσης, ένας άτιμος. Όσοι είναι τέτοιοι δεν πρέπει να βρίσκονται στη ζωή. Ζούμε για ένα φιλότιμο και όταν το χάσουμε, η ζωή μας δεν είναι τίποτα. Γι αυτό και εγώ, ο Καραπάνος, δεν θα αφήσω να σε φιλήσει ένας άτιμος σαν κι αυτόν που παίρνεις. Στη θέση του θα είμαι εγώ από τώρα και πέρα. Θα μείνεις χήρα, μα εγώ θα σε προστατέψω!»   

Το καημένο το κορίτσι τα έχασε από την τρομάρα του και λιποθύμησε. Ο ληστής άρπαξε από τα μαλλιά τον Δίγκα και του είπε να γονατίσει.

«Γονάτα ορέ και κάνε το σταυρό σου. Ήρθε η τελευταία σου στιγμή.»

«Καπετάνιο μου, δεν φταίω.»

«Γονάτα σου λέω, μη σε ξεκοιλιάσω! Αν δεν μπόρεσες να φανείς άντρας στη ζωή σου, δείξε πως πεθαίνεις αντρίκια. Γονάτα!»

Ο Δίγκας με κλάματα στα μάτια εγονάτισε. Σήκωσε το κεφάλι στον ληστή και του είπε:

«Άδικα θα με σκοτώσεις, καπετάνιο. Ψέματα σου είπαν οι οχτροί μου.»

Ο ληστής σήκωσε τότε το γιαταγάνι του και χτύπησε τον Δίγκα στο λαιμό. Του έκοψε το κεφάλι και το πέταξε μπροστά στους χωριάτες, λέγοντας:

«Έτσι πληρώνω εγώ τους άτιμους. Προσέξτε μην τύχει και κανένας από εσάς θελήσει να μαρτυρήσει τίποτα στα αποσπάσματα, γιατί θα πάθει το ίδιο».

Οι χωριάτες τρομαγμένοι δεν μπορούσαν να βγάλουν λέξη. Ο ληστής πλησίασε ύστερα τη λιποθυμισμένη νύφη, τη φίλησε και είπε στους χωριάτες:

«Από εδώ και πέρα να την προσέχετε. Όποιος της κάμει κακό, θα έχει να κάνει με μένα».

Μετά το κακούργημά του, ο ληστής επήγε στο σπίτι του γέρου Ζαγγούρα και έφαγε. Το απόγευμα μάζεψε τους χωριάτες και τους έβαλε να χορέψουν για να γλεντήσει.

Ο αδικοσκοτωμένος

Μετά δεκαπέντε μέρες, ένα βράδυ, ο ληστής πήγε πάλι στο χωριό και ζήτησε να ιδεί τον πατέρα του καημένου Δίγκα. Ο γέρο Δίγκας τρομαγμένος πήγε στο μέρος που τον κάλεσε ο ληστής, ο οποίος μόλις τον είδε του είπε:

«Σου έκαμα μεγάλο κακό, ορέ γέρο Δίγκα. Σου σκότωσα το παιδί, μα δεν φταίω εγώ. Εκείνος που μου είπε ψέματα θα το πληρώσει ακριβά. Ήρθα να σου ζητήσω συγχώρεση, ορέ γέρο Δίγκα. Λυπήθηκα κατάκαρδα για το κακό που σου έκανα, μα φαίνεται πως οι μέρες του παιδιού σου είχαν τελειώσει. Αύριο το πρωί θα φωνάξω παπά να κάνει μνημόσυνο, για να ανάψω και εγώ ένα κερί στον τάφο του παιδιού σου…»

Το πρωί πράγματι ο ληστής παρήγγειλε στον παπά να χτυπήσει την καμπάνα για μνημόσυνο. Οι χωριανοί του Δίγκα μαζεύτηκαν στην εκκλησία και όταν τελείωσε το μνημόσυνο, πήγαν στον τάφο του Δίγκα. Εκεί ο ληστής ξεσκούφωτος και με το γιαταγάνι στο χέρι είπε στους χωρικούς να γονατίσουν. Αυτός μπήκε στη μέση και τους είπε:

«Έκαμα ένα κακό, ορέ παιδιά. Μα πρώτος εγώ το κατάλαβα. Σκότωσα έναν άνθρωπο άδικα. Μάρτυρας ο θεός, αν φταίω εγώ. Εκείνος ο άτιμος που κατηγόρησε τον μακαρίτη τον Δίγκα θα το πληρώσει με το κεφάλι του. Τώρα είναι φευγάτος στην Αθήνα, ειδεμή θα τον έσφαζα εδώ απάνω στο μνήμα του αδικοσκοτωμένου. Δεν θα γλιτώσει όμως».

Αυτά είπε ο Καραπάνος και έφυγε από το χωριό με ήσυχη τη συνείδησή του ότι έκαμε το καθήκον του.

Ακολουθεί εδώ

Προτάσεις από το βιβλιοπωλείο μας:

Καμία δημοσίευση για προβολή