Μια συνέντευξη με τους στραγγαλιστές του Σταυρακάκη

Ο Νιτενιόγλου και ο Ξεφτέρης μιλάνε στον Μ. Γοργό μέσα από τα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας!

στραγγαλιστές Σταυρακάκη

Παρακολουθήστε σε συνέχειες την ιστορία του στραγγαλισμού του ατυχούς σοφέρ Σταυρακάκη

Όπως αυτοί, πριν δυο βδομάδες μέτρησαν τα λεπτά της ώρας για να είναι βέβαιοι περί του οριστικού πνιγμού του ατυχούς Σταυρακάκη, έτσι από χθες μετρώνται πλέον και αυτών οι μέρες της ζωής τους. Η δικαιοσύνη για πρώτη φορά, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, πρόκειται να απονεμηθεί με ιλιγγιώδη για την ιστορία ταχύτητα.

Χθες ο τόσο ακαταπόνητα εργασθείς ανακριτής Κολοκούρης επισκέφτηκε τον υπουργό Δικαιοσύνης κύριο Θηβαίο και του ανέφερε την πλήρη περάτωση των ανακρίσεων. Ο κύριος Θηβαίος συμφώνησε απολύτως μαζί του να εφαρμόσει τις διατάξεις του νεαρού νόμου περί ληστείας κατά τον οποίο παρόμοιες, όπως του Νιτενιόγλου και Ξεφτέρη, περιπτώσεις εισάγονται προς εκδίκαση δι’ απευθείας κλήσης στο Κακουργιοδικείο. Σύμφωνοι ακόμα βρέθηκαν, συνεργασθέντες επί τούτου οι εισαγγελείς Πλημμελειοδικών και Εφετών κύριοι Παπαθανασίου και Ρηγανάκος. Έτσι οι δυο κακούργοι δεν θα αργήσουν να κληθούν για να δώσουν λόγο της απαίσιας πράξης τους.

Όσον αφορά την δίκη, όπως και άλλοτε συνέβη, δεν πρόκειται να τηρηθεί η διάταξη περί της διαμονής των κατηγορουμένων αλλά θα οριστεί το Κακουργιοδικείο Αθηνών αφού  μπορεί να θεωρηθεί ως εξασφαλισμένο ότι δεν βρεθεί κανένας ‘ένορκος να επηρεαστεί συμπαθώς υπέρ των δύο θηριωδών ανθρώπων.

Η μόνη δυσχέρεια δια τον προσδιορισμό της δίκης στο Κακουργιοδικείο της πρωτεύουσας είναι ότι την 18η Φεβρουαρίου θα εκδικαστεί η άλλη πολύκροτος υπόθεση του φόνου και διαμελισμού του εργολάβου Αθανασόπουλου. Πάντως η απόφαση των ανωτέρω παραγόντων της δικαιοσύνης είναι να τελειώνουμε το ταχύτερο με τους δυο κακούργους και θα τελειώσουμε το αργότερο μέχρι του ερχόμενου μήνα.       

Τι πιστεύουν οι στραγγαλιστές του Σταυρακάκη

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, των οποίων έγιναν ενήμεροι οι δυο κακούργοι, μια επίσκεψη στα κελιά τους δεν ήταν άσκοπος. Τώρα που ο θάνατος φτερουγίζει σαν εφιάλτης πάνω από τα κεφάλια τους, ίσως βρουν την ειλικρίνεια τους. Με συνοδό μου τον υπαστυνόμο Τζώρα έγινε η επίσκεψη μου το μεσημέρι, την ώρα του φαγητού.

Ο Νιτενιόγλου έτρωγε σαν καλός νοικοκύρης που επείγεται να τελειώσει γρήγορα το φαγητό του για να τρέξει κατόπιν στην εργασία του. Αντιθέτως ανόρεκτος ο Ξεφτέρης άφησε άθικτο το πιάτο του στον ξύλινο πάγκο που χρησιμεύει και ως κρεβάτι προτιμώντας καλύτερα να προπαγανδίζει υπέρ της αθωότητας του παρά να ξεπεινάσει.

στραγγαλιστές Σταυρακάκη

Δεν τον μέλλει 

Επισκέπτομαι τον πρώτο στο υπ’ αριθμό 1 κελί των κρατητηρίων της Γενικής Ασφάλειας. Μόλις καταδέχεται να μας ρίξει ένα βλέμμα όταν η βαριά κλάπα σύρετε και η πόρτα του κελιού του ανοίγει για να εισέλθουμε.

«Καλή όρεξη, Παύλο»

«Φχαριστώ» απαντά απότομα και συνεχίζει πάντοτε το φαγητό του χωρίς να σηκώσει τα μάτια του.

«Τώρα ξέρεις τι τύχη σε περιμένει;»

Μου απαντά γλύφοντας από τα δάκτυλα την σάλτσα του φαγητού.

«Πως! Θα μας τουφεκίσουν. Το ξέρω από την μέρα που μας έπιασαν.»

«Αυτό δεν σε νοιάζει;»

Κοιτάζει στραβίζοντας ελαφρώς τα μάτια του, χωρίς να διακόψει το φαγητό του. Πιθανόν να βρήκε την ερώτηση σαν περιττή. Απαντά με τον ίδιο τόνο:

«Να με νοιάξει; Το έχω πάρει απόφαση από την ώρα που με έπιασαν στην Αγόριανη.»

«Το συμφέρον σου είναι να μην παρουσιαστείς ως ψευδολόγος στους ενόρκους αλλά να πεις την αλήθεια όλη και να ζητήσεις την επιείκεια τους», τον συμβουλεύει με ειλικρίνεια ο υπαστυνόμος Τζώρας. Ακούει με προσοχή την συμβουλή, αφήνει του πολλές στιγμές και μας κοιτάζει αλληλοδιαδόχως διαπεραστικά. Θέλησε κάτι να πει αλλά αιφνιδίως μετανόησε, έκανε πως κόμπιασε και είπε.

«Στην Αγόριανη με χτύπησαν οι χωροφύλακες. Γι’ αυτό και δεν μίλησα. Όταν ήρθε όμως ο κύριος Έβερτ τα είπα όλα. Το έγκλημα έγινε έξω από το Νεκροταφείο Ελευσίνας εν κινήσει του αυτοκινήτου και εγώ χειρίστηκα το βολάν την κρίσιμη στιγμή για να μην ανατραπεί το αυτοκίνητο. Και ότι λέω εγώ είναι αλήθεια. Ο άλλος λέει ψέματα.

Τι οδήγησε τους στραγγαλιστές του Σταυρακάκη στην πράξη τους

 «Και γιατί ο Ξεφτέρης λέει το αντίθετο, Παύλο;»   

«Γιατί; Για να σώσει αυτός το κεφάλι του με το δικό μου. Εγώ δεν λέω πως θα γλιτώσω αφού ήμουν μέσα στο έγκλημα αλλά δεν μπορώ να πω και ψέματα. Έτσι κι έτσι θα τουφεκιστώ, το ξέρω.»

«Δεν μου λες τώρα, Παύλο, τι φανταζόσασταν την ώρα που κάνατε το έγκλημα; Ότι δεν θα σας πιάσουν;»

«Ξέρω και ‘γώ τι να σας πω; Εγώ ήξερα τι τιμωρία πέφτει σε αυτές τις πράξει όμως δεν σκεφτόμουν τίποτα. Μας έσπρωχνε η ώρα…

«Και φανταζόσουν ότι δεν θα βρίσκαμε το αυτοκίνητο; Ότι θα μας ξέφευγες;» παρατηρεί ο κύριος Τζώρας, μειδιώντας.

Ο κακούργος σιωπά υπό το βάρος της συνειδήσεως του. Έπειτα προσβεβλημένος κάπως και με την ηλιθιότητα που τον διακρίνει δίνει την απάντηση:

«Μα το αυτοκίνητο θα το πουλούσα. Ήταν έτοιμη η αγοροπωλησία αλλά με έπιασαν. Ύστερα μην νομίζεις πως με έπιασαν από χεριού τους οι χωροφύλακες στην Αγόριανη. Η φωτογραφία με πρόδωσε, απ’ εγώ καλά περνούσα για Ματρόζος στο χωριό. Κανείς δεν ήξερε πως με λένε Νιτενιόγλου…»

Σχέδια και στοργικότητες

«Και σχεδίαζες να πάρεις τα βουνά, -διακόπτει ο συνοδός μας- όπως και άλλοτε. Είναι αλήθεια πως άλλοτε είχες προτείνει σε κάτι παιδιά στους Αμπελόκηπους να πάτε στις στάνες του παππούλη σου να πάρτε το κλαρί;»

«Όχι. Μόνο το τραπέζι ήθελα να τους κάνω. Αν είπαν πως ήθελα να τους βγάλω στο κλαρί είπαν ψέματα»

Επακολουθεί σιωπή κατά την οποία ο κύριος Τζώρας περιεργάζεται πάνω στον πάγκο του κελιού ένα χοντρό αδιάβροχο.

«Ποιος σου το έφερε αυτό;»

Ο κακούργος το κοιτάζει με απερίγραπτο τρυφερότητα για να πει κατόπιν:

«Μου το έστειλε ο φουκαράς ο πατέρας μου από τις φυλακές Αιγίνης. Του είχα γράψει ότι δεν είχα παλτό και αυτός μου έστειλε το αδιάβροχο.

«Πότε κιόλας;»

«Α, όχι τώρα. Η μητέρα μου το έλαβε την ίδια μέρα που εγώ ήμουν στην Αγόριανη και μου το έφερε σήμερα για να μην κρυώνω. Ο πατέρας μου ο καημένος με συμβούλευε πάντα για το καλό μου. Μη κοιτάτε που έπεσε σε ένα λάθος και πάγε φυλακή. Ήταν πριν ο καλύτερος ράφτης στο Κορωπί. Τώρα θα κλαίει για μένα γι αυτά που έκανα.»

Ο Νιτενιόγλου ξαναρίχνεται με την ίδια νευρικότητα στο φαγητό με προφανή την διάθεση να του αδειάσουμε την γωνιά. Τον αφήνουμε λοιπόν ενώ ο κύριος Τζώρας μου ανακινεί το περιεχόμενο τριών επιστολών του γέρο-Ματρόζου προς τον κακούργο. Σε αυτές ο ληστής συμβουλεύει τον Νιτενιόγλου «να μην κακοκαρδίζει την μητέρα του την βασανισμένη, να την υπακούει και της ασπαστεί την δεξιά». Ακόμα τον συμβουλεύει να αγαπά την αδελφή του και του υπόσχεται ότι θα του στείλει το παλτό για να μη  κρυώνει. Γενικώς η στοργή που φαίνεται στις επιστολές του ληστή προς τον κακούργου είναι πραγματικά εκπληκτική.  

Ο Ξεφτέρης κλαίει

 Περνούμε κατόπιν στο κελί του Ξεφτέρη. Είναι ανόρεκτος για φαγητό αλλά ορεξάτος στην ενδιαφέρουσα αυτόν φλυαρία.

«Είδατε σε τι αντιφάσεις έπεσε ο Νιτενιόγλου. Όλο ψέματα λέει όχι από τίποτα άλλο, αλλά για να πάρει και εμένα στον άλλον κόσμο.»

Η ίδια του η φράση τον συγκινεί.

«Επιμένεις λοιπόν ότι ήσουν θεατής;»

«Όχι επιμένω αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Εγώ ξέρω πως ό,τι θα πω δεν με σώζει αλλά αν υπάρχει θεία δίκη θα με αθωώσουν οι ένορκοι»

«Θα σε αθωώσουν;»

«Βέβαια, αφού δεν έκανα τίποτα. Τι συμφέρον είχα;»

«Πήρες 82 δραχμές»

«Εγώ; Τρεις δραχμές είχα πάνω μου όταν γύρισα στην Αθήνα το πρωί σπίτι μου.»

«Πως; Νέα τροποποίηση στους ισχυρισμούς σου;»

«Όχι! Δεν τροποποιώ τίποτα! Έτσι τα είπα εξαρχής. Όταν χώρισα από αυτόν, γύρισα την ίδια νύχτα σπίτι στο σπίτι μου. Του γύρεψα λεφτά, είναι αλήθεια, γιατί δεν είχα δεκάρα. Αλλά αυτός δεν μου έδωσε. Με άφησε έξω στην Ελευσίνα και έφυγε.

«Ντροπή Ξεφτέρη -λέει ο Τζώρας- παραλές ψέματα. Ήρθες ποδαρόδρομο την νύχτα από τη Ελευσίνα στην Αθήνα;»

Κοκκινίζει ελαφρά από την διακοπή και κατόπιν λέει:

«Ήταν νύχτα και δεν μπορούσα να πάω σπίτι της αρραβωνιαστικιάς μου. Καθόμουν και σκεφτόμουν τι θα γίνει έτσι που έμπλεξα όταν πέρασε μια Σεβρολέτ φορτηγό και ανέβηκα.»

«Την άλλη μέρα όμως ήσουν στην Ελευσίνα και μάλιστα πρωί-πρωί.»

«Πρωί-πρωί δεν ήμουν. Έφτασα εκεί με το λεωφορείο στις 8.30 το πρωί. Είχα 14 δραχμές στον κουμπαρά μου, ένα τενεκεδάκι που βρίσκεται ακόμα στο σπίτι μου και με αυτές κατέβηκα στην Ελευσίνα.»

«Πιστεύεις και εσύ πως δεν θα βρισκόταν το αυτοκίνητο;»

«Όχι! Περίμενα από μέρα σε μέρα πως θα τον έπιαναν. Κι αν διάβαζα στις εφημερίδες πως έλεγε ψέματα θα παρουσιαζόμουν να τον αποκαλύψω. Μόνο γιατί δεν πήγα από την αρχή στο Τμήμα έφτασα σε αυτό το σημείο. Και όλοι με βρίζουν και δεν μπορώ να δω τους δικούς μου.»

«Τι, στο απαγόρευσαν;»

«Όχι. Αλλά η αρραβωνιαστικιά μου δεν μπορεί να έρθει γιατί της το απαγορεύουν οι δικοί της»

Αιφνιδίως τα μάτια του κακούργου υγραίνονται και ένα κλάμα επακολουθεί.

«Τι έπαθα, τι έπαθα θεέ μου!»       

Μ. Γοργός

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 1932

(Τέλος τρίτου μέρους. Παρακολουθήστε την ιστορία του στραγγαλισμού του ατυχούς σοφέρ Σταυρακάκη)

Παρακολουθήστε τα ρεπορτάζ του Μ. Γοργού μέσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir

Καμία δημοσίευση για προβολή