Σαν τα πράσινα μπιζέλια

Ανταπόκριση του Μ. Γοργού από την εκτέλεση της σπείρας Σωτήρχαινα

Σωτήρχαινας Εκτέλεση

Πάντα το ίδιο, έπειτα από κάθε εκτέλεση. Έμμονη και τυραννική η άγρια, η βάρβαρη εικόνα – τρομαχτικός ο εφιάλτης που με κυνηγά: Το ζωντανό κορμί που στέκεται ολόρθο στα πόδια του, το γουρλωμένο μάτι που αντικρίζει τις κάννες δώδεκα τουφεκιών, το μυαλό που λειτουργεί και ακούει ένα «δια ταύτα», τέλος πάντων ο άνθρωπος.

Και σε μια ριπή οφθαλμού, μέσα στην ασύλληπτη στιγμή, ως να βρυχηθεί ένας άλλος άνθρωπος μια μόνη συλλαβή: «πυρ!» και το πλάσμα που ζούσε, σωριάζεται, σφαδάζει, ψυχομαχεί, πεθαίνει…

Έτσι τον έχω ακόμα μπροστά μου τον Σωτήρχαινα, που στρίβει το μουστάκι του με τα αλυσοδεμένα χέρια του. Και να στριφογυρνά ξαφνικά, να πέφτει ανάσκελα, ανάμεσα σε δυο άλλα πτώματα, πεσμένα μπρούμυτα.

Όλες οι εκτελέσεις έχουν και το μονότονα στερεότυπο. Κι ίσως από την άποψη αυτήν, να μην είναι δα και τόσο τρομερό αυτό που κάνουν ορισμένες εφημερίδες, περιγραφές τυπωμένες πριν εκτελεστούν…

Όλες οι εκτελέσεις μοιάζουν τόσο, όσο μοιάζουν μεταξύ τους, τα πράσινα μπιζέλια. Κι ως τόσο όλες διαφέρουν η μια με την άλλη τους όπως ακριβώς διαφέρουν κι αυτά όταν τα καλοκοιτάξετε. 

Ο Σωτήρχαινας δεν ήταν «παίξε γέλασε»

Για πρώτη φορά στα χρονικά, τα όσα προηγήθηκαν μιας εκτέλεσης παρέμειναν πράγματι απολύτως μυστικά. Μυστικά τόσο γιατί όπως ελέχθη, ο Σωτήρχαινας δεν ήταν «παίξε γέλασε». Διέθετε χρήματα, ισχύ, ανθρώπους του. Η επιρροή του έφθανε πολύ ψηλά. Αλλά και πολύ χαμηλά. Το κράτος του νόμου υπολόγιζε σοβαρα τον Σωτήρχαινα. Γι’ αυτό δεν τον έστειλαν να τουφεκισθεί στον τόπο του εγκλήματος. Για αυτό είχε αποσταλεί από καιρό στην Αίγινα. Γι’ αυτό κρίθηκε σκόπιμο να εκτελεσθεί «στ’ αρπαχτά». Είναι ζήτημα αν στο Υπουργείο γνώριζαν την «υπόθεση» περισσότερα των τριών προσώπων.

Ο αντιεισαγγελέας Πειραιώς κύριος Παπαγιάννης έλαβε την ύστατη στιγμή, λίγα λεπτά προ της αναχωρήσεως του ατμόπλοιου της συγκοινωνίας Αίγινας. Το απόσπασμα καταρτίστηκε εν σπουδή δίχως να ξέρει γιατί πηγαίνει στην Αίγινα ή μάλλον ξέροντας ότι συνοδεύει καταδίκους. Ο ίδιος ο ιατροδικαστής ο κύριος Πέτρος Τζαφέρης δεν ήξερε καλά-καλά γιατί τον πήραν άρον-άρον και τον κουβάλησαν στο βαπόρι.

Αλλά τι το όφελος όλες αυτές οι προφυλάξεις όταν η αόρατη φωνή από το ακουστικό του τηλεφώνου μετέδωσε στο αυτί του δημοσιογράφου την επικείμενη είδηση; Και κάτι που ξέρει ο δημοσιογράφος φυσικά θα το μάθει κι ο συνάδελφος του. Και όταν πηγαίνει κάπου ο συντάκτης βεβαίως θα τον ακολουθεί σαν σκιά και φωτορεπόρτερ του. Και όταν βρεθούν ξαφνικά στο βαπόρι της γραμμής μερικοί δημοσιογράφοι και άλλοι τόσοι φωτορεπόρτερ δεν είναι δυνατόν να μην γίνει σούσουρο…

Ο Σωτήρχαινας τσιρίμπασης

 Στη φυλακή οι ακτίνες είναι ανοιχτές. Είναι ώρα επισκέψεων. Οι φυλακισμένοι περιφέρονται στις αυλές. Μαζί με αυτούς νταής μεταξύ των νταήδων και ο Σωτήρχαινας. Ο διευθυντής των φυλακών κύριος λόγω ακριβώς των επισκεπτών έχει παραμείνει στο γραφείο του όπου μαθαίνει από τους κρατούμενους τα καθέκαστα. Και πριν προφτάσει να σταυροκοπηθεί για το ξαφνικό του πράγματος βλέπει μπροστά του τον γέροντα ιερέα Αιγίνης με ένα μπογαλάκι και το πετραχήλι του…

Εντωμεταξύ ο Σωτήρχαινας που τα έχει μάθει όλα προσπαθεί να επικοινωνήσει με τους άλλους δύο μελλοθάνατους, τον Ναπολέοντα Λουκά και τον Νικόλα Δανιήλ. Αυτοί όμως βρίσκονται σε άλλη ακτίνα. Αρκείται να τους ειδοποιήσει και να του δώσει την εντολή της αντίστασης. Ο ίδιος μαζί με δέκα άλλους βαρυποινίτες, «συνδωματίτες» του, οχυρώνεται στο κελί του και πιάνει την πόρτα. Οι μακαντάσηδες που έχουν προφανώς αγχέμαχα όπλα και εργαλεία του εργαστηρίου, είναι αποφασισμένοι να υπερασπιστούν μέχρι εσχάτων τον νταή τους. Φαντάζεται κανείς τι γίνεται σε όλη την φυλακή. Αφενός η φυσική ταραχή των καταδίκων που εκνευρίζονται σε κάθε επικειμένη εκτέλεση. Αφετέρου ο Σωτήρχαινας ο οποίος με το νταηλίκι του, με τα λεφτά του και με το γόητρο του «θανατηφόρου» έχει αναδειχθεί πραγματικός τσιρίμπασης της φυλακής.

Όταν ο διευθυντής της φυλακής λαμβάνει την εντολή να τον απομονώσει, πράγμα που θα κατόρθωνε φυσικά ευκολότατα, εάν είχε καταλλήλως ειδοποιηθεί, βρίσκεται προ του οχυρωμένου κελιού του μελλοθάνατου. Βέβαιος για την τύχη του, ο Σωτήρχαινας, έχει το θράσος μέχρι του να διατάξει να ανοίξουν την κλειστή πόρτα του κελιού.

Στέκεται στη μέση και στρίβει το αρειμάνιο μουστάκι του. Προκαλεί, σαρκάζει, συμβουλεύει να τον αφήσουν ήσυχο αν δεν θέλουν να γίνουν «σφαχτήρια εδώ μέσα». Ούτε δέχεται διαπραγματεύσεις.

Ο Σωτήρχαινας έχει δώσει εντολές να ειδοποιηθούν οι άνθρωποι του των Αθηνών και να επέμβουν στο υπουργείο, να σηκώσουν κόσμο, να ματαιώσουν την εκτέλεση.  

Αυτή όλη η φασαρία διαρκεί επί ώρες. Έως τα μεσάνυχτα. Γνώστης των πραγμάτων και προσβλέπων τα δυσάρεστα ενδεχόμενα μιας ενόπλου συρράξεως ο διευθυντής κύριος Μαυροειδής περί το μεσονύχτιο αναγκάζεται να συντάξει επίσημο έγγραφο προς τον εισαγγελέα κύριο Παπαγιάννη για να του ζητήσει την αναβολή της εκτέλεσης. Ο Παπαγιάννης δείχνει πρωτοφανή ψυχραιμία και απόλυτη ευψυχία.

Ξέρει καλά τι επακόλουθα μπορεί να έχει η εντολή. Αντιτάσσεται και δεν δέχεται το έγγραφο. Δεν έχει να δώσει παρά μια μόνο εντολή, να απομονωθεί ο Σωτήρχαινας. Το πώς; Αυτό δεν είναι δικός του λογαριασμός. Ή και αν είναι, να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα…

Η παράδοση του Σωτήρχαινα

Αλλά και εδώ πάλι ο Μαυρειδής δρα με περίσκεψη. Βάζει τον υπομοίραρχο κύριο Σηφηκάκη να αναφερθεί προς τα πατριωτικά αισθήματα του επίσης Κρητικού Μανουσέλη που είναι πρωτοπαλίκαρο του Σωτήρχαινα:

«Θα χάσω τα γαλόνια μου, Μανουσέλη, τα ακούς;»

Το πατριωτικό αίσθημα νικά. Ο Μανουσέλης εγκαταλείπει τον νταή. Ο Σωτήρχαινας αντιλαμβάνεται το δυσχερές της θέσης του και θέτει τους όρους του.

«Χαλάλι να γίνει. Φευγάτε όμως! Θα παραδοθώ στις τρεις!»

Και μόνο με αυτόν τον όρο ο μελλοθάνατος θα παραδοθεί περί την τρίτη πρωινή. Αυτός και δυο άλλοι θα ζητήσουν τότε τον ιερέα για να εξομολογηθούν σαν καλοί χριστιανοί. Ζητούν χαρτί και καλαμάρι και γράφουν. Ο Λουκάς γράφει στην γυναίκα του και αφήνει 60 δραχμές. Ο Δανιήλ στη δική του 3.100 και τέλος ο Σωτήρχαινας γράφει και αφήνει τα υπάρχοντα του στη μητέρα του.

Το ξόδι

Έχει ήδη πλησιάσει η 4η πρωινή. Πολλοί Αιγινήτες έχουν ξαγρυπνήσει όπως και οι δημοσιογράφοι άλλωστε, οι οποίοι χάρης στα έκτακτα μέτρα που λήφθηκαν μπορούν να εργαστούν πράγματι άνετα.

Στις 4:15 ο Σωτήρχαινας πρώτος φόρεσε τα καινούρια του τσαρούχια, χτενίστηκε και έστριψε και πάλι το μουστάκι του, συγυρίστηκε σαν γαμπρός και δηλώνει ότι θέλει να ξεκινήσουν αμέσως.

«Μια που είναι να γίνει ας γίνει»

Ασπάζεται τους φύλακες. Η φρουρά έχει ενισχυθεί με ένα άγημα πεζοναυτών. Βγαίνουν από τη φυλακή προπορευόμενοι του ιερέως κυρίου Μεγαρίτη ο οποίος ψάλλει τα νεκρώσιμα. Ακολουθεί ο ίδιος ο Σωτήρχαινας περιστοιχιζόμενος από τους άνδρες του αποσπάσματος. Στέκεται στο κατώφλι της φυλακής και απευθύνεται στο πλήθος με κλασικό πια: «Σχωράτε κι’ ο Θεός σχωρές σας!».

Ακολουθούν δυο άλλοι που προσπαθούν να τον μιμηθούν σε όλα. Συμπεριλαμβανομένων και των δημοσιογράφων η συνοδεία κλείνει. Ο τόπος της εκτέλεσης είναι μακριά, έξω στην Φανερωμένη. Το ξόδι διαρκεί πολλή ώρα. Διότι οι μελλοθάνατοι περπατούν σιγά, γιατί έτσι το θέλει ο Σωτήρχαινας. Φύλακες και αξιωματικοί τον χαϊδεύουν. «Όλο με το καλό». Οπότε ο Σωτήρχαινας μερακλώνεται. Και ενώ ο παπάς ψάλει νεκρώσιμα αυτός αρχίζει να τραγουδάει το τραγούδι που από καιρό ήδη έχει ταιριάξει ο Δανιήλ για την διαιώνιση της μνήμης του Νταή. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο θρυλικός ήρωας πίστευε ότι θα εκτελούνταν. Το τραγούδι ήταν καμωμένο για να ψάλει την δόξα στα χωριά της Λειβαδιάς. Τραγουδούν μαζί του και οι άλλοι δύο μελλοθάνατοι με ύφος μερακλωμένων ξενύχτηδων:

«Έλα μανούλα να με δεις

Και να με καμαρώσεις.

Με παν οι χωροφύλακες

με χέρια σταυρωμένα,

μώχουν λιτάρια δώδεκα,

αλσύδες δεκαπέντε.

Πάνε να με σκοτώσουνε

Στης Αίγινας τα πεύκα…»

Και όταν παύει το τραγούδι, αρχίζει η φοβερή λογοδιάρροια του Σωτήρχαινα. Βγάζει λόγο. Με στόμφο:

«Δημοσιογράφοι! Βρε, κύριοι δημοσιογράφοι, ακούστε να σας πω!»

Λέει ασυναρτησίες, ένα είδος εκλογικού λόγου, και στο τέλος: «…το οποίο δεν φταίω εγώ»

«Αμ, ποιος φταίει;»

«Ο Κίνιας, ο γερουσιαστής της Λειβαδιάς. Πρώτα αυτός. Και έπειτα ο Κουτσοπέταλος ο βουλευτής! Αυτοί έπραξαν και ‘γω πληρώνω. Αυτοί έφαγαν και ‘γω τα ξερνώ από την μύτη!»

Ούτε προσέχει ούτε αναφέρει τους άλλους δύο μελλοθάνατους. Δεν τους λογαριάζει. Σαν να μην υπάρχουν. Εξακολουθεί:

«Κύριοι εφημεριδοφάγοι… Άπαξ το άδικο δεν ευλογείται! Το δίκιο θα φανεί μια μέρα! Θέλω να το γράψετε. Γιατί μια μέρα θα βρεθούν οι ένοχοι!»

«Ποιοι είναι Σωτήρχαινα;»

«Σας είπα, ο γερουσιαστής και ο βουλευτής!»

«Αυτοί σκότωσαν το παιδί;»

«Όχι βέβαια. Αυτοί περί συμφέρον, άπαξ το παιδί το έκλεψε ο Καραγιάννης και το σκότωσε ο Αϊβαλιώτης!…»

Ομιλεί και περπατάει. Διασκελίζει τα χαμόκλαδα, προσπαθεί να μην χαλάσει την τσάκιση του καφέ παντελονιού του και καμαρώνει τα τσαρούχια του. Θέλει χαρτί και μολύβι να γράψει αυτά που είπε:

«Για να μείνουν!»

Και σταματάει το ξόδι. Γράφει με αλυσοδεμένα χέρια.

«Από σας τους δημοσιογράφους θέλω, επειδής ο Κίνιας ο δολοφόνος, που εκμεταλλεύτηκε τον τύπο, θέλω, άμα ανακαλυφθούν, να μου ικανοποιήσουν δια το μεγάλο άδικο που μου γίνεται.

Γ. Σωτήρχαινας»

Και όταν τελειώσει αυτό, προσφέρεται να μοιράσει αυτόγραφα.

Σωτήρχαινας Εκτέλεση
Ο Λουκάς, ο Σωτήρχαινας και ο Δανιήλ την στιγμή που διαβάζεται η απόφαση της εκτέλεσης

Στον τόπο της εκτέλεσης

Έτσι ενώ η αυγή ροδίζει τον ουρανό του Σαρωνικού, λίγο προ της 5ης πρωινής, φθάνουν στον τόπο της εκτέλεσης στην θέση της Φανερωμένης. Ο Σωτήρχαινας διαλέγει μόνος του την θέση, θέλει να τον βάλουν στη μέση. Τριάντα έξη χωροφύλακες λαμβάνουν θέση απέναντι τους. Γεμίζουν τα όπλα τους προφανέστατα συγκινημένοι.

Ο Σωτήρχαινας απασχολείται διαρκώς με την πόζα που θα πάρει μπρος στους φωτορεπόρτερ. Σιάζει το παντελόνι του, στρίβει τον αρειμάνιο, κορδώνεται. Ούτε προσέχει τους άλλους.

Ένας φωτογράφος: «Χαμογέλασε Γιώργη!»

Χαμογελάει. Στρέφει από όπου θέλει ο καθένας. Ο επικεφαλής διατάσσει.

«Παρά πόδα, αρμ!…»

Ταραγμένοι οι χωροφύλακες προτείνουν τα όπλα. Ο επικεφαλής σταματά, εξηγεί πως πρέπει να γίνουν τα πράγματα και επαναλαμβάνει το πρόσταγμα. Ο εισαγγελέας διατάζει τον γραμματέα να αναγνώσει την απόφαση. Και τραβιέται σε μια απόσταση εμφανώς συγκινημένος. Αργότερα χλωμός ακόμα θα πει: «Άλλο να μιλάς από την έδρα και άλλο να παρίστασαι σε τέτοια σκηνή! Αλλά είχα καθήκον να επιμείνω…».

Ο γέρων ιερέας, τα έχει κυριολεκτικώς χάσει. Μένει πελιδνός σαν κερωμένος. Ενώ ο ιατροδικαστής κύριος Τζαφέρης, με ένα βαθύτατο ανθρωπιστικό συναίσθημα, προσπαθεί να δώσει στους χωροφύλακες να καταλάβουν πως δεν πρέπει να τυραννιστούν οι μελλοθάνατοι με μαρτυρικό ψυχορράγημα. Ψυχραιμότατος ο γραμματέας αναγιγνώσκει την απόφαση:

«Το Δικαστήριο των εν Πειραιεί συνέδρων, συνεδριάσαν δημόσια, επ’ ακροατήριω […] Δια ταύτα επιβάλλει την ποινή του θανάτου εις τους Γεώργιον Σωτήρχαινα, Ναπολέοντα Λουκά και Νικόλαον Δανιήλ…»

Τελείωσε και αυτό.

«Επί σκοπόν!»

Οι κάνες προτείνονται.

«Μια στιγμή!»

Πάλι ο Σωτήρχαινας θέλει να βγάλει λόγο. Πάλι κορδώνεται, πάλι στρίβει το μουστάκι του. Και μέσα σε αυτή την τραγωδία, μακάβρια κωμική λεπτομέρεια, αρχίζει τώρα και ο Λουκάς να στρίβει κι αυτός τα γέρικα μουστάκια του. Ο Σωτήρχαινας βγάζει το λόγο του.

«Εγώ σας λέω το λοιπόν πως αν αποκαλυφθεί το έγκλημα, πια κανείς σας να μην πάει να δικαστεί ποτέ στο δικαστήριο Πειραιώς!»

Ως αν να πηγαίνει κανείς γυρεύοντας να δικαστεί στα κακουργιοδικεία…

Σωτήρχαινας Εκτέλεση
Οι μελλοθάνατοι Ο Λουκάς, ο Σωτήρχαινας ο Δανιήλ λίγο πριν την εκτέλεση τους. Μεταξύ των δυο πρώτον ο υπενωματάρχης Λαδάς που συνέλαβε τον Σωτήρχαινα. Δεξιά ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, Πανταζής

Το ψυχορράγημα

Και πάλι η διαταγή.

«Επί σκοπόν!»

Από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο ο ουρανός όλο και φωτίζει. Εκεί κάτω ο Σαρωνικός απλώνει το βαθύ του γέλιο.

«Πυρ!»

Η ξηρά ομοβροντία. Πέφτουν και οι τρεις. Οι δύο με τα μούτρα. Ο Σωτήρχαινας έχει στριφογυρίσει για να πέσει ανάσκελα. Τρεις υπενωμοτάρχες δίνουν τις χαριστικές βολές. Τον Σωτήρχαινα τον πυροβολεί ο υπενωμοτάρχης Λαδάς ο οποίος και τον συνέλαβε. Ακάθεκτος σπεύδει ο γιατρός Τζαφέρης με την προσπάθεια πάντα να συντομευθεί το ψυχορράγημα. Διατάζει και δεύτερη χαριστική βολή στον Σωτήρχαινα.

«Στ’ αυτί»

Τον εξετάζει. «Δεν πέθανε! Γρήγορα. Και άλλη! Στο μάτι!»

Η εντολή εκτελέστηκε.

«Τελείωσε».

Τρία κάρα με ισάριθμα νεκροκρέβατα ανεβαίνουν αργά την πλαγιά.

Σωτήρχαινας Εκτέλεση
Το πτώμα του Σωτήρχαινα μετά την εκτέλεση

Μ. Γοργός

Παρακολουθήστε τα ρεπορτάζ του Μ. Γοργού μέσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir

Καμία δημοσίευση για προβολή