Η γυναίκα της ηδονής και του εγκλήματος, η τραγική Ταμάρα, τρελάθηκε

Ο τραγικός επίλογος ενός δράματος. Το τέλος της ωραίας που έσφαζε τους αγαπημένους της. Την περασμένη βδομάδα μεταφέρθηκε στο ψυχιατρείο.

Ταμάρα

Ασφαλώς ο χρόνος δεν σας έσβησε την ανάμνηση της Ταμάρας. Είχε γίνει, προ πενταετίας, θρύλος το όνομά της στο πανελλήνιο. Πάνω στον Κορυδαλλό και αργότερα στην Αθήνα, μέσα στη βρώμικη κάμαρά της, ανέβασε το πυρ της ηδονής και του αίματος στη στρατιά των κίτρινων εραστών της.

Πόσες πιστολιές, πόσο αίμα για τα ολόμαυρα ματόφρυδά της και για το άσπρο της κορμί,  πόσο τυπογραφικό μελάνι δεν καταναλώθηκε για τη μοιραία λύση της! Τρία χρόνια και τι δεν είπαν, και τι δεν έγραψαν οι εφημερίδες! Ηφαίστειο ηδονής ως πλάσμα, οχιά φαρμακερή ως ψυχή, συγκέντρωσε τους τρομερότερους χαρακτηρισμούς μετά το αλησμόνητο έγκλημά της.

Όσοι διάβασαν τις καταθέσεις που είχαν συμπεριληφθεί στις τρεις ογκώδεις δικογραφίες της και όσοι άκουσαν τους Κινέζους ερωμένους της να μιλούν για τις θύελλες που προκαλούσε στους ομόφυλούς τους και στους άσπρους συμπατριώτες της, μέσα στα καταγώγια του Κορυδαλλού, έλεγαν ότι η γυναίκα αυτή ήταν φαινόμενο χωρίς προηγούμενο.

Η προ τριετίας δίκη για το τελευταίο της κακούργημα, δηλαδή για τον σφαγμένο Κινέζο που πετάχτηκε τσουβαλιασμένος στη θάλασσα, τερμάτισε τον σάλαγο γύρω από το όνομά της. Σχεδόν λησμονήθηκε από τότε.

Την Μεγάλη Εβδομάδα

Τελευταία φορά την είχα συναντήσει την περασμένη Μεγάλη Εβδομάδα στις γυναικείες φυλακές, όπου με βιβλική έκσταση φανατικής χριστιανής άναβε ή έσβηνε τα κεριά του μικρού Επιτάφιου των φυλακών. Άφθονα κυλούσαν δάκρυα από τα μάτια που τόσες καταιγίδες είχαν προκαλέσει στα στήθη των Κινέζων. Τα μοιραία εκείνα μάτια είχαν γίνει ολοκόκκινα. Η παιδιάρικη παλιά λάμψη είχε σβήσει και από τα πάντοτε τρικυμιώντα στήθη της θρυλικής γυναίκας ανέβαιναν βαθείς στεναγμοί.

Η Ταμάρα τότε φοβόταν και εδέετο στην εκκλησούλα της φυλακής να σώσει την όρασή της, που ολοένα και χανόταν. Νόμιζε ότι αυτή η επερχόμενη σιγά-σιγά τύφλωση ήταν οργή Κυρίου εναντίον της για τα κακουργήματά της. Εντούτοις, με τη γλυκιά φωνή με την οποία ούρλιαζε χοροπηδώντας με το μαχαίρι στο στόμα στην «Καζάσκα» και στους άλλους ρωσικούς χορούς, κατόρθωνε να ψάλλει, όπως και τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια, τον επιτάφιο θρήνο. Οι πολυάριθμες κυρίες, που από σνομπισμό ή από πραγματικά αισθήματα οίκτου είχαν φτάσει στις γυναικείες φυλακές για τον μικροσκοπικό Επιτάφιο, έφυγαν καταγοητευμένες από την ψαλμωδία της Ταμάρας. Της έδωσαν ένα σωρό δώρα και ένα σωρό υποσχέσεις για να την παρηγορήσουν∙ αλλά αυτή, σαν να προαισθανόταν την τύχη της, σαν να έβλεπε ότι θα τιμωρούνταν σκληρότερα από κάποια άλλη, υπέρτερη δικαιοσύνη παρά από την ανθρώπινη, φώναζε: «Όχι, κυρία μου. Ο Θεός με κυνηγάει».

Όταν και εμείς φύγαμε, την είχαμε λυπηθεί. Και πιστεύαμε ότι όλη αυτή η στάση της δεν ήταν παρά απόρροια βαθύτατης μετάνοιας και συντριβής.

Η τρέλα της εξερράγη το Πάσχα

Εκ των υστέρων, εντούτοις, αποδεικνύεται ότι η τρέλα ήταν τότε στα πρόθυρα της υπάρξεως. Τα μάτια της δεν υπέφεραν πραγματικά. Είχαν κοκκινίσει από τα ανεξάντλητα δάκρυα που της έφερνε η ψυχοπάθεια. Η τρέλα της εξερράγη το Πάσχα. Δεν την πίστεψαν αμέσως τότε, γιατί υποψιάστηκαν ότι ήταν υποκρισία για να ξεφύγει από τα σίδερα της φυλακής.

Ταμάρα

Μόλις προ ημερών, αφού εξετάστηκε επί μήνες από σειρά ιατροδικαστών, ψυχιάτρων και νευρολόγων, κατακυρώθηκε οριστικά στο φρενοκομείο! Η μακρά της κόμη κόπηκε σύρριζα και ο ζουρλομανδύας αντικατέστησε το μαύρο φουστάνι της φυλακισμένης.

Το πράγμα ήρθε τόσο ξαφνικά για την ανίδεη υπηρεσία των γυναικείων φυλακών, ώστε η διευθύντρια κυρία Καλμούχου να την υποψιάζεται επί ολόκληρους μήνες, να κάνει αιφνιδιασμούς στο κελί της, να την υποβάλλει σε μακρό ερωτηματολόγιο, ωσότου και αυτή πείστηκε ότι δεν πρόκειται περί υποκρινόμενης.

Η πρώτη και οργιαστική, μπορεί να πει κανείς, εκδήλωση της τρέλας έγινε ακριβώς την ώρα που οι μικρές καμπάνες της εκκλησίας των φυλακών σήμαναν Ανάσταση. Η Ταμάρα βρισκόταν στο άλλο αλλόκοτο πλάσμα των τελευταίων καιρών στην αλάνα της φυλακής, στην Κούλα Χριστοφιλέα. Αυτή, με την αράγιστη απάθειά της, έσερνε και πηδούσε γελώντας κάτω από το κωδωνοστάσιο το σχοινί της καμπάνας, σημαίνοντας τη χαρά του κόσμου για την Ανάσταση του Χριστού. Οι άλλες φυλακισμένες, δακρυσμένες, με τα κεράκια στο χέρι, φιλούσαν η μια την άλλη με τη στερεότυπη αλλά και ειλικρινή ευχή: «Του χρόνου σπίτια μας».

Μέχρι τη στιγμή εκείνη, η Ταμάρα δάκρυζε κι αυτή. Αλλά ξαφνικά όρθωσε το ανάστημά της, ανασήκωσε το κεφάλι της με το ραγισμένο πλέον πρόσωπο και ένα ασυγκράτητο γέλιο ξέσπασε από τα λεπτά της χείλη. Τα δάκρυά της σταμάτησαν απρόοπτα, μέσα στα μάτια της ανέλαμψε άγρια ζωηρότητα. Η διευθύντρια των φυλακών, νομίζοντας ότι ήταν κάποια χυδαία εκδήλωση απρέπειας, την παρατήρησε αυστηρά. «Ταμάρα, σιωπή».

Αλλά αυτή δεν άκουσε την παρατήρηση της γυναίκας, την οποία μέχρι πριν λίγες μέρες έτρεμε. Εξακολούθησε τα τρελά της γέλια∙ και μέσα απ’ αυτά, πνιχτά, ασυνάρτητα, βγήκε το πρώτο παραλήρημα της παραφροσύνης.

Ο Πρίγκηψ Βασιλίεβιτς

«Έρχεται! Έρχεται! Οι αρραβώνες μου. Πρίγκηψ Βασιλίεβιτς. Δεν είμαι μουζίκα. Ο αρραβωνιαστικός με θέλει. Ο Πέτρος! Ο Τσάρος! Η Μανιουτσκάγια! Ε, ε, χοπ!»

Και όρμησε μέσα στο πλήθος των κατάπληκτων φυλακισμένων, έχοντας ψηλά το κερί της Αναστάσεως, ψηλά το κεφάλι, κρατώντας με το αριστερό της χέρι την ουρά κάποιας φανταστικής μακριάς τουαλέτας.

Από τη στιγμή εκείνη, η κυρία Καλμούχου έκανε ό,τι της επέβαλλε το καθήκον της. Διοργάνωσε κατασκοπία γύρω της∙ πλήθος γυναικών την παρακολουθούσε και την ξεψάχνιζε. Αλλά και στον ύπνο της και όταν ήταν ξύπνια, το ίδιο παραλήρημα. Ο τσάρος, η Μανιουτσκάγια, ο Βασιλίεβιτς. Αυτά τα ονόματα επαναλάμβανε, ανατινασσόμενη στο κρεβάτι της με έκφραση απερίγραπτης ευτυχίας. Όταν κάπως συνερχόταν, διηγούνταν στις φυλακισμένες, όπως και τώρα στο Ψυχιατρείο, ολόκληρη ιστορία: Ότι δηλαδή ο τσάρος την είχε ερωτευτεί από ετών και ότι της είχε παραγγείλει με τον πρίγκιπα Βασιλίεβιτς ότι θα την νυμφευόταν. Επίσης ότι η πριγκίπισσα Μανιουτσκάγια, παλιά ερωμένη του τσάρου, θα πληρωθεί για να μην αντιδράσει στο γάμο τους. Όσον αφορά τους Κινέζους που σκότωσε, τους σκότωσε, λέει, γιατί ήταν εχθροί του τσάρου!

Σε αυτή την ιστορία εμμένει στερεότυπα, με λεπτομέρειες μόνο –άπειρες– για τα πλούτη που έχει ο μέγας αγαπημένος της, και τη διηγήθηκε στους ψυχιάτρους που την εξέτασαν. Αυτοί, τέλος, μετά από μακρές παρατηρήσεις, αποφάνθηκαν ότι προσεβλήθη από παράνοια με έμμονες μεγάλες ιδέες.

Στο ψυχιατρείο

Έτσι, προ εβδομάδος, οδηγήθηκε στο δημόσιο ψυχιατρείο. Και εκεί, μέσα στους τρελούς, φτιάχνονταν διαρκώς τα ανύπαρκτα μαλλιά της τα κομμένα σύρριζα, φωνάζει:

«Δούλοι! Ο τσάρος μου! Ο τσάρος μου έρχεται!»

Αυτό ήταν το τέλος της θρυλικής φόνισσας, τραγικότερο, ορισμένως, από όσο το περίμενε κανείς…

Μ. Γοργός

13 Σεπτεμβρίου 1931  

   

Παρακολουθήστε τα ρεπορτάζ του Μ. Γοργού μέσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir

Τσεκάρετε τρου κράιμ βιβλία και βιβλία για φυλακές:

                     

Καμία δημοσίευση για προβολή