Φυλακές Παλαιάς Στρατώνας. Το κτίριο που γεννά τη φρίκη και το δέος.

Μέσα στους θαλάμους της κατεδαφιζόμενης Παλαιάς Στρατώνας: Το τουρκικό διοικητήριο και τα φοβερά κιγκλιδόφραχτα μπουντρούμια. Αναμνήσεις που ξυπνούν με τα γραμμένα στους τοίχους ονόματα.

φυλακές Παλαιάς Στρατώνας

Έχω πολλών ετών δημοσιογραφικές γνωριμίες και θα έπρεπε να διατηρήσω την ανάμνηση προτού η σκαπάνη των κατεδαφιστών καταρρίψει και το τελευταίο αγκωνάρι για να μπορέσει η αρχαιολογική υπηρεσία να το ανασκάψει από άκρο σε άκρο.

Έπειτα είναι γνωστό ότι η ψυχή του ανθρώπου δένεται με τις αναμνήσεις και όλοι οι δημοσιογράφοι, ποιος λίγο – ποιος πολύ, έχουμε γνωρίσει την Παλαιά Στρατώνα στην εποχή της δόξας και του μεγαλείου της. Άλλος πήγε να την περιγράψει, άλλος πήγε να δει κάποιον μεγαλοκαρχαρία, άλλος κάποιον έγκλειστο πολιτευόμενο, άλλος κάποιον ονομαστό κακούργο να «τραβά κορδέλα». Ο υποφαινόμενος την επισκέφτηκε δυο ξημερώματα, δυο πολύ πένθιμες αυγές.

Την μια που θα έπαιρναν τον Μπασιάκο για να τον τουφεκίσουν και την άλλη θα έπαιρναν για τον ίδιο σκοπό τον σοφέρ Παπαδάτο, δολοφόνο του δικηγόρου Παπαγεωργακόπουλο.

Μερικές αναμνήσεις 

Η δεύτερη ιδίως επίσκεψη μου έμεινε και θα μείνει αλησμόνητη. Η νεκρική προετοιμασία του Μπασιάκου μέσα στο αχνόφωτο μια ανοιξιάτικης μέρας, είχε αποτυπωθεί στο νου μου, και το παρακολούθημα της επανάληψης της θα μου ήταν αβάσταχτο αν δεν υπήρχε το δημοσιογραφικό καθήκον.

Έπειτα ήταν ο σοφέρ Παπαδάτος. Μολονότι δεν είχε ομολογήσει το έγκλημα του ήταν συντετριμμένος και το πρόσωπο του έφερε την σφραγίδα του ανθρώπου που θλίβεται γιατί χάνει την ζωή του. Έγραφε γράμματα για τους δικούς του, άφηνε παραγγελίες και έκλαιγε την δύστυχη μάνα του ως την στιγμή που του είπαν να ετοιμαστεί γιατί θα ξεκινούσε η συνοδεία για τον τόπο της εκτέλεσης.

Εκείνη την στιγμή κατελήφθη από τον ίλιγγο του ζωντανού ανθρώπου που βλέπει να ανοίγεται στα πόδια του ο τάφος και πάντα ελπίζοντας ότι μπορούσε να σώσει το κεφάλι του. Ομολόγησε την τελευταία στιγμή με λυγμούς το έγκλημα του.

Αλλά ήταν αργά. Η αμείλικτη διαταγή εδόθη, η πομπή σχηματίστηκε και η συνοδεία ξεκίνησε για το Γουδί. Στις τελευταίες του στιγμές ο κατάδικος φάνηκε ψύχραιμος, στην Παλαιά όμως Στρατώνα ήταν ένα συντρίμμι, ένα κουφάρι που γεννούσε κάποιον οίκτο με την περίεργη συμπαθητική του μορφή…

Παρόμοιες αναμνήσεις δεν σβήνουν εύκολα από το νου και σε αυτό εμείς οι δημοσιογράφοι μοιάζουμε κάπως με του κακοποιούς που σέρνονται άθελα τους στον τόπο που διέπραξαν το κακό. Να επισκεφτώ τρίτη φορά την Παλαιά Στρατώνα αν δεν δίνονταν η εντολή της κατεδαφίσεως θα απέφευγα με κάθε τρόπο. Τώρα όμως που κατεδαφίζεται δεν είναι το ίδιο πράγμα. Οι αναμνήσεις, είπαμε, δένουν την ψυχή. Κι έπειτα σε λίγα χρόνια όσοι ζουν θα μιλούν για την Παλαιά Στρατώνα όπως θα μιλούν για οποιοδήποτε άλλο μνημείο. Και εκείνοι που θα ακούν θα προσέχουν με θαυμασμό τα λεγόμενα.

Στην Παλαιά Στρατώνα  

Όταν φτάσαμε εκεί, πλησίαζε το μεσημέρι, ο ουρανός όμως ήταν πάντα κατσουφιασμένος και έτοιμος να ανοίξει τους ασκούς του. Από την νυχτερινή εξάλλου βροχή η ατμόσφαιρα ήταν νοτισμένη, τα πάντα υγρά και οι δρόμοι ολόγυρα γεμάτοι λάσπη. Όλα αυτά καθιστούσαν μελαγχολικότερο το θέαμα που αντίκρισαν τα μάτια μου μόλις παίρνοντας την καμπή του τζαμιού του Μοναστηρακίου αντίκρισα την Παλαιά Στρατώνα.

φυλακές Παλαιάς Στρατώνας

Σκαρφαλωμένοι ένα πλήθος εργάτες στη στέγη, άλλοι αφαιρούσαν τα κεραμίδια, άλλοι κατέρριπταν τους τοίχους  κι άλλοι μάζευαν μάρμαρα δεξιά και αριστερά. Ήδη ολόγυρα πάνω στον όγκο της έχασκαν φοβερά ανοίγματα που θα μπορούσε να τα πει κανείς αγιάτρευτες πληγές. Στο θλιβερό περιβάλλον της υγρασίας και τη συννεφιάς έδινε την εντύπωση ερειπίων σε έρημες και δυσπρόσιτες ακροτοπιές.

Κάποιος εργάτης τραγουδούσε με προφανή ευχαρίστηση και κακία την ώρα που ανεβοκατέβαινε ο καζμάς του.

Τα φοβερά κιγκλιδόφραχτα μπουντρούμια

Όλο φάνταζαν εκεί πέρα τρομερά κι όλα φανερώνουν ότι φτιάχτηκαν για να δεσμεύουν την ανθρώπινη ελευθερία. Τοίχοι που έχουν πάχος μέτρων και παράθυρα κιγκλιδόφτραχτα σε τέτοιο ύψος που να είναι δύσκολο να φτάσει κανείς.

Όλα αυτά δεν συντελούν βέβαια στην δημιουργία αγαθής εντυπώσεως. Στην καρδιά του ειρηνικού και φιλήσυχου ανθρώπου, δεν μπορούν παρά να γεννήσουν τον τρόμο και την φρίκη.

Διατρέχοντας θαλάμους διαπίστωσα μια άκρα καθαριότητα. Κάτασπροι τοίχοι, ολοκάθαρες οροφές και πατώματα που αν δεν άστραφταν ήταν εντούτοις αρκετά καθαρά που φανέρωναν μια ανθρωπιστική πνοή. Τα άλλα όμως χάλια των θαλάμων κάθε άλλο ήταν προς τιμή του κράτους. Τα πατώματα είχαν πάθει καθίζηση και σε πολλά σημεία έχουν αποσαθρωθεί. Οι στέγες κάθε στιγμή σου δίνουν την εντύπωση ότι θα καταρρεύσουν. Εξάλλου τα παράθυρα κάθε άλλο παρά ήταν φτιαγμένα για να προφυλάσσουν τους φυλακισμένους από το κρύο για αυτό και οι ίδιοι είχαν κλείσει τα κενά των κιγκλίδων με κομμάτια χαρτιών.

Βλέποντας όλα αυτά, έλεγα μόνος μου ότι και οι σημερινοί φυλακισμένοι και εκείνοι που θα τους διαδέχονταν έπρεπε να χρωστούν μέγιστη ευγνωμοσύνη στους αρχαιολόγους που πέτυχαν να μεταφερθούν οι εγκάθειρκτοι και να αρχίσει η κατεδάφιση. Αν περίμεναν από την θέληση του κράτους, ποτέ δεν θα εκδηλώνονταν αφού ο υφυπουργός της Δικαιοσύνης ακόμα και μετά την λήψη της απόφασης της κατεδάφισης της έλεγε ότι -όπως τουλάχιστον με βεβαίωσαν- ότι δεν υπάρχει στη Ελλάδα περισσότερο υγιεινή φυλακή…   

Ας διατρέξουμε λοιπόν επί τροχάδην για να υπάρχει τουλάχιστον μια συνολική εντύπωση του κτίσματος που θα λείψει αύριο. Έχει δυο τεράστια σε έκταση πατώματα και κλείνει στην μέση με το κτίριο που χρησίμευε ως διοικητήριο στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Εκεί σχηματίζεται μια τεράστια αυλή που την στολίζει ένας τεράστιος πλάτανος το ίδιο φήμης, με τον πλάτανο του Μεντρεσέ και μια βρύση τούρκικη που το νερό της δεν κελαρύζει πια στη γούρνα. Από την αυλή αυτή ακτιδώνονται διάδρομοι προς τα διάφορα διαμερίσματα και προς το κιγκλιδόφρακτο κομμάτι της φυλακής όπου πίσω από τα φοβερά σίδερα μιλούσαν οι φυλακισμένοι με τους δικούς τους.

Πηγαίνει ακόμα κανείς και στα μπουντρούμια που βρίσκονται στα φοβερά και ανήλια υπόγεια στα οποία εγκλείονταν οι βαρυποινίτες, οι ανυπότακτοι, οι απείθαρχοι κατάδικοι και οι μελλοθάνατοι στα οποία μια και μόνο φορά να ρίξει κανείς το βλέμμα αρκεί για να διατηρήσει μια εναγώνια ανάμνηση επί χρόνια.

Αναμνήσεις που ξυπνούν με τα γραμμένα στους τοίχους ονόματα

Τώρα τα μπουντρούμια αυτά είναι μισογκρεμισμένα. Τα συνεργεία των εργατών βάλθηκαν να τα εξαφανίσουν από τα πρώτα και στα χαλάσματα η αρχαιολογική υπηρεσία μαζεύει μάρμαρα παλιά.

Εξετάζω τους τοίχους. Κάπου-κάπου ένα όνομα ξυπνά μια ανάμνηση και αλλού μια ζωγραφική παράσταση φανερώνει τους καημούς του φυλακισμένου που την έφτιαξε κι αλλού ένα σκίτσο δηλώνει το ταλέντο του. Εδώ  ο Πανάρετος διαλαλεί ότι καταδικάστηκε σε είκοσι πέντε χρόνων φυλάκιση για μια παλιογυναίκα και εκεί ο Κωστής από το Αργυρόκαστρο φωνάζει πως είναι παλικάρι και το λέει η καρδιά του! Μόνο που κάποιος πρόσθεσε από κάτω πως είναι μεγάλος κλεφτοκοτάς…

Σε ένα κελί βρίσκω και το όνομα του Μπασιάκου. Έχει κάτι ακόμα γράψει ο κατάδικος αλλά αυτό το εξαφάνισε ο χρόνος. Εντωμεταξύ πάνω από τα κεφάλια μας αντιλαλεί ο γδούπος της σκαπάνης και υπάρχει κίνδυνος να δεχτούμε κανένα κεραμίδι.

Βγαίνουμε στην πρώτη αυλή. Κεραμίδια, πέτρες, μάρμαρα, έχουν σωρευτεί από τους εργάτες παντού. Ψηλά χάσκουν τα τραύματα που άνοιξε η σκαπάνη στο κορμί της Παλαιάς Στρατώνας, τα σίδερα όμως των παράθυρων μένουν…

Παρακολουθήστε τα ρεπορτάζ του Μ. Γοργού μέσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir

Καμία δημοσίευση για προβολή