Άμωμοι εν οδώ

Η ανταπόκριση του Μ. Γοργού από την εκτέλεση του Τηλέμαχου Μπασιάκου

Τηλέμαχος Μπασιάκος

Ο Τηλέμαχος Μπασιάκος από την 8η πρωινή της σημερινής ημέρας, 1 Ιουλίου 1925, δεν υπάρχει πλέον στην ζωή.

Ευτυχέστεροι είναι εκείνοι που δεν έτυχε να παρακολουθήσουν τις τελευταίες στιγμές του καταδικασμένου για το έγκλημα της Μαλακάσας και να ζήσουν μαζί του το μαρτύριο ενός μελλοθάνατου. Οι υπόλοιποι, εκείνη οι οποίοι είχαν την ατυχία να παρασταθούν το πρωί στον τουφεκισμό του, δοκίμασαν ένα αίσθημα βαθύτατης αηδίας και αποκαρδίωσης όταν βρέθηκαν προ της συντελεσμένης ασχήμιας. Ένας κατάδικος, του οποίου δεν διαλευκάνθηκε καν ακόμη πλήρως η έκταση και το βάθος της ενοχής του, οδηγήθηκε στον θάνατο.

Μια μερίδα ανθρώπων, μερίδα της κοινωνίας η οποία απώλεσε ασφαλώς το αίσθημα του ανθρωπισμού και της αιδούς, εστράτευσε νύχτα από τα μπαρ, τα καμπαρέ και τα ντάνσιγκ της Αθήνας προς τον τόπο της εκτέλεσης, για να παραστεί στον θάνατο του καταδίκου, με την περιέργεια που παρακολουθεί μια συναυλία ή μια θεατρική πρώτη.

Ο τρόπος της σημερινής εκτέλεσης του Μπασιάκου αποτέλεσε ένα ανεξήγητο αίσχος. Κανείς ποτέ δεν φαντάστηκε ότι ο τυφεκισμός ενός καταδικασμένου σε θάνατο θα καθίστονταν μια αληθινή πανήγυρης, μια πολυτελής πομπή υστερικώς έκφυλου κόσμου, ο οποίος έσπευσε να παρακολουθήσει με αχαρακτήριστη διαγωγή τον θάνατο ενός κακούργου.

Ένα μακρό, φρικτό, αγωνιώδες ταξίδι με τον κατάδικο και την συνοδεία επικεφαλής και με μια μακρά πομπή περίεργων όπισθεν, σπευδόντων με αληθινή λύσσα να προλάβουν, μήπως χάσουν το μοναδικό θέαμα.

Κινηματογραφικές μηχανές απαθανάτιζαν την ασχήμια αυτή και πρόσθεταν νέα. Σε όλη αυτή την πομπή και εξευτελισμό κάθε σοβαρότητας και κάθε αξιοπρέπειας ο μόνος που φάνηκε αξιοπρεπής ήταν ο μελλοθάνατος. Πρόκειται να διαπιστώσω ότι ο Μπασιάκος φάνηκε να είναι ο μόνος που συναισθάνθηκε την σοβαρότητα της στιγμής. Αυτός και οι άντρες του αποσπάσματος, οι οποίοι υπέφεραν πραγματικά ως απλοί εκτελεστές των διαταγών και των αποφάσεων.

Το αίσχος της διαπόμπευσης

Αλλά το αίσχος του τρόπου της εκτέλεσης δεν περιορίσθηκε μόνο στη υστερική περιέργεια του κόσμου. Το δίωρο αυτό ταξίδι από τις φυλακές του Παλιού Στρατώνα μέχρι του Αγίου Μερκουρίου δεν γνωρίζουμε σε ποιανού την μεγαλοφυή έμπνευση οφείλεται. Μεγαλύτερος όμως χλευασμός των τελευταίων στιγμών ενός μελλοθάνατου και σκληρότερη διάθεση των στιγμών αυτών δεν ήταν δυνατόν να επινοηθεί.

Η εκτέλεση γινόταν, ασφαλώς, να γίνει πανταχού αλλού. Στο Γουδί ή άλλου, όχι όμως εκεί που έγινε. Καμία σκοπιμότητα δεν ήταν δυνατόν να δικαιολογήσει την επιλογή το σημείου αυτού. Μήπως επρόκειτο περί επιβολής πρόσθετου τιμωρίας στον καταδικασμένο σε θάνατο, Μπασιάκο ή περί αφυπνίσεως των τύψεων αυτού; Μήπως επρόκειτο να παραδειγματιστούν οι άλλοι εγκληματίες και να μην μιμηθούν πράξεις όπως η δολοφονία Μωραΐτη;

Η σημερινή εκτέλεση υπήρξε ένα ανεξίτηλο αίσχος. Αίσχος για την μερίδα του κοινού η οποία παρακολούθησε την εκτέλεση με υστεριώδη ενθουσιασμό και σαν να βρίσκεται σε πανηγύρι ή γιορτή και αίσχος για τις αρχές οι οποίες διανοήθηκαν την εκτέλεση της ποινής στον Άγιο Μερκούριο.

Η ψυχραιμία του Μπασιάκου

Η ψυχραιμία του Μπασιάκου υπήρξε αληθώς εξαιρετική. Κάτι το μοναδικό. Ο κατάδικος καθ’ όλη τη νύχτα στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα, την αυγή και κατόπιν κατά την εκκίνηση ως και καθ’ όλο το μαρτύριο της διαδρομής, καθ’ όλη την διάρκεια του «ταξιδιού του θανάτου», ούτε μια στιγμή λιποψύχησε ούτε κατ΄ ελάχιστο δείλιασε. Αρνούμενος την ενοχή του ουδέν ήθελε να πει.

Από την χθεσινή νύχτα είχε διαβιβαστεί η διαταγή της εκτέλεσης του υπό το Α’ Σώμα Στρατού και του Φρουραρχείου, το οποίο προέβη στον καταρτισμό του αποσπάσματος που θα τον παρελάμβανε εκ των φυλακών του Παλιού Στρατώνα και του εκτελεστικού αποσπάσματος, το οποίο από την 5η πρωινή βρίσκονταν στον τόπο της εκτέλεσης στο σημείο που ακριβώς βρέθηκε το πτώμα του Μωραΐτη, όπως δια της διαταγής ορίζονταν.

Η διαταγή όμως κρατούνταν μέχρι τη νύχτα απολύτως μυστική και κανείς δεν γνώριζε το μέρος που θα γίνει η εκτέλεση. Για αυτό και πολλοί, από βαθιάς νύχτας, είχαν μεταβεί στο Γουδί και ανέμεναν μάταια. Οι φρονιμότεροι όμως νοίκιασαν αυτοκίνητα και διανυκτέρευσαν έξω από τις φυλακές για να παρακολουθήσουν εκ του ασφαλούς την μεταφορά του καταδίκου.

Ολόκληρη η πλατεία του Μοναστηρακίου, οι πέριξ αυτής δίοδοι και ο προ της Αγοράς χώρος είχαν κατακλεισθεί από το μεσονύχτιο με αυτοκίνητα και κόσμο πάσης τάξης, ηλικίας και φύλου. Σε όλα τα πρόσωπα ήταν ζωγραφισμένη η αγωνία.

«Πότε θα τον βγάλουν;»

«Που θα τουφεκισθεί;»

«Τι να λέει άραγε; Θα μαρτυρήσει τίποτε;»

Οι ερωτήσεις αυτές, διασταυρωνόταν καθ’ όλη την νύχτα μέχρι την εκκίνηση της συνοδείας.

Η ανθρώπινη περιέργεια και η διανοητικότητα του κοινού, έπρεπε να κορεσθούν. Τι κι αν θα γίνονταν αυτό με αίμα συνανθρώπου;

Η ώρα παρέρχεται

Η ώρα παρέρχεται με την αγωνία του κοινού. Στο προαύλιο των φυλακών εντωμεταξύ έχουν συγκεντρωθεί αξιωματικοί του φρουραρχείου και της χωροφυλακής, δημοσιογράφοι, φύλακες και κάποιοι ελαφρώς κατάδικοι οι οποίοι συζητούν, οι πρώτοι για την διευθέτηση της μεταφοράς και της εκτέλεσης, οι δεύτεροι για την τήρηση της τάξης, οι δημοσιογράφοι για την συλλογή πληρέστερων πληροφοριών ενώ οι τελευταίοι σχολιάζουν το γεγονός της εκτέλεσης και γελούν ασυναίσθητα ή αφήνουν στεναγμό συμπάθειας για τον νεαρό μελλοθάνατο.

Με την πάροδο όμως της ώρα η νευρικότητα επιτείνεται. «Πότε επιτέλους;», ο λαός διψά. Θέλει να κορέσει το ένστικτο του.

Ένα αυτοκίνητο σταθμεύει προ των φυλακών την 3η πρωινή. Κίνηση. Είναι ο φρούραρχος κύριος Ζέρβας. Εισέρχεται στις φυλακές και ζητάει πληροφορίες, δίνει διαταγές.

«Η παρουσία τους με πληροφορεί»

Εισέρχεται τέλος στο κελί του Μπασιάκου, ο οποίος είναι ξαπλωμένος και σκεπασμένος με σεντόνι. Σηκώνεται, φοράει κουστούμι φανελένιο.

«Κοιμήθηκες Μπασιάκο;» ρωτάει ο Ζέρβας.

«Όχι δεν μπόρεσα να κοιμηθώ».

«Μήπως θέλεις να ησυχάσεις; Να σε αφήσουμε;»

«Όχι…»

Αμέσως, εγείρεται, πλένεται και με όλη τη ψυχραιμία, πραγματική άραγε ή προσποιητή, ντύνεται σίγα-σιγά όπως θα ντύνονταν αν επρόκειτο να μεταβεί σε τελετή ή εσπερίδα. Φοράει γκρι κοστούμι θερινό, μεταξωτό πουκάμισο με ρίγες, γραβάτα φλοτάν ολομέταξη, κάλτσες μεταξωτές ριγέ και κόκκινα σκαρπίνια. Τελείωσε η τουαλέτα και συμπληρώνεται με ένα ψαθάκι οδοντωτό καινούριο. Κάθεται σε ένα σκαμνί. Οι φύλακες τον ρωτούν.

«Γιατί ντύθηκες;»

«Η παρουσία τους με πληροφορεί…» τους απανταει και υπομειδιάζει. Ήταν το μειδίαμα του ειρωνεία προς την ζωή, προς την κοινωνία προς τους συγκεντρωμένους, προς τη ειμαρμένη; Ή ήταν μειδίαμα εσχάτης περιφρόνησης προς το σύμπαν και αυτήν ακόμα την θεότητα; Δεν αποκλείεται τίποτα από αυτά, αφού και των Αχράντων Μυστηρίων δεν καταδέχτηκε να κοινωνήσει.

Διανομή επιστολών

Εντωμεταξύ οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να αποσπάσουν από τον ζώντα νεκρό τις τελευταίες λέξεις. Προσπαθούν να τον κάνουν να ομολογήσει ό,τι στο δικαστήριο δεν ομολόγησε. Του κάκου όμως. Ο Μπασιάκος επαναλαμβάνει το στερεοτυπικό: «Είμαι αθώος. Δεν έχω τίποτα να πω.»

Αλλά στην επιμονή του δεν δύναται να αρνηθεί και από το βάθος του κελιού του αποστέλλει στους δημοσιογράφους σημειώματα φιλικά ή υβριστικά, αναλόγως των συμπαθειών τις οποίες έχει για τον έκαστο.

Το σημείωμα προς εμένα γράφει με τα μεγάλα άσχημα κεφαλαία γράμματα του: «Γνωρίζω τον δολοφόνο αλλά έχω κάποιο μεγάλο μυστικό, το οποίο δεν δύναμαι να αποκαλύψω όσο ζω. Έδωσα τον λόγο της τιμής μου. Για να τηρήσω τον λόγο μου και να κρατήσω το μυστικό μου, δεν σημαίνει κι αν πεθάνω.»  

«Μεταλαμβάνει ο δούλος», «Δεν θέλω»

Όλα πλέον είναι έτοιμα. Και η συνοδεία και τα αυτοκίνητα και οι αξιωματικοί. Πρέπει όμως να πληρωθεί και ο θρησκευτικός τύπος. Είναι ανάγκη να εξομολογηθεί ο ετοιμοθάνατος και να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων. Πρέπει να κοινωνήσει το αίμα του κυρίου, αφού με το αίμα του εντός ολίγου θα κορεστεί και το ένστικτο χιλιάδων ανθρώπων και συνανθρώπων του.

Στις 5:10 ο ιερέας του Αγίου Γεωργίου, Παπά-Κώστας, εμφανίζεται στο προαύλιο των φυλακών. Φοράει το πετραχήλι του και πορεύεται προς το κελί του Μπασιάκου. Η είσοδος του χαιρετίζεται εκ μέρους του καταδίκου με την έγερση του και την αποκάλυψη της κεφαλής.

Προτείνετε σε αυτόν να εξομολογηθεί. Δεν δέχεται όμως. Ο ιερέας εξέρχεται και απευθύνεται απελπιστικός προς τον φρούραρχο, τον επιθεωρητή των φυλακών κύριο Γλυκοφρύδη και τους αξιωματικούς ώστε να ζητήσει από αυτούς να πείσουν τον Μπασιάκο να εξομολογηθεί. Εισέρχονται όλοι άλλα ο Μπασιάκος ανθίσταται.

«Μεταλαμβάνει ο δούλος του θεού…» ψιθυρίζει ο ιερέας και προχωρεί προς τον κατάδικο.

«Δεν θέλω» είναι η πλήρης στερεάς αποφασιστικότητας απάντηση του Μπασιάκου. Έχει καλώς. Δικαίωμα του είναι.

Ο Μπασιάκος διπλώνει ένα κομμάτι χαρτιού επιμελώς και το αποκρύπτει με προσοχή στην εμπρός και άνω μικρή τσέπη της περισκελίδας του. Ρωτώντας τον τι είναι αυτό δεν παίρνω απάντηση παρά ακόμα ένα μειδίαμα.

Χειροπέδες για τελευταία φορά

Ο επικεφαλής του αποσπάσματος, λοχαγός Φ. Πολίτης προχωρεί προς τον Μπασιάκο και θέτει στα χέρια του για τελευταία φορά τις χειροπέδες.

Οι συνοδοί παραλαμβάνουν τον ζώντα νεκρό και κατευθύνονται προς την έξοδο των φυλακών. Ο Μπασιάκος προχωράει με σταθερό βήμα και βλέπει ατενώς. Είναι καταβεβλημένος. Μοιάζει σαν να είναι εξαϋλωμένος. Μια αχλής καλύπτει το πρόσωπο του.

«Τηλέμαχε τι θα μας πεις;»

«Δεν έχω τίποτα»

Φτάνουμε στην εξώθυρα. Γίνεται έρευνα και τα ευρεθέντα επ’ αυτού χρήματα αναιρούνται για να παραδοθούν στους γονείς του. Ο Μπασιάκος κάνει απότομη στροφή για να αποφύγει τον φωτογραφικό φακό.

«Εδώ δεν θέλω, έξω που θα πάμε», λέει

Ακολουθεί η επιβίβαση και το αυτοκίνητο του οποίου προηγείται έτερο με συνοδεία στρατιωτών.

«Εμπρός στην Μαλακάσα» διατάσσει ο Φρούραρχος.

Η εκκίνηση γίνεται στις 5:15.

Άμωμοι εν οδώ

Στο αυτοκίνητο του καταδίκου κάθονται οι υπολοχαγός Παλαιολόγου και ο λοχαγός Παπανικολάου. Δίπλα του ο ιερέας αρχίζει να ψάλει την νεκρώσιμο ακολουθία.

«Άμωμοι εν οδώ αλληλούια…»

Πίσω από το αυτοκίνητο αυτό ακολουθούν άλλα, σωρεία αυτοκινήτων, που αποτελούν την πένθιμο συνοδεία. Χαίρε Καίσαρ…

Σημείο αναχωρήσεως δίνει ο επικεφαλής της φρουράς λοχαγός Πολίτης. Το υπ. αρίθμ. 401 νοσοκομειακό αυτοκίνητο οδεύει δια της οδού Αιόλου με κατεύθυνση προς την Ομόνοια. Όλη εκείνη η ανθρωποπλημμύρα η κατακλύζουσα την πλατεία του Μοναστηρακίου, θα πληροφορηθεί την εκκίνηση λίγα λεπτά αργότερα.

«Φεύγει!»

Και απότομα όλα τα τροχοφόρα τίθενται σε κίνηση. Παντός είδους επιφωνήματα ακούγονται και διαταγές προς τους σοφέρ δίνονται.

«Από την οδό Αιόλου»

«Τράβα από την οδό Αθηνάς για να βγεις μπροστά»

«Κόβε κόσμο και μη σε νοιάζει σοφέρ!»

Εντωμεταξύ το τραγικό αυτοκίνητο οδεύει προς την πλατεία Ομονοίας. Προηγείται αυτού το φέρον τον Φρούραρχο και μερικούς άλλους αξιωματικούς. Πλήθος περίεργων έχει συγκεντρωθεί στην πλατεία Ομόνοιας αναμένοντας να δει το αυτοκίνητο για να πεισθεί ότι όντως το δράμα λαμβάνει τέλος δια της εκτελέσεως.

Είναι αδύνατον να προχωρήσει το αυτοκίνητο από τον κόσμο. Οι μέχρι της στιγμής εκείνης αργούντες σοφέρ αγκαζάρονται από τους περίεργους οι οποίοι δεν διστάζουν να δώσουν ολόκληρο το περιεχόμενο του πορτοφολιού τους για να απολαύσουν το τραγικό θέαμα της εκτέλεσης. Δια της λεωφόρου Πατησίων τρέχουμε με ταχύτητα προς την Μαλακάσα.

Οι πρώτες ακτίνες του ηλίου περιλούουν το αυτοκίνητο που φέρει τον κατάδικο. Βλέπει για τελευταία φορά τον ήλιο. Τις οίδε ποιοι λογισμοί βάρυναν αυτήν την στιγμή την σκέψη του μελλοθάνατου.

Ας τον αφήσουμε εγκάθειρκτο και αλυσοδεμένο εντός του αυτοκινήτου. Είναι ανάγκη να φτάσουμε πρώτοι στον τόπο της εκτέλεσης. Το αυτοκίνητο αναπτύσσει όλη του την ταχύτητα και εξερχόμαστε των Αθηνών.

Προς την οδό Τατοϊου

Αφήνουμε τους Ποδαράδες και εισερχόμαστε στην οδό Τατοϊου. Ο ήλιος τώρα προβάλει μεγαλοπρεπής. Σκορπά την ζωή στην οργώσα φύση ενώ ένας άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να αναπνεύσει για τελευταία φορά την δροσιά της υπαίθρου. Ένθεν και ένθεν της οδού υψούνται δέντρα, σχηματίζοντας οιονεί στοίχους κατά παραγωγή ανεπτυγμένη.

Αρχίζει και το μαρτύριο. Νέφη σκόνης υψώνονται εκτυφλωτικά. Αναπνέουμε διαρκώς σκόνη και προχωράμε. Φτάνουμε στο δάσος του Τατοϊου. Εδώ είμαστε υποχρεωμένοι να σταματήσουμε για να υποστούμε την ανάκριση των περίεργων. Μάταια ο σοφέρ διαμαρτύρεται και απειλεί με τους τροχούς του τους τυράννους μας περίεργους.

«Κάνε πέρα γιατί θα πέσω μεσ’ τα όλα»

«Αν μπορείς κόψε μας»

«Πέστε μας βρε παιδιά, το φέρνουν;»

Απαντάμε με μια φωνή καταφατικώς. Το μαρτύριο όμως της επί τόπου ανακρίσεως δεν πρόκειται να λάβει τέλος.

«Πως είναι; Μιλάει;»

Τους διαβεβαιώνουμε πως είναι ψυχραιμότατος και ευδοκούν να μας αφήσουμε να περάσουμε.

Διασχίζουμε το δάσος του Τατοΐου ενώ ως τονωτικό στην γενική ατονία μας έρχεται η ευωδία του Πεύκου και της ρητίνης. Καίτοι οι ακτίνες του ήλιου άρχισαν να γίνονται δραστικές, η δροσιά εντός του δάσους εκείνου είναι διαπεραστική.

Φτάνουμε στο 20ο χιλιόμετρο. Λίγα χιλιόμετρα ακόμα και φτάνουμε στο τόπο της εκτέλεσης και εν ταυτώ του εγκλήματος. Πλησιάζουμε προς την Μαλακάσα πλέον. Στην απέναντι ραχούλα διακρίνουμε τον Άγιο Μερκούριο. Πίσω από την ρεματιά προ ενός έτους ο Μοραΐτης ανεβρέθηκε σκελετός. Εκδικητής ο νόμος ο ανθρώπινος οδηγεί εκεί τον θύτη του.

«Φτάνουμε!», έτσι τουλάχιστον ειδοποιεί ο σοφέρ.

Και πράγματι σειρά ατελεύτητος αυτοκίνητων από τον Άγιο Μερκούριο μέχρι την ρεματιά της Μαλακάσας, πιστοποιεί ότι εκεί αναμένουν πολλοί, πάρα πολλοί περίεργοι για να απολαύσουν το τραγικό θέαμα.

Οδεύουμε προς την ρεματιά. Στην ύπερθεν του τόπου εκτέλεσης ραχούλα, πλήθη κόσμου περιμένουν να δουν τον μελλοθάνατο να πίπτει υπό τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ό,τι έχει να επιδείξει σε πώρωση ψυχής η μεταπολεμική Ελλάδα εμφανίστηκε σήμερα το πρωί στη Μαλακάσα. Έκλυση ήθους. Αίσχος θεάματος. Τι μπορεί να προσθέσει κανείς αντικρίζοντας την ανθρωπόμαζα εκείνη; Σιωπούμε όμως και το τραγικό αυτοκίνητο προχωράει προς τον τόπο της εκτέλεσης. Νεκρική σιγή επικρατεί αμέσως την οποία διαταράσσει μόνο οι διαταγές των επικεφαλής αξιωματικών και η σκαπάνη των τραγικών νεκροθαπτών του μελλοθάνατου.

«Σςς»

«Νάτο το αυτοκίνητο…»

Οι επί της εκτελέσεως κινούνται νευρικά. Παρ’ αυτούς ο αδελφός του δολοφονηθέντος Μοραΐτη έχει κι αυτός το πρόσταγμα. Υποδεικνύει το μέρος ένθα πρέπει να ταφεί. Ως καλύτερο τούτου υποδεικνύει το μέρος που βρέθηκε το πτώμα του αδελφού του. Ένας αξιωματικός όμως συνιστά στον Μοραΐτη ησυχία.

Η εκτέλεση 

«Προσοχή!»

Είναι το παράγγελμα του ανθυπασπιστή επί της εκτελέσεως του Κυριακού. Και στην συνέχεια:

«Παρουσιάστε αρμ!»

Ανοίγει η θύρα του τραγικού αυτοκινήτου. Ίλιγγος συγκινήσεως διατρέχει το πλήθος εκείνο. Ο μελλοθάνατος κατέρχεται αργά-αργά εκ του αυτοκινήτου και εν μέσω δυο αξιωματικών προχωράει προς το σημείο στο οποίο πρόκειται να σταθεί. Είναι ολίγον καταβεβλημένος και διατηρεί την ψυχραιμία του.

Εκείνη την στιγμή κάθε ψυχή δεν είναι δυνατόν παρά να συγκινηθεί.  Ένας ψίθυρος συμπάθειας ακούγεται από παντού. Ψίθυρος συμπάθειας προς την νεότητα η οποία μετά από λίγες στιγμές πρόκειται να κρυφτεί υπό την γη.

«Το κακόμοιρο».

Έστω η τελευταία αυτή συμπάθεια, εξιλεώνει και το πλέον στυγερό έγκλημα όταν ο θάνατος παγώνει δια της σιωπής του το περιβάλλον. Η φύση. Αλλά αυτή οργιάζει γύρω σε χρώμα ελπίδας ενώ για έναν άνθρωπο έστω και κακούργο η ανεξάντλητος εις πίστωση προσδοκίας θεά δεν πλησιάζει προς τον χώρο που δεσπόζει τώρα ο θάνατος.

Παρά τούτον, τον θάνατο, ο παραμυθητής των τελευταίων στιγμών, ο μύστης των βουλών κάποιας υπερφυσικής δύναμης, ο τραγικός ιερέας περιβεβλημένος με τα άμφια της ιερουργίας, προχωράει ωχρός και με τρέμοντα πόδια προς τον απερχόμενο μετ’ ολίγον προς το άγνωστων.

«Άγιος ο Θεός».

Αποκαλύπτονται οι πάντες, ενώ οι εκτελεστές, παιδιά που τα γέννησε και αυτά μητέρα δεν δύναται να κρύψουν την συγκίνηση τους μέχρι τέλους. Μόλις που μπορούν να συγκρατήσουν τα όπλα.

«Άμωμοι εν οδώ…». 

Σταυροκοπείται ο μελλοθάνατος και το παράδειγμα του ακολουθεί το πλήθος.

Ώρα 7:55. Ο κύριος Δοντάς, γραμματέας του Στρατοδικείου, αναγιγνώσκει την απόφαση. Ο μελλοθάνατος σιγεί. Πλησιάζει προς αυτόν ο αντιπρόσωπος του κυβερνητικού επιτρόπου και με χαρακτηριστική συγκίνηση λέει.

«Θέλεις να πεις τίποτα;»

«Όχι», απαντά με σθένος ο λίγες έχει στιγμές εν τη ζωή.

«Θέλεις να παραγγείλεις τίποτα στον πατέρα σου;»

«Όχι.»

«Θα γίνει η εκτέλεση.»

«Εμπρός», απαντά ο μελλοθάνατος.

Οδηγείτε κατόπιν προς το σημείο ένθα πρόκειται να σταθεί. Τον οδηγεί ο αξιωματικός κύριος Πολίτης προς το μέρος εκείνο ενώ συγχρόνως του υποβάλλεται η ερώτηση αν θέλει να του δέσουν τα μάτια και αν θέλει να γονυπετήσει.

«Όχι», απαντά.

Προχωρούν οι αστυνομικοί και του σφίγγουν το χέρι. Είναι ο ύστατος χαιρετισμός.

«Αποκαλυφθείτε» λέει σε τόνο φωνής ήρεμο ο αξιωματικός. Με χαρακτηριστική χειρονομία ο Μπασιάκος αποκαλύπτεται, σταυρώνει τα χέρια και αναμένει.

«Επί σκοπόν!»

Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα και ο θάνατος θα στήσει το βασίλειο του στο ερημικό εκείνο μέρος.

«Πυρ!»

Μια ομοβροντία. Και ένα σώμα κλονίζεται προς τα εμπρός, κάμπτεται και πίπτει προς τα πίσω ύπτιο. Ο Μπασιάκος νεκρός. Ένας σπασμός παραμορφώνει το πρόσωπο του. Υπολείπεται η νόμιμος τελειωτική βολή. Την δίνει ο ανθυπασπιστής κύριος Κυριακού. Δεν τηρεί όμως τον τύπο της «επαφής» και υποχρεούται να πυροβολήσει και δεύτερη φορά.

Λιποθυμίες και υστερικές κραυγές είναι η απόλαυση του θεάματος. Τουλάχιστον πεντακόσια αυτοκίνητα, δυο χιλιάδες άτομα, άνδρες και γυναίκες, βρίσκονται στον τόπο της εκτέλεσης. Είχαν κινήσει πριν ακόμα χαράξει και ήταν στο Άγιο Μερκούριο κατά τις πρωινές ώρες περίεργοι να αντικρίσουν το διασκεδαστικό, το πρωτότυπο θέμα της εκτέλεσης.

Ύστερα από τον κόρον των διάφορων κέντρων, μόνο ο οξύς ερεθισμός μιας θανατικής εκτέλεσης ήταν ικανός να συγκινήσει τις εκφυλισμένες αισθήσεις. Και όταν μετά τους πυροβολισμούς αντήχησαν μερικές κραυγές φρίκης και σημειώθηκαν λιποθυμίες αφετέρου ακολούθησαν γέλωτες και αστεϊσμοί.

Τελευταία πράξη η αφαίρεση από τα θυλάκια του νεκρού των διάφορων αντικειμένων. Επιμελώς διπλωμένο ένα σημείωμα το οποίο κρατάει ο λοχαγός κύριος Νίκος Παπανικολάου. Αποσύρεται σε μικρή απόσταση και το διαβάζει. Γίνεται κάτωχρος. 

Πλησιάζω τον λοχαγό για να δω τι περιέχει το σημείωμα. Μια φωτογραφία της φίλης του και με τα όμορφα, πεζά, καλλιγραφικά γράμματα της η φράση: «Το έκανα χωρίς να το θέλω».

Τέσσερις στρατιώτες εκτελούν χρέη νεκροθαφτών. Τον παραλαμβάνουν δυο εκ των ποδών και δυο εκ της κεφαλής και τον φέρουν προς την τελευταία του κατοικία. Το δράμα έληξε. Το χώμα έριξε στην λήθη ένα έγκλημα και αφάνισε μια ζωή νέα. Ο Τηλέμαχος Μπασιάκος είναι ήδη στο τάφο του τον ερημικό. Ας μην ταράξουμε τον ύπνο του τον αιώνιο με την αναμόχλευση ενός εγκλήματος δια το οποίο και θανατώθηκε.

Μ. Γοργός

Παρακολουθήστε τα ρεπορτάζ του Μ. Γοργού μέσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir

Καμία δημοσίευση για προβολή