Γεώργιος Βιζυηνός: Ποιος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου;

Ο Γεώργιος Βιζυηνός και το διήγημα «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου;» μέσα από τον φακό της αστυνομικής λογοτεχνίας

Βιζυηνός

O Γεώργιος Βιζυηνός αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση συγγραφέα της νεοελληνικής λογοτεχνίας για τον οποίο αξίζει να υπερβούμε τις σχολικές αναγνώσεις και τον σκόπελο της καθαρευουσιάνικης ναφθαλίνης, προκειμένου να φέρουμε το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό κοντά σε νέες προσεγγίσεις του έργου και της ζωής του.

Πρόκειται για έναν λογοτέχνη που πλέον τον γνωρίζουμε σαν διηγηματογράφο, εντούτοις η μεγάλη φιλοδοξία του ίδιου ήταν η ποίηση. Μάλιστα, στην εποχή του είχε βραβευθεί και επαινεθεί σε πανεπιστημιακούς ποιητικούς διαγωνισμούς, είχε προωθηθεί σαν εθνικός ποιητής, έκανε απαγγελίες των ποιημάτων του σε φιλολογικούς συλλόγους, αριστοκρατικά σαλόνια, ακόμα και στο Παλάτι, ξεκίνησε μέχρι και περιοδεία στην ομογένεια, προκειμένου να μαζέψει συνδρομητές για να εκδώσει σε τρίτομη πολυτελή έκδοση τα ποιήματά του.

Ωστόσο, σήμερα έχει εν πολλοίς ξεχαστεί αυτή του η ιδιότητα, που όμως υπήρξε η κεντρική του μέριμνα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Το πολύ-πολύ, από το ποιητικό του έργο κάποιοι να θυμούνται το περίφημο δίστιχό «μετεβλήθη εντός μου/ ο ρυθμός του κόσμου», το οποίο όμως είναι πολύ πιθανό να μην προέρχεται καν από το χέρι του και από δική του έμπνευση, αλλά να ανήκει στον φίλο του Νικόλαο Βασιλειάδη.

Ίσως ακόμη να είναι γνωστό ότι πέθανε τρελός και μόνος στο Δρομοκαΐτειο ψυχιατρείο, ερωτευμένος με μια νεαρή μαθήτριά του, ωστόσο στο μυθιστόρημα της ζωής του Βιζυηνού, το τελευταίο κεφάλαιο έχει πολύ μικρότερο ενδιαφέρον σε σχέση με όλα τα προηγούμενα, που αναδεικνύουν, όχι έναν ταπεινό και παραγνωρισμένο λογοτέχνη, αλλά έναν απίστευτα τυχοδιωκτικό τύπο, μεγαλομανή, με υπέρμετρη φιλοδοξία, που έφτασε στην Αθήνα της Μπελ Επόκ ως τουρκομερίτης με ανατολίτικη όψη και επέστρεψε εκεί με φράκο και τον αέρα του ευρωπαϊκού σπουδαστηρίου, που μπήκε στο ρουθούνι των επικριτών του, προκαλώντας τους ανησυχία με το θάρρος του, που προσπάθησε να αναρριχηθεί στους κύκλους των πλουσίων, που επιχείρησε να εξελιχθεί ακαδημαϊκά, μη διστάζοντας να ανοίξει πυρ απέναντι στον ανταγωνιστή του υφηγητή για τη θέση στο Πανεπιστήμιο, που δοκίμασε την τύχη του στην ενεργοποίηση ενός παλιού μεταλλείου σαν πραγματικός θησαυροθήρας, καθώς πριν τη φρενοβλάβεια που του προκάλεσε η σύφιλη, έπασχε από ένα άλλο νόσημα, τον πυρετό του χρυσού. Υπάρχουν, λοιπόν, πτυχές της ζωής και της δράσης του που, αν αναδειχθούν, μπορούν να συστήσουν στο μεγάλο κοινό έναν άλλο Βιζυηνό, ενώ σε ό,τι έχει να κάνει με το έργο του, είναι αναμφισβήτητο πως πρόκειται για έναν τόσο αμφιδέξιο διηγηματογράφο που τα διηγήματά του, όχι απλά στέκονται σήμερα, αλλά επιδέχονται ανεξάντλητων αναγνώσεων και επαναπροσεγγίσεων.

Ένας άλλος Βιζυηνός

Να ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής ότι ο Βιζυηνός δεν είναι ένας συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, δεν ανήκει σε αυτό που λέμε crime fiction. Εξάλλου το είδος, αν και έχει μακρά παράδοση στο εξωτερικό, ξεκινώντας από το Newgate novel του 18ου αιώνα, στην Ελλάδα αργεί σχετικά να ωριμάσει και να δώσει ακραιφνή δείγματα. Πιο συγκεκριμένα, τα πρώτα χνάρια του είδους στα καθ’ ημάς εντοπίζονται δειλά κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Έτσι, όταν ο Βιζυηνός δοκιμάζεται στο είδος αυτό έχουν προηγηθεί κάποιες ιστορίες μυστηρίου, όπως τα διάφορα μυθιστορήματα αποκρύφων ή έργα που αξιοποιούν ως δομικό στοιχείο της πλοκής τους το σασπένς, όπως λ.χ. «Ο συμβολαιογράφος» (1850) και η «Εκδρομή εις Πόρον» (1863) του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, ενώ λίγα χρόνια μετά την απόπειρα του Βιζυηνού και ο Δημήτριος Βικέλας καταθέτει τη δική του προσπάθεια με «Τα δύο αδέρφια» (1887), διήγημα μυστηρίου και ντετεκτιβικής πλοκής.

Βιζυηνός
…με φράκο και τον αέρα του ευρωπαϊκού σπουδαστηρίου

Ο Βιζυηνός ως απόλυτος μαιτρ του σασπένς

Μπορεί, λοιπόν, να μην έχουμε εδώ έναν συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας, έχουμε όμως τον απόλυτο μαιτρ του σασπένς. Ενδιαφέρον έχει ότι ακόμη και τα διηγήματα του Βιζυηνού που δεν πραγματεύονται το θέμα της δολοφονίας και της εξιχνίασης ενός εγκλήματος, οικοδομούνται πάνω σε μια αριστοτεχνικά δοσμένη αγωνιώδη αβεβαιότητα που απολήγει σε μια τραγική ανατροπή στο τέλος του κειμένου, η οποία εξυπηρετεί κάθε φορά άλλη λειτουργία: άλλοτε οδηγεί στη λύση του μυστηρίου, άλλοτε ενισχύει τη δραματικότητα του κειμένου, άλλες φορές προκαλεί χιούμορ ή τραγική ειρωνεία ή και όλα τα παραπάνω. Το «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου» είναι το απόλυτο παράδειγμα αυτής της τέχνης και τεχνικής και για αυτό ακριβώς δεν θα μπορούσε να λείπει από την εκδοτική σειρά «retro crime» των εκδόσεων red n’ noir.

Σε συνέχειες στο κυριακάτικο περιοδικό Εστία

Κατ’ αρχάς, μπορεί σήμερα να κρατάμε στα χέρια μας μια αυτοτελή έκδοση του διηγήματος, ωστόσο η πρώτη μορφή με την οποία αυτό συστήθηκε στο κοινό της εποχής του ήταν, κατά τη συνήθη πρακτική, δημοσιευμένο σε συνέχειες από τις 23 Οκτωβρίου μέχρι και τις 6 Νοεμβρίου 1883, στο κυριακάτικο περιοδικό Εστία, πνευματικό λίκνο της γενιάς του ’80, δηλαδή της λογοτεχνικής γενιάς στην οποία ανήκει ο Βιζυηνός, και έντυπο στο οποίο πρωτοεμφανίζεται ως διηγηματογράφος στα νεοελληνικά γράμματα. Πρόκειται, λοιπόν, για το τρίτο, κατά σειρά δημοσίευσης, διήγημά του, καθώς είχαν προηγηθεί, και πάλι στην Εστία το ίδιο έτος, «Το αμάρτημα της μητρός μου» (10 και 17 Απριλίου 1883) και το «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» (21 και 28 Αυγούστου 1883).

Το 1883 πάντως δεν είναι μόνο η χρονιά που εκδηλώνεται η διηγηματογραφική κλίση του Βιζυηνού, αλλά είναι και η χρονιά που πραγματοποιείται η γενικότερη στροφή της νεοελληνικής λογοτεχνίας προς το διήγημα, πράγμα που αποτυπώνεται και από τη διεξαγωγή διαγωνισμού για τη συγγραφή πρωτότυπου, δηλαδή ελληνικού, διηγήματος και πάλι από την Εστία στις 15 Μαΐου του ίδιου έτους. Ο Βιζυηνός δεν έλαβε μέρος στον συγκεκριμένο διαγωνισμό, όμως στον φιλολογικό απολογισμό του 1883 στη σημαντική εφημερίδα της εποχής Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη, γίνεται μαζί με την αναφορά στον διαγωνισμό διηγήματος και ειδική μνεία στο διήγημα του Βιζυηνού «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», το οποίο ξεχωρίζει, καθώς προξένησε βαθιά αίσθηση.

Βιζυηνός
Μετά προλόγου Κωστή Παλαμά και δυο εικόνων Δ. Μπισκίνη

Η κάθοδος στο οικογενειακό κενοτάφιο και η ανατομία ενός εγκλήματος

Και όχι άδικα. Το διήγημα κάνει εντύπωση ήδη από τον τίτλο του, ο οποίος διατυπώνεται ως ερώτηση που προσδιορίζει την αφήγηση ως αναζήτηση μιας απάντησης. Όπως επισημαίνει ο Πάνος Μουλλάς, με μόνη εξαίρεση τον «Μοσκώβ Σελήμ», όλοι οι τίτλοι της βιζυηνικής διηγηματογραφίας υποβάλλουν την προσδοκία της απάντησης σε μια εκπεφρασμένη ερώτηση. Εν προκειμένω, βέβαια, το ερώτημα του τίτλου τίθεται ρητά και δεν αναμένει απλώς μια απάντηση, αλλά υπονοεί την ανάγκη εξιχνίασης ενός εγκλήματος και την εύρεση λύσης σε έναν γρίφο. Ψάχνουμε, δηλαδή, έναν δολοφόνο. Συγκρίνοντας τον τίτλο του «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» με αυτόν του πρώτου διηγήματος του Βιζυηνού, «Το αμάρτημα της μητρός μου», προκύπτει πως δεν είναι η πρώτη φορά που ο Βιζυηνός επιλέγει να συνδέσει στον τίτλο έργου του την έννοια του βίαιου θανάτου («αμάρτημα»/«φονεύς») με κάποιο πρόσωπο του οικογενειακού του κύκλου («της μητρός μου»/«του αδελφού μου») και άρα φαίνεται πως πρόκειται για ένα ακόμη διήγημα του θρακιώτη συγγραφέα με εμφανείς αυτοβιογραφικές συμμετρίες, το οποίο προ(σ)καλεί σε κάθοδο στο οικογενειακό κενοτάφιο, αυτήν τη φορά όμως μέσω μιας αφήγησης που συνιστά ανατομία ενός εγκλήματος.

Η εξιχνίαση της δολοφονίας

Η υπόθεση του διηγήματος συνάγεται ήδη από τον τίτλο του και αφορά την εξιχνίαση της δολοφονίας του αδερφού του αφηγητή. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του διηγήματος, που λέγεται επίσης Γιωργής και μοιράζεται τις ίδιες βιογραφικές λεπτομέρειες με τον συγγραφέα Βιζυηνό, βρίσκεται σε ένα ξενοδοχείο του Βοσπόρου κι εκεί τον επισκέπτονται ο μικρότερος αδελφός του Μιχαήλος και η μητέρα τους, η οποία, θυμάται την ανεξιχνίαστη δολοφονία του μικρότερου γιου της, του Χρηστάκη, τρία χρόνια πριν.

Η δολοφονία του Χρηστάκη

Όπως αναφέρει η ίδια, ο Χρηστάκης δολοφονήθηκε την ίδια ημέρα που ανέλαβε την πόστα, δηλαδή το ταχυδρομείο, έπειτα από επίμονες πιέσεις του προκατόχου του στη θέση, Χαραλαμπή του Μητάκου, ενός χωριανού με κακό όνομα, με τον οποίο ο Χρηστάκης έμοιαζε εκπληκτικά. Η ίδια επιφορτίζει τους δύο γιους της με το καθήκον να μην αφήσουν τον αδερφό τους «ανεκδίκητο», να βρουν τον δολοφόνο του και να απονεμηθεί δικαιοσύνη.

Η έλευση του Κιαμήλ, ο Εφέντης και η κοσκινομαντεία

Τη συνάντησή τους διακόπτει η έλευση του Κιαμήλ, ενός Τούρκου που η μητέρα του Γιωργή είχε διασώσει όταν αυτός βρέθηκε άρρωστος στο χωριό τους και τον περιέθαλψε για πάνω από μισό χρόνο, κατά τον οποίο έλειπαν από το σπίτι τόσο ο Γιωργής όσο και ο Χρηστάκης. Προκειμένου, λοιπόν, να ανταποδώσει την ευεργεσία, ο Κιαμήλ δεσμεύεται να βοηθήσει στην έρευνα για τον εντοπισμό του φονιά, καθώς ο αδερφός του, Εφέντης, εργάζεται ως ανακριτής στην αστυνομία. Προσφέρεται ακόμη μαζί με τη μητέρα του να τους φιλοξενήσουν στο σπίτι τους για όσο διαρκέσει η παραμονή τους στην Πόλη. Εκεί η μητέρα του Γιωργή και η μητέρα του Κιαμήλ καλούν μια τσιγγάνα που με τη μέθοδο της κοσκινομαντείας δίνει χρησμό, λέγοντάς τους ότι ο δολοφόνος βρίσκεται δίπλα τους και δεν πρέπει να τον αναζητούν μακριά. Στο μεταξύ, ο ανακριτής Εφέντης, ο οποίος παρουσιάζεται ως αλκοολικός που ανήκει στο κόμμα των νεοτούρκων, αδυνατεί να εντοπίσει και να συλλάβει τον Χαραλαμπή του Μητάκου, τον οποίο θεωρεί ως βασικό ύποπτο για τη δολοφονία του Χρηστάκη.

Οι άκαρπες αστυνομικές έρευνες

Όσο οι αστυνομικές έρευνες μένουν άκαρπες, μαθαίνουμε για τον άτυχο έρωτά του Κιαμήλ με μια κοπέλα, αδελφή του επιστήθιου φίλου του με τον οποίο είχαν γίνει και αδελφοποιτοί. Ενώ οι δυο τους επρόκειτο να παντρευτούν, ο αρραβώνας τους χάλασε, καθώς ο αδελφοποιτός του Κιαμήλ δολοφονήθηκε άγρια κι εκείνος δεν πήρε εκδίκηση για τον φόνο. Τέλος, ο Κιαμήλ επιστρέφει στο σπίτι τη νύχτα, έχοντας διαπράξει φόνο. Ο ίδιος αποκαλύπτει στον αφηγητή Γιωργή πως τελικά πήρε την εκδίκησή του, καθώς λίγα χρόνια πριν είχε εντοπίσει και σκοτώσει αυτόν που δολοφόνησε τον αδελφοποιτό του και μόλις εξόντωσε και το φάντασμά του, που τον στοίχειωνε κι εμφανιζόταν μπροστά του.

Η συνταρακτική αποκάλυψη που κάνει τον Κιαμήλ να παραφρονήσει

Ο αφηγητής, συνδέοντας τα στοιχεία, συνάγει από την εξιστόρηση του Κιαμήλ ότι αυτός είναι ο φονιάς του αδερφού του. Καταλαβαίνει, δηλαδή, ότι ο Κιαμήλ, είχε στήσει ενέδρα για να σκοτώσει τον δολοφόνο του αδελφοποιτού του, που δεν ήταν άλλος από τον Χαραλαμπή, ο οποίος όμως, εκμεταλλευόμενος την εξωτερική του ομοιότητα με τον Χρηστάκη, τον παγίδεψε κι έτσι η σφαίρα που προοριζόταν για τον ίδιο βρήκε τον Χρηστάκη. Και συνειδητοποιεί πως πλέον ο Κιαμήλ σκότωσε και τον πραγματικό ένοχο, δηλαδή τον Χαραλαμπή, νομίζοντας πως είναι το φάντασμα που τον στοίχειωνε. Η συνταρακτική αποκάλυψη κάνει τον Κιαμήλ να παραφρονήσει. 

Βιζυηνός
Μετά προλόγου Κωστή Παλαμά και δυο εικόνων Δ. Μπισκίνη

Το επιλογικό τμήμα

Ο επίλογος τοποθετείται χωριστά από το υπόλοιπο σώμα του κειμένου και αφού έχει ολοκληρωθεί η κεντρική ιστορία. Ειδικότερα, το επιλογικό τμήμα τοποθετείται τρία χρόνια μετά τις συνταρακτικές αποκαλύψεις και περιγράφει την επίσκεψη του αφηγητή στο σπίτι της μητέρας του στο χωριό, όπου βρίσκει τον παράφρονα πια Κιαμήλ να φροντίζει τον τάφο του Χρηστάκη και να υπηρετεί τη μητέρα του, από την οποία άπαντες έχουν αποκρύψει την τραγική αλήθεια για το ποιος ήταν ο φονιάς του γιου της. Ειδικότερα, στο τέλος του επιλόγου επανέρχεται και το ερώτημα του τίτλου με τον αφηγητή να μην μπορεί, εν τέλει, να αποφανθεί κατηγορηματικά για το «ποίος εκ των δύο (δηλαδή, ο Χαραλαμπής ή ο Κιαμήλ) ήτον ο φονεύς του αδελφού» του. Το δίλημμα αυτό μετατρέπει την αφηγηματική έξοδο του κειμένου σε αδιέξοδο και ταυτόχρονα, κλείνοντας, αφήνει ανοιχτή προς τους αναγνώστες την ερώτηση του τίτλου, προκειμένου να δώσουν τη δική τους ετυμηγορία για τον πραγματικό ένοχο.

Μεταξύ ηθικού και φυσικού αυτουργού

Έτσι, παρόλο που το διήγημα ολοκληρώνεται με την εξιχνίαση του εγκλήματος και τον εντοπισμό του δράστη, το ερώτημα του τίτλου, που διατρέχει όλη την αφήγηση, παραμένει ουσιαστικά άλυτο, με την απάντηση να μετεωρίζεται μεταξύ ηθικού και φυσικού αυτουργού. Ως εκ τούτου, ο Βιζυηνός, πέρα από το ζήτημα του δόλου, του φόνου, της εκδίκησης, της αυτοδικίας και της απονομής δικαιοσύνης, θίγει και το θέμα της αυτουργίας, κατασκευάζοντας, έτσι, μια αφήγηση που εκτείνεται σε όλο το φάσμα των όρων που δορυφορούν το εννοιολογικό ζεύγος «έγκλημα και τιμωρία».

Σε ποιον βαθμό τα περιγραφόμενα περιστατικά είναι πραγματικά;

Πέρα από τις πολλές και ενδιαφέρουσες πτυχές του, το εν λόγω διήγημα ανακινεί παράλληλα και το επανερχόμενο ερώτημα, αν και σε ποιον βαθμό τα περιγραφόμενα περιστατικά είναι πραγματικά. Ήταν ο Κιαμήλ ο πραγματικός δολοφόνος του αδελφού του Βιζυηνού και, έπειτα από τις σχετικές αποκαλύψεις, έγινε, πράγματι, υπηρέτης της μητέρας του, η οποία ζούσε στην άγνοιά της; Και αν έχουν έτσι τα πράγματα, ο Βιζυηνός προσέφερε στο αθηναϊκό κοινό ένα διήγημα που αποκάλυπτε τον πραγματικό δράστη της δολοφονίας του αδερφού του και, μάλιστα, όσο όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα βρίσκονται ακόμη εν ζωή;

Επιχειρώντας μια θετικιστική διερεύνηση, ο Λάμπρος Βαρελάς διαπιστώνει ότι, ενώ όλες οι χρονολογικές και τοπικές σημάνσεις του «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» ανταποκρίνονται σε πραγματικά συμβάντα της ζωής του Βιζυηνού (η δολοφονία του Χρηστάκη-1878, η συνάντηση της μητέρας με τους δύο γιούς της στην Κωνσταντινούπολη-1881 κ.ο.κ.), αντιστοιχώντας σε υπαρκτούς χρονότοπους και πραγματικά περιστατικά, το επιλογικό τμήμα του κειμένου είναι το μόνο που αποκλίνει σημαντικά και είναι χρονικά παρατοποθετημένο, καθώς διαδραματίζεται στο 1884, ενώ ο χρόνος συγγραφής και δημοσίευσης του διηγήματος είναι το 1883. Το στοιχείο αυτό ενισχύει την πιθανότητα, όλη η ιστορία να βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, ο επίλογός της όμως φαίνεται να συνιστά εξολοκλήρου μυθοπλαστική κατασκευή. Έτσι, ακόμη και αν το  διήγημα οικοδομείται σε μια εν πολλοίς αυτοβιογραφική βάση, η φαντασία του συγγραφέα επιστρατεύεται στο τέλος, εντάσσοντας έναν αναχρονισμό που επιτείνει τη δραματική ένταση.

Ο Βιζυηνός είναι ένας συγγραφέας για δυνατούς λύτες

Ο εντοπισμός αυτού του τεχνάσματος έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον, γιατί αποδεικνύει ότι ο Βιζυηνός, πέρα από το μυστήριο του ποιος σκότωσε τον αδερφό του, στήνει έναν ακόμη γρίφο εντός του διηγήματος, ειδικά για τον έμπειρο αναγνώστη, που κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης προσπαθεί, όχι μόνο να μαντέψει ποιος είναι ο δολοφόνος, αλλά και να ξεδιαλύνει τα αυτοβιογραφικά γεγονότα από τη μυθοπλασία. Υφαίνει, έτσι, έναν ακόμα «οδηγητικό μίτο» που, όπως αυτός του μυστηρίου της δολοφονίας, δεν απολήγει παρά στο τέλος, όπου ξεδιαλύνεται, όχι μόνο η πλάνη από την πραγματικότητα (όπως συμβαίνει και στα υπόλοιπα διηγήματά του), αλλά  και η αυτοβιογραφία από τη μυθοπλασία, το πραγματικό από το πλασματικό. Εκτός, λοιπόν, από δεξιοτέχνης διηγηματογράφος και μαιτρ του σασπένς, ο Βιζυηνός είναι εκτός των άλλων και ένας συγγραφέας για δυνατούς λύτες.

Η αστυνομική πλοκή

Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι το «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» είναι οπωσδήποτε ένα διήγημα πιο σύνθετο και με μεγαλύτερη ψυχολογική εμβάθυνση σε σύγκριση με τις τυπικές αστυνομικές αφηγήσεις. Ωστόσο είναι ένα από τα πρώτα διηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας που πραγματεύεται με τόσο αριστοτεχνικό τρόπο το θέμα του εγκλήματος και στήνει με δεξιοτεχνία μια αστυνομική πλοκή. Από το διήγημα απουσιάζει βέβαια εκκωφαντικά ο βασικός ήρωας μιας τυπικής αστυνομικής ιστορίας, που δεν είναι άλλος από τον δαιμόνιο ντετέκτιβ που, συλλέγοντας στοιχεία, παρακολουθώντας και ανακρίνοντας υπόπτους, οδηγείται στην εξιχνίαση της υπόθεσης.

Ο Γιωργής ντετέκτιβ

Εδώ ο αφηγητής Γιωργής δεν είναι ούτε κατ’ επάγγελμα ντετέκτιβ ούτε όμως φαίνεται να αναλαμβάνει, έστω και άτυπα, έναν τέτοιο ρόλο, ακολουθώντας π.χ. κάποια συλλογιστική διεργασία που να οδηγεί στη διαλεύκανση του μυστηρίου ή διεξάγοντας κάποια έρευνα για τον εντοπισμό του ενόχου. Πολύ περισσότερο από τον ίδιο, κάτι τέτοιο δοκιμάζει η μητέρα του, η οποία, παρακινούμενη από το πάθος της να βρει τον φονιά του παιδιού της και να τραβήξει με τα ίδια της τα χέρια το σχοινί της κρεμάλας του, συλλέγει όσο περισσότερα στοιχεία μπορεί, προσπαθώντας να εξιχνιάσει το έγκλημα.

Εντούτοις, με τον ρόλο αυτό επιφορτίζεται κατ’ ουσίαν η τουρκική αστυνομία, η οποία είτε εκπροσωπείται από τον καϊμακάμη του χωριού είτε από τον ανακριτή της αστυνομικής ασφάλειας της Κωνσταντινούπολης, αδυνατεί να φέρει εις πέρας την υπόθεση και λοιδορείται για την ανικανότητά της. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η μόνη που φτάνει πιο κοντά στον εντοπισμό του ενόχου είναι η τσιγγάνα. Τόσο ο δυτικός ορθολογισμός, τον οποίο εκπροσωπεί ο αφηγητής Γιωργής, όσο και ο ανακριτικός μηχανισμός των οθωμανικών αρχών, τον οποίο αντιπροσωπεύει ο Εφέντης, κονιορτοποιούνται μέσα στο κόσκινο μιας γριάς μάντισσας. Εν τέλει, τα κομμάτια του παζλ πέφτουν από μόνα στη θέση τους, η αλήθεια αποκαλύπτεται στον αφηγητή κάπως συμπτωματικά και συγκυριακά και ο ίδιος χρησιμοποιεί την ιδιοφυΐα του, απλά για να την αναγνωρίσει και να την εκφράσει, αναφωνώντας: «Ω! Άθλιε! Εφόνευσες τον αδελφόν μου!».

Μέσα από τον φακό της αστυνομικής λογοτεχνίας

Πάντως ακόμη κι αν εδώ δεν έχουμε όλα τα τυπολογικά χαρακτηριστικά μιας κλασικής αστυνομικής ιστορίας, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι στεκόμαστε μπροστά σε ένα από τα πρώτα διηγήματα της νεοελληνικής πεζογραφίας, που μπορεί να διαβαστεί μέσα από τον φακό της αστυνομικής λογοτεχνίας. Εξάλλου, σύμφωνα με τους κριτικούς του, το διήγημα δεν βρίσκεται μακριά από το αστυνομικό πρότυπο ενός αμερικάνικου short story που αναπτύσσεται μέσα από ορισμένα περιοδικά της δεκαετίας του 1830 και 1840 και εξελίσσεται σε πρότυπο με κύριους εκπροσώπους τους Irving, Hawthorne, Bret Harte και ιδίως τον Edgar Allan Poe, ο οποίος συστήνει τον τύπο του εγκεφαλικού ντετέκτιβ που ενεργεί με βάση τη λογική και την προσεκτική παρατήρηση και εισάγει, όχι μόνο στην αμερικάνικη, αλλά στην παγκόσμια λογοτεχνία, το υποείδος της αστυνομικής πλοκής που εστιάζεται στην ταυτοποίηση του δράστη και είναι γνωστό με τον όρο whodunit (who done it?, ποιος το έκανε;).

Ο Poe και ο Βιζυηνός

Ειδικότερα, μελετητές του «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» εντοπίζουν εκλεκτικές συγγένειες με «Το κλεμμένο γράμμα», διήγημα του Poe που κυκλοφόρησε το 1845 και επισημαίνουν ομοιότητες ανάμεσα στον αφηγητή του Βιζυηνού, τον Γιωργή, και στον ερευνητή Auguste Dupin, μυθοπλαστικό ήρωα των αστυνομικών ιστοριών του Poe, καθώς αμφότεροι εξιχνιάζουν υποθέσεις που οι εντεταλμένοι διευθυντές της τουρκικής και παρισινής αστυνομίας, αντίστοιχα, αδυνατούν να επιλύσουν και φτάνουν στη λύση του μυστηρίου, αξιοποιώντας την επαγωγική φαντασία. Παρά τις επιμέρους διαφορές, Poe και Βιζυηνός δημιουργούν ήρωες με πλούσιο ψυχογραφικό υπόστρωμα, στήνουν μια ατμόσφαιρα με αγωνία, ανατροπές και εντάσεις, επιβραδύνουν εντέχνως την αποκάλυψη του αινίγματος, εμφυτεύουν ίχνη και στοιχεία στην αφήγηση και δημιουργούν υποψίες ενοχής για έναν χαρακτήρα, άλλον από τον πραγματικό δολοφόνο, ο οποίος δεν αποκαλύπτεται παρά στο τέλος.

Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν ο Βιζυηνός είχε διαβάσει κάποιο από τα αστυνομικά διηγήματα του Poe πριν τη συγγραφή του «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», πάντως η παραμονή του σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, υπονοεί την οικείωση του συγγραφέα με την ξένη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής του, ενώ και η μεγάλη διάδοση που είχε το έργο του Poe στην Ευρώπη, ακόμη και στην Ελλάδα, δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας για το ότι σε κάποια ευκαιρία πρέπει να διασταυρώθηκε με τις αστυνομικές αφηγήσεις του.

Βιζυηνός
To διήγημα του Γ. Βιζυηνού κυκλοφορεί από τις εκδόσεις red n’ noir

Ο Βιζυηνός, ο Τσέχωφ και το καρφί στον τοίχο

Έτσι, στο «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» ο Βιζυηνός κατασκευάζει μια καλοστημένη αινιγματική αφήγηση, στην οποία όλα τα δεδομένα παίζουν ρόλο, όλα αποτελούν σημάνσεις και δείκτες προς τον αναγνώστη με τον τρόπο που ο Τσέχωφ έλεγε πως, αν στην αρχή ενός διηγήματος κάποιος μιλάει για ένα καρφί στον τοίχο, στο τέλος ο ήρωας θα κρεμαστεί από το καρφί αυτό. Εντούτοις, τα παραπάνω χαρακτηριστικά συνιστούν εν πολλοίς κοινούς τόπους σε έργα που η πλοκή τους ξετυλίγεται γύρω από διερευνήσεις φόνων και εξιχνιάσεις εγκλημάτων και τα οποία, όσο βαδίζει κανείς προς τον 20ό αιώνα κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος στις αναγνωστικές, συγγραφικές και μεταφραστικές τάσεις.

A drama in Naples

Άλλωστε, ο ίδιος ο Βιζυηνός φαίνεται πως όχι μόνο διάβαζε, αλλά και μετέφραζε αστυνομικά αναγνώσματα, και μάλιστα μιας μάλλον «λαϊκότερης» υφής. Χαρακτηριστικό είναι ότι τον Απρίλιο του 1891, οκτώ χρόνια μετά τη συγγραφή των πρώτων του διηγημάτων μεταφράζει από τα αγγλικά για την επιφυλλίδα της εφημερίδας Το Άστυ, με την οποία συνεργαζόταν, το ανυπόγραφο αστυνομικό διήγημα «A drama in Naples», το οποίο πρωτοδημοσιεύθηκε γύρω στα τέλη του 1890 ανυπόγραφο στο λονδρέζικο περιοδικό Pall Mall Budget, εβδομαδιαίο παράρτημα της εφημερίδας Pall Mall Gazette. Το διήγημα πρέπει να είχε μεγάλη διάδοση στον αγγλόγλωσσο χώρο χάρη στον «εξωτισμό» των ιταλικών παθών, καθώς και εξαιτίας της υπόθεσής του, που αφορά τον τρόπο με τον οποίο ένας Ναπολιτάνος σύζυγος μεταμφιέζεται για να κατασκοπεύσει την άπιστη σύζυγό του και εν τέλει παγιδεύει και δολοφονεί τον εραστή της. Η αινιγματική πλοκή της ναπολιτάνικης ιστορίας, για την οποία ο αναγνώστης προετοιμάζεται ήδη από την ελληνική απόδοση του τίτλου ως «Απάτη», καθώς και η επίλυση του γρίφου στο τέλος της αφήγησης προσιδιάζουν στην πρωτότυπη διηγηματογραφία του Βιζυηνού. Είτε, λοιπόν, η μετάφραση συνιστά επιλογή του ίδιου Βιζυηνού, πιθανώς λόγω του οικείου περιβάλλοντος της Νάπολης (αν θυμηθούμε και τον τίτλο του διηγήματος «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως»), είτε ανάθεση από τον αγγλομαθή συνδιευθυντή της εφημερίδας, Δημήτρη Κακλαμάνου, που οπωσδήποτε θα γνώριζε τα συγγραφικά και αναγνωστικά ενδιαφέροντα του Βιζυηνού, αυτό που προκύπτει με ασφάλεια είναι η μεγάλη διάχυση των ιστοριών μυστηρίου και αστυνομικής πλοκής τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, τόσο μεταξύ επώνυμων όσο και άγνωστων συγγραφέων, τόσο εντός «λογιότερων» όσο και «λαϊκότερων» αφηγήσεων.

*Το παραπάνω κείμενο αποτελεί και την εισήγηση της Εύας Γανίδου στην εκδήλωση με θέμα: «Οι απαρχές της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα».  Στο πλαίσιο του 2nd crime n’ fiction kypseli fest που διοργανώθηκε στο βιβλιοκαφέ red n’ noir (Δροσοπούλου 52, Κυψέλη).

Καμία δημοσίευση για προβολή