Ο Άλλος Μαρξ. Ο γεροντοέρωτας του Κάρολου με τους ναρόντνικους

Λίγες ημέρες μετά την εκτέλεση του τσάρου, σε χαιρετιστήριο μήνυμα στην εκδήλωση για την Παρισινή Κομμούνα στο Λονδίνο, οι Μαρξ και Ενγκελς εκθείασαν δημόσια τα πρόσφατα γεγονότα της Αγίας Πετρούπολης

Στις 12 Μαρτίου του 1870, οι συντάκτες του ναρόντνικου περιοδικού Υπόθεση του Λαού που ήταν εξόριστοι στη Γενεύη έστειλαν μια επιστολή προς τον Μαρξ, στην οποία ζητούσαν τη συμβολή του, ώστε η πολιτική τους ομάδα να μπει στη Διεθνή. Οι συντάκτες της επιστολής επιτίθονταν με δριμύτητα στα «μασκαρέματα του πανσλαβισμού» και ξεκαθάριζαν πως ήταν οπαδοί του Τσερνισέφσκι και δεν είχαν «απολύτως τίποτε κοινό με τον κύριο Μπακούνιν και με τους όχι πολλούς συνεργούς του». Ανάμεσα στους υπογράφοντες την επιστολή, ήταν και ο Νικολάι Ούτιν, ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Τσερνισέφσκι. Μέλη της ομάδας ήταν και ο Βίκτορ Μπαρντένεφ και η Εκατερίνα Μπρονέφσκαγια, οι οποίοι αρχικά συμμετείχαν στη φράξια της «Συμμαχίας της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» που είχε ιδρύσει ο Μπακούνιν το 1868. Μάλιστα, ο ίδιος ο Μπακούνιν είχε συνεργαστεί στο πρώτο τεύχος της Υπόθεσης του Λαού. Ωστόσο, η συνεργασία του Μπακούνιν με τον Νετσάγεφ έστρεψε τους συντάκτες της Υπόθεσης προς τη συμμαχία με τον Μαρξ.

Η γνωριμία αυτή συνέβαλε ώστε σταδιακά ο Μαρξ να αλλάξει τη στάση δυσπιστίας που είχε απέναντι στο ρώσικο κίνημα. Στο βιβλίο Ο Άλλος Μαρξ, ο ιστορικός Έτορε Τσινέλα  «μελετάει την εκπληκτική διανοητική και πολιτική μεταμόρφωση του ύστερου Μαρξ. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1870 και μέχρι τον θάνατό του το 1883, ο Μαρξ αρχίζει να αμφισβητεί τα συμπεράσματα των προηγούμενων έργων του και να έχει σοβαρές αμφιβολίες για την πιθανότητα μιας προλεταριακής επανάστασης στη Δύση. Εξού και η παθιασμένη μελέτη της αγροτικής κοινότητας στη Ρωσία και του πρωτόγονου κόσμου αλλά και οι δεσμοί και ο θαυμασμός του για τους ναρόντνικους αγωνιστές της Θέλησης του Λαού». Ας δούμε λοιπόν κάποιες στιγμές από αυτή την παραγνωρισμένη προσέγγιση Μαρξ και ναρόντνικων.

Η περιπέτεια της μετάφρασης του Κεφαλαίου

Η πρώτη γερμανική έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε το 1867 και η επίδραση του βιβλίου ήταν καθοριστική και στη Ρωσία. Ήδη από την επόμενη χρονιά, ο Ρώσος εξόριστος επαναστάτης, φίλος και μαθητής του Τσερνισέφσκι, Αλεξάντρ Σέρνο Σολόβεβιτς εκφράζει την επιθυμία του να μεταφράσει το Κεφάλαιο στα ρώσικα, χωρίς να κρύβει ταυτόχρονα την ανησυχία του ανησυχία του πως δεν θα βρεθεί εκδότης, λόγω του τεράστιου όγκου του βιβλίου. Τελικά, την απόπειρα μετάφρασης του τεράστιου έργου ξεκίνησε ο Γκερμάν Αλεξάντροβιτς Λοπάτιν. Είχε προηγηθεί βέβαια η παράδοξη και μάταιη προσπάθεια της μετάφρασης του μαρξικού έργου από τον Μπακούνιν. Ο Μπακούνιν εγκατέλειψε σύντομα τις προσπάθειές του, αφού πρώτα παντελόνιασε την προκαταβολή των 330 ρουβλιών που έλαβε από τον εκδότη.

Ο Λοπάτιν γνώρισε τον Μαρξ τον Ιούλιο του 1870, μετά από μεσολάβηση του Πολ Λαφάργκ. Ο Λοπάτιν διέφυγε από τη Ρωσία κυνηγημένος από τις τσαρικές αρχές εξαιτίας της εμπλοκής του στην απόδραση του Λαβρόφ, ο οποίος επίσης είχε επαφές με τον Μαρξ. Ο Μαρξ από την αρχή συμπάθησε τον Λοπάτιν και τον χαρακτήριζε ως «άγρυπνο κριτικό νου». Μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου Νετσάγεφ με τη δολοφονία του φοιτητή Ιβάνοφ, ο Λοπάτιν αρνήθηκε να πάρει το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στον Μαρξ και τον Μπακούνιν, ενώ αρνήθηκε να καταδικάσει αμετάκλητα τη σκέψη του αναρχικού συμπατριώτη του. Παρόλα αυτά, επισκεπτόταν συχνά τον Μαρξ στο σπίτι του, αφού είχε ξεκινήσει τη μετάφραση του Κεφαλαίου στα ρώσικα. Εκεί, ο Λοπάτιν έμαθε και για την τεράστια εκτίμηση που έτρεφε ο Μαρξ στο πρόσωπο του Τσερνισέφσκι: «Ανάμεσα σε όλους τους σύγχρονους οικονομολόγους, ο Τσερνισέφσκι είναι ο μόνος πραγματικός αυθεντικός διανοητής».

Τον Δεκέμβριο του 1870, ο Λοπάτιν διακόπτει τη μετάφραση του Κεφαλαίου για να περάσει παράνομα στη Ρωσία, με σκοπό την οργάνωση επιχείρησης για την απόδραση του Τσερνισέφσκι. Δυστυχώς, ο Λοπάτιν έπεσε στα χέρια των τσαρικών αρχών και αιχμαλωτίστηκε στο Ιρκούτσκ. Ο Τσερνισέφσκι κατάφερε τελικά να αποδράσει το 1873 και να καταφύγει στο εξωτερικό.

Μετά τη σύλληψη του Λοπάτιν, τη δουλειά της μετάφρασης του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου θα τη συνεχίσει για λίγο ο Λιουμπάβιν και θα την ολοκληρώσει ο Νικολάι Ντανιέλσον το 1872. Το έργο θα περάσει από τη λογοκρισία του τσαρικού καθεστώτος που θα το θεωρήσει δυσπρόσιτο για το ευρύ κοινό και συνεπώς ακίνδυνο για τη διάδοση επαναστατικών αντιλήψεων. Με τα χρόνια, ο Ντανιέλσον θα ολοκληρώσει τη μετάφραση όλων των τόμων του Κεφαλαίου.

Ο Μαρξ μαθαίνει ρώσικα

Το 1869 ο Μαρξ θα λάβει από τον Νικολάι Ντανιέλσον το βιβλίο του Φλερόβσκι (ψευδώνυμο του Βασίλι Βασίλιεβιτς Μπερβί) Η κατάσταση των εργατικών τάξεων στη Ρωσία. Ο Μαρξ δεν θα αργήσει να πληροφορήσει τον Ένγκελς ότι ο Ρώσος συγγραφέας έχει επιτελέσει για τη Ρωσία κάτι αντίστοιχο με αυτό που ο ίδιος ο Ένγκελς είχε επιτύχει για την εργατική τάξη της Αγγλίας το 1845 στο έκτοτε διάσημο βιβλίο του. Ο ενθουσιασμός για το βιβλίο και η πρόκληση για την έρευνα του Μπερβί είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο Μαρξ θα αρχίσει να μαθαίνει ρώσικα. Είναι χαρακτηριστικό πως η Τζένη Μαρξ παραπονιόταν στον Ένγκελς πως ο σύζυγός της «άρχισε να μελετάει ρωσικά σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου».

Διαβάζοντας το βιβλίο, ο Μαρξ όλο και πειθόταν για το επικείμενο ξέσπασμα της κοινωνικής επανάστασης στη Ρωσία. Έγραφε σε επιστολή του στην κόρη του Λόρα και τον γαμπρό του Λαφαργκ, στις 5 Μαρτίου του 1870: «Με την ανάγνωση του έργου πείθεται κανείς απολύτως πως στη Ρωσία είναι αναπόφευκτη και επίκειται μια τρομερή σοσιαλιστική επανάσταση, φυσικά στις πιο στοιχειώδεις μορφές που ανταποκρίνονται στο σημερινό επίπεδο της μοσχοβίτικης ανάπτυξης».

Μάλιστα, μετά την εκτέλεση του τσάρου από τη Ναρόντναγια Βόγια, ο Μαρξ και ο Ένγκελς χαρακτηριζαν τη Ρωσία ως τη νέα Γαλλία της Ευρώπης.

Μαρξ και Λαϊκή Θέληση

Ήδη από το 1878, οι Μαρξ και Ένγκελς ξεκινάν επαφές με την οργάνωση Γη και Ελευθερία και αργότερα με τις δυο φράξιες που προέκυψαν από τη διάσπαση. Μετά την αποτυχία της εκτέλεσης του τσάρου Αλέξανδρου Β’, η Λαϊκή Θέληση απέστειλε στο εξωτερικό τον απεσταλμένο της Λεβ Γκάρτμαν, για να συναντηθεί με ηγέτες του εργατικού κινήματος και να ζητήσει την ενίσχυση του αγώνα ενάντια στην τσαρική απολυταρχία. Με τη μεσολάβηση του Λαβρόφ, ο Γκάρτμαν έρχεται σε επαφή με τον «μεγάλο δάσκαλο των κοινωνικών επιστημών». Όπως γράφει η Βέρα Φίγκνερ: «Όλες οι εξέχουσες προσωπικότητες του δυτικοευρωπαϊκού σοσιαλιστικού κόσμου εκδήλωσαν τη στήριξή τους. Σε ορισμένους από αυτούς, όπως για παράδειγμα στους Μαρξ και Ροσφόρ, η Εκτελεστική Επιτροπή απευθύνθηκε εγγράφως με την παράκληση να συνδράμουν τον Γκάρτμαν ως εκπρόσωπό μας στην κλιμάκωση της προπαγάνδας ενάντια στον ρωσικό δεσποτισμό. Ο συντάκτης του Κεφαλαίου απάντησε, παρέχοντας τη δέσμευσή του. Ταυτόχρονα μας έστειλε το πορτρέτο του με μια αφιέρωση επιδοκιμασίας. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Γκάρτμαν, ο Μαρξ έδειξε με υπερηφάνεια το γράμμα της Επιτροπής σε φίλους και γνωστούς του» (Βέρα Φίγκνερ: Νύχτα πάνω από τη Ρωσία. Ελευθερία ή Θάνατος, εκδόσεις Υπερσιβηρικός).

Η στάση του Μαρξ και του Ένγκελς απέναντι στις τεροριστικές μεθόδους δράσης της Λαϊκής Θέλησης σπάει ακόμα ένα ταμπού: σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γκάρτμαν, ο Μαρξ θεωρούσε τη ρώσικη τρομοκρατία ως το «μόνο λογικό, πρακτικό, δυνατό και χρήσιμο πράγμα στη Ρωσία την παρούσα στιγμή». Μάλιστα, σε επιστολή του στον Ζόργκε στις 5 Νοεμβρίου του 1880, ο Μαρξ ειρωνευόταν τους αγωνιστές της Μαύρης Διανομής, οι οποίοι διαφωνούσαν με τις μεθόδους της Λαϊκής Θέλησης: «Αυτοί –κυρίως (αλλά όχι όλοι) άτομα που άφησαν τη Ρωσία οικειοθελώς– σχηματίζουν το λεγόμενο κόμμα της προπαγάνδας, σε αντίθεση με τους τρομοκράτες που ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους (Για να κάνουν προπαγάνδα στη Ρωσία πηγαίνουν στη Γενεύη! Ένα ωραίο qui pro quo!). Αυτοί οι κύριοι είναι ενάντια σε κάθε πολιτική–επαναστατική δράση. Η Ρωσία θα έπρεπε να κάνει ένα σάλρο μορτάλε προς την αναρχο-κομμουνιστο-άθεη χιλιετηρίδα! Στο μεταξύ, προετοιμάζουν τη μετάβαση μέσω ενός ανιαρού δογματισμού, του οποίου οι αρχές ακούγονται και ξανακούγονται από τον καιρό του εκλιπόντος Μπακούνιν».

Η Λαϊκή Θέληση θα καταφέρει ένα τεράστιο πλήγμα στο απολυταρχικό τσαρικό καθεστώς, εκτελώντας με δύο βόμβες τον ίδιο τον τσάρο Αλέξανδρο Β’, στις 13 Μάρτίου του 1881. Μετά την εκτέλεση του τυράννου, η εκτελεστική επιτροπή της Λαϊκής Θέλησης ανέλαβε την ευθύνη με επιστολή της στον νέο τσάρο Αλέξανδρο Γ’, απαιτώντας ως αντάλλαγμα για την αναστολή της ένοπλης δράσης τη γενική αμνηστία για όλους τους πολιτικούς κρατούμενους και την αντικατάσταση της τσαρικής κυβέρνησης με ένα σύστημα λαϊκής δημοκρατίας μέσω ελεύθερων εκλογών: «Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για την επιστροφή της Ρωσίας στο δρόμο μιας σωστής και ειρηνικής ανάπτυξης. Διακηρύσσουμε επίσημα, ενώπιον της πατρίδας μας και ολόκληρου του κόσμου, ότι το κόμμα μας θα υποταχθεί χωρίς όρους στις αποφάσεις της εκλεγμένης λαϊκής αντιπροσωπίας που θα προκύψουν με την τήρηση των παραπάνω προϋποθέσεων, και ότι στο μέλλον δεν θα προχωρήσει σε καμιά βίαιη αντίσταση κατά της εγκεκριμένης από τη λαϊκή αντιπροσωπία κυβέρνησης».

Λίγες ημέρες μετά την εκτέλεση του τσάρου, σε χαιρετιστήριο μήνυμα στην εκδήλωση για την Παρισινή Κομμούνα στο Λονδίνο, οι Μαρξ και Ενγκελς εκθείασαν δημόσια «τα πρόσφατα γεγονότα της Αγίας Πετρούπολης, τα οποία τελικά θα οδηγήσουν με βεβαιότητα, ίσως μετά από μακροχρόνιους και βίαιους αγώνες, στην εγκαθίδρυση μια Ρώσικης Κομμούνας». Η στάση των αγωνιστών της Λαϊκής Θέλησης μπροστά στο δικαστήριο μεγάλωσε ακόμα περισσότερο το θαυμασμό του Μαρξ. Έγραφε σε επιστολή του στην κόρη του Τζένη στις 11 Απριλίου του 1881:  «Παρακολούθησες τις ακροαματικές διαδικασίες στην Αγία Πετρούπολη ενάντια στους δράστες; Πρόκειται για εντελώς επάξιους ανθρώπους, sans pose melodramatique (χωρίς μελοδραματική στάση), απλούς, αντικειμενικούς, ηρωικούς. Φωνασκίες και πράξη είναι ασυμφιλίωτες αντιθέσεις. Η Εκτελεστική Επιτροπή [της Λαϊκής Θέλησης] της Πετρούπολης, η οποία έδρασε τόσο ενεργητικά, ανακοινώνει τώρα μανιφέστα εκλεπτυσμένης “μετριοπάθειας”. Πόρρω απέχει από τη σχολική ιδιοτροπία των Μοστ και άλλων παιδιάστικων φωνακλάδων να κηρύττει την tyrannicide ως μία “θεωρία” και ως “πανάκεια” […]· αντιθέτως, αυτοί [οι Ρώσοι] προσπαθούν να διδάξουν την Ευρώπη ότι το δικό τους modus operandi αποτελεί έναν ειδικά ρώσικο, ιστορικά αναπόφευκτο τρόπο δράσης, για τον οποίο μπορεί κανείς να ηθικολογεί τόσο λίγο όσο και για το σεισμό στη Χίο».

 Τον ενθουσιασμό του για την εκτέλεση του τσάρου εξέφρασε και ο Ένγκελς σε επιστολή του προς τη Βέρα Ζασούλιτς στις 23 Απριλίου του 1885. Στην επιστολή, ο Ένγκελς θεωρεί το ξέσπασμα της επανάστασης στη Ρωσία βέβαιο: «Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η χώρα μοιάζει με νάρκη και δεν έχει παρά να ανάψει κανείς το φιτίλι. Σε αυτό το εύφλεκτο περιβάλλον της ρωσικής κοινωνίας, η πολιτική εκτέλεση του τσάρου επιταχύνει την επανάσταση και απελευθερώνει εκρηκτικές δυνάμεις: Είναι από εκείνες τις εξαιρετικές περιπτώσεις, που είναι δυνατόν μια ομάδα ανθρώπων να πραγματοποιήσει μιαν επανάσταση, δηλαδή με ένα χτύπημα να κάνει να καταρρεύσει ένα ολόκληρο σύστημα που η ισορροπία του είναι περισσότερο από ετοιμόρροπη (για να μεταχειριστούμε τη μεταφορά του Πλεχάνοφ), και να ελευθερώσει, με μια ενέργεια ασήμαντη καθεαυτή, εκρηκτικές δυνάμεις που τίποτα πια δεν μπορεί να τις δαμάσει. Ε, λοιπόν, αν ποτέ ο μπλανκισμός –η φαντασιοπληξία ότι μπορεί να ανατραπεί μια ολόκληρη κοινωνία με τη δράση μιας μικρής συνωμοσίας– είχε κάποιο λόγο ύπαρξης, αυτό συμβαίνει σίγουρα στην Πετρούπολη. Από τη στιγμή που θα πάρει φωτιά η μπαρούτη, από τη στιγμή που οι απελευθερωμένες δυνάμεις και η εθνική ενέργεια θα μεταβληθούν από δυνάμει σε ενεργεία (μια ακόμα προσφιλής και πολύ καλή εικόνα του Πλεχάνοφ), οι άνθρωποι που θα έχουν πυροδοτήσει τη βόμβα θα παρασυρθούν από την έκρηξη, που θα είναι χίλιες φορές ισχυρότερη από αυτούς και θα αναζητήσει τη διέξοδό της όπως μπορέσει, όπως θα αποφασίσουν οι οικονομικές δυνάμεις και αντιστάσεις» (βλ. Έλλη Παππά: Μύθος και ιδεολογία στη Ρωσική Επανάσταση, εκδ. Άγρα).

 Ο Ένγκελς, σε επιστολή του προς τον Λαβρόφ, έγραφε πως ο ίδιος και ο Μαρξ αισθάνονταν περήφανοι για τη συνεργασία τους με τη Λαϊκή Θέληση. Η εκτίμηση όμως ήταν αμοιβαία. Στις 5 Φεβρουαρίου του 1882, έντυπο της Λαϊκής Θέλησης δημοσίευσε της εισαγωγή της ρωσικής έκδοσης του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, με την παρακάτω σημείωση: «Δημοσιεύουμε με χαρά αυτόν τον πρόλογο, εξαιτίας του βαθέος επιστημονικού και πρακτικού ενδιαφέροντος των προβλημάτων με τα οποία καταπιάνεται. Με ιδιαίτερη χαρά, υπογραμμίζουμε τα τελευταία λόγια, στα οποία βλέπουμε την επικύρωση των ερευνών έγκριτων συγγραφέων, όπως οι Μαρξ και Ένγκελς. Η συνέχιση του περίφημου έργου του Μαρξ (Το Κεφάλαιο), αναμενόμενο από καιρό, θα αναπτύξει, φυσικά με την επιβαλλόμενη πληρότητα, μεταξύ άλλων και τα ζητήματα που ο πρόλογος έχει θίξει επιφανειακά».

Στην κηδεία του Μαρξ, η Λαϊκή Θέληση δημοσίευσε μια εκτενή νεκρολογία, η οποία έκλεινε με τις παρακάτω λέξεις: «Ενώνοντας τη φωνή μας με εκείνες τις εκφράσεις πένθους, εμείς, οι Ρώσοι, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε με πόση συμπάθεια ο Μαρξ είδε το σοσιαλεπαναστατικό μας κίνημα και με πόση διάθεση αποφάσισε, τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, να γράψει “για χάρη της επιτροπής της Αγίας Πετρούπολης” (όπως εκφράστηκε στην επιστολή στη Βέρα Ζασούλιτς) ένα φυλλάδιο προσαρμοσμένο για τη Ρωσία, σχετικά με το πρόβλημα της πιθανής εξέλιξης της ομπσίνα μας, πρόβλημα με τόσο έντονο ενδιαφέρον για τον ρωσικό σοσιαλισμό. Δεν ξέρουμε, δυστυχώς, αν ο Μαρξ είχε το χρόνο να ολοκληρώσει αυτή την εργασία».

Θεωρητικός διάλογος για την ομπσίνα

Οι ναρόντνικοι πίστευαν στη δυνατότητα και τη βούληση της Ρωσίας να «παρακάμψει το στάδιο» ενός δυτικοευρωπαϊκού καπιταλισμού στην πορεία της για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Η αντίληψη αυτή αποτελεί κληρονομιά από τον Χέρτσεν, ο οποίος έλεγε: «Δεν διαβλέπω ότι η Ρωσία οφείλει απαραίτητα να υποστεί όλες τις φάσεις της ευρωπαϊκής ανάπτυξης». Στο ναρόντνικο κίνημα είχε ανοίξει ένας πλατύς θεωρητικός διάλογος. Από τη μία, ένα κομμάτι του κινήματος θεωρούσε την ομπσίνα και τον κοινοτικό τρόπο καλλιέργειας της γης –που ίσχυε για τα 3/5 της γης στη Ρωσία εκείνη την εποχή– ως τη βασική μορφή της μελλοντικής οργάνωσης της οικονομικής ζωής, σε συνδυασμό με μορφές λαϊκής εξουσίας που θα καταργούσαν τον τσαρικό απολυταρχισμό. Από την άλλη, ένα κομμάτι του κινήματος έκανε ντετερμινιστική ανάγνωση του μαρξικού έργου και θεωρούσε την καπιταλιστική οικοδόμηση απαραίτητη («ρώσους θαυμαστές του καπιταλισμού», τους αποκαλούσε ο Μαρξ). Οι ναρόντνικοι βρήκαν έναν απροσδόκητο σύμμαχο στο πρόσωπο του Μαρξ, ο οποίος έγραφε στη Βέρα Ζασούλιτς:

 «Στη περίπτωση της Δύσης λοιπόν, μια μορφή ατομικής ιδιοκτησίας μετατρέπεται σε μια άλλη μορφή ατομικής ιδιοκτησίας. Στη περίπτωση των Ρώσων αγροτών όμως, η κοινή ιδιοκτησία τους θα έπρεπε να μετατραπεί σε ατομική ιδιοκτησία. Η ανάλυση στο Κεφάλαιο λοιπόν δεν δίνει λόγους είτε υπέρ είτε κατά της δυνατότητας συνέχισης της Ρωσικής Κομμούνας. Όμως η ειδική μελέτη που έχω κάνει για αυτό και η αναζήτηση για πρωτότυπο πηγαίο υλικό με έχει κάνει σίγουρο οτι η κομμούνα είναι το κύτταρο για την κοινωνική αναπαραγωγή στη Ρωσία. Όμως για να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο, οι εχθρικές επιρροές που της επιτίθενται από όλες τις πλευρές πρέπει να σταματήσουν, και πρέπει να εξασφαλιστούν οι κανονικές συνθήκες για την αυθόρμητη ανάπτυξή τους. Στη Ρωσία, χάριν μιας μοναδικής σύμπτωσης συνθηκών, η αγροτική κοινότητα που υπάρχει σε εθνική κλίμακα μπορεί να απελευθερωθεί από τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά της και να αναπτυχθεί άμεσα ως στοιχείο της συλλογικής παραγωγής σε εθνικό επίπεδο. Ακριβώς λόγω της συγχρονίας της με την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, μπορεί να οικειοποιηθεί τα θετικά επιτεύγματά της χωρίς να υποστεί τις φοβερές περιπέτειές της».

Τον Ιανουάριο του 1882, ο Μαρξ και ο Ένγκελς θα συνυπέγραφαν τον Πρόλογο στη δεύτερη ρωσική έκδοση του Μανιφέστου του κομμουνιστικού κόμματος. Στον πρόλογο επαναλαμβάνουν αυτή την αιρετική θέση: «Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο είχε ως αποστολή να ανακηρύξει την αναπόφευκτα επικείμενη διάλυση της σύγχρονης αστικής ιδιοκτησίας. Στη Ρωσία όμως, απέναντι σε μια γοργά αναπτυσσόμενη κεφαλαιοκρατική κερδοσκοπία και στη μόλις αναπτυσσόμενη αστική γαιοκτησία, βρίσκουμε το μεγαλύτερο τμήμα του εδάφους στην κοινή κτήση των αγροτών. Ερωτάται λοιπόν: μπορεί η ρωσική ομπσίνα –μία, αν και έντονα υπονομευμένη, μορφή της πανάρχαιας κοινοκτημοσύνης του εδάφους– να μεταβεί άμεσα στην ανώτερη [μορφή] της κομμουνιστικής κοινοκτημοσύνης; Ή μήπως θα πρέπει προηγουμένως να διέλθει από την ίδια διαδικασία διάλυσης που αποτελεί την ιστορική εξέλιξη της Δύσης; Η μοναδική σήμερα δυνατή απάντηση σε αυτό είναι η εξής: Εφόσον η ρωσική επανάσταση γίνει το σύνθημα για μια προλεταριακή επανάσταση στη Δύση, ούτως ώστε οι δυο τους να αλληλοσυμπληρωθούν, τότε θα μπορεί η ρωσική κοινοκτημοσύνη του εδάφους να χρησιμεύσει ως αφετηρία μιας κομμουνιστικής ανάπτυξης».

Καμία δημοσίευση για προβολή