Τα κουρασμένα βήματα. Ο πυγμάχος που έδιωξε τον Χίτλερ.

Ο δεύτερος πληκτρολογούσε σε κάποια μηχανές αναζήτησης σκόρπιες λέξεις. Ο πυγμάχος κόμμα, που έδιωξε κόμμα, τον Χίτλερ τελεία.

Πυγμάχος Χίτλερ

Ένα ξαφνικό ψιλόβροχο είχε προλάβει να κάνει τα πεζοδρόμια αρκούντως επικίνδυνα. Στο καφενείο της οδού Θυραειδών έβρισκαν για ακόμη ένα βράδυ παρηγοριά οι θαμώνες που δεν άντεχαν την πολυκοσμία των καταστημάτων της πλατείας που βρισκόταν διακόσια μέτρα πιο κάτω. Η σύσταση του καταστήματος παρέμενε για χρόνια σχεδόν απαράλλακτη.

Εκείνος καθόταν μόνος του στα τελευταία τραπέζια στο εσωτερικό του καταστήματος. Λιγομίλητος και χαμένος μόνιμα στις σκέψεις του. Μια επιβλητική ηλικιωμένη φιγούρα που αντάλλασσε μόνο τις τυπικές κουβέντες που χρειάζονταν τόσο με τους υπόλοιπους πελάτες όσο και με τους ιδιοκτήτες του καφενείου. Κρατούσε στο χέρι του ένα ποτήρι λευκό κρασί και ατένιζε σχεδόν μελαγχολικά, σχεδόν αδιάφορα τον δρόμο έξω από την τζαμαρία.

Η βροχή είχε αρχίσει να δυναμώνει και πάλι. Ξαφνικά κάποιες φωνές άρχισαν να ταράζουν την ησυχία του στενού. Μια ομάδα είκοσι νεαρών διέσχιζε τον δρόμο φωνάζοντας συνθήματα και πετώντας τρικάκια στον αέρα. Η πόρτα του καταστήματος άνοιξε ξαφνικά και δυο νεαροί με μαύρα μπουφάν που αποκόπηκαν από το κυρίως σώμα της ιδιότυπης αυτής παρέας εισήλθαν εντός του καφενείου διαταράσσοντας για λίγο την μονοτονία της επανάληψης.

Άρχισαν να μοιράζουν φυλλάδια στα τραπέζια κάνοντας σλάλομ ανάμεσα από τις καρέκλες και τα στρογγυλά τραπέζια με τις πράσινες τσόχες. Όταν έφτασαν στο τελευταίο τραπέζι ακούμπησαν αδιάφορα την πραμάτεια τους και έκαναν να φύγουν.

«Ποτέ ξανά Φασισμός»

Ο λιγομίλητος ηλικιωμένος θαμώνας με τα μαύρα πλεχτά ρούχα ανασήκωσε το βλέμμα του στο ύψος του τραπεζιού. Αντίκρισε το φυλλάδιο που έγραφε: «Ποτέ ξανά Φασισμός». Ένας βαθύς και ειλικρινής αναστεναγμός ξεπετάχτηκε από το στέρνο του. Τότε ο νεαρότερος από τους δυο «εισβολείς» του απηύθυνε το λόγο: «Δεν πιστεύω να είσαι φασίστας παππού!»

Σχεδόν αντανακλαστικά μια επιβλητική φιγούρα σκέπασε τους δυο νεαρούς. Τα τεράστια σα κουπιά χέρια ήταν πια ρυτιδιασμένα από τον χρόνο. Η δύναμη του ωστόσο παρέμενε σε υψηλά επίπεδα. Με την φόρα των χεριών του είχε συμπαρασύρει και τον δεύτερο νεαρό και τους είχε τοποθετήσει στις  άδειες καρέκλες που βρίσκονταν περιμετρικά του τραπεζιού του.

«Θέλω να σας πω μια ιστορία» τους είπε. Ενώ παράλληλα γέμισε τα ποτήρια με κρασί. Οι υπόλοιποι της ομάδας που βρίσκονταν έξω από τον χώρο ήταν έτοιμοι να επέμβουν. Οι δυο σύντροφοι τους, τούς έγνεψαν να συνεχίσουν κανονικά σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Τότε ο αλλόκοτος αυτός ηλικιωμένος άνθρωπος άρχισε να μονολογεί:

Εκείνοι οι μπάσταρδοι οι ναζί πατούσαν πάνω στην φτώχεια και την απόγνωση

«Σε ένα ρινγκ εννέα τετραγωνικών δεν είχε εφευρεθεί η απόσταση. Εκεί αρχίζει να περπατάς μετρώντας βήματα και ανάσες. Κι αν κι είσαι λουσμένος από χιλιάδες εκτυφλωτικούς προβολείς είσαι υποχρεωμένος να κουβαλάς τη σκιά σου κάθε δευτερόλεπτο. Ήταν Νοέμβριος του 1938 ο κόσμος προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές του Μεγάλου Πολέμου αλλά το μέλλον έδειχνε δυσοίωνο. Εκείνοι οι μπάσταρδοι οι ναζί πατούσαν πάνω στην φτώχεια και την απόγνωση. Όταν έμαθα πως θα αντιμετωπίσω έναν Άριο προσπάθησα να συγκεντρώσω στις γροθιές μου όλη την ελπίδα των ελεύθερων ανθρώπων. Η φήμη που τον συνόδευε ήταν τεράστια. Οχτώ χρόνια αήττητος. Το καμάρι του Ράιχ. Είκοσι χιλιάδες θεατές στο Σπορτ Παλλάς να τον επευφημούν.»

Έκανε μια παύση για να γεμίσει και πάλι το ποτήρι του.

«Όταν έκατσα στη γωνία μου κοίταξε στις κερκίδες των επισήμων. Και τότε τον είδα. Ένας κοντό με θεωρητικό μουστάκι. Όλο το κακό του κόσμου είχε βρει φωλιά στα μάτια του. Και δίπλα του καθόταν ο Θρύλος. Ο Μαξ Σμέλινγκ. Ο καλύτερος πυγμάχος της Ευρώπης. Ο Χίτλερ τον περιέφερε ως τρόπαιο. Στο πεδίο των συμβολισμών καταλαβαίνετε…»

Όταν χτυπούσα δεν χτυπούσα τον Έντερ. Τον Χίτλερ χτυπούσα

Οι δυο νεαροί κοιτάχτηκαν με καχυποψία. «Έκανα τα πρώτα μου βήματα στο ρινγκ σκεπτόμενος τους ξεριζωμούς, τον πόλεμο, την δυστυχία των ανθρώπων. Ο αντίπαλος μου ήταν καλός. Τεχνικά ίσως καλύτερος από εμένα. Εγώ όμως είχα προσηλωθεί. Έπρεπε να κερδίσω. Να ταπεινώσω τον Χίτλερ. Όταν χτυπούσα δεν χτυπούσα τον Έντερ. Τον Χίτλερ χτυπούσα.

Προσπάθησα να πετύχω νοκ-άουτ. Δεν τα κατάφερα. Ήταν σκληροτράχηλος και βαρύς σα βράχος. Ήξερα όμως πως θα κερδίσω. Τα σημεία ήταν υπέρ μου. Έπρεπε απλά να αποφύγω την πτώση. Να χορέψω το τανγκό μου ως το τέλος. Όταν άκουσα το καμπανάκι του τελευταίου γύρου να χτυπά προσπάθησα με το ένα γάντι να σκουπίσω τον ιδρώτα που έρρεε στα μάτια μου. Κοίταξα ξανά στο σημείο εκείνο που καθόταν αυτός. Οι δυο θέσεις ήταν πια κενές. Ήξερα πως είχα κερδίσει…»

Όταν σταμάτησε την αφήγηση τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Ήταν λες κι ο ιδρώτας είχε μετασχηματιστεί σε δάκρυ και έτρεχε πάλι στο πρόσωπο του όπως τότε. Οι νεαροί βρήκαν την ευκαιρία  να απομακρυνθούν.

Ο πυγμάχος κόμμα, που έδιωξε κόμμα, τον Χίτλερ τελεία

Βγαίνοντας από το καφενείο ο ένας από τους δυο πήρε την πρωτοβουλία να μιλήσει. «Ο τύπος τα είχε χαμένα. Από τα κρασιά δεν ήξερε τι έλεγε. Χάσαμε ένα τέταρτο να ακούμε μαλακίες». Ο δεύτερος πληκτρολογούσε σε κάποια μηχανή αναζήτησης σκόρπιες λέξεις. Ο πυγμάχος κόμμα, που έδιωξε κόμμα, τον Χίτλερ τελεία.

Διαβάστε ιστορίες από την ματωμένη γωνιά: εδώ

Καμία δημοσίευση για προβολή