Παντοτινές υποσχέσεις

Άκουσε τις σειρήνες ενός περιπολικού να πλησιάζουν. Θυμήθηκε το καμπανάκι του νοκ-άουτ να χτυπά ξανά. Θυμήθηκε τα πάντα γιατί πολύ απλά απαγόρευε πια στον εαυτό της να ξεχάσει...

πανττινές υποσσχέσεις

Παντοτινές υποσχέσεις, οι σειρήνες ενός περιπολικού που πλησιάζουν και το καμπανάκι του νοκ-άουτ να χτυπά ξανά

Προσπάθησε να τοποθετήσει το κλειδί στο μεγάλο μεταλλικό λουκέτο που κρατούσε κλειστή τη γκαραζόπορτα με τα τεράστια γκράφιτι. Η Αχαρνών σιγά-σιγά ξυπνούσε. Εκείνη πάλι δυσκολευόταν. Το πρωινό κρύο έκανε ακόμη και τις μηχανικές κινήσεις της να μοιάζουν αφόρητες. Ασυναίσθητα και καθώς με δυσκολία ανέβαζε το ρολό συνειδητοποίησε πόσο πολύ της έλειπε ο Ιάσονας. Ο γιός της. Είχε να τον δει πάνω από τρεις μήνες. Ήταν ένα παρόμοιο πρωινό που την επισκέφτηκε ο δικαστικός κλητήρας για να της επιδώσει έναν φάκελο. «Περιοριστικά Μέτρα» ήταν ο τίτλος. Λόγω επιθετικής συμπεριφοράς ο υπότιτλος. Ο πρώην άντρας της είχε πετύχει το αδιανόητο.

Αναστέναξε και εισήλθε πίσω από την μπάρα. Άνοιξε τη μηχανή του καφέ και την άφησε να ζεσταθεί, χρειαζόταν οπωσδήποτε κάτι που θα την ξυπνούσε, όχι μόνο εκείνο το πρωινό, αλλά γενικότερα στη ζωή της. Στιγμιαία κι ενώ παράλληλα έψαχνε μια λίστα με χαλαρή τζαζ μουσική στον υπολογιστή, σκέφτηκε πως θα μπορούσε να επιστρέψει στις προπονήσεις πυγμαχίας που κάποτε αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της. Για λίγο ταξίδεψε στο παρελθόν. Είδε τον εαυτό της να φορά τα πυγμαχικά μποτάκια και να χορεύει επάνω στο ρινγκ. Οι προβολείς φώτιζαν το πρόσωπο της που τώρα πια βρισκόταν στο σκοτάδι. Είδε το σώμα της και την ψύχη της να είναι ξανά ακμαία και ατρόμητα. Χαμογέλασε ασυναίσθητα. Με εκείνο το χαμόγελο που αποκτούν οι άνθρωποι όταν η νοσταλγία τους κυριεύει. Συνειδητοποίησε πως εκείνη τη στιγμή είχε γίνει τουρίστρια στα δικά της νιάτα. Ξαφνικά το πρόσωπο της άλλαξε έκφραση. Το χαμόγελο της πάγωσε. Θυμήθηκε αριθμούς που ακατάστατα περνούσαν από μπροστά της. 1, 4, 7. Ντιν!! Ντιν!!

Μια γροθιά που κοιτά τον ουρανό

Άκουσε μια γυναικεία φωνή από το βάθος «Καλημέρα σας, θα ήθελα να παραγγείλω έναν καφέ». Επανήλθε στην πραγματικότητα αφήνοντας πίσω της  το λήθαργο στον οποίο είχε περιέλθει. Το βλέμμα της κατευθύνθηκε στο σημείο από όπου προερχόταν η φωνή. Ήταν ένα νεαρό κορίτσι το οποίο έδειχνε τρομαγμένο. «Τι καφέ θέλεις;» την ρώτησε καλώντας την διακριτικά να πλησιάσει κοντά της. «Ένα εσπρέσο σκέτο» της απάντησε εκείνη ενώ είχε φτάσει σε σημείο αναπνοής από την μπάρα. Τότε πρόσεξε τα χέρια της. Μια παλάμη ανοιχτή, που στη συνέχεια έκλεινε και έμοιαζε με γροθιά που κοιτά τον ουρανό. Έγειρε προς τη μηχανή του καφέ χωρίς να πει κουβέντα. Πρόσεξε πως στο λαιμό της νεαρής γυναίκας υπήρχαν εκδορές. Συνέχισε τη δουλειά της σιωπηλή. Της πρόσφερε τον καφέ σε ένα πλαστικό ποτήρι μιας χρήσης διακοσμημένο με πολύχρωμα λουλούδια. Η νεαρή προσπάθησε να την πληρώσει. Εκείνη της είπε πως ήταν κέρασμα. Η κοπέλα αφού την ευχαρίστησε κατευθύνθηκε σκυθρωπή προς την εξώπορτα.

Για μερικά δευτερόλεπτα κοντοστάθηκε πίσω από την μπάρα ακούγοντας την Ella Fitzgerald στο «Stone Cold Dead In The Market». Αποφάσισε να ακολουθήσει διακριτικά την κοπέλα για να διαπιστώσει τι συνέβαινε. Με την κίνηση της αυτή ήξερε πως έθετε τον εαυτό της σε τεράστιο κίνδυνο καθώς εκτός από τη σχεδόν βέβαιη απόλυση της είχε και τη δικαστική εντολή της επιθετικής συμπεριφοράς που την άφηνε με αναστολή να κυκλοφορεί ελεύθερη. Η Αχαρνών τώρα είχε ξυπνήσει για τα καλά. Καθώς κρατούσε μια ελεγχόμενη απόσταση ασφαλείας από τη νεαρή παρατηρούσε την εξωστρέφεια με την οποία τα μπαρμπέρικα μεταναστών υποδέχονταν τους πελάτες τους. Κοπέλες από την Συρία δημιουργούσαν πηγαδάκια ανταλλάσσοντας χαμόγελα και νέα. Θέλησε να χαμογελάσει με αυτό το μωσαϊκό πολυπολιτισμικότητας που ξεδιπλωνόταν σα βεντάλια μπροστά της αλλά ένα παράξενο προαίσθημα την συγκρατούσε.

Στην οδό Νιόβης

Η κοπέλα με τον καφέ στο χέρι έστριψε απότομα στην οδό Νιόβης, εκείνη άνοιξε το βήμα της αλλά στρίβοντας συνειδητοποίησε πως ήδη την είχε χάσει από το οπτικό της πεδίο. Ήταν η στιγμή που μια άλλη αίσθηση της αντικατέστησε την όραση. Άκουσε ένα πνιχτό κλάμα να έρχεται απόκοσμο από μακριά. Ένας μυώδης άνδρας είχε αρπάξει από το λαιμό την ευγενική φυσιογνωμία που νωρίτερα είχε πάρει τον καφέ από το μαγαζί.

Ασυναίσθητα κινήθηκε προς την πυλωτή της παλιάς μονοκατοικίας. Έσφιξε τη γροθιά της κι σε εκείνο το σφίξιμο θυμήθηκε τον διαιτητή που της είχε κάνει μια ανήθικη πρόταση πριν το τελευταίο της επίσημο πυγμαχικό αγώνα «Ή μου κάθεσαι ή σε βγάζω νοκ άουτ εγώ στο ματς» της είχε πει ξεδιάντροπα και χοντροκομμένα. Θυμήθηκε το πρώτο χαστούκι που δέχτηκε από τον άντρα της σε μια προσπάθεια του να επιβεβαιώσει την ανωτερότητα του καθώς πάντα σιγόβραζε το κόμπλεξ της επιβολής μέσα του. Θυμήθηκε το στημένο σκηνικό με την κάμερα στο υπνοδωμάτιο τους όταν εκείνος την προκαλούσε με χυδαίες εκφράσεις για ώρα κι εκείνη μην αντέχοντας τον απώθησε όταν για ακόμη μια φορά εκείνος κινήθηκε επιθετικά εναντίον της. Θυμήθηκε πως εκείνη η κασέτα ήταν αρκετή για την έδρα του δικαστηρίου που απαρτίζονταν μόνο από άνδρες για να της αφαιρέσουν την επιμέλεια του παιδιού της.

Το καμπανάκι του νοκ-άουτ

Η αριστερή πλευρά του σαγονιού του ήταν ακάλυπτη. Μέτρησε τα βήματα της. Μέτρησε τις ανάσες της. Σταμάτησε να μετρά νεκρές διαδρομές σε εξασθενημένα πρωινά. Ένα αριστερό βήμα μπροστά. Ένα κοφτό δεξί βήμα και μπαμ. Ένιωσε τα κόκκαλα του να συνθλίβονται επάνω στα κότσια της. Τον είδε να πέφτει αναίσθητος. Ένιωσε την κοπέλα να πέφτει στην αγκαλιά της. Είδε σαν αστραπή να αναβοσβήνει από πάνω της και μια νέον επιγραφή μωβ χρώμα που ανέφερε «Studio 28». Άκουσε τις σειρήνες ενός περιπολικού να πλησιάζουν. Θυμήθηκε το καμπανάκι του νοκ-άουτ να χτυπά ξανά. Θυμήθηκε τα πάντα γιατί πολύ απλά απαγόρευε πια στον εαυτό της να ξεχάσει…

Διαβάστε ιστορίες από την ματωμένη γωνιά: εδώ

Καμία δημοσίευση για προβολή