Η ληστεία της Πέτρας ΙΙ

Ολονύκτια κατάχρηση νικοτίνης | Όπου η μέρα κι όπου η νύχτα μας

Κεφάλαιο 3 (5 Μαρτίου 1930)

Εκείνη τη νύχτα, στον Πειραιά, επί της οδού Μιαούλη, σημειώθηκαν κάποιες θορυβώδεις σκηνές, για τις οποίες σε καμιά περίπτωση δεν έμαθαν ποτέ οι αδελφοί Ρεντζαίοι. Όχι μόνο επειδή είναι εκτός του πλαισίου ενδιαφερόντων τους, αλλά επιπλέον επειδή δεν υπάρχει περίπτωση να πρόλαβε αυτή η μικρή είδηση να φτάσει στα αυτιά τους. Στο μηχανοκίνητο αρτοποιείο του Π. Αλεξόπουλου, ομάδα οχτώ εργατών, μένεα πνέουσα εναντίον του αρχιεργάτη Σ. Χατζηδημητρίου, απέργησε. Αμέσως, με τη συνδρομή άλλων πέντε εργατών, κατήρτισαν μια ομάδα δεκατριών ατόμων και εισέβαλαν στο αρτοποιείο με μαχαίρια, πιστόλια και ρόπαλα. Μόλις φτάσανε στο ζυμωτήριο, χτύπησαν με ρόπαλα στο κεφάλι τον κύριο Χατζηδημητρίου, τραυματίζοντάς τον. Ένας άλλος απεργός αποπειράθηκε να τον πυροβολήσει, αλλά αναχαιτίστηκε από κάποιον ψυχραιμότερο. Οι ταραχοποιοί εξαφανίστηκαν, ο τραυματίας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και η αστυνομία ενεργεί για τη σύλληψη των δραστών. Αυτά συνέβησαν στον Πειραιά.      

Την ίδια ώρα, στην Κέρκυρα, από την ώρα που ’φυγε ο παπάς ίσα με το πρωί, ούτε ο Γιάννης ούτε ο Θύμιος μπόρεσαν να ησυχάσουν, παρά βάδιζαν νευρικά στο κελί, μονάχος ο καθένας, και κάπνιζαν συνεχώς. Όσα τσιγάρα και αν άναψαν, τα πνευμόνια τους δεν έλεγαν να γεμίσουν. Σε λίγες ώρες θα πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος, και αν για κάτι δεν υπάρχει περίπτωση να μετανιώσουν είναι για την ολονύκτια κατάχρηση νικοτίνης. Δεν θα ξυπνήσουν με το βάρος του καπνού στα πνευμόνια, πα’ να πει μπορούν να καπνίζουν όσο τραβάει η όρεξή τους. Τις τελευταίες στιγμές του να τις περνάει κανείς μόνος σε ένα κελί, γνωρίζοντας ότι μένουν λίγες ώρες μέχρι να εκτελεστεί. Να η πιο οδυνηρή εμπειρία του κόσμου!

Κεφάλαιο 4 (Δεκέμβριος του 1917)

Εκεί στη Ήπειρο, λέει, έχουνε τους δικούς τους νόμους και το δικό τους σύστημα να τιμωρούν. Νόμους άγραφους, που διδάσκονται από πατέρα σε γιο. Έτσι λειτουργεί εκεί η δικαιοσύνη. Χωρίς δικαστές, χωρίς ρουσφέτια, χωρίς δάκρυα, χωρίς οίκτο. Αυτήν την παράδοση ακολουθήσανε ο Γιάννης με τον αδελφό μου.

Όταν ο Θύμιος τού είπε τα ονόματα των δολοφόνων του πατέρα τους, ο Γιάννης τον έπεισε να πάρουνε τα όπλα τους, να λιποτακτήσουνε, κι έτσι να φτάσουνε στο Ανώγι για να πάρουνε το αίμα τους πίσω.

Είναι νύχτα και το χιόνι φτάνει ως το γόνατο, όταν ξεκινάνε προς το άγνωστο. Η καρδιά τους χτυπάει δυνατά. Τα χέρια τους τρέμουν. Δεν είναι φόβος αλλά συγκίνηση. Θα πάνε πρώτα το αίμα τους να πάρουμε πίσω και μετά θα πάρουνε τα βουνά.

Ούτε ένα αστέρι δεν φωτίζει το δρόμο τους. Περπατάνε ώρες στο σκοτάδι και τα τσακάλια ουρλιάζουν από μακριά. Ανατριχίλα διαπερνάει τα κορμιά τους. Τα ξημερώματα βρίσκονται σε μια χαράδρα. Λοξοδρομούνε από εκεί στο Ανώγι, αποφεύγοντας προσεχτικά το δημόσιο δρόμο. Είναι πια λιποτάκτες και κινδυνεύουνε να συλληφθούν. Αυτή η πορεία είναι το πρώτο τους μάθημα.

Μόλις φτάσουν στο χωριό, ζητάνε να μάθουν πού μένουν ο Γιολδάσης, ο Μπέτσος και ο Καρατζάς. Δεν κρύβουνε από κανέναν το σκοπό τους. Οι συγχωριανοί τους, από φόβο, τους λένε⸱ αυτοί τραβάνε να τους βρούνε. Ο Γιολδάσης και ο Μπέτσος λείπουν. Όμως ο Καρατζάς στο δάσος κόβει ξύλα.

Τους βλέπει αγριεμένους να ορμάνε κατά πάνω του. Αρπάζει το ντουφέκι και τους ρίχνει δυο σφαίρες. Και οι δυο πάνε στα Τζουμέρκα. Του Γιάννη η σφαίρα τον βρίσκει στο στομάχι. Πάρτον ξάπλα. Λίγες στιγμές μόνο σπαράσσει στο χώμα. Μια ντουφεκιά τού μπουμπουνάει ο Θύμιος στο δόξα πατρί. Αυτό ήταν.  

«Να τον κάνουμε κομμάτια με το μαχαίρι και να δώσουμε στα σκυλιά τις σάρκες του!»

«Όχι, Θύμιο! Μια φορά κανείς πεθαίνει.»

«Τι θα γίνει τώρα;»

«Τώρα μόλις αρχίζουν όλα. Θα ξεπαστρέψουμε και τους άλλους δύο και μετά όπου η μέρα κι όπου η νύχτα μας!»

Αφού ο Καρατζάς είναι για τα καλά νεκρός, τραβάν αμέσως για το Ανώγι.

«Χτύπα την καμπάνα της εκκλησίας», λέει του Θύμιου.

«Τι θα κάνεις, τρελέ;»

«Χτύπα να μαζευτεί ο κόσμος και να μάθει ότι εμείς δεν παίζουμε και πως το αίμα μας το παίρνουμε πίσω.»

Ο Θύμιος τη χτυπάει με μανία. Κοντεύει να τη σπάσει. Ο κόσμος μαζεύεται στην πλατεία κι ο Γιάννης βγάζει το λόγο μου.

«Αυτοί που έσφαξαν τον πατέρα μας, έναν γέρο φτωχό με τόσα παιδιά, για εκατό μόνο λίβρες, δεν θα βρούνε έλεος από εμάς. Μας ρίξανε στη φτώχεια και την ορφάνια άδικα. Όχι λίγες φορές, κοντέψαμε να πεθάνουμε από την πείνα, γιατί δεν ήταν στη ζωή προστάτης μας.»

«Ποιοι είναι οι φονιάδες;» ρωτάει ένας χωριάτης μέσα από τον κόσμο.

«Ο Μπέτσος, ο Καρατζάς και ο Γιολδάσης», απαντάει ο Γιάννης δυνατά, να τ’ ακούσουν όλοι.

Και πολύ πιο δυνατά προσθέτει:

«Και οι τρεις θα περάσουν από τα ντουφέκια μας».

«Τρελέ!» ακούγεται μια φωνή.

«Άντε, βρε παλιόπαιδο», λέει κάποιος από το πλήθος, «που βαστούν εσένα τα κότσια σου να κάνεις τρία φονικά».

Κατιτίς μέσα του, πες το παρόρμηση, τον γαργαλάει να τραβήξει το ντουφέκι να ξεμπερδέψει με αυτούς που γελάνε. Επιλέγει τη διπλωματική οδό και τους ενημερώνει για τις τελευταίες εξελίξεις:

«Λοιπόν, λίγα μέτρα έξω από το Ανώγι, είναι σκοτωμένος ο πρώτος, ο Καρατζάς. Πηγαίνετε να τον δείτε».

Μερικοί από τους χωριανούς κάνουν λίγα βήματα πίσω φοβισμένοι, ενώ τρεις-τέσσερις συγγενείς του Καρατζά κάνουν πως αγριεύουν.

«Σήκω το ντουφέκι σου, Θύμιο!»

Ο Θύμιος σηκώνει το ντουφέκι του. Ρωτάει:

«Να ρίξω;»

«Όχι», του λέει ο Γιάννης. Στρέφεται προς τον κόσμο και φωνάζει πάλι:

«Πίσω, γιατί θα σας ξεμπερδέψουμε όλους!»

*

Εκείνη την εποχή, στο Ανώγι, έπρεπε να περάσει πολύς καιρός για να φανεί αντιπρόσωπος της εξουσίας. Μήνες ολόκληρους στο χωριό και δεν τους ενόχλησε κανείς. Το πρώτο διάστημα μάλιστα, οι συγχωριανοί τούς πλησίαζαν από φόβο και σύντομα άρχισαν να τους κάνουν τον φίλο. Οι δυνατοί του χωριού τούς συμβούλευαν ότι έπρεπε να βγούνε στο κλαρί. Τους έλεγαν ότι θα κάνουν χρυσές δουλειές. Έτσι είναι εκεί στην Ήπειρο, λέει. Μόλις κανείς παραστρατήσει και τον ζητάει η δικαιοσύνη, οι άλλοι τον σπρώχνουν να βγει ληστής, για να τον έχουν προστάτη και να τους κανονίζει τις διαφορές τους και τις δουλειές για τα λιβάδια τους και τα πρόβατά τους.

Αυτοί λοιπόν τους φούσκωσαν το κεφάλι να πάρουνε τα βουνά. Τους έδιναν χρήματα και τους βεβαίωναν ότι θα τους υποστήριζαν με όλη τους τη δύναμη. «Αν κάνετε λεφτά», τους εξηγούσαν, «από τις ληστείες, τότε τα καταφέρνουμε με κανέναν πολιτευόμενο και παίρνετε αμνηστία και ησυχάζετε. Ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι είσαστε που θα πάρετε χάρη».

Όσο και αν ήθελαν να ακολουθήσουν, αντί για τις παροτρύνσεις των χωριανών τους, τη συμβουλή της μάνας τους και να ησυχάσουν, είναι καμιά φορά που συμβαίνει αυτό με τα γεγονότα. Κάνουν του κεφαλιού τους και δεν αφήνουν χώρο για καθαρές αποφάσεις. Το γεγονός τώρα ήταν ότι τους ήρθε παραγγελία. Ο Μπέτσος και ο Γιολδάσης απειλούν να τους σκοτώσουν. «Αν έτσι είναι», είπαν, «τότε στάσου να δεις». Πήραν την απόφαση να βγούνε στο κλαρί και να τους ξεπαστρέψουνε χωρίς πολλές κουβέντες…

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Από την άλλη πλευρά του τουφεκιού | Σε ένα κόκκινο σούρουπο ξεκίνησε η ληστρική τους ζωή που σε μια μαύρη αυγή θα τελειώσει)

Καμία δημοσίευση για προβολή