Η ληστεία της Πέτρας Ι

Επί σκοπόν! | Η πρώτη σταγόνα αίματος

Κεφάλαιο 1 (5 Μαρτίου 1930)

Στις 7.30 το πρωί, βγαίνουν από τα κελιά τους δεμένοι με χειροπέδες. Συνοδεύονται από ισχυρές δυνάμεις δεσμοφυλάκων κι από στρατιωτικό απόσπασμα. Τους τοποθετούν στο ορισμένο για αυτή τη δουλειά σημείο και τους προτείνουν να τους δέσουν τα μάτια. Αρνούνται. Ο εισαγγελέας διατάσσει τον γραμματέα να διαβάσει την απόφαση. Το εκτελεστικό απόσπασμα παρουσιάζει τα όπλα. Ο εισαγγελέας τούς πλησιάζει.

«Έχετε κάτι να πείτε;»

«Σαν τι τάχα;» τον ρωτάει ο Θύμιος.

«Τις τελευταίες σας επιθυμίες.»

«Τίποτα», του απαντάνε και οι δύο.

Ο Θύμιος προσθέτει:

«Πολλά κάναμε στη ζωή μας και δικαίως μας τουφεκίζουν».

Ο επικεφαλής του αποσπάσματος διατάσσει «επί σκοπόν». Τα δυο αδέλφια βλέπουν να τους σημαδεύουν από τριάντα τουφέκια τον καθένα. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ασφαλής πρόβλεψη για αυτό που θα επακολουθήσει. Αυτό που πρόκειται να συμβεί είναι αναπόφευκτο όσο και ο θάνατος. Σε μερικά δευτερόλεπτα θα ακουστεί η ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση των εξήντα τουφεκιών. Δεν υπάρχει καμιά γαλήνη σε αυτές τις στιγμές. Πώς μπορεί να γαληνεύει κανείς όταν είναι αντιμέτωπος με την πιο φρικαλέα εκδοχή του αναπόδραστου; Ίσως να μην προλάβουν να ακούσουν τίποτα. Αν είχαν δεχτεί να τους δέσουν τα μάτια, ούτε που θα έβλεπαν επίσης. Δεν θα καταλάβαιναν τίποτα. Δεν θα καταλάβαιναν πως έφυγαν. Να μια σωστή επιλογή.

Κεφάλαιο 2 (1909 με 1917)

Όταν μια σταγόνα αίματος χυθεί, καμιά φορά, μπορεί να γίνει ολόκληρο κόκκινο ποτάμι. Είναι γνωστά αυτά. Το ένα έγκλημα φέρνει το άλλο. Ο φυγόδικος θέλει να ζήσει. Δουλειά δεν μπορεί να βρει. Για να ζήσει, πρέπει να ληστέψει. Για να μην συλληφθεί, πρέπει καμιά φορά να σκοτώσει. Δεν είναι φαύλος κύκλος. Είναι ένα σπιράλ που όσο απλώνεται εξαντλεί τα αποθέματα τύχης του παράνομου.

Είναι αλήθεια πως την πρώτη σταγόνα αίματος δεν την έχυσαν αυτοί. Η πρώτη σταγόνα αίματος ήταν του πατέρα τους, κάποια χρόνια πριν. Μια μέρα τον περίμεναν σπίτι⸱ δυο μέρες, τρεις μέρες, πέντε μέρες. Κατέβηκαν στη Φιλιππιάδα να καταγγείλουνε το χαμό του. Κανένας δεν μπόρεσε να τον βρει. Πέρασαν δυο βδομάδες που η τουρκική χωροφυλακή ερευνούσε την υπόθεση χωρίς αποτέλεσμα. Είκοσι μέρες μετά, έρχεται ένας χωριανός τους.

«Είδα τον πατέρα σας κρεμασμένο σε μια σπηλιά κοντά στον Λούρο», τους λέει.

Πάρτην κάτω λιπόθυμη τη μάνα τους και οι αδελφές τους να βάζουν τις φωνές. Το αίμα του Γιάννη ανάβει, σφίγγει το μαχαίρι του στο σελάχι και ορκίζεται εκδίκηση.

«Τι να κάνουμε;» ρωτάει ο Θύμιος βουρκωμένος, δώδεκα χρονών ακόμα.

«Σώπα συ. Θα έρθει η ώρα σου να μάθεις τη δουλειά σου.»             

Κόκαλα και ξεσκισμένες σάρκες είναι ό,τι αντικρίζουν τα δυο παιδιά μόλις φτάνουν στη σπηλιά. Επί τρεις βδομάδες, τα σκυλιά και τα όρνια κατασπάραζαν το κρεμασμένο κορμί του πατέρα τους. Βάζουν τη σορό του σε ένα σακί και τη μεταφέρουν μέχρι το Ανώγι, να γίνει η κηδεία.

Τότε στα πράγματα ήταν οι Τούρκοι. Ήταν αδύνατον να κάνουν έρευνες σ’ ένα χωριό Ρωμιών, ριγμένο σ’ ένα πέτρινο έδαφος κάπου στο πουθενά. Το μόνο σίγουρο είναι πως του είχαν δώσει δέκα μαχαιριές για να του πάρουν εκατό λίβρες από μερικά πρόβατα που είχε πουλήσει. Το πάθος της εκδίκησης για τα δυο αδέλφια με τα χρόνια φτάνει σε σημείο βρασμού. Μαχαίρι για μαχαίρι, σφαίρα για σφαίρα, δόντι για δόντι.

*

Ακόμα δεν είχε κλείσει τα δεκαοχτώ ο Γιάννης Ρέντζος, όταν απελευθερώθηκε η Ήπειρος από τους Τούρκους και τον πήραν στρατιώτη. Σε λίγο καιρό πήγε και ο Θύμιος και τους έστειλαν να υπηρετήσουν στο λόχο της Ερσέκας κοντά στη Βόρειο Ήπειρο. Στους τρεις μήνες έρχεται γράμμα. Η μάνα τους είναι άρρωστη. Ζητάνε άδεια να πάνε κάτω στο Ανώγι και οι δυο τους, αλλά δίνουν μόνο του Θύμιου. Δυο βδομάδες μετά, επιστρέφει εξαγριωμένος.

«Τι έχεις, μωρέ Θύμιο;» τον ρωτάει ο Γιάννης.

«Τον έμαθα! Τον έμαθα!» του λέει αμέσως.

«Ποιον έμαθες;»

«Τον φονιά! Τον πατέρα μας τον έχουν σκοτώσει ο Βασίλης ο Καρατζάς, ο Κώστας ο Μπέτσος και ο Βασίλης ο Γιολδάσης. Πήγα ένα βράδυ στο καφενεδάκι του Ανωγιού να συναντήσω έναν κολίγο για να συνεννοηθώ για τα πρόβατα και κάθισα στο ακρινό τραπέζι. Μπήκε μια παρέα επτά-οκτώ Ανωγίτες. Ανάμεσά τους ο Μπέτσος, ο Καρατζάς και ο Γιολδάσης. Έπιναν πολύ κρασί διαρκώς, κερνούσαν ο ένας τον άλλον. Σε λίγο μέθυσαν. Άρχισαν να σπάζουν τα ποτήρια. Σε μια στιγμή, ο κάπελας θύμωσε.

«Πάψτε να σπάζετε», τους λέει.

Ο Μπέτσος θυμώνει κι αυτός.

«Σε μένα το λες; Πρόσεξε, γιατί θα σε κάνω κομμάτια.»

Ο κάπελας σφίγγει τις γροθιές του.

Ο Μπέτσος σηκώνεται όρθιος, αρπάζει μια μπουκάλα και την τινάζει κατάμουτρα στον κάπελα. Τον βρίσκει στο κούτελο και τον ρίχνει κάτω λιπόθυμο. Ο Μπέτσος γελάει και λέει:

«Θα στον κάνω σαν τον Ρέντζο».

Μπαίνει στη μέση ο Καρατζάς.

«Σώπα εσύ», του λέει. «Είμαι εγώ εδώ. Αν δεν ήμουν μαζί σου, ποτέ δεν θα αποφάσιζες να τον σφάξεις μόνος σου».

Ο Γιολδάσης, που ήταν περισσότερο στουπί από το μεθύσι, τους απαντάει:

«Πάψτε, μας ακούει και ο κόσμος. Εγώ του έστριψα το λαρύγγι. Εγώ! Εγώ! Εσείς βαρέσατε μόνο μαχαιριές».

Αυτά άκουσε ο Θύμιος και από τότε δεν κρατιόταν άλλο. Έπρεπε πια να λείψουν αυτοί οι άνθρωποι από τη μέση και σχεδιάσανε αμέσως πώς θα τους ξεπαστρέψουνε και τους τρεις.

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Ολονύχτια κατάχρηση νικοτίνης | Όπου η μέρα κι όπου η νύχτα μας)

Καμία δημοσίευση για προβολή