Η τρύπα του Χοσέ Ρεβουέλτας

Από τις φυλακές Κορυδαλλού στην τρύπα του Χοσέ Ρεβουέλτας

Η τρύπα του Χοσέ Ρεβουέλτας

Από τις φυλακές Μαύρο Παλάτι μέχρι τις φυλακές Κορυδαλλού

Από τις φυλακές Μαύρο Παλάτι στο Μέξικο Σίτι την δεκαετία του 1960 μέχρι τις φυλακές Κορυδαλλού την δεκαετία του 2020 υπάρχει κάτι τρομακτικά κοινό. Αυτό το κοινό που προκαλεί η ιδρυματική ζωή, η φτώχεια, η πρέζα και ο συνδυασμός τους. Η ζωή των απόκληρων, του λούμπεν προλεταριάτου, των κρατουμένων.

Υπάρχει μια ολόκληρη τάξη ανθρώπων, που λόγω φτώχειας, είναι μοιραίο να περνάνε μεγάλα κομμάτια της ζωής του σε φυλακές. Με έναν τρόπο τα μέλη της είναι εξοικειωμένα μαζί της. Τα ήθη της, οι κανόνες της και η καθημερινότητα της καθορίζονται από τους κανόνες και τις συνέπειες και τις ανάγκες και τα προβλήματα της ζωής στη φυλακή. Οι τρόποι της μεταφέρονται από αυτήν και το αντίστροφο. Καθορίζουν με την σειρά τους τον άτυπο κώδικα των κρατουμένων, τους τρόπους παράκαμψης των κανόνων ή τους τρόπους αντίστασης. Ακόμα και τον τρόπο απόδρασης από αυτήν την ζωή που δεν είναι άλλος από την πρέζα. Την πώληση ή την κατανάλωση της.

Μια μιαρή κάστα που συνθέτει έναν πολιτισμό διαχρονικό και διασυνοριακό. Έναν άγνωστο πολιτισμό που άλλες φορές αναπτύσσεται μέσα σε φυλακές και σε κρατικά ψυχιατρεία. Άλλες φορές -όχι σπάνια- αναπτύσσεται στις καρδιές των μητροπόλεων. Ωστόσο παραμένει ανεξερεύνητος και γνωστός μόνο μέσα από τα αστυνομικά δελτία, τις μεσοαστικές ευαισθησίες ή τις παντιακές φαμφάρες.

Η μυρωδιά της φυλακής

Σε όλες τις χώρες και σε όλες τις δεκαετίες έχει πολλά κοινά αυτός ο πολιτισμός μα πάνω όλα κοινή έχει την μυρωδιά. Εκείνη εκεί η κοινή μυρωδιά της πτέρυγας ανάμεσα σε άψυχους τοίχους, συνδυασμένη με την μυρωδιά στοιβαγμένων ανθρώπων. Η μυρωδιά που βγαίνει από τις πόρτες των κελιών μόλις ανοίγουν το πρωί. Όταν τέσσερις κρατούμενοι έχουν κλειστεί σε οκτώ τετραγωνικά μέτρα για δώδεκα ώρες. Και έχουν καπνίσει και έχουν κλάσει και έχουν κοιμηθεί και έχουν δει εφιάλτες. Η μυρωδιά των νυχτερινών χνώτων τους σε συνδυασμό με μια ανεπαίσθητη δόση σκατίλας. Η μυρωδιά του συσσιτίου λίγη ώρα αργότερα είτε φακές είτε κοτόπουλο σχεδόν η ίδια. Η μυρωδιά της χλωρίνης και η μυρωδιά του πρεζάκια σαν πολυκαιρισμένο σανίδι.

Η μυρωδιά του πρεζάκια

Η μυρωδιά του πρεζάκια και η σχεδόν τυποποιημένη συμπεριφορά του στην οποία είναι δεσμευμένος το ίδιο απόλυτα με την εξάρτυση του. Υπάρχει μια βαθιά απαξίωση για τον πρεζάκια στη φυλακή που δεν είναι όμως της ίδια ποιότητας με την απαξίωση του εκτός αυτής. Γιατί η μοίρα αυτή μπορεί να είναι του καθενός εκεί μέσα. Όχι απλώς μια χαριτωμένη ταινία του δεκαπενταύγουστου για τον συμπαθή Τσίου στην καλύτερη περίπτωση και μια οικογενειακή κακουχία για την οποία ψιθυρίζει η γειτονιά στη χειρότερη. Η απαξίωση εκείνη που λειτουργεί ως φόβητρο για τους υπόλοιπους. Εκείνη που ο πρεζάκιας είναι απλά το σκιάχτρο που κρατάει τους υπόλοιπους μακριά από το τελευταίο στάδιο της συντριβής.

«Έπεσα στην πρέζα» λένε οι πρεζάκηδες όπως «έπεσα φυλακή» λένε οι κρατούμενοι. Μια απαξίωση που συνοδεύεται από μια αντίστοιχα βαθιά κατανόηση. Δεν λέει κανένας τους την λέξη «τοξικομανής» για να περιγράψει στα σοβαρά την κατάσταση του. Αυτός ο αυτοχαρακτηρισμός χρησιμοποιείται μονάχα ενώπιον κάποιας αρχής. Αστυνομικής, Σωφρονιστικής, Δικαστικής. Αυτής της τριμερούς διάκρισης των εξουσιών που γνωρίζουν στην πραγματικότητα οι κρατούμενοι.

Ο πρεζάκιας επίσης όσο απαξιωμένος κι αν είναι, είναι συγχρόνως το ίδιο απαραίτητος σε όλο το εύρος της ιδρυματικής εξουσίας. Είναι απαραίτητος στην Υπηρεσία για να ρουφιανέψει ευάλωτος καθώς είναι. Είναι και απαραίτητος στην εσωτερική ιεραρχία των κρατουμένων ως πελάτης. Η πρέζα και η διακίνηση της είναι η κινητήριος δύναμη της κοινωνικής δυναμικής της φυλακής. Είναι διαπραγματευτικό χαρτί μεταξύ της θεσμικής εξουσίας της σωφρονιστικής υπηρεσίας και της άτυπης εξουσίας των κρατουμένων που ελέγχουν τις πτέρυγες. Γύρω από την διακίνηση και την κατανάλωση της δομούνται όλες οι βασικές σχέσεις των κρατουμένων. Με βάση αυτές αναπτύσσεται η ευρηματικότητα τους.

Αν η πρέζα είχε πρεσβεία στην Ελλάδα αυτή θα ιδρύονταν στις φυλακές Κορυδαλλού. Εκεί οι έρευνες γίνονται από την σωφρονιστική υπηρεσία μονάχα για να διεκδικήσει το μονοπώλιο της εισαγωγής της. Η μεγαλύτερη ποσότητα μπαίνει από την ίδια την σωφρονιστική υπηρεσία διεκδικώντας εκτός από έναν αποτελεσματικό τρόπο έλεγχου του πληθυσμού και ένα έξτρα εισόδημα για τα μέλη της. Κάποιες μικρότερες ποσότητες βρίσκουν δίοδο από κρατούμενους και επισκέπτες που καταφέρνουν να παρακάμψουν τον σχετικό έλεγχο χρησιμοποιώντας της ευρηματικότητα τους, την διαπραγματευτική τους ισχύ απέναντι στην σωφρονιστική εξουσία ή απλά προκαταβάλλοντας ένα ποσοστό από τα προβλεπόμενα κέρδη με την μορφή λαδώματος.

Η τρύπα του Χοσέ Ρεβουέλτας

Έχουν γίνει εξεγέρσεις κρατουμένων για την πρέζα. Περισσότερες από τις μισές καταγεγραμμένες εξεγέρσεις στις ελληνικές φυλακές έχουν αυτήν την αιτία. Την απροειδοποίητη έρευνα στα κελιά-καβάτζες, συνήθως τα κελιά κρατούμενων που χρωστάνε χρήματα από την αγορά της και αναγκάζονται να πάρουν αυτό το ρίσκο για να ξεχρεώσουν. Αυτή η αυτοτροφοδοτούμενη παράνοια είναι η οικονομία και κοινωνιολογία της πρέζας. Αυτή η αυτοτροφοδοτούμενη παράνοια είναι η οικονομία και κοινωνιολογία της φυλακής. Ένα στιγμιότυπο αυτής της διασυνοριακής και διαχρονικής παράνοιας που συνέβη στις φυλακές Μαύρο Παλάτι του Μέξικο Σίτι στα τέλη της δεκαετίας του 1960, περιγράφει ο Χοσέ Ρεβουέλτας.

Η τρύπα του Χοσέ Ρεβουέλτας
στο βιβλιοκαφέ red n’ noir (Δροσοπούλου 52, Κυψέλη) και στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο.

Στο βιβλιοκαφέ red n’ noir (Δροσοπούλου 52, Κυψέλη)

Η Τρύπα του Χοσέ Ρεβουέλτας εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2019 από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Κατά την γνώμη μου ο τίτλος θα έπρεπε να μεταφραστεί ως «Κιούπι». Έτσι αποκαλείται από τους κρατούμενους το πειθαρχικό κελί στις ελληνικές φυλακές σύμφωνα και με το σχετικό λεξικό που υπάρχει στο βιβλίο μου «32 Βήματα». Σε κάθε περίπτωση μπορείτε να το βρείτε στο βιβλιοκαφέ red n’ noir (Δροσοπούλου 52, Κυψέλη) και στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο.

Καμία δημοσίευση για προβολή