Η πρώτη ληστεία Τράπεζας στην Αθήνα έγινε το 1929

Με όπλο του το πιπέρι, ο άγνωστος στρατιώτης απέσπασε 343.000 δραχμές. Ποιος ο ρόλος του ταμία. Οι υπόνοιες ότι η δουλειά έγινε από μέσα.

Ο ταμίας κύριος Σαραβάνος είναι τίμιος και κουτός

«Ο ταμίας μου δεν είχε δώσει αφορμή να τον υποπτεύομαι. Τον θεωρούσα και εξακολουθώ να τον θεωρώ τίμιο άνθρωπο. Πολλές φορές του εμπιστεύτηκα μεγάλα χρηματικά ποσά και τα διαχειρίστηκε καλά και τίμια. Δεν φαντάζομαι να καταχραστεί το ποσό το οποίο λέει πως του πήρε ο στρατιώτης. Εάν το έκανε θα το έκανε μετά από υπόδειξη άλλου, διότι αυτός είναι πολύ κουτός», εξηγεί στους δημοσιογράφους ο διευθυντής της Κεντρικής Τράπεζας κύριος Μουστάκας.

«Δεν αποκλείεται λοιπόν ότι η ληστεία μπορεί να είναι εικονική;»

«Ξέρω κι εγώ; Όλα γίνονται σε αυτό τον κόσμο»

«Δεν είχε φανεί ποτέ ελλειμματίας ως ταμίας;»

«Όχι σοβαρά πράγματα. Μόνο προ ημερών του βρήκαμε ένα έλλειμμα από 2-3 χιλιάδες, που θα προέρχονταν μάλλον από λάθη. Για αυτό και του τα χαρίσαμε.»

«Κι εγώ τον θεωρούσα και τον θεωρώ τίμιο άνθρωπο τον Σαραβάνο. Είναι όμως και πολύ κουτός και φοβάμαι μήπως τον εξώθησε κανένας επιτήδειος σε μια τέτοια δουλειά. Αν έχει κάνει τίποτα αυτός, είμαι σίγουρος ότι θα το ομολογήσει μέχρι αύριο γιατί είναι πολύ ηλίθιος. Πάντως δεν μας τα λέει καλά τα πράγματα», σχολιάζει ο κύριος Καρυστινάκης και προσθέτει: «Εμείς πάντα υπολογίζουμε το μασκαριλίκι που έγινε σε βάρος της τράπεζας μας και όχι τις 343 χιλιάδες δραχμές που χάσαμε. Είναι τώρα να ακουστεί ότι ο ταμίας μας μέτρησε τα χρήματα με ανοιχτές τις πόρτες και ότι ένας τυχαίος άνθρωπος κατόρθωσε να γίνει κύριος εδώ μέσα με τόση ευκολία;»

Την τράπεζα αυτή την έχουν ιδρύσει ο κύριος Μουστάκας και ο κύριος Καρυστινάκης, οι οποίοι συνεργάζονται επί πολλά χρόνια. Πριν την ίδρυση της τράπεζας, διατηρούσαν τραπεζικό και χρηματιστηριακό γραφείο. Ο κύριος Μουστάκας κατάγεται από την Άνδρο. Από το ίδιο νησί κατάγεται και ο 52χρονος ταμίας Σαραβάνος, ο οποίος φαίνεται πως έπεσε θύμα ληστείας. Ο Σαραβάνος υπηρετεί πλησίον του συντοπίτη του επί τρεις δεκαετίες. Έχει τρία αγόρια που έχει βαφτίσει ο κύριος Μουστάκας, ο οποίος ιδιαιτέρως τον αγαπά και τον προστατεύει. Από την τράπεζα ο ταμίας Σαραβάνος λαμβάνει μηνιαίο μισθό 5 χιλιάδες δραχμές, εκτός των τυχερών.   

Ο ταμίας κύριος Σαραβάνος ανακρίνεται

Ο κύριος Σαραβάνος υπεβλήθη μετά τα συμβάντα σε εξέταση από τον αστυνόμο του Β’ Τμήματος Ασφαλείας Υπομοίραρχο Καλαπόδη, στον οποίον εξέθεσε τις συνθήκες υπό τις οποίες ληστεύτηκε.

Όλα συνέβησαν στις 8 Ιανουαρίου 1929, περί τη 1:30 μετά την μεσημβρία, οπότε είχε τελειώσει η εργασία των υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδας επί της οδού Αριστείδου. Είχαν αναχωρήσει όλοι οι υπάλληλοι πλην του ίδιου, καθώς τακτοποιούσε το ταμείο του και ετοιμαζόταν και ο ίδιος να απέλθει.

Τη στιγμή εκείνη, από τη μισάνοιχτη θύρα της τράπεζας επί της οδού Αριστείδου, εισήλθε ένας νέος μελαμψός μετρίου αναστήματος μάλλον ισχνός με στρατιωτική ενδυμασία, ο οποίος κρατούσε στο χέρι του ένα χαρτονόμισμα των 500 δραχμών και πλησίασε την θυρίδα του ταμείου, όπου παρακάλεσε τον κύριο Σαραβάνο να του το εξαργυρώσει. Ο κύριος Σαραβάνος προθυμοποιήθηκε και εστράφη προς το χρηματοκιβώτιο που βρίσκεται απέναντι από τη θυρίδα, στρέφοντας τα νώτα του προς τον άγνωστο.

Κι αν δει κατά πρόσωπο τον δράστη θα του είναι δύσκολο να τον αναγνωρίσε,ι διότι δεν τον είδε καλά. Μόνο θυμάται ότι είναι ηλικίας 25-30 ετών, μετρίου αναστήματος και μάλλον ισχνός.

Καθώς ασχολούνταν με την αναζήτηση μικρότερων χαρτονομισμάτων για την αλλαγή του 500δραχμου, ο άγνωστος έσπευσε και εισήλθε εντός του διαμερίσματος του ταμείου από τη δεξιά θύρα, όπου γίνονται οι πληρωμές και με μια αστραπιαία κίνηση εξήγαγε από την τσέπη του τζάκετ μια χούφτα πιπέρι το οποίο έριξε στα μάτια του ταμία.

Ενώπιον της απροσδόκητης επίθεσης, ο κ. Σαραβάνος άρχισε να κραυγάζει και να καλεί σε βοήθεια, ενώ συγχρόνως υπέφερε από τους φριχτούς πόνους των οφθαλμών του.

Ο άγνωστος άρπαξε εντωμεταξύ διάφορες δέσμες χαρτονομισμάτων από το χρηματοκιβώτιο και πριν γίνει αντιληπτή η ληστεία έφυγε από την τράπεζα ανενόχλητος.

Πρόσθεσε ότι από κάποιο θόρυβο, τον οποίο άκουσε προτού εισέλθει ο άγνωστος στην τράπεζα, έχει την αντίληψη ότι τη στιγμή εκείνη σταμάτησε έξω από το κατάστημα ένα αυτοκίνητο, από το οποίο πιθανόν κατέβηκε ο δράστης. Επίσης πρόσθεσε ότι την ώρα εκείνη διήρχετο το τραμ δια της οδού Αριστείδου και ότι ο κρότος αυτού πιθανόν εμπόδισε τη φωνή του να ακουστεί από τους διαβάτες της οδού Αριστείδου μετά την ληστεία. Διότι, τονίζει, μόλις ο στρατιώτης έριξε το πιπέρι άρχισε, να φωνάζει σε βοήθεια, και εν τέλει αναγκάστηκε να βγει στην πόρτα για να ακουστεί επειδή δεν έβλεπε κανέναν να πλησιάζει.

Οι πρώτοι προστρέξαντες διαβάτες της οδού Αριστείδου εισήλθαν μαζί με τα αστυνομικά όργανα στο Κατάστημα της Κεντρικής Τράπεζας. Είδαν ότι πράγματι είχε ριφθεί στα μάτια του πιπέρι, υπολείμματα του οποίου υπήρχαν και πάνω στο τραπεζάκι του ταμείου του. Αφού τους αφηγήθηκε τα διατρέξαντα, οδηγήθηκε στο επί της οδού Αιόλου φαρμακείο Σαντράλ όπου του καθαρίστηκε το μάτι από το πιπέρι το οποίο εκτός ενός ερεθισμού ουδεμία βλάβη είχε.

Πρόκειται περί σκηνοθεσίας;    

Ατυχώς δια τον κύριο Σαραβάνο, κανένας μάρτυρας δεν βρέθηκε ο οποίος είδε εισερχόμενο ή διερχόμενο από την τράπεζα τον στρατιώτη ή άλλο ύποπτο πρόσωπο. Δια τούτο μένουν στους ενεργούντες τας ανακρίσεις φοβερές αμφιβολίες, μήπως πρόκειται περί σκηνοθετημένης πράξης. Πρώτος έριξε την ιδέα ο υποδιευθυντής Καρυστινάκης, ο οποίος εξετασθείς κατέκρινε τον κύριο Σαραβανο και τον βρήκε εντελώς αδικαιολόγητο. Εφόσον δεν είχε μεγάλη κίνηση χθες η τράπεζα, ουδόλως δικαιολογεί ο Καρυστινάκης μεσημβρινή καταμέτρηση του ταμείου εκ μέρους του Σαραβάνου, αφού τα χρήματα τα οποία βρίσκονταν στο ταμείο τα είχε παραλάβει ο ίδιος μόλις το πρωί της ίδιας μέρας και επρόκειτο να του τα επιστρέψει κατά τα ειωθότα, το βράδυ της ίδιας ημέρας, δηλαδή χθες το απόγευμα.

Ακατανόητο και δυσεξήγητο είναι το γεγονός ότι ο κύριος Σαραβάνος, αν και τίποτα σοβαρό δεν έπαθε από το πιπέρι, δεν αντιστάθηκε στην αρπαγή των 343.000 και ούτε τον καταδίωξε κατόπιν το φεύγοντας δράστη, όπου ασφαλώς θα τον έβλεπαν οι διαβάτες στην Σταδίου. Ο κύριος Καρυστινάκης βρίσκει ύποπτο και το γεγονός ότι ο κύριος Σαραβάνος είχε εκτεθειμένα πάνω στο τραπέζι τα νομίσματα των πέντε χιλιάδων δραχμών, τα οποία και μόνο αφαίρεσε ο δράστης, ως επίσης και το ότι δεν αφαιρέθηκαν άλλα χαρτονομίσματα μολονότι αυτό ήταν πολύ εύκολο δεδομένου ότι το χρηματοκιβώτιο ήταν ανοιχτό και μπροστά στα μάτια του στρατιώτη. Όλα αυτά συνδυαζόμενα και με το τυχαίο ίσως περιστατικό ότι ούτε η καθαρίστρια της τράπεζας βρέθηκε την ορισμένη ώρα στη  θέση της (κατ εξαίρεση χθες μετέβη στην 13:30 ενώ είναι υποχρεωμένη να προσέρχεται την 13:00 έχουν  ενισχύσει αρκετά την ατμόσφαιρα αμφιβολίας.

Ο ταμίας κύριος Σαραβάνος ομολογεί

Μέχρι το ξημέρωμα ο Σαραβάνος έχει χάσει το ηθικό του, αφού συναισθάνεται τη γενική κατακραυγή που υπάρχει εναντίον του. Στις τρεις τα μεσάνυχτα, ένας αξιωματικός της καταδίωξης του λέει:

«Την έχασες, Σαραβάνε, την υπόθεση. Θεοί και δαίμονες σε αποκαλύπτουν ένοχο»

«Αυτό βλέπω κι εγώ», του απάντησε ο Σαραβάνος.

Την ίδια ώρα, έχει μεταβεί, στο τμήμα για να δει τον Σαραβάνο και ο διευθυντής της τράπεζας κύριος Μουστάκας, ο οποίος εκ των προτέρων είναι βέβαιος ότι μόλις τον έβλεπε ο ταμίας θα ομολογούσε πλήρως την πράξη του. Στην αρχή ο Σαραβάνος αρνήθηκε ότι είναι ένοχος.

«Άκουσε εδώ, Μήτσο» του λέει ο Μουστάκας. «Μην επιχειρείς να κρυφτείς. Όλοι ξέρουμε ότι την σκάρωσες εσύ αυτή τη δουλειά. Πες την αλήθεια αν θες να σου φερθούμε κι εμείς με επιείκεια.»

Ο Σαραβάνος έκανε μερικές βόλτες, πρόφερε άναρθρες λέξεις και τέλος είπε:

«Μάλιστα εγώ το έκανα, σας το ομολογώ. Είχα ένα έλλειμμα και θέλησα με αυτό τον τρόπο να το δικαιολογήσω.»

Εν συνεχεία ο Σαραβάνος προέβη στις παρακάτω αποκαλύψεις, υποδεικνύοντας συγχρόνως και τους συνενόχους του.    

Οι αποκαλύψεις

«Το πρώτο έλλειμμά μου το σημείωσα παίζοντας στο χρηματιστήριο τον Μάιο του παρελθόντος έτους. Ήταν 82 χιλιάδες δραχμές, κάτι που γνώριζαν οι τότε και κατόπιν βοηθοί μου Δ. Μουστάκας και Γιάννακας, αμφότεροι υπάλληλοι της τράπεζας. Σε συνεννόηση με αυτούς, δικαιολογούσα κάθε μέρα στους προϊστάμενούς μου το ποσό αυτό, λέγοντας ότι το είχα σε χρεόγραφα εξαγοράζοντας την σιωπή τους με χρήματα. Ο πρώτος είναι ο ανιψιός του διευθυντή κύριου Μουστάκα και είχε κατά καιρούς πάρει 6 χιλιάδες δραχμές και ο δεύτερος 2 χιλιάδες. Τον προηγούμενο Σεπτέμβριο το παθητικό μου ανήλθε σε 150 χιλιάδες δραχμές και τον Δεκέμβριο σε 245. Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων πήγα στην τράπεζα παρότι κλειστή και καταμέτρησα τις ζημιές από το χρηματιστήριο.

Από εκείνη τη μέρα, άρχισα να σκέπτομαι πώς θα συγκαλύψω το έλλειμμα αυτό. Οι πρώην βοηθοί μου, ο Μουστάκας και ο Γιάννακας (ο πρώτος είχε πλέον τοποθετηθεί ως ταμίας σε υποκατάστημα του Πειραιά και ο δεύτερος σε άλλη εργασία στην ίδια τράπεζα) έλαβαν γνώση των σχεδίων μου, τους οποίους και συμβουλεύτηκα επί των πρακτικών ζητημάτων. Επιπλέον ανακοίνωσα τις σκέψεις μου και στον φίλο και κουμπάρο μου Ν. Σ. Βουραζέρη, υπάλληλο της εφορίας, ο οποίος με συμβούλεψε να κάνω την εικονική ληστεία προς συγκάλυψη των καταχρήσεών μου.

Την απόφαση την πήρα τέσσερις μέρες πριν και από τότε έμενα κάθε μεσημέρι στο γραφείο μου, καραδοκώντας για την κατάλληλη ευκαιρία.

Εκείνη τη μέρα, ο κουμπάρος μου Βουραζέρης σε συνεννόηση με μένα μπήκε στο γραφείο, του παρέδωσα ένα πακέτο με χρήματα το οποίο με την σειρά του παρέδωσε στην γυναίκα μου και λίγα λεπτά αργότερα άρχισα να φωνάζω «βοήθεια, βοήθεια με έκλεψαν».

Διαβάστε από τις εκδόσεις red n’ noir:

Καμία δημοσίευση για προβολή