Η Μαφία των Ταξί

Κατά τύχη ρεπορτάζ στις κακόφημες πιάτσες | Ένας επαγγελματίας του κλάδου εξηγεί

μαφία ταξί

Περιπέτεια στην Ασωμάτων

Όλος ο Οκτώβρης του 2022 ήταν σαν άνοιξη, όπως και ο Σεπτέμβρης που θύμιζε καλοκαίρι. Μονάχα εκείνο το βράδυ της Παρασκευής είχε βρέξει. Όχι κάποιον κατακλυσμό∙ μερικές πρόσκαιρες ψιχάλες, όμως, ήταν αρκετές για να με αναγκάσουν να πάρω ταξί, επιστρέφοντας από μια δουλειά στο Θησείο.

Ανηφόρισα τον πεζόδρομο της Ερμού, με σκοπό να πάρω ταξί από την πιάτσα απέναντι από τον σταθμό του Ηλεκτρικού. Δυο κρεμανταλάδες στέκονταν δίπλα στα σταθμευμένα στην πιάτσα τους, πίνοντας καφέ σε πλαστικό και χαζολογώντας με τον πιο κλισέ για το επάγγελμά τους τρόπο. Δεν πρόλαβα ούτε να απλώσω το χέρι μου στο χερούλι της πόρτας του πρώτου στη σειρά. Με μια αποχρώσα ένδειξη ενόχλησης στη φωνή και ένα-δυο ζευγάρια βλέμματα βαθιάς απαξίωσης προς το πρόσωπό μου, που είχα το θράσος να τους διακόψω τη συζήτηση για κάτι τόσο ανίερο, ταπεινό και προσβλητικό όπως η αναζήτηση μίσθωσης των υπηρεσιών τους, με ενημέρωσαν ότι αυτοί είναι δεσμευμένοι από ραντεβού με πελάτη και θα πρέπει να μπω στο τρίτο –και τελευταίο στη σειρά– ταξί της πιάτσας.

Ακολουθώντας τις οδηγίες τους, μπήκα μέσα και ενημέρωσα ευγενικά τον σοφέρ για τον προορισμό μου.

«Προς Κυψέλη πάμε».

Συνηθίζω να λέω πρώτα τη γενική κατεύθυνση και έπειτα να δίνω συγκεκριμένα το σημείο όπου επιθυμώ να αποβιβαστώ. Δεν ξέρω αν είναι κάποιο κουσούρι που μου άφησε το παρελθόν για να αποφεύγω να δίνω περιττές πληροφορίες, οι οποίες μπορεί να αξιοποιηθούν εναντίον μου, ή αν είναι ένα παιχνίδι του μυαλού μου, που με βοηθάει να γλιτώνω χρόνο όσο με καθησυχάζω για τον πραγματικό μου προορισμό. Καμιά φορά ξεχνιέμαι και δεν ενημερώνω για την οδό, μέχρι να μου ζητηθεί πιο επιτακτικά.

Αυτή την φορά, ο καχεκτικός, ασπρομάλλης –σε ηλικία σύνταξης– οδηγός δεν ζήτησε να μάθει το ακριβές σημείο της αποβίβασής μου. Ίσως λίγο φοβισμένος (ή ίσως και να ήταν η ανατομία του σώματός του που έδινε αυτή την αίσθηση, καθώς το κεφάλι του είχε την τάση να κρύβεται ανάμεσα στους ώμους εξαφανίζοντας τον σβέρκο του, σαν τρομαγμένη χελώνα), μου σύστησε:

«Στο πρώτο πήγαινε».

«Μα αυτός στο πρώτο μού είπε να…»

Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την φράση μου και ήρθε ο οδηγός του πρώτου ταξί, τριάντα χρόνια νεότερός του, με εκείνη τη στάση σώματος και το άσχημο χαμόγελο που μαρτυράει ότι ο στρατός και το ταξί είναι τα δυο φυσικά του περιβάλλοντα.

«Δεν υπάρχει πρόβλημα, εμείς του είπαμε».

Ο ασπρομάλλης οδηγός φάνηκε να μην  πείθεται από το επιχείρημα και έμεινε να χάσκει μερικές στιγμές.

«Δεν υπάρχει πρόβλημα, σου λέω», συνέχισε ο κρεμανταλάς, με εκείνη την προσποιητή ευγένεια που υποδηλώνει τον βαθμό επιτακτικότητας λίγο πριν τον καθαρό τραμπουκισμό. Σχεδόν σκούντηξε το ταξί με το βλέμμα του, αναγκάζοντάς τον να ξεκινήσει.

«Τους είπες πού πας;»

«Όχι, δεν πρόλαβα».

«Καλό κι αυτό», μουρμουρίζει και αφήνει ένα πνιχτό γέλιο, βγαλμένο από τα πιο απόκοσμα σημεία του φάσματος της απελπισίας.

«Εγώ χωρίς μάσκα δεν ξεκινάω»

Την επόμενη μέρα ξύπνησα νιώθοντας ελαφρώς μια υγρασία στα κόκαλά μου. Δεν είναι καλό σημάδι, σκέφτηκα. Αν θέλω να βρω κάτι θετικό σε αυτό το μετεωρολογικό μου ταλέντο, είναι ότι την υγρασία την καταλαβαίνω από τη γενική αίσθηση του περιβάλλοντος κι όχι από κάποιο παλιό τραύμα, μακρινή ανάμνηση ενός πυροβολισμού σε συμπλοκή ή μιας μαχαιριάς σε κάποιο μπαρ στην Μπραζίλια. Καθώς το παντζούρι της κρεβατοκάμαρας είναι πάντα κλειστό, έσυρα τα αγουροξυπνημένα μου βήματα μέχρι το γυμνό από κουρτίνες σαλόνι.

Τα βαριά σύννεφα, ο υγρός δρόμος και η απόχρωση των γύρω κτιρίων μαρτυρούσαν καιρό βροχερό. Οι μικρές σταγόνες που κρέμονταν σαν μαϊμουδίτσες από την κουπαστή του μπαλκονιού επιβεβαίωναν αυτή τη μαρτυρία.

Εκείνο το βράδυ ήταν μια φωτοτυπία του προηγούμενου. Κάποτε η βροχή σταμάτησε∙ τα σύννεφα δεν έφυγαν, αλλά η αποθαρρυντική για τη διάθεσή μου παρουσία τους συσκοτίστηκε από τη νύχτα. Ακολούθησα την ίδια διαδρομή, πέρασα την οδό Αγίων Ασωμάτων και μπήκα στο πρώτο ταξί της πιάτσας.

Ο στραβοχυμένος στη θέση του οδηγός με ρώτησε πού πάω.

«Κυψέλη».

«Μάσκα».

Έβαλα το χέρι μου στην κωλότσεπη, αναζητώντας με τις άκρες των δακτύλων μου την αίσθηση που θα μαρτυρούσε τη λυτρωτική παρουσία της. Μάταια. Επέμεινα επαναλαμβάνοντας την προσπάθεια σε άλλες τσέπες.

«Με συγχωρείτε, την ξέχασα».

«Εγώ χωρίς μάσκα δεν ξεκινάω. Μπείτε στον πίσω».

Βγαίνω ταπεινωμένος. Βάζω το πρόσωπό μου στο παράθυρο του συνοδηγού του πίσω ταξί και του εξηγώ ότι δεν έχω μάσκα. Είναι ο ίδιος κυριούλης που με πήρε την προηγούμενη μέρα. Γελάει.

«Έλα», μου γνέφει.

Η κούρσα ξεκινάει.

«Του είπες πού πας;»

«Ναι», του απαντάω.

Περιπέτεια στην Ερμού

Δυο βδομάδες μετά, η συγκυρία με οδήγησε ξανά στην ευρύτερη περιοχή και συγκεκριμένα στου Ψυρρή. Το Σάββατο σκόπευα να επιστρέψω με τον Ηλεκτρικό, αλλά για κάποιον έκτακτο λόγο, που με έκανε να βιαστώ σε βαθμό που δεν είχα προγραμματίσει, η λύση του ταξί ήταν μονόδρομος. Πέρασα τον δρόμο και βρέθηκα στην κεφαλή της πιάτσας, που ξεκινούσε από την πλατεία Μοναστηρακίου και κατέληγε αντιστρόφως στην πλατεία Ασωμάτων, διασχίζοντας ολόκληρη την Ερμού σαν αργόσυρτο –στην ουσία ακίνητο– κίτρινο φίδι με φωτεινή ράχη. Άνοιξα την πόρτα του πρώτου ταξί και ο οδηγός, που μιλούσε στο τηλέφωνο, μου παρατήρησε ότι αυτός έχει σβηστό το φωτάκι της ταρίφας, άρα να πάω στο πρώτο της σειράς με αναμμένο φωτάκι. Πράγματι, προσπέρασα ακόμα δυο με σβηστό φωτάκι και πήγα στο τρίτο. Ο οδηγός, ενοχλημένος, μου υπέδειξε να πάω στο πρώτο ταξί της πιάτσας, ενημερώνοντάς με ότι είναι αδιάφορο αν θα είναι αναμμένο το φωτάκι. Διαμαρτυρήθηκα έντονα, μέχρι που είδα το πρόσωπό του να στρέφεται προς την κίνηση της Ερμού, καθώς κάποιος περαστικός οδηγός ταξί κάτι του φώναξε∙ προσφερόταν να με πάρει ο ίδιος.

«Να», μου λέει, «μπες σε αυτόν».

Απελπισμένος και βιαστικός, μπήκα και έδωσα την εντολή μετακίνησης. Προς μεγάλη μου έκπληξη ο οδηγός, ένας ογκώδης νεαρός Ρομά (εκτίμηση που έκανα με βάση την προφορά του και το χρώμα του δέρματός του), μου έβαλε τις φωνές, διερωτώμενος ρητορικά για το αν είμαι βλάκας. Μου εξηγούσε συγχρόνως πως δεν πρέπει να πηγαίνω σε αυτή την πιάτσα, γιατί είναι απατεώνες, ενώ η κάθε πρότασή του κατέληγε στην ίδια άκομψη επωδό, επαναλαμβάνοντας την επίπληξή του για τη χαμηλή ευφυΐα μου εν είδει ρητορικού ερωτήματος.

Ο ίδιος βέβαια δεν έβαλε την ταρίφα να μετράει, και αμέσως πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα του, με την οποία για όλη την διάρκεια της κούρσας συζητούσε πώς θα δαγκώσουν τον υποψήφιο αγοραστή μιας αγοροπωλησίας αυτοκινήτου, την οποία είχαν στα σκαριά. Αν δεν είχα εμπιστοσύνη στην εμπειρία μου με τους Ρομά από τη φυλακή και τη βεβαιότητα ότι είναι οι πιο άκακοι και λιγότερο επιθετικοί παραβατικοί στην Ελλάδα, μπορεί αυτή η κούρσα να με είχε αγχώσει. Όταν φτάσαμε στον προορισμό, μου ζήτησε το αντίτιμο που περίπου αντιστοιχεί στη διαδρομή και μου έδωσε τα ρέστα, χωρίς να χάσει καθόλου τον ειρμό του από αυτά που κανόνιζε στο τηλέφωνο.

Το είχα αποφασίσει. Θα έκανα επιτόπια ερεύνα για το πώς λειτουργεί αυτό το πράγμα. Θα πήγαινα να πάρω ταξί και δεν θα έφευγα αν δεν με έπαιρνε κάποιος από την πιάτσα. Στην ανάγκη, θα έκανα μπροστά στον οδηγό τηλεφωνική καταγγελία στην Τροχαία για να τον αναγκάσω να με πάρει και θα προσπαθούσα να του πιάσω την κουβέντα στη διαδρομή.

Το επόμενο βράδυ πήρα το τρόλεϊ από την Πλατεία Αμερικής, κατέβηκα στη στάση ΟΤΕ, μπήκα στον σταθμό Βικτώρια και κατέβηκα στο Μοναστηράκι, βαδίζοντας με αυτοπεποίθηση προς την Ερμού στο ύψος του Μουστάκα. Η πιάτσα, προς έκπληξή μου, ήταν εντελώς άδεια. Κοίταξα λίγο πιο προσεχτικά μήπως είχε ξεμείνει Κανένα ταξί, μα στο σημείο που βρίσκεται η πινακίδα που τυπικά ορίζει το τέλος της άραζε νωχελικά ένα περιπολικό. Μια πιάτσα ταξί, λοιπόν, που λειτουργεί σε όλες της τις λεπτομέρειες με τις ίδιες αρχές και το τελετουργικό αστυνόμευσης που έχουν οι μαφίες στις πιάτσες παράνομου εμπορίου. 

μαφία ταξί

Ένας επαγγελματίας του κλάδου εξηγεί

Μια σειρά από μικρά προβλήματα της καθημερινότητας με εμπόδισαν να ασχοληθώ για κάποιο καιρό με το ζήτημα, ώσπου ένα απόγευμα στα τέλη του Γενάρη αποφάσισα να ξεκινήσω το ρεπορτάζ μου. Ο λόγος ήταν κυρίως ότι ήθελα να ξελαμπικάρω λίγο από τις αρχειοδιφικές έρευνές μου για το δικαστικό και αστυνομικό ρεπορτάζ στον ελληνικό Μεσοπόλεμο και είχα ανάγκη να καταπιαστώ με κάτι πιο σημερινό.     

Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερη ιδέα να ξεκινήσω ρωτώντας κάποιον επαγγελματία του κλάδου. Ο αλγόριθμος των κοινωνικών δικτύων, ο οποίος –για καλή μου τύχη– διαβάζει τη σκέψη μου, με έβγαλε από τη δύσκολη θέση και αποφάσισε αυτός για μένα. Μου εμφάνισε ένα σχόλιο του διαδικτυακού μου φίλου Β.Κ., ταξιτζή, που σχολίαζε την κατάσταση στην πιάτσα του Σταθμού Λαρίσης. Του έστειλα τότε ένα μήνυμα στο τσατ, ρωτώντας τον αν μπορεί να μου απαντήσει στις παρακάτω ερωτήσεις:

«Πώς λειτουργεί το πράγμα; Τι συνδέσεις υπάρχουν με την αστυνομία; Με ποιον τρόπο συνδέονται μεταξύ τους οι συγκεκριμένοι οδηγοί; Με ποιον τρόπο επηρεάζουν τους υπόλοιπους συναδέλφους τους; Με ποιον τρόπο τους αποκλείουν; Τι οφέλη έχουν;»

«Ναι, αμέ, θα σου πω, και όχι μόνο για την Ερμού… Όμως χωρίς όνομα. Μιλάμε για μαφία, δεν είμαστε να μπλέκουμε…»

Αφού ανταλλάξαμε μερικά σύντομα μηνύματα, συμφωνήσαμε να μου στείλει ένα ηχητικό, στο οποίο να εξηγεί καλύτερα τα πράγματα. Μπορώ να συνοψίσω τα μηνύματα και τον μικρό μας διάλογο ως εξής:

«Αυτοί στην Ερμού είναι… άσ’ το. Εκβιαστές και μπραβιλίκι φάση, με την αστυνομία μαζί τους. Είχαν πιάσει εκεί έναν οι ασφαλίτες με όπλα στο πορτμπαγκάζ∙ Καλάσνικοφ, όχι αστεία!»

«Πω… Σκέφτομαι να πάω με βαλίτσα για να με περάσει για τουρίστα και να του ζητήσω να με πάει Σταθμό Λαρίσης, για τις ανάγκες του ρεπορτάζ, να δω πώς θα αντιδράσει. Λες να μου παίξουν καμιά σφαίρα;»

«Δεν θα σε πάρουν∙ κι αν σε πάρουν, θα σου πουν 20 ευρώ. Αυτοί παίρνουν μόνο ξένους που τους γδύνουν, για μακρινές κούρσες μόνο∙ Γλυφάδα, Πειραιά, Αεροδρόμιο κτλ. Και χρεώνουν τρεις φορές πάνω».

Την επόμενη μέρα το πρωί έλαβα μια σειρά από ηχητικά μηνύματα, η συνολική διάρκεια των οποίων πλησιάζει τα 30 λεπτά, όπου μου εξηγούσε: 

Η «κρουαζιέρα»

«Να σου πω τι συμβαίνει με τις πιάτσες των ταξί. Αρχίζω από την “κρουαζιέρα” και το Λιμάνι γενικά. Στην “κρουαζιέρα” τα τελευταία χρόνια, από τότε που ξεκίνησαν να έρχονται τα μεγάλα καράβια στην Ε11 και την Ε12, υπάρχει μια συμμορία ταξιτζήδων που λαδώνουν το Λιμενικό. Αυτοί οι τύποι ήταν κάποτε και στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΑΤΑ, και στην αρχή είχαν αναπτύξει θεσμικές σχέσεις με αστυνομικούς  του Λιμενικού. Ήταν και από τη ΝΔ οι πιο πολλοί και τα βρήκαν. Αυτό το παρεάκι λυμαίνεται την “κρουαζιέρα”.

Οι παλιοί πιατσάρχες* του ΣΑΤΑ, που κάνανε τα κουμάντα στην πιάτσα, καταλήξανε να κάνουν κουμάντο για την πάρτη τους και για δέκα φίλους τους. Ξέρεις τώρα πώς πάει∙ αντί να κοιτάνε την καλή λειτουργία της πιάτσας, την κάνανε δική τους. Στην “κρουαζιέρα” επίσης υπάρχει ένας μεγάλος μαντράς** μέσα στο λόμπι, που έχει φτιάξει ένα ταξιδιωτικό γραφείο και νοικιάζει βαν και ΙΧ και δικά του ταξί, που τα φέρνει εκτός πιάτσας μετά από συμφωνία με τους τουρίστες για να τους κάνουν τουρ. Οι υπόλοιποι απ’ έξω, όταν βγει ο κόσμος, πέφτουν πάνω του και τον κλέβουν. Για να τους κάνουν δήθεν τουρ, τους παίρνουν κάτι κατοστάρια ευρώ. Στην “κρουαζιέρα” νορμάλ άνθρωπος δεν μπορεί να δουλέψει. Σε άλλα σημεία του Λιμανιού, αν είναι λιμενικοί μπροστά, μπορείς να δουλέψεις και να περιμένεις τη σειρά σου∙ αν δεν έχει λιμενικούς, άσ’ το… Eιδικά στα μεγάλα καράβια, τα Κρητικά που λέμε και τα Ροδίτικα, πέφτουν πάνω ποιος θα πάρει ποιον, ποιος θα διπλοφορτώσει.

Το καλοκαίρι γίνεται ορυμαγδός παντού μέσα, γιατί έχει πάρα πολύ κόσμο, γίνεται χάος. Οι λιμενικοί δεν προλαβαίνουν να κάνουν τίποτα και καταλήγουν να σε διώχνουν από μέσα γιατί δεν μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση».

Σταθμός Λαρίσης

«Πάμε Σταθμό Λαρίσης. Από τα χειρότερα σημεία για να πάρεις ταξί. Όλοι όσοι δουλεύουν εκεί είναι λαμόγια. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτή η πιάτσα απέχει εκατό μέτρα από τη Γενική Διεύθυνση Τροχαίας Αττικής και δεν δίνει σημασία κανείς. Εκεί δεν νομίζω ότι τα «παίρνουν»∙ απλώς δεν απλώς δεν ασχολούνται, δεν πάει κανένας να ελέγξει. Είναι ένα παρεάκι Έλληνες και Αλβανοί, διπλο- τριπλοφορτώνουν, γίνεται ένα χάος, δεν φορτώνει κανείς με τη σειρά του, ψιλοκλέβουν κιόλας τους πελάτες».

ΚΤΕΛ Κηφισού

«Στο ΚΤΕΛ Κηφισού είναι άλλη κατάσταση, πολύ χειρότερη από τον Σταθμό Λαρίσης. Εκεί υπάρχουν και μπάτσοι που τα “παίρνουν”. Είχαν πιαστεί και δύο, που δήθεν κοίταζαν την πιάτσα για την ομαλή λειτουργία της και στην ουσία τα είχαν βρει με κάποιους οδηγούς (τότε με Έλληνες) που διπλο-τριπλοφόρτωναν και τους έδιναν και κανένα ταλιράκι… Τώρα το πήραν Τσιγγάνοι και έχουν κάνει μια ομάδα που τρομοκρατεί τους υπόλοιπους, έχει πέσει και ξύλο. Μια κατάσταση μαφιόζικη».

Η πιάτσα της Ερμού

«Η πιάτσα της Ερμού είναι μια παρέα με πρωτεργάτες Αλβανούς και πίσω κάποιους Έλληνες. Το πρωί την έχουν πιο πολύ οι Έλληνες, το βράδυ δουλεύουν οι Αλβανοί. Αυτοί έχουνε φτιάξει μια ομάδα. Η αστυνομία ή αδιαφορεί ή κάποιοι τα “παίρνουν”. Η φάση έχει γίνει ομάδες-ομάδες, με κάτι μπράβους και κάτι παραβατικούς που τραμπουκίζουν τους υπόλοιπους. Τους παίρνουν οι μαντράδες, που δεν τους ενδιαφέρει τίποτα, αρκεί να παίρνουν τα νοίκια.

Οι μαντράδες είναι το χειρότερο. Βάζουν στο ταξί οδηγούς μόνο για να  τους πάρουν τα λεφτά, δεν τους ενδιαφέρει τι άνθρωποι είναι. Μου φέρνεις εμένα 50 ευρώ την ημέρα; Τελείωσε. Δεν πα να ‘σαι όποιος να ‘σαι. Το μεγαλύτερο κακό είναι στην Ερμού και στο Λιμάνι».

Στην πλάτη μας βγάζουνε διπλά και τριπλά

«Η αστική μεταφορά έχει πάρα πολλά λεφτά. Είναι μια δουλειά που φέρνει καθημερινά μετρητό που δεν φαντάζεσαι. 15.000 είναι τα ταξί της Αθήνας. Βάλε 100-120 ευρώ τζίρο που δίνει η κάθε βάρδια –που το κάθε ταξί έχει δυο βάρδιες–, κάνε τον πολλαπλασιασμό να δεις. Στα τουριστικά μέρη υπάρχουν ταξί που στο 12ωρο της βάρδιας μπορούν να βγάλουν και 600 ευρώ.

Ξέχασα να σου πω ότι πολλοί ταξιτζήδες βγάζουν και λεφτά παίρνοντας προμήθεια από ξενοδοχεία, ταβέρνες και κοσμηματοπωλεία για να τους πηγαίνουν τουρίστες.

Εμείς που προσπαθούμε να δουλέψουμε νόμιμα, αν κάνουμε τζίρο ένα κατοστάρικο την ημέρα είμαστε και ευχαριστημένοι, ενώ άλλοι στην πλάτη μας βγάζουνε διπλά και τριπλά. Και στα πειθαρχικά να τους πας, και καταγγελία να τους κάνεις, αν μυριστούν ότι είναι κάποιος δικός τους τον αθωώνουν».

Το να πας με τον μάγκα της πιάτσας είναι μονόδρομος

«Όπου υπάρχει φτώχια, υπάρχει κλεψιά∙ όπου υπάρχει μιζέρια, υπάρχει παραβατικότητα. Είναι δεδομένο ότι αυτό που γίνεται δεν γίνεται επειδή οι ταξιτζήδες είναι κακοί άνθρωποι. Είναι φτωχοί άνθρωποι, κυρίως. Και υπάρχουν από την άλλη και κάποιοι που έχουν τα ταξί ως επένδυση. Τα παίρνω, τα νοικιάζω, παίρνω τα λεφτά μου∙ εξοντώνω τον εργαζόμενο δίνοντάς του μόνο δυο ρεπό τον μήνα και του του ζητάω νοίκι 70 ευρώ τη μέρα, όταν με το ζόρι κάνει τζίρο 100. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες δεν είναι ταξιτζήδες, είναι επενδυτές που έχουν βάλει ανθρώπους να τους κάνουν τη δουλειά. Τα τελευταία χρόνια έχουν βάλει και μετανάστες, που τους εξοντώνουν στο 100%.

Έτσι όπως είναι οι συνθήκες, για να βγάλεις τα 70άρια που σου ζητάνε για ενοίκιο είναι δεδομένο ότι θα καταλήγεις να κλέβεις. Αν βλέπεις ότι ο άλλος δίπλα σου έχει τα κονέ, έχει πλάτες, είναι μάγκας, θα ακολουθήσεις αυτόν. Το να πας με τον μάγκα της πιάτσας είναι μονόδρομος, για να σου δίνει δουλειά, αλλιώς δεν ζεις…»

___

*Πιατσάρχες: Παλιότερα ήταν εκλεγμένα μέλη του ΣΑΤΑ που είχαν επιφορτιστεί με την ευθύνη της σωστής λειτουργίας σε κάθε πιάτσα.

**Μαντράδες: Αυτοί που αγοράζουν, πουλούν και νοικιάζουν άδειες, είτε δικές τους είτε άλλων. Στην ουσία πρόκειται για εταιρίες διαχείρισης.

Καμία δημοσίευση για προβολή