Λήσταρχοι! Ψιλή κουβέντα με τους Βασίλη Χειλά και Παναγιώτη Τσαούση

Ένα κόμιξ που ισορροπεί ανάμεσα στην ελληνική βαλκανική παράδοση του ληστρικού και το αμερικανικό γουέστερν

Τίποτα ρομαντικό δεν υπάρχει στο φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας, τουλάχιστον κατά τον ελληνικό Μεσοπόλεμο. Τίποτα «κοινωνικό» δεν βρίσκω στη σύγκρουση μεταξύ της παραδοσιακής εξουσίας της ελληνικής υπαίθρου με την κεντρική εξουσία του ελληνικού κράτους, το οποίο δεν την ξεπερνάει σε αγριότητα και σκληρότητα. Τίποτα δίκαιο δεν υπάρχει στους άγραφους νόμους των ληστοκρατούμενων ελληνικών βουνών. Το «μπέσα» είναι μονάχα μια διακήρυξη της μη θεσμοθετημένης εξουσίας, που, όπως κάθε κανόνας, προστατεύει τον ισχυρό. Αυτόν δηλαδή που έχει τη δύναμη να τον παρακάμψει και να τον επιβάλλει στον αδύναμο.

Το φαινόμενο της ληστείας στην ελληνική ύπαιθρο έχει τα χαρακτηριστικά της μαφίας, και αν κάποιος εντοπίζει κοινωνικά χαρακτηριστικά στο φαινόμενο αυτό, είναι αντίστοιχα, στο ίδιο μέτρο και στον ίδιο βαθμό, με αυτά που θα έπρεπε να εντοπίσει και στη μαφία.

Τα βουνά της Ηπείρου και της Θεσσαλίας είναι γεμάτα από καθίκια που περνάνε στην πλευρά του νόμου με την πρώτη ευκαιρία που θα τους δοθεί. Γεμάτη καθάρματα που κόβουν με την πιο μεγάλη ευκολία κεφάλια συντρόφων τους για να ζητιανέψουν έπειτα την αμνηστία. Γεμάτη αμοραλιστές που καταδιώκουν μαζί με τα αποσπάσματα πρώην συντρόφους τους για να διατηρήσουν τη δύναμή τους. Τους λήσταρχους των ελληνικών βουνών δεν θα τους άντεχε ως αντιήρωες ούτε το πιο φθηνό αμερικάνικο γουέστερν.   

Μπορεί το φαινόμενο της ληστείας να μην έχει τίποτα το ρομαντικό, όμως υπάρχει κάτι που έχει άξια να κρατήσουμε. Είναι ο πυρήνας της λογοτεχνικής (ή παραλογοτεχνικής) της αναπαράστασης. Οι ληστές των ελληνικών βουνών και η δράση τους αποτέλεσαν επί δεκαετίες, ή και αιώνες, την πρώτη ύλη μιας πολύ δημοφιλούς και πρώιμης εκδοχής του crime fiction.

Χρειάστηκε όχι μόνο η παρακμή του είδους (συνέπεια της παρακμής του φαινομένου) αλλά και η απαγόρευση του ληστρικού μυθιστορήματος από τον Μεταξά, για να μονοπωλήσει ο ήρωας-αστυνομικός το ελληνικό crime fiction, ανατρέποντας το μοντέλο και φέρνοντας στο προσκήνιο τη μορφή ενός πρωταγωνιστή που επιβάλλει τον νόμο και την τάξη.    

Μέχρι τότε, ο αναγνώστης λαϊκής λογοτεχνίας ταυτιζόταν με τον παράνομο και τον κυνηγημένο. Κανένας συγγραφέας ληστρικού μυθιστορήματος δεν τόλμησε να ξεφύγει από αυτό το μοτίβο. Μπορεί ο ληστής ποτέ να μην κέρδιζε στο τέλος και η επαναφορά της ισορροπίας να προϋπέθετε την εκτέλεση ή τον αποκεφαλισμό του, αλλά ήταν αυτός ο  πρωταγωνιστής, πάντα δίκαιος και πάντα θύμα μιας αμείλικτης και άδικης εξουσίας.  

Δεν υπάρχει καμιά νοσταλγία λοιπόν. Η γοητεία της αναβίωσης του ληστρικού μυθιστορήματος βρίσκεται στα εργαλεία που παρέχει για την απόδραση από το αποπνικτικό μοντέλο μιας κυρίαρχης crime fiction λογοτεχνίας, που τοποθετεί τον ήρωα-αστυνομικό στο επίκεντρο.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδοχή σύγχρονης αναβίωσης αυτού του μοντέλου είναι οι Λήσταρχοι. Ένα κόμιξ που ισορροπεί ανάμεσα στην ελληνική βαλκανική παράδοση του ληστρικού και το αμερικανικό γουέστερν, δίνοντας το αποτέλεσμα ενός βαλκανικού σπαγγέτι γουέστερν.

Πριν λίγες ημέρες, και μετά από δύο χρόνια συνεχειών, κυκλοφόρησε το πέμπτο και τελευταίο τεύχος του πρώτου κύκλου των Λήσταρχων. Με αυτή την αφορμή, κάναμε μια ψιλή κουβέντα με τους δημιουργούς Βασίλη Χειλά (σενάριο) και Παναγιώτη Τσαούση (σχέδιο), τα πορίσματα της οποίας παραθέτω σε έξι μπούλετ.

H ιδέα για ένα ληστρικό κόμιξ

Βασίλης Χειλάς: Στην αρχή θέλαμε να κάνουμε ένα αυθεντικό γουέστερν, η δράση δηλαδή να εκτυλίσσεται στο Φαρ Ουέστ. Το σχέδιο αυτό, για ανεξάρτητους από εμάς λόγους, ναυάγησε, οπότε σκέφτηκα ότι θα ήταν εξίσου συναρπαστικό να ασχοληθούμε με τους Έλληνες  ληστές, που διόλου δεν υστερούσαν σε αγριότητα  και θράσος από τους συνάδελφούς τους Αμερικάνους! Οι πηγές στις οποίες ανατρέξαμε το μαρτυρούν περίτρανα.   

Παναγιώτης Τσαούσης: Η αρχική ιδέα ήταν του Βασίλη, από ό,τι θυμάμαι είχε έναν προβληματισμό για ένα κόμιξ τύπου γουέστερν, και τότε του ήρθε η έμπνευση να το τοποθετήσει στην ελληνική ύπαιθρο, κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο και ειδικά με τον τρόπο αφήγησης που το είχε σκεφτεί… Μου το πρότεινε, το σκέφτηκα, και όταν διάβασα το σενάριο, το ένστικτό μου είπε ότι έχουμε κάτι καλό εδώ…

H πρώτη ύλη

Β.Χ.: Σκαλίσαμε οτιδήποτε μπορέσαμε να βρούμε, από τη σχετική βιβλιογραφία ασφαλώς, από παλιές εκπομπές που είχαν ασχοληθεί με το φαινόμενο, ακόμη και από δημοτικά τραγούδια που εξιστορούσαν το βίο, τις κακοτυχίες και τα κατορθώματα των ληστών. Ανατρέξαμε σε αποκόμματα εφημερίδων ώστε να εισπνεύσουμε τον αέρα της εποχής, να αφουγκραστούμε τη γλώσσα τους, επίσημη και μη, ήρθαμε ακόμη σε επαφή με ανθρώπους που είχαν ακούσει ιστορίες από πρόσωπα κοντινά σε ληστές, ώστε να κατανοήσουμε τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις τους. Το κομμάτι αυτό ανήκει περισσότερο στον σεναριογράφο. Ο καλλιτέχνης ασχολήθηκε περισσότερο με το φωτογραφικό υλικό που έχει διασωθεί, προσπαθώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο πιστός στις ενδυμασίες, τον οπλισμό και τα τοπία όπου εκτυλίσσεται η δράση. Συχνότατα ανταλλάσσαμε πληροφορίες όταν βλέπαμε ότι είχαμε ανακαλύψει κάτι που αφορούσε κυρίως τον τομέα του άλλου, οπότε η έρευνά μας εξελίχτηκε σε κάτι πολύ γόνιμο.       

Π.Τ.: Οι ιστορίες μας βασίζονται σε αληθινά γεγονότα, σε ρεαλιστικά στοιχεία των βιογραφιών των πιο θρυλικών λήσταρχων, σε βιβλία  αλλά και ακούσματα μαρτυριών (από βίντεο ηλικιωμένων που έχουν κυκλοφορήσει), που αγγίζουν το μύθο. Σε τέτοιες ιστορίες η αλήθεια με τη μυθοπλασία αναμειγνύονται και είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις την απόλυτα αντικειμενική αλήθεια, γι’ αυτό και η ιστορία δίνεται από διάφορους αφηγητές μέσα στο κόμιξ. Για να δούμε όσες περισσότερες οπτικές γωνίες του ληστρικού φαινομένου  μπορούμε.

Ο σεναριογράφος έχει να ερευνήσει ιστορικά στοιχεία, την πολιτική της εποχής, την κοινωνική δομή, τον τρόπο διεξαγωγής των μαχών, την τεχνολογία, την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων διάφορων τάξεων και επαγγελμάτων που αφορούν την ιστορία.  Γενικότερα, όλα τα στοιχεία της εποχής. Ο σχεδιαστής έχει την ευθύνη να τα αποδώσει όλα αυτά με σχετικά αληθοφανή τρόπο. Οπότε, στην ουσία, πρέπει να μελετήσει και αυτός τα πάντα για να μπει στο κλίμα, άλλα κυρίως ό,τι απεικονίζεται: όπλα, βοηθητικά αντικείμενα, άλογα, ρουχισμός, στολές χωροφυλάκων, αρχιτεκτονική, φόντα της εποχής από φωτογραφίες, αυτοκίνητα, τρένα κ.ά.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η σύγκριση με την πολύ γνωστή από το σινεμά εποχή της ποτοαπαγόρευσης και τους γκάνγκστερ με τα υποπολυβόλα, τα κουστούμια και τα γρήγορα αυτοκίνητα, σε αντίθεση με τους ντόπιους  βουνίσιους ληστές, καβαλάρηδες με τα τουφέκια και τα όπλα, που στην ουσία είναι φτιαγμένα για πολεμικό μέτωπο και όχι για την πόλη…

Πραγματικότητα και μυθοπλασία

Β.Χ: Οι ήρωές μας είναι ουσιαστικά αμαλγάματα αληθινών ληστών της εποχής, αλλά και παλαιότερων εποχών. Στον Πένγκο, για παράδειγμα, αρκετοί αναγνώστες διέκριναν  τη μορφή του Γκαντάρα και δεν είχαν και πολύ άδικο. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αληθινά πρόσωπα, όμως θέλαμε να είμαστε ελεύθεροι από τις δεσμεύσεις που εμπεριέχει μια όποια  βιογραφία, ώστε να χειριστούμε τους ήρωές μας με περισσότερη άνεση. Το ιστορικό πλαίσιο βεβαίως είναι απολύτως αληθινό και, κατ’ εξαίρεση, εμφανίζουμε τον υπουργό Τουρκοβασίλη με το σωστό όνομα, με διαφορετικά όμως χαρακτηριστικά για να μην χαλάει την πιάτσα! Τέτοιο όνομα όμως δε μπορείς να το αλλάξεις!   

Π.Τ.: Θέλαμε να μείνουμε πιστοί στο βαθμό που να είναι αληθοφανείς οι ιστορίες μας και στο βαθμό που ο αναγνώστης μπορεί να νιώσει ότι μπαίνει στη συγκεκριμένη εποχή. Τα όπλα είναι συγκεκριμένα μοντέλα που ήταν σε κυκλοφορία τότε, όπως και τα διάφορα τεχνολογικά αντικείμενα, ακόμη και το αυτοκίνητο Σιτροέν που παρελαύνει σε κάποια σκηνή της ιστορίας. Οι χαρακτήρες μας είναι μείγμα πραγματικών ληστών με προσθήκες φανταστικών στοιχείων, που θα μπορούσαν όμως να είναι αληθινά με βάση την έρευνά μας. Τα ονόματα είναι προϊόν φαντασίας, όμως ό,τι έζησαν θα μπορούσε να είναι εντελώς πραγματικό!

Διακίνηση στα περίπτερα

Π.Τ.: Η επιμονή για τα περίπτερα ξεκίνησε επειδή υπάρχει η ανάγκη το κόμιξ να είναι ένα προϊόν βιώσιμο οικονομικά, ώστε να μπορούν να ασχολούνται καλλιτέχνες με αυτό και να το κάνουν με μια αρκετά καλή ποιότητα. Το μικρό τιράζ οδηγεί το κόμιξ σε ένα χόμπι, που θα μπορούν να ασχολούνται όσοι έχουν εισοδήματα από κάτι άλλο. Η χώρα μας έχει μικρό πληθυσμό και πάντα ένα μικρό ποσοστό του ασχολείται με κάτι αρκετά πιο εξειδικευμένο. Το έντυπο άλλα και άλλοι τομείς της τέχνης, όπως η μουσική βιομηχανία, η ζωγραφική και άλλα, έχουν υποστεί μεγάλες απώλειες λόγω της τεχνολογικής προόδου και των σύγχρονων διαδικτυακών αγαθών, όμως θεωρούμε ότι το κόμιξ, για να υπάρξει, θα πρέπει να διανέμεται έτσι όπως ξεκίνησε, να είναι για όλους και να έχει πρόσβαση και κόσμος που δεν είναι σκληροπυρηνικός οπαδός των κόμιξ! Γιατί οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί, οι συλλέκτες, οι ρομαντικοί νοσταλγοί δεν είναι αρκετοί ώστε να το κάνουν μια βιώσιμη οικονομικά τέχνη, με δημιουργούς που το παράγουν με ένα αξιοπρεπές αντίκρισμα! Το κόμιξ είναι μία τέχνη που συνδυάζει πολλές τέχνες μέσα του και θέλει αφοσίωση και αποκλειστικότητα, θέλει πολλές θυσίες να το δημιουργήσεις, όμως οι περισσότεροι αγνοούν την ύπαρξή του και νομίζει ότι είναι κάτι γελοίο και παιδικό. Είναι τρομερό ότι σε κάποια φεστιβάλ κάποιοι ήθελαν να πάρουν το τεύχος για το ανήλικο παιδί τους. Αυτούς  τους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τι είναι τους θέλουμε για αναγνώστες . Γι’ αυτό και τολμήσαμε αυτή τη δοκιμή, γιατί ίσως έτσι να μπορέσουν να το δουν, να το δοκιμάσουν και να το αγαπήσουν κι αυτοί.

Β.Χ.: Ό,τι είπε ο Παναγιώτης συν μια δόση νοσταλγίας εδώ. Εγώ, ως ο γηραιότερος των τριών μας, πρόλαβα τις μεγάλες δόξες του περιπτέρου, ουσιαστικά έμαθα τα κόμιξ από το περίπτερο. Πραγματικά θλίβομαι όταν πάω διακοπές σε ένα νησί και δεν μπορώ να βρω ένα κόμιξ πουθενά, να το πάρω να το διαβάσω στην παραλία. Πιστεύω ότι η θεματική ενηλικίωση των κόμιξ παγκοσμίως, που γεννήθηκε από την ανάγκη των δημιουργών να βγουν από το περιθώριο και να αναγνωριστούν ως ίσοι απέναντι σε «κανονικούς» συγγραφείς και ζωγράφους, και η είσοδός τους στα βιβλιοπωλεία σταδιακά τα συρρίκνωσε σε ένα καλτ στάτους. Η προσβασιμότητα μειώνεται, η πηγή των αναγνωστών ‒δηλαδή οι μπόμπιρες  που δε μπορούν να τα βρουν‒ στερεύει, το είδος σιγά-σιγά πεθαίνει. Υπάρχουν, φυσικά, σοβαρά προβλήματα στη διακίνηση, όμως αν επιστρέψουμε έστω και σταδιακά στο περίπτερο, μπορούμε να σώσουμε την παρτίδα.

Αμερικάνικο γουέστερν vs ελληνικό ληστρικό του Μεσοπολέμου

Β.Χ.: Η βασική αρχική επιρροή εντοπίζεται κυρίως στην οπτική του Πέκινπα και του Λεόνε. Πρόκειται για δύο δημιουργούς που δεν μπορείς να αγνοήσεις όταν κάνεις ένα τέτοιου είδους κόμιξ. Όμως ήταν τόση η έκθεσή μας στα ληστρικά αναγνώσματα και το άρωμα της εποχής, που πιστεύω πως το τελικό αποτέλεσμα δεν θυμίζει καθόλου τις προθέσεις. Πρόκειται για έναν τόσο μοναδικό χωροχρόνο, που σε απορροφάει, σε κάνει δικό του και αναπόφευκτα το έργο καταλήγει ατόφιο παιδί της ελληνικής εκδοχής…   

 Π.Τ.: Θέλω να πιστεύω ότι ο τρόπος που το δημιουργήσαμε δεν μοιάζει ιδιαίτερα με άλλες σειρές  γουέστερν· το αμερικάνικο έχει περισσότερη δράση και λιγότερο συναίσθημα, εμείς έχουμε δώσει περισσότερη έμφαση στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων από ό,τι στο πιστολίδι. Είναι ένα βαθιά κοινωνικό κόμιξ, με ψυχολογικό παιχνίδι που δείχνει πως μπορούν να δικαιολογηθούν οι πιο φρικτές και αποτρόπαιες πράξεις, το πώς η βία γεννά βία και ο πόνος πόνο. Άλλα και το πώς πράγματα που σήμερα μας φαίνονται απίστευτα, παράδοξα και κατακριτέα, αν νιώσουμε έστω και λίγο ότι ζούμε σε αυτή την εποχή και με αυτές τις προσλαμβάνουσες και βγούμε έξω από το κουτί μας, θα δούμε ότι δεν είναι τόσο μακριά από μας. Ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ανάλογα με τις συνθήκες και το σύστημα αξιών μιας εποχής.

Επόμενος ληστρικός κύκλος

Π.Τ.: Αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να απαντήσουμε ακόμη με σαφήνεια, θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της επιτυχίας της σειράς, την αποδοχή, το χρόνο και τις υποχρεώσεις μας, και κατά πόσο καινούριες εργασίες θα τραβήξουν ή όχι την προσοχή μας από αυτό το σύμπαν. Αν η σειρά δείξει ότι είναι όντως ένα διαχρονικό και πετυχημένο έργο και το κοινό είναι διψασμένο για τη συνέχεια, τότε ίσως μπούμε στον πειρασμό να δείξουμε κι άλλα πράγματα για την ενδιαφέρουσα αυτή εποχή!

Β.Χ.: Η αποδοχή της σειράς είναι τόσο μεγάλη για τα ελληνικά δεδομένα και οι πιέσεις από φανατικούς αναγνώστες να μην διακοπεί η σειρά τόσο έντονες, που ενδεχομένως να μπούμε στον πειρασμό, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, να τη συνεχίσουμε. Όμως είναι κάτι, που όπως είπε κι ο Παναγιώτης, θα εξαρτηθεί κι από άλλους παράγοντες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι γουστάρουμε πολύ να το κάνουμε, οι ιστορίες που έχουμε ακόμη να πούμε είναι πολλές και συναρπαστικές, και η ζωή είναι μικρή! Οπότε, όλα παίζονται!

Info:

Τους Λήσταρχους μπορείτε να τους βρείτε στο φυσικό μας χώρο: red n’ noir bookstore cafe bar (Δροσοπούλου 52, Κυψέλη) και στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο:

Καμία δημοσίευση για προβολή