Ημερήσιος Τύπος και Λογοτεχνία

Το ληστρικό μυθιστόρημα στις επιφυλλίδες του Μεσοπολέμου

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την εισήγηση της Εύας Γανίδου στο πλαίσιο του αφιερώματος στην ληστρική λογοτεχνία που διοργάνωσε το red n’ noir τον Οκτώβρη του 2020

Θα ξεκινήσω με μια δήλωση αποποίησης ευθύνης, διευκρινίζοντας πως δεν είμαι η καθ’ ύλην αρμόδια να μιλήσει για το ληστρικό μυθιστόρημα καθαυτό. Συναντιέμαι διαγωνίως μαζί του μέσα από την έρευνα που κάνω στο πλαίσιο της διατριβής μου, η οποία ανιχνεύει την παρουσία του μυθιστορήματος και της αφηγηματικής πεζογραφίας στον ημερήσιο Τύπο του Μεσοπολέμου. Εν ολίγοις, παρακολουθεί ποια μυθιστορηματικά είδη, ποιοι τίτλοι πρωτότυπων και μεταφρασμένων έργων, ποιες συνεργασίες με συγγραφείς και λογοτέχνες φιλοξενήθηκαν στις επιφυλλίδες των αθηναϊκών εφημερίδων από το φθινόπωρο του 1922 μέχρι και τον Οκτώβριο του 1940 με σκοπό να απαντηθεί το ερώτημα, τι διαβάζει το «μεγάλο» κοινό του Μεσοπολέμου στις εφημερίδες της εποχής ή, με εναλλακτική διατύπωση, τι προσφέρει προς κατανάλωση στο αδηφάγο αναγνωστικό κοινό ο ημερήσιος μεσοπολεμικός Τύπος;

Όποιος επιχειρήσει μια καταβύθιση στα αρχεία των εφημερίδων διαπιστώνει ότι οι μεσοπολεμικές εφημερίδες βρίθουν από μυθιστορήματα και αφηγήματα δημοσιευμένα σε συνέχειες. Βέβαια, η συνήθεια των εφημερίδων να δημοσιεύουν λογοτεχνική ύλη σε επιφυλλίδες, δηλαδή σε οριζόντιες στήλες στο κάτω μέρος του εφημεριδικού φύλλου, σε αυτό που λέμε «ισόγειο» της εφημερίδας, δεν συνιστά μεσοπολεμικό φαινόμενο. Για πρώτη φορά εμφανίζεται το 1836 στην εφημερίδα La Presse (Ο Τύπος) του γάλλου πολιτικού και δημοσιογράφου Εμίλ ντε Ζιραρντέν, ο οποίος, προκειμένου να προσελκύσει το αναγνωστικό κοινό για να αυξήσει την κυκλοφορία της εφημερίδας και τα κέρδη του, μείωσε την τιμή της εφημερίδας του στο μισό, εισήγαγε σταδιακά τη διαφήμιση προκειμένου να ισοσταθμίσει την απώλεια και άνοιξε διάπλατα τις επιφυλλίδες της, που μέχρι τότε φιλοξενούσαν θεατρικές και λογοτεχνικές κριτικές, σε μυθιστορήματα δημοσιευμένα σε διαδοχικές συνέχειες. Στην ουσία, πρόκειται για το αφηγηματικό αντίστοιχο των σημερινών τηλεοπτικών σίριαλ ή των σειρών του HBO και του Netflix. Το παράδειγμα ακολούθησαν και άλλες εφημερίδες της εποχής, οι οποίες ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποια θα εξασφαλίσει τα καλύτερα «σίριαλ» της εποχής, δηλαδή τα μυθιστορήματα σε συνέχειες του Μπαλζάκ, του Σύη, του Δουμά και άλλων, με αποτέλεσμα προοδευτικά να παγιωθεί μια αναγνωστική μόδα και να διαμορφωθεί ένας ακόμη χώρος δεξίωσης της λογοτεχνίας, πέρα από το εκδομένο βιβλίο και τις φυλλάδες, αυτός του ημερήσιου Τύπου.

H τάση αυτή, δηλαδή η δημοσίευση μυθιστορημάτων στον ημερήσιο Τύπο συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό που φτάνει μέχρι και τα χρόνια του Μεσοπολέμου, οπότε, μάλιστα, πέρα από τις οριζόντιες επιφυλλίδες αξιοποιούνται και οι κάθετες στήλες για να υποδεχτούν μυθιστορήματα και αφηγήματα, των οποίων οι δημοσιεύσεις γειτνιάζουν εντός του ίδιου εφημεριδικού φύλλου. Ιδίως δε κατά τη δεκαετία του 1930 είναι αρκετά σύνηθες την ίδια μέρα να δημοσιεύονται συνέχειες από τρία ή και τέσσερα ή και περισσότερα έργα συγχρόνως.

Η έρευνα στα φύλλα των μεσοπολεμικών εφημερίδων προς αναζήτηση ληστρικών και άλλων μυθιστορηματικών ειδών αναδεικνύει αρχικά ότι κατά τον Μεσοπόλεμο όλες οι εφημερίδες φιλοξενούν λογοτεχνική ύλη. Όλες ανεξαιρέτως. Τόσο αυτές που απευθύνονται σε ένα «λογιότερο» κοινό όσο και αυτές που είναι «λαϊκότερης» στόχευσης, κίτρινες και σκανδαλοθηρικές. Ακόμη και εφημερίδες ειδικού ενδιαφέροντος ή ειδικού κοινού, όπως είναι λ.χ. οι αγροτικές, οι αθλητικές κ.ο.κ. Ακόμη και ο Ριζοσπάστης, που δεν συνιστά δείγμα «Τύπου μεγάλου κοινού» που αποζητά τη δημοσίευση ευπώλητων έργων ή μυθιστορημάτων του συρμού (αστυνομικά, κατασκοπικά, αισθηματικά, περιπέτειας, κ.λπ), αλλά αποτελεί κομματικό όργανο, φιλοξενεί στις επιφυλλίδες του ένα είδος σοσιαλιστικής λογοτεχνίας, κυρίως σοβιετικών συγγραφέων, καθώς και «σοβιετικά ρομάντζα», στα οποία θα άξιζε να διερευνηθεί αν ενσωματώνουν, έστω και συγκεκαλυμένα, στοιχεία λαϊκών ή ευπώλητων μυθιστορημάτων της εποχής.

Σε ό,τι αφορά ειδικά τα ληστρικά μυθιστορήματα και αναγνώσματα αυτά απαντούν αποκλειστικά στις επιφυλλίδες των «λαϊκών» εφημερίδων. Ούτε στις λόγιες, όπως λ.χ. η Καθημερινή, η Πρωία, το Ελεύθερον Βήμα κ.ο.κ. ούτε και στον Ριζοσπάστη. Το γεγονός αυτό είναι μάλλον αναμενόμενο, καθώς τόσο η «λογιότερη» μερίδα του Τύπου όσο και τα αριστερά έντυπα, εκκινώντας από διαφορετικά ελατήρια, αποδοκιμάζουν τέτοιου είδους παραλογοτεχνικά αναγνώσματα, θεωρώντας τα «ταπεινά» έργα και αστικά «εξαμβλώματα», αντίστοιχα. Ωστόσο, παρά τις όποιες αρνητικές απόψεις που διατυπώνονται εκατέρωθεν, τα ληστρικά αναγνώσματα είναι κυρίαρχα στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σε ό,τι αφορά τις συγγραφικές, εκδοτικές και αναγνωστικές προτιμήσεις.

Ένα πλήθος μαρτυριών πιστοποιούν την πρωτοκαθεδρία του ληστρικού μυθιστορήματος και αποδεικνύουν πως πρόκειται για έναν εξαιρετικά διαδεδομένο και ανθεκτικό στον χρόνο αναγνωστικό συρμό. Προκειμένου να αντιληφθούμε σε κάποιον βαθμό τις διαστάσεις του φαινομένου, αναφέρω ενδεικτικά τη μαρτυρία του αθηναίου δημοσιογράφου Φάνη Μιχαλόπουλου (1901-1960) στην Καθημερινή του 1939 (6.3.1939), σύμφωνα με τον οποίο «Από τα 1880 μέχρι τα 1925 το ληστρικό μυθιστόρημα είναι το κύριο ανάγνωσμα του ελληνικού λαού». Και παρακάτω λέει: «Αλλ’ όλους αυτούς [ενν. όσους έγραψαν ιστορικό μυθιστόρημα] υποσκέλιζε η ληστρική φιλολογία. Μη πλανώμεθα: Ας ρωτηθούν οι διάφοροι εκδότες για να πουν πόσες δεκάδες εκδόσεων σημείωσαν τα ληστρικά αναγνώσματα […]. Θα το πω απροκάλυπτα για ’κείνους που δυσπιστούν ίσως για την τεράστια διάδοση του είδους αυτού: Είδα πολλές βιβλιοθήκες και μάλιστα πολλές εκλεκτών επιστημόνων στην πρωτεύουσα και στις επαρχίες. Ε, λοιπόν, όλες περιείχαν μεγάλο αριθμό ληστρικών μυθιστορημάτων… Τόσο διαβάζονταν η σχετική φιλολογία παντού κι ανάμεσα σ’ όλα τα στρώματα».

Αλλά και πιο πρόσφατα, στο βιβλίο του Κων. Πουλή με τίτλο Απ’ το αλέτρι στο smartphone. Συζητήσεις με τον πατέρα μου (Μελάνι, 2019), που κυκλοφόρησε πέρυσι, διασώζεται μαρτυρία του πατέρα του συγγραφέα, ο οποίος περιγράφει τις συγκεντρώσεις της κοινότητας του χωριού, όπου μεταξύ άλλων γινόντουσαν συλλογικές αναγνώσεις δημοφιλών αναγνωσμάτων της εποχής, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν ληστρικά μυθιστορήματα για του Ρετζαίους και άλλους λήσταρχους.

Καταλαβαίνουμε, έτσι, ότι στις αρχές του περασμένου αιώνα το ληστρικό αποτελεί κυρίαρχο αναγνωστικό είδος τόσο για το κοινό της πόλης όσο και για αυτό της επαρχίας, τόσο για τους ελλόγιμους όσο και για τους αγράμματους. Ας το πούμε απλά: ληστρικά διαβάζουν οι πάντες, ακόμη και όσοι δεν ξέρουν να διαβάζουν.

Σωτήριος Σωτηρόπουλος, Τριάκοντα εξ ημερών αιχμαλωσία και συμβίωσις μετά ληστών (α΄ έκδ. 1866, β΄ έκδ. 1893)

Ως μυθιστορηματικό είδος η ληστρική λογοτεχνία κάνει τα πρώτα της φανερώματα πολύ πριν από τον Μεσοπόλεμο και συγκεκριμένα ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με την Αιματωμένη Λίμνη (1853) του Π. Δ. Ηλιόπουλου και τον Θάνο Βλέκα (1855) του Παύλου Καλλιγά, αλλά κυρίως με το έργο Τριάκοντα εξ ημερών αιχμαλωσία και συμβίωσις μετά ληστών (α΄ έκδ. 1866, β΄ έκδ. 1893) του βουλευτή Τριφυλίας Σωτηρίου Σωτηρόπουλου (1820-1898), στο οποίο ο ίδιος διεκτραγωδεί την απαγωγή του από τον λήσταρχο Λαφαζάνη στα Φιλιατρά Μεσσηνίας, και κατόπιν με τα βιβλία του, άγνωστου μέχρι σήμερα, δημοσιογράφου Π… με τίτλους  Διάσημοι λησταί (1893) και Ιστορία του Νταβέλη (1893). (Πιθανά πατέρας τους να είναι ο Αριστείδης Κυριακός (1864-1919), διαπρεπής συγγραφέας λαϊκών αναγνωσμάτων με το ψευδώνυμο Αιμίλιος Αθηναίος, από τους πρώτους που έδωσαν δείγμα γραφής στο ληστρικό είδος, ήδη από το 1902 με την έκδοση σε φυλλάδια της Ιστορίας των ληστών. Θα τον συναντήσουμε και παρακάτω).

Τα έργα αυτά, που τοποθετούνται στις παρυφές του είδους, σημειώνουν μεγάλη εκδοτική επιτυχία και πυροδοτούν τη μυθοπλαστική αναπαράσταση της ζωής και της δράσης ληστών, υπαρκτών αλλά και πλασματικών, ιδίως μετά το γύρισμα του αιώνα, διαμορφώνοντας έτσι μια αναγνωστική τάση, που βρήκε θερμή ανταπόκριση. Πράγμα που αντανακλάται, άλλωστε, και από τις αλλεπάλληλες εκδόσεις, δημοσιεύσεις και αναδημοσιεύσεις, διασκευές και απομιμήσεις ληστρικών αναγνωσμάτων ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τουλάχιστον και τα τέλη της δεκαετίας του 1920.

Αυτή η πύκνωση της ληστρικής λογοτεχνικής παραγωγής οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός πως οι έλληνες συγγραφείς και εκδότες, επηρεασμένοι από τα φυλλάδια που κυκλοφορούν στις αρχές του 1900, τα οποία βρίθουν από ξένα περιπετειώδη μυθιστορήματα γενναίων ανδρών, αφουγκράζονται την ανάγκη του μεγάλου κοινού για κατανάλωση «σκληρών αναγνωσμάτων». [Φίλιππος Φιλίππου, Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο Γιάννης Μαρής και οι άλλοι, Αθήνα, Πατάκης, 2018, σ. 28.] Ως εκ τούτου, στρέφονται στην ελληνική ύπαιθρο, όπου δρουν διάσημοι ληστές, στα πρόσωπα των οποίων εντοπίζουν την έμπνευση για παραγωγή πρωτότυπων αναγνωσμάτων περιπέτειας, με τρόπο αντίστοιχο προς αυτόν με τον οποίο οι αμερικάνοι συγγραφείς στις ΗΠΑ ηρωοποιούν τους καουμπόη, δημιουργώντας έτσι το είδος του γουέστερν. Με τη διαφορά βέβαια ότι η ηρωοποίηση των καουμπόη εξυπηρετεί την προσπάθεια νομιμοποίησης της γενοκτονίας του «εσωτερικού Άλλου», δηλαδή των ιθαγενών «Ινδιάνων», κι ως εκ τούτου, έχει πολύ ευρύτερες και ξεκάθαρα εξωλογοτεχνικές στοχεύσεις που υπερβαίνουν το θέμα των πωλήσεων ως ζητούμενο μέσα στο πλαίσιο της λογοτεχνικής αγοράς. Ενώ, άλλη μια διαφορά μεταξύ γουέστερν και ληστρικού είναι ότι σε αντίθεση με το ληστρικό μυθιστόρημα που προοδευτικά εξαφανίστηκε, το γουέστερν όχι μόνο μακροημέρευσε στα «λαϊκά» φυλλάδια, αλλά μετεξελίχθηκε μεταπολεμικά και σε δημοφιλές κινηματογραφικό είδος (το ιταλικό «Spaghetti Western»). Το ληστρικό δεν φαίνεται να γνώρισε ιδιαίτερη δόξα στη μεγάλη οθόνη, αν και δεν είναι ασυνήθιστες περιπτώσεις που ληστρικά κινηματογραφικά έργα που έκαναν επιτυχία στις αίθουσες μεταφέρονται διασκευασμένα σε μυθιστορήματα από μαιτρ κειμενογράφους, όπως ο Ηλίας Οικονομόπουλος (1869-1929). Δημιουργούνται ακόμη και «ληστοκινηματογραφικοαστυνομικά έργα» με τίτλους όπως «Ο αητός του Μωριά (φουστανελοφόρος) στο Παρίσι» ή «Το ματωμένο χέρι κι ο Ελληνογάλλος απάχης καπετάν Μπαρούτ» (απάχης είναι ο άξεστος, ο λούμπεν βγαίνει από το «απάτσι», τη νομαδική φυλή Ινδιάνων). Εντός αυτού του πλαισίου σύνδεσης του αμερικάνικου γουέστερν με το ελληνικό ληστρικό, νομίζω, έχει ειδικό ενδιαφέρον και η νεοσύστατη λογοτεχνική υποκατηγορία που εγκαινιάζει το βιβλίο του Τάσου Θεοφίλου Η ληστεία της Πέτρας και άλλες περιπέτειες των αδερφών Ρετζαίων στην ελληνική Άγρια Δύση, το οποίο, μάλιστα, αρχικά δημοσιεύθηκε σε συνέχειες με τη μορφή επιφυλλίδας, όπως τα έργα που θα συζητήσουμε παρακάτω, πριν γνωρίσει την αυτοτελή έκδοσή του. Και είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον γιατί μιμείται, έτσι, τόσο τον τρόπο συγγραφής όσο και τον τρόπο αναπαραγωγής και διακίνησης της παλπ λογοτεχνίας.

Επιχειρώντας, λοιπόν, κανείς να σχεδιάσει την καμπύλη που διαγράφει η εκδοτική παρουσία της ληστρικής πεζογραφίας διαπιστώνει πως αυτή ξεκινά στις αρχές του 20ού αιώνα, ακολουθεί ανοδική πορεία από το 1910, κορυφώνεται γύρω στα μέσα της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας και έκτοτε σημειώνει σταδιακή κατωφέρεια μέχρι το 1938, οπότε και η έκδοση ή δημοσίευση ληστρικών έργων απαγορεύεται από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. (άρθρο 41 του Αναγκαστικού Νόμου 1029 «Περί τύπου», ΦΕΚ 68Α/22.2.1938) «Το ληστρικό μυθιστόρημα πάντως φαίνεται πως είχε ήδη κλείσει τον κύκλο του όταν η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε και τυπικά από τη μεταξική δικτατορία» σημειώνει ο Τάκης Καγιαλής. Και, πράγματι, βαδίζοντας προς τα μέσα της δεκαετίας του 1930 το ληστρικό ανάγνωσμα αποκαθηλώνεται από την πρωτοκαθεδρία του, εξαντλεί τις εμπορευματικές του δυνατότητες και απομακρύνεται σταδιακά από το επίκεντρο του αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Το γεγονός αυτό δεν είναι, βέβαια, ασύνδετο με την παράλληλη υποχώρηση και καταστολή της δράσης των ληστοσυμμοριών στις ορεινές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας κατ’ αυτό το διάστημα. Καθώς, λοιπόν, προοδευτικά συρρικνώνεται η εμβέλεια των πραγματικών προσώπων του ληστρικού σύμπαντος, περιορίζεται αναλογικά και ο μυθοποιημένος κατοπτρισμός τους στα σχετικά αναγνώσματα. Άλλωστε ο Μεταξάς λογοκρίνει το ληστρικό μυθιστόρημα, καθώς αυτό τείνει να ηρωοποιεί τον αντάρτη, ενώ ο ίδιος υπήρξε λάτρης του αστυνομικού μυθιστορήματος, που ηρωοποιεί τον διώκτη. Για αυτό και μετά το 1935 κυριαρχούν το αισθηματικό και το αστυνομικό μυθιστόρημα, που είναι και τα δύο πολύ φιλικά προς το κράτος, ή πάντως δεν είναι εχθρικά, ακριβώς όπως οι αστυνόμοι και οι αισθηματίες.

Σε ό,τι έχει να κάνει ειδικότερα με τον χώρο του ημερήσιου μεσοπολεμικού Τύπου φαίνεται πως οι επιφυλλίδες του δεν κυοφορούν πληθώρα ληστρικών μυθιστορημάτων. Είναι γεγονός πως το αμιγώς ληστρικό μυθιστόρημα ευδοκίμησε κυρίως είτε με τη μορφή του εκδομένου βιβλίου είτε, πολύ περισσότερο, ως φυλλάδιο σε συνέχειες. Ωστόσο, το ενδιαφέρον του λεγόμενου «λαϊκού» Τύπου του Μεσοπολέμου για τα ληστρικά αναγνώσματα είναι υπαρκτό. Μάλιστα, φαίνεται να πυκνώνει αισθητά μετά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920, όταν οι εκδόσεις ληστρικών μυθιστορημάτων αρχίζουν σταδιακά να υποχωρούν, ενώ δεν χάνεται εντελώς ακόμη και μετά την επίσημη απαγόρευση του 1938. Ακόμη και  στα μεταπολεμικά χρόνια δεν είναι απίθανο να συναντήσει κανείς ληστρικά στις εφημερίδες, αν σκεφτούμε λ.χ. το μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση, Οι λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών,  δημοσιευμένο στην εφ. Βραδυνή το 1952 [(αυτοτελής έκδοση: Καστανιώτης 1999), το οποίο αναφέρεται στη σφαγή του Δήλεσι του 1870 (αναφέρεται στη σύλληψη, ομηρία και θανάτωση ομάδας άγγλων και ιταλών περιηγητών από τους λήσταρχους Αρβανιτάκηδες)].

Πιο αναλυτικά, ένα ενδεικτικό παράδειγμα της παρουσίας κειμένων ληστρικής θεματικής στον ημερήσιο μεσοπολεμικό Τύπο ακόμη και μετά τη χαριστική βολή που τους έδωσε η μεταξική δικτατορία προσφέρουν η «λαϊκότερη» και φιλομεταξική εφημερίδα Ελληνικόν Μέλλον στις αρχές Νοεμβρίου 1938. Τότε ακριβώς συνυπάρχουν στις στήλες της εφημερίδας αφενός η ιστορική μονογραφία του ιστορικού και συνεργάτη της εφημερίδας Γεωργίου Ασπρέα (1875-1952) με τίτλο «Η ληστεία και τα κόμματα/Η ληστεία. Πηγαί-θρύλοι-παραδόσεις» (3.7.1938-3.11.1938), η οποία δημοσιεύεται σε συνέχειες για μήνες και πραγματεύεται το φαινόμενο της ληστείας στην ελληνική επικράτεια τα μετεπαναστατικά χρόνια (σημειώνω ότι η αναπαραγωγή φιλολογικών ή ιστορικών έργων που αφορούν τη ληστεία δεν είχε απαγορευτεί από τον νόμο του Μεταξά) και αφετέρου το ληστρικό ανάγνωσμα με τίτλο «Μια καταπληκτική ιστορία. Λύγκος. Ο λεβέντης της Ρούμελης μέσα στους ανθρωποφάγους» (6.11.1938-19.12.1938), το οποίο «γράφεται επί τη βάση αφηγήσεων του συντρόφου του ειδικώς δια το Ελληνικόν Μέλλον» από τον Κίμωνα Αττικό, ψευδώνυμο του ληστρικού επιφυλλιδογράφου, Ιωάννη Σκουτερόπουλου (1890-1985). Σημειώνω ότι τριάντα χρόνια πριν τον Σκουτερόπουλο, και ο Αριστείδης Κυριακός, στυλοβάτης του είδους, είχε εκδώσει, επίσης, μυθιστορήματα για τον συγκεκριμένο ληστή. Όταν δημοσιεύεται το εν λόγω έργο στο Ελληνικόν Μέλλον ο Ιωάννης Σκουτερόπουλος έχει στο ενεργητικό του τουλάχιστον άλλα δέκα ληστρικά μυθιστορήματα, ενώ το 1935 έγραφε και ως ληστρικός επιφυλλιδογράφος στο περιοδικό Πάνθεον. Επομένως, πρόκειται για έναν λαϊκό συγγραφέα ασκημένο στο είδος. Το εν λόγω επιφυλλιδικό μυθιστόρημα διεκτραγωδεί την περιπλάνηση του περίφημου αρχιληστή που έδρασε στα μέσα του 19ου αιώνα στην ανεξερεύνητη ζούγκλα της Βραζιλίας. Η μεταφορά της δράσης θρυλικών προσώπων σε εξωτικούς τόπους όπως η ζούγκλα με τα άγρια θηρία και τους ανθρωποφάγους είναι πάρα πολύ συνηθισμένη στα pulp μυθιστορήματα που κυκλοφορούν στις μεσοπολεμικές «λαϊκές» εφημερίδες. Ενώ τον Αύγουστο του 1939 η ίδια εφημερίδα δημοσιεύει σε πολλές συνέχειες και τη μακρά ιστορική έρευνα του Σκουτερόπουλου «Η ηρωική χωροφυλακή. Εις τους αγώνας της υπέρ του Νόμου», η οποία θίγει και το θέμα της εξόντωσης του φαινομένου της ληστείας.

Τα έργα αυτά, αν και διαφορετικής υφής, πιστοποιούν πως κάποια χρόνια μετά την παρακμή του ληστρικού καθεστώτος και λίγους μήνες μετά τη δια νόμου απαγόρευση των αναγνωσμάτων που κρίθηκε πως το ενθαρρύνουν, οι αναφορές στον κόσμο των ληστών δεν αποσύρονται οριστικά από τα φύλλα των εφημερίδων. Πλέον, όμως, οι ληστές γίνονται αντικείμενο ιστορικής έρευνας ή περνάνε στη σφαίρα του θρύλου, συνεχίζοντας την καριέρα τους ως ήρωες μυθιστορημάτων περιπέτειας με τη δράση τους όμως αποκεντρωμένη, εκτός της ελληνικής επικράτειας.

Και προηγουμένως όμως, όταν μετά το 1927 έχει εν πολλοίς εκτονωθεί η εκδοτική έκρηξη των ληστρικών μυθιστορημάτων, μετά τον απόηχο των συνταρακτικών απαγωγών πολιτικών και άλλων προσώπων  τα φύλλα των «λαϊκότερων» εφημερίδων συνεχίζουν να φιλοξενούν στις επιφυλλίδες τους βιογραφικά και περιπετειώδη αναγνώσματα για τους «βασιλείς των ορέων», γεγονός που αποδεικνύει ότι η ληστρική λογοτεχνία εξακολουθεί σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930 να βρίσκει το κοινό της και να έλκει το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Μάλιστα, ο ρυθμός δημοσίευσης ληστρικών αναγνωσμάτων είναι τόσο εντατικός, ώστε το είδος γνωρίζει μια νέα ακμή στην καρδιά του Μεσοπολέμου, γεγονός που οπωσδήποτε σχετίζεται με την παράλληλη έξαρση του φαινομένου της ληστείας την περίοδο αυτή.

Ειδικότερα, η ληστοκρατία, η οποία εμφανίστηκε ως κοινωνικό φαινόμενο στον ελλαδικό χώρο στα μετεπαναστατικά χρόνια σαν ιστορική και πολιτισμική συνέχεια του κλεφταρματολισμού και διήρκησε για έναν περίπου αιώνα (1835-1935), έπειτα από μια περίοδο παγίωσης ενός ληστρικού καθεστώτος (1871-1920), εντείνεται σημαντικά τα χρόνια από το 1920 μέχρι και το 1935, οπότε και εξαλείφεται οριστικά εξαιτίας της ενίσχυσης των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών, αλλά και λόγω των ευρύτερων κοινωνικοοικονομικών μετασχηματισμών που δεν ευνοούν την περαιτέρω ανάπτυξή της (κυρίως πρόκειται για κρατικές παρεμβάσεις στην αγροτική οικονομία και την ημι-νομαδική κτηνοτροφία, από τις οποίες εξαρτόνταν εν πολλοίς οι ληστρικές δραστηριότητες, βλ. Βαγγέλης Τζούκας «Κράτος, καταστολή και τοπικές κοινωνίες στον Μεσοπόλεμο. Η ληστεία στην Ήπειρο» στον τόμο «Η Ελλάδα στον Μεσοπολεμο», Αλεξάνδρεια 2017. Μάλιστα, το φαινόμενο λαμβάνει τέτοιες διαστάσεις τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ώστε η εκάστοτε πολιτική ηγεσία δεσμεύεται να περιορίσει την έκρυθμη κατάσταση, η οποία τραυματίζει το κύρος της και δημιουργεί δυσλειτουργίες στον κρατικό μηχανισμό, που ταυτόχρονα προσπαθούσε να διεκπεραιώσει την προσφυγική εγκατάσταση και είχε ήδη αρχίσει να αισθάνεται πως αναφύεται μια απειλή πιο έντονη από αυτήν που συμβόλιζε η παρουσία των ατάκτων «βασιλέων των ορέων», που δεν ήταν άλλη από το κομμουνιστικό κίνημα.  Σε αυτό το πλαίσιο καταστολής του φαινομένου, κοντά στα άλλα νομοθετικά διατάγματα για την πάταξη της ληστείας, τόσο η δικτατορία του Πάγκαλου (1925-1926) όσο και η κυβέρνηση του Βενιζέλου (1928-1932), πριν ακόμη από τη μεταξική απαγόρευση, λαμβάνουν προληπτικά μέτρα, λογοκρίνοντας τη λογοτεχνική ύλη που κατασκευάζει ληστρικούς υπερήρωες και φιμώνοντας έργα που εστιάζουν σε φυσιογνωμίες ληστών και προβάλλουν τις αρετές και τα κατορθώματα των συμμοριών τους. Όπως σημειώνει ο Χρήστος Δερμεντζόπουλος [Το ληστρικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα. Μύθοι-παραστάσεις-ιδεολογία, Αθήνα, Πλέθρον, 1997, σ. 55,] «Σε ό,τι αφορά όμως την περίοδο της δικτατορίας του Παγκάλου, το ληστρικό μυθιστόρημα όχι μόνο δεν περιορίστηκε ˗άλλωστε τη δεκαετία του 1920 βρίσκεται στη μεγάλη ακμή του˗, αλλά, αντίθετα, συνέχισε την εκδοτική του επιτυχία, εφευρίσκοντας διάφορους τρόπους παράκαμψης και αποφυγής των επιβαλλόμενων απαγορεύσεων». Ενώ ενδεικτικό της έξαρσης που είχε λάβει το φαινόμενο είναι το γεγονός πως οι ίδιες οι εκλογές του ’28 συνδέθηκαν στενά με τη ληστοκρατία, αφού είχαν απαχθεί από ληστές υποψήφιοι ή πρώην βουλευτές και ο Βενιζέλος έθεσε αφενός ως προϋπόθεση για τη διεξαγωγή των εκλογών την απελευθέρωση ενός εκ των βουλευτών και αφετέρου ως έναν κεντρικό στόχο της μελλοντικής του διακυβέρνησης την οριστική πάταξη της ληστείας. Για αυτό και το σχετικό νομοσχέδιο για την απαγόρευση των ληστρικών αναγνωσμάτων κατατίθεται στη Βουλή μόλις δύο μόλις μήνες μετά την άνοδο της κυβέρνησης του Βενιζέλου στην εξουσία,  συνιστούσε δηλαδή μια από τις πρώτες νομοθετικές παρεμβάσεις, ενώ το μεταξικό καθεστώς έδειξε μικρότερη σπουδή ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς απαγόρευσε τα ληστρικά ενάμιση χρόνο μετά την εγκαθίδρυσή του.

Ωστόσο, οι απαγορεύσεις αυτές δεν κατάφεραν να ανακόψουν την αλματώδη πορεία που διαγράφει η ληστρική λογοτεχνία την εποχή αυτή. Αντιθέτως, αυτή ακριβώς η κρατική πυγμή και η εντατικοποίηση των προσπαθειών για εξάλειψη του «άγους της ληστοκρατίας» με τις διαδοχικές και αλλεπάλληλες συμπλοκές, συλλήψεις, δίκες και εκτελέσεις των ληστών και των ομάδων τους γονιμοποιεί τη «λαϊκή» φαντασία και προσφέρει στον Τύπο της εποχής, πέρα από πλήθος ειδήσεων, ανταποκρίσεων και επικαιρικών ρεπορτάζ,  και πολλά ληστρικά μυθοπλαστικά αναγνώσματα που δημοσιεύονται σε συνέχειες. Να σημειώσουμε εδώ ότι τέτοιου είδους ωσμώσεις μεταξύ της στήλης με το ειδησεογραφικό ρεπορτάζ και της επιφυλλίδας με το μυθιστόρημα, δεν συναντά κανείς μόνο στην περίπτωση του ληστρικού. Αυτή ακριβώς η αλληλεπίδραση της επικαιρότητας των ειδησεογραφικών άρθρων με τα μυθοπλαστικά έργα που συστεγάζονται στο ίδιο εφημεριδικό φύλλο συνιστά έναν από τους βασικούς κανόνες του πολιτισμού της εφημερίδας, που στη σχετική βιβλιογραφία ονομάζεται «ποιητική της διάχυσης»: οι μαύρες γραμμές που διακρίνουν τυπογραφικά τις ειδησεογραφικές στήλες από τη λογοτεχνική επιφυλλίδα δεν είναι στεγανές αλλά πορώδεις, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα δίκτυο ανατροφοδότησης μεταξύ λογοτεχνικού και δημοσιογραφικού λόγου, εντός του οποίου θέματα, ιδέες, προβληματισμοί, ζητήματα, ακόμη και εκφραστικοί τρόποι διαχέονται διαρκώς στο εσωτερικό του εφημεριδικού φύλλου και ενισχύουν αυτή τη διαρκή αλληλοτροφοδότηση μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Το ληστρικό είναι ένα από τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα με τα οποία μπορεί κανείς να περιγράψει αυτό το φαινόμενο στον χώρο του Τύπου.

Έτσι, όταν τον Μάρτιο του 1927 συστηματοποιούνται οι ενέργειες για τη σύλληψη των αδερφών Γιαγάδων, των οποίων η συμμορία δρούσε στη Σάμο, φιλοξενείται στην Εσπερινή του Πέτρου Γιάνναρου, «λαϊκή» και σκανδαλοθηρική εφημερίδα, για την ακρίβεια πρόκειται για το απόλυτο παράδειγμα «κίτρινου Τύπου» του Μεσοπολέμου, το «ζωντανό μυθιστόρημα δύο παλικαριών» με τίτλο «Τρεις άνθρωποι αντιμέτωποι ενός κράτους. Οι ασύλληπτοι Γιαγάδες. Μια μάχη προς εκατόν πενήντα χωροφύλακας» (10.3.1927-30.5.1927) με τη συνοδεία φωτογραφιών, σκίτσων, επίσημων εγγράφων και αυτογράφων.

Ομοίως, το φθινόπωρο του 1928 επιτυγχάνεται η σύλληψη των αδερφών Γιάννη και Θύμιου Ρέντζου, δύο ληστών που είχαν ταράξει την επικαιρότητα ιδίως με τη ληστεία της Πέτρας στις 13 Ιουνίου 1926, ληστεύοντας το αυτοκίνητο της χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας. Με αφορμή τα γεγονότα αυτά την ίδια χρονιά ο Αντώνιος Σβώκος γράφει το ληστρικό μυθιστόρημα Οι λήσταρχοι Ρετζαίοι και η ληστεία της Πέτρας (Αστήρ, 1926). Σχεδόν ένα μήνα μετά την άφιξη των συλληφθέντων στην Αθήνα και συγκεκριμένα ανήμερα των Χριστουγέννων του 1928 και πάλι η Εσπερινή ξεκινά να δημοσιεύει σε συνέχειες το «ματωμένο ρομάντσο» με τίτλο «Η δράσις των Ρετζαίων μέσα στας Αθήνας. Αφηγήσεις και ιστορία» (26.12.1928-10.1.1929). Τις μέρες που πραγματοποιείται η δίκη των δύο αδερφών και λίγους μήνες πριν από την εκτέλεσή τους, ο απεσταλμένος συνεργάτης της εφημερίδας Άγγελος Σγουρός επισκέπτεται το επονομαζόμενο «ντουέτο του θανάτου» στις φυλακές της Κέρκυρας για να συνομιλήσει μαζί τους και το σχετικό ρεπορτάζ φιλοξενείται στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας, χωρίς, ωστόσο, να δίνει αφορμή αυτήν τη φορά για κάποια ακόμα μυθοπλαστική αφήγηση για τους δύο ληστές.

Αντίστοιχα, όταν η δράση του λήσταρχου Μήτρου Τζατζά, του επονομαζόμενου λόγω των πολλών αισθηματικών του κατακτήσεων «Δον Ζουάν των ορέων», πυκνώνει τα έτη 1928 και 1929 με τις απανωτές απαγωγές των αδερφών Κουκουμπάνη (1 Μαΐου 1928), των πολιτευτών Μυλωνά και Μελά (4 Αυγούστου 1928) και του γερουσιαστή Χατζηγάκη (9 Σεπτεμβρίου 1929), η ίδια εφημερίδα θα δημοσιεύσει, κοντά στα σχετικά άρθρα που παρακολουθούν τις συμπλοκές αποσπασμάτων με τη συμμορία του Τζατζά, το ανυπόγραφο βιογραφικό μυθιστόρημα  με τίτλο «Ο βασιλεύς της βορείου Ελλάδος. Η περιπετειώδης ζωή του λήσταρχου Τζατζά. Η μόνη αυθεντική του ιστορία», το οποίο φιλοξενείται ως επιφυλλίδα σε συνέχειες από τις 12 Σεπτεμβρίου 1929 (12.9.1929-2.11.1929). Ενώ στις 17 Σεπτεμβρίου ξεκινά στην εφημερίδα και η δημοσίευση της αυτοβιογραφικής αφήγησης του ίδιου του Χατζηγάκη σε απεσταλμένο της Εσπερινής με τίτλο «Επτά ημερονύκτια στας χείρας των ληστών». Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και το μυθιστόρημα του Μ. Κρητικού με τίτλο Ο αιμοχαρής και πανούργος Τζατζάς (1929), το οποίο ο συγγραφέας υπογράφει ως δημοσιογράφος και το παρουσιάζει στον πρόλογό του ως δημοσιογραφική αυτοψία.

Με ανάλογο τρόπο, μόλις δύο εικοσιτετράωρα μετά την επίσημη ανακοίνωση του φόνου του αιμοσταγούς λήσταρχου Λεωνίδα Μπαμπάνη (2 Φεβρουαρίου 1930) και συγκεκριμένα στις 4 Φεβρουαρίου 1930 η εφημερίδα θα σπεύσει να προσφέρει στο κοινό της το σύντομο αφήγημα «Μια ερωτική περιπέτεια του λήσταρχου Μπαμπάνη. Η απαγωγή της ωραίας Ρουμανίδος» (4.2.1930-10.2.1930) και κατόπιν, ως συνέχεια αυτού, το ανάγνωσμα με τίτλο «Μια ληστρική φυσιογνωμία που εξοντώθη. Ποιος ήταν ο Λεων. Μπαμπάνης; Ο τρόμος και ο φόβος των χωρικών» (11.2.1930-24.2.1930). Κάποια χρόνια νωρίτερα για τον ίδιο είχε γραφτεί και μυθιστόρημα από τον Μίνω Ανδρουλιδάκη με τίτλο Ο λήσταρχος Μπαμπάνης και η ληστεία της Κατερίνης (Θύελλα, 1925). Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1925, τη χρονιά που δολοφονήθηκαν οι Πάντος Μπαμπάνης και Φώτης Γιαγκούλας (20 Σεπτεμβρίου 1925), έπειτα από ληστείες και απαγωγές που οργάνωσε η συμμορία  τους στην Πιερία.

Ενώ λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση της δημοσίευσης αυτής και συγκεκριμένα στις 2 Μαρτίου 1930 ξεκινά να δημοσιεύεται το ανάγνωσμα «Τι χρειάζεται δια να γίνει ένας ληστής. Πώς οι εξάδελφοι Κουμπαίοι έγιναν βασιλείς των ορέων. Μια αυθεντική ιστορία τους» (2.3.1930-19.4.1930) τη συγγραφή του οποίου πυροδοτεί, ασφαλώς, η εκτέλεση των ληστών που είχαν αναστατώσει με τη δράση τους την Ήπειρο, των πρωτοξάδερφων Τάκη και Κώστα Κουμπή, μόλις δύο μέρες πριν, το απόγευμα της 28ης Φεβρουαρίου 1930 στο Γουδί. Ληστρικό μυθιστόρημα για τους Κουμπαίους είχε γράψει προηγουμένως ο Τίμος Σταθόπουλος, το οποίο γνώρισε διαδοχικές επανεκδόσεις. (Βλ. Τίμος Σταθόπουλος, Οι λήσταρχοι Κουμπαίοι, Αστήρ, 1916, 1925, 1927).

Καταλαβαίνουμε, έτσι, ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή που η δράση των ληστρικών προσωπικοτήτων μυθιστορηματοποιείται και δίνει τακτικά το παρόν στις επιφυλλίδες των εφημερίδων, οι οποίες αρδεύονται διαρκώς από τα πληθωρικά δημοσιεύματα της εποχής. Μάλιστα, αυτή η σχέση μεταξύ τρέχουσας δημοσιογραφίας και επιιφυλλιδογραφίας στην περίπτωση του ληστρικού δεν πιστοποιείται μόνο μέσα από τη δημοσίευση αναγνωσμάτων με πρωταγωνιστές ληστές που το πρόσωπό τους (επαν)έρχεται στην επικαιρότητα. Αλλά και μέσα από τη δημοσίευση παλαιότερων ληστρικών μυθιστορημάτων που η υπόθεσή τους παρουσιάζει ορατές αναλογίες με το παρόν της εποχής.

Αντίστοιχα, όταν η δράση του λήσταρχου Μήτρου Τζατζά, του επονομαζόμενου λόγω των πολλών αισθηματικών του κατακτήσεων «Δον Ζουάν των ορέων», πυκνώνει τα έτη 1928 και 1929 με τις απανωτές απαγωγές των αδερφών Κουκουμπάνη (1 Μαΐου 1928), των πολιτευτών Μυλωνά και Μελά (4 Αυγούστου 1928) και του γερουσιαστή Χατζηγάκη (9 Σεπτεμβρίου 1929), η ίδια εφημερίδα θα δημοσιεύσει, κοντά στα σχετικά άρθρα που παρακολουθούν τις συμπλοκές αποσπασμάτων με τη συμμορία του Τζατζά, το ανυπόγραφο βιογραφικό μυθιστόρημα  με τίτλο «Ο βασιλεύς της βορείου Ελλάδος. Η περιπετειώδης ζωή του λήσταρχου Τζατζά. Η μόνη αυθεντική του ιστορία», το οποίο φιλοξενείται ως επιφυλλίδα σε συνέχειες από τις 12 Σεπτεμβρίου 1929 (12.9.1929-2.11.1929). Ενώ στις 17 Σεπτεμβρίου ξεκινά στην εφημερίδα και η δημοσίευση της αυτοβιογραφικής αφήγησης του ίδιου του Χατζηγάκη σε απεσταλμένο της Εσπερινής με τίτλο «Επτά ημερονύκτια στας χείρας των ληστών». Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και το μυθιστόρημα του Μ. Κρητικού με τίτλο Ο αιμοχαρής και πανούργος Τζατζάς (1929), το οποίο ο συγγραφέας υπογράφει ως δημοσιογράφος και το παρουσιάζει στον πρόλογό του ως δημοσιογραφική αυτοψία.

Με ανάλογο τρόπο, μόλις δύο εικοσιτετράωρα μετά την επίσημη ανακοίνωση του φόνου του αιμοσταγούς λήσταρχου Λεωνίδα Μπαμπάνη (2 Φεβρουαρίου 1930) και συγκεκριμένα στις 4 Φεβρουαρίου 1930 η εφημερίδα θα σπεύσει να προσφέρει στο κοινό της το σύντομο αφήγημα «Μια ερωτική περιπέτεια του λήσταρχου Μπαμπάνη. Η απαγωγή της ωραίας Ρουμανίδος» (4.2.1930-10.2.1930) και κατόπιν, ως συνέχεια αυτού, το ανάγνωσμα με τίτλο «Μια ληστρική φυσιογνωμία που εξοντώθη. Ποιος ήταν ο Λεων. Μπαμπάνης; Ο τρόμος και ο φόβος των χωρικών» (11.2.1930-24.2.1930). Κάποια χρόνια νωρίτερα για τον ίδιο είχε γραφτεί και μυθιστόρημα από τον Μίνω Ανδρουλιδάκη με τίτλο Ο λήσταρχος Μπαμπάνης και η ληστεία της Κατερίνης (Θύελλα, 1925). Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1925, τη χρονιά που δολοφονήθηκαν οι Πάντος Μπαμπάνης και Φώτης Γιαγκούλας (20 Σεπτεμβρίου 1925), έπειτα από ληστείες και απαγωγές που οργάνωσε η συμμορία  τους στην Πιερία.

Ενώ λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση της δημοσίευσης αυτής και συγκεκριμένα στις 2 Μαρτίου 1930 ξεκινά να δημοσιεύεται το ανάγνωσμα «Τι χρειάζεται δια να γίνει ένας ληστής. Πώς οι εξάδελφοι Κουμπαίοι έγιναν βασιλείς των ορέων. Μια αυθεντική ιστορία τους» (2.3.1930-19.4.1930) τη συγγραφή του οποίου πυροδοτεί, ασφαλώς, η εκτέλεση των ληστών που είχαν αναστατώσει με τη δράση τους την Ήπειρο, των πρωτοξάδερφων Τάκη και Κώστα Κουμπή, μόλις δύο μέρες πριν, το απόγευμα της 28ης Φεβρουαρίου 1930 στο Γουδί. Ληστρικό μυθιστόρημα για τους Κουμπαίους είχε γράψει προηγουμένως ο Τίμος Σταθόπουλος, το οποίο γνώρισε διαδοχικές επανεκδόσεις. (Βλ. Τίμος Σταθόπουλος, Οι λήσταρχοι Κουμπαίοι, Αστήρ, 1916, 1925, 1927).

Καταλαβαίνουμε, έτσι, ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή που η δράση των ληστρικών προσωπικοτήτων μυθιστορηματοποιείται και δίνει τακτικά το παρόν στις επιφυλλίδες των εφημερίδων, οι οποίες αρδεύονται διαρκώς από τα πληθωρικά δημοσιεύματα της εποχής. Μάλιστα, αυτή η σχέση μεταξύ τρέχουσας δημοσιογραφίας και επιιφυλλιδογραφίας στην περίπτωση του ληστρικού δεν πιστοποιείται μόνο μέσα από τη δημοσίευση αναγνωσμάτων με πρωταγωνιστές ληστές που το πρόσωπό τους (επαν)έρχεται στην επικαιρότητα. Αλλά και μέσα από τη δημοσίευση παλαιότερων ληστρικών μυθιστορημάτων που η υπόθεσή τους παρουσιάζει ορατές αναλογίες με το παρόν της εποχής.

Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το μυθιστόρημα του Αρ. Κυριακού με τίτλο «Οι λησταί κυβερνούν με αρχηγόν τον Δημ. Βούλγαρην», το οποίο αναδημοσιεύεται σε συνέχειες υπό τη ρουμπρίκα «Το συνταρακτικότερον ελληνικόν ανάγνωσμα» από τις 21 Μαΐου μέχρι τις 13 Σεπτεμβρίου 1933 στο αντιβενιζελικό Ελληνικόν Μέλλον.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στην Αθήνα του 1862 και αναφέρεται στη συνεργασία του πρωθυπουργού Δημητρίου Βούλγαρη με λήσταρχους, προκειμένου εκείνος να πετύχει την πτώση των πολιτικών του αντιπάλων.

Ο λόγος για τον οποίο στην προκείμενη περίπτωση το αντιβενιζελικό Ελληνικόν Μέλλον επιλέγει προς αναδημοσίευση το εν λόγω μυθιστόρημα του Κυριακού δεν είναι τυχαίος, αλλά σχετίζεται με τις πολιτικές εξελίξεις την άνοιξη του 1933. Ειδικότερα, στις 15 Μαΐου 1933 ο Βενιζέλος βρίσκεται απολογούμενος στη Βουλή, καθώς τέσσερις μέρες πριν, στις 11 Μαΐου 1933 οι Αντιβενιζελικοί, με επικεφαλής τον Ιωάννη Μεταξά, απαίτησαν την παραπομπή του σε ειδικό δικαστήριο, κρίνοντάς τον ως ηθικό αυτουργό και συνεργό του Νικολάου Πλαστήρα στο πραξικόπημα που ο τελευταίος διοργάνωσε τη νύχτα των εκλογών της 5ης Μαρτίου 1933. Η απαγγελία κατηγοριών στον πρώην πρωθυπουργό της χώρας και η σύσταση ειδικού δικαστηρίου αναστατώνουν την κοινή γνώμη και επαναφέρουν στη μνήμη την ανάλογη περίπτωση της δίκης του πρωθυπουργού Δημητρίου Βούλγαρη, «του τυραννικωτέρου μέχρι εμφανίσεως του κ. Βενιζέλου πρωθυπουργού που εγνώρισεν η χώρα», σύμφωνα με το σημείωμα που προλογίζει τη δημοσίευση του μυθιστορήματος του Κυριακού. Συνεπώς, ο εντοπισμός αντιστοιχιών μεταξύ των δύο συγκυριών ωθεί την εφημερίδα στη συγκεριμένη επιλογή. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η επικοινωνία μεταξύ ληστρικής επιφυλλιδογραφίας και επικαιρικής αρθρογραφίας είναι χαρακτηριστική.

Φαίνεται, λοιπόν, πως όπως η ληστοκρατία έτσι και η ληστρική λογοτεχνία λίγο πριν από την οριστική της εξάλειψη θα γνωρίσει εντυπωσιακή αναζωπύρωση, όχι μόνο στο πεδίο των αυτοτελών εκδόσεων, αλλά και στον χώρο του εφήμερου. Εκεί, ιδίως στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές του 1930, τα δημοσιεύματα που παρακολουθούν τις εξελίξεις γύρω από το ζήτημα της ληστείας τροφοδοτούν τη μυθοπλαστική φαντασία, που με τη σειρά της διοχετεύεται στις επιφυλλίδες με τη μορφή αναγνωσμάτων για ληστές σύγχρονους των συγγραφέων και των αναγνωστών, τα οποία καταναλώνονται από ένα κοινό που διψά για λίγη ακόμα ληστρική περιπέτεια. Ενώ λίγο αργότερα, όταν πια η ληστεία, έπειτα από έναν περίπου αιώνα, παύει να απασχολεί ουσιαστικά, το ενδιαφέρον του ημερήσιου Τύπου για αυτή δεν χάνεται ολοκληρωτικά, αλλά περιορίζεται πλέον είτε σε ιστορικές διηγήσεις που παρακολουθούν τη ληστεία σαν φαινόμενο, εξυμνώντας μάλιστα και τα κατορθώματα της χωροφυλακής, είτε μετασχηματίζεται σε εξωτικά και περιπετειώδη μυθιστορήματα με ήρες ληστές του μακρινού παρελθόντος. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για αναγνώσματα αποδεκτά από την κρατική νομιμότητα, αντίστοιχα με τα άλλα είδη που την περίοδο αυτή αντικαθιστούν το ληστρικό μυθιστόρημα από την πρωτοκαθεδρία των αναγνωστικών προτιμήσεων στον «λαϊκό» ημερήσιο Τύπο, όπως λ.χ. τα αστυνομικά, τα κατασκοπευτικά, τα μυθιστορήματα μυστηρίου, αλλά ακόμη και τα αισθηματικά, τα αραβικά ή ανατολίτικα μυθιστορήματα και αναγνώσματα.

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει:

Καμία δημοσίευση για προβολή