Η εκτέλεση των Νταφούλη και Ζάκκα

Μια συνέντευξη του Μ. Γοργού με τους δυο μελλοθάνατους Νταφούλη και Ζάκκα στα κρατητήρια του 2ο Τμήματος Λάρισας, λίγες ώρες πριν την εκτέλεση τους

Η εκτέλεση των Νταφούλη και Ζάκκα

Την Άνοιξη του 1929, η διεύθυνση της εφημερίδας μου με είχε κρίνει κατάλληλο για την αποστολή στην Λάρισα. Οι Νταφούλης και Ζάκκας, δράστες της στυγερής δολοφονίας του μεγαλοκτηματία Καρούσου, είχαν μεταφερθεί στο 2ο Τμήμα Λάρισας από τις φυλακές Αίγινας, συνοδευόμενοι από δύο αποσπάσματα.

Η εκτέλεση τους είχε οριστεί  για τις 18ης Μαΐου 1929 και είχε συμπέσει με τις πρώτες δίκες των λήσταρχων Κουμπαίων. Οι υποθέσεις αυτές θα δικάζονταν στις 15 Μαΐου εκείνου του έτους, στο Κακουργιοδικείο της Κέρκυρας, έπειτα από πολλές αναβολές. Το ευτυχές για εμένα ήταν ότι η εκδίκαση των Κουμπαίων για την σφαγή διακοσίων πενήντα προβάτων και τεσσάρων ίππων καθυστερούσε καθώς οι κληθέντες μάρτυρες φοβούταν να παρουσιαστούν στο δικαστήριο. Διατηρούσα έτσι ακόμα τις ελπίδες μου να φτάσω στην Κέρκυρα πριν την έναρξη της δίκης για την αιχμαλωσία των πολιτευτών Μελλά και Μυλωνά που αποτελούσε το κύριο σημείο αυτής της σειράς δικών.  

Στο γραφείο του διοικητή κυρίου Μπάνου

Μέχρι την 5η πρωινή θα πέρναγα το βράδυ μου στο γραφείο του διοικητή 2ου Τμήματος Λάρισας κυρίου Μπάνου για να καταγράψω τις τελευταίες αγωνιώδεις στιγμές των μελλοθάνατων Ζάκκα και Νταφούλη.

Το απόγευμα, είχα γίνει μάρτυρας της επίσκεψης της γυναίκας και των παιδιών του Νταφούλη στο κρατητήριο. Κατά την συνάντηση τους έλαβαν χώρα άκρως συγκινητικές στιγμές. Τα παιδιά μόλις είδαν τον πατέρα τους, άρχισαν να κλαίνε και στο τέλος εξεράγησε σε λυγμούς και ο τρομερός λήσταρχος.

Η σκηνή ήταν σπαρακτική. Η γυναίκα του ικέτευε τους χωροφύλακες να λυπηθούν τα παιδιά του ενώ οι χωροφύλακες απομάκρυναν την αλαλάζουσα οικογένεια η οποία παρέμεινε έξω από την Διοίκηση όπου είχαν συγκεντρωθεί και άλλοι συγγενείς του Νταφούλη κλαίγοντας και θρηνώντας.   

Ήταν αυτές οι στιγμές που οι δυο ληστές έχασαν πλέον την ψυχραιμία την οποία διατηρούσαν καθ’ όλη την διάρκεια της δίκης. Οπωσδήποτε οι ληστές ήλπιζαν, μέχρι την προηγούμενη νύχτα, ότι θα διατάσσονταν η αναστολή της εκτέλεσης τους. Ιδίως δε ο Ζάκκας επαναλάμβανε συνεχώς: «Δεν πιστεύω να γίνει τέτοιο πράγμα».

Όσο η ώρα περνούσε και δεν λάμβαναν νέες ειδήσεις τόσο οι δυνάμεις τους, τούς εγκατέλειπαν μέχρι που τους επισκέφτηκαν οι συνήγοροι τους οι οποίοι τους ανήγγειλαν ότι η εκτέλεση τους θα γινόταν αμέσως και ότι δεν έπρεπε πλέον να τρέφουν καμιά ελπίδα.  Ακολούθως τους επισκέφτηκε ο ιερέας και τους κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων.

Η εκτέλεση των Νταφούλη και Ζάκκα

Το όνειρο του Ζάκκα

Στις 12 το βράδυ ο Ζάκκας ξυπνώντας από ένα τρομερό όνειρο πλησίασε την πόρτα του κρατητηρίου και αποτεινόμενος προς τον αγρυπνώντα έξω χωροφύλακα είπε:

«Πέστε έναν δημοσιογράφο να έλθει να του πω τις τελευταίες μου λέξεις και τα παράπονα μου γιατί το είδα το όνειρο φανερά, δεν την γλυτώνουμε».

Ο σκοπός μάς ανακοίνωσε την παράκληση του Ζάκκα. Κατόπιν τούτου μεταβήκαμε με τον  κύριο Μπάνο στο κρατητήριο όπου τον βρήκαμε εναγωνίως αναμένοντα.

«Τώρα που θα πεθάνω θέλω να πω τα παράπονα μου. Γιατί το όνειρο που είδα δεν γλιτώνω. Σε λίγες ώρες φεύγω από τούτο τον κόσμο.»

«Θα ήθελα -είπα- να μου έλεγες το όνειρο σου πριν από τα τελευταία σου λόγια.»

«Είδα στον ύπνο μου –άρχισε να μου διηγείται ο ληστής μελαγχολικός–  ότι τάχα ήμουνα από όξω από την Λάρισα και εκεί που διάβαινα σ’ ένα πλάι, είδα πρόβατα ριγμένα μέσα στα χωράφια και απάνω σε ένα ψήλωμα, ένα τσοπάνο ψηλό και καλοδεμένο και του φώναξα:

“Μάστε ρε τα πρόβατα! Μάστε γρήγορα. Τι μου τα έριξες μέσα στα γρασίδια;” Αλλά αυτός ρίχτηκε πάνω μου με μια γιαταγάνα μεγάλη και την έφερε τριγύρα να με χτυπήσει. Αφού την έφερε τριγύρα καμιά δεκαριά φορές μου είπε: “Φύγε γιατί θα σου κόψω το κεφάλι”. Και εκεί που πήγε να με χτυπήσει ξύπνησα. Αυτό είναι φανερό πια τι σημαίνει.

Δεν με δίκασε ο Νόμος, με δίκασε ο Χαροκόπος με τα λεπτά του που πλήρωσε όλους και τον Τύπο ακόμα. Έχω παράπονο από το δικαστήριο διότι ενώ δεν ήμουν παρόν στο έγκλημα μου έβαλε τόσο μεγάλη ποινή. Και η Καρούσαινα και ο αμαξάς κατέθεσαν ότι δεν ήμουν παρόν και ότι είδαν δύο με τα χακί (δηλαδή τον Σερβετά και τον Καρβέλα) και ένα χωριάτη (δηλαδή τον Νταφούλη).

Ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών κύριος Διαμαντόπουλος έβαλε στα βουλεύματα ότι μπορεί να παρέδωσα εγώ τον Στάη και τον Φωτεινό στον Γιαγκούλα επειδή εγώ κυνηγάω πολύ καλά, ενώ ούτε κατ’ υπόψη γνωρίζω τον Στάη και τον Φωτεινό ούτε στο μέρος που συνελήφθηκαν έχω πάει ποτέ. Τώρα εγώ μετέλαβα και αν είχε συμβεί τέτοιο πράγμα δεν θα το έκρυβα. Επίσης ο κύριος Διαμαντόπουλος έγραφε στα βουλεύματα ότι το 1917 βρέθηκε στη γραμμή ένα κεφάλι ανθρώπου και μπορούσε να είμαι εγώ εκείνος που τον σκότωσε και άλλα πολλά.

Πως είναι δυνατόν να είμαι τέτοιος χαρακτήρας και να ζω σαράντα χρόνια μέσα στη Λάρισα και να μην έχω έλθει σε τμήμα ή εισαγγελέα ούτε ως μάρτυρας; Γι αυτό έχω μεγάλο παράπονο. Η ποινή που μου βάλανε ήταν πολύ μεγάλη. Εγώ δεν είχα καμιά ανάγκη να μπλέξω σε ληστείες γι’ αυτό όπως και οι μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν, μόλις άκουσαν ότι είμαι συνένοχος τους φάνηκε παράδοξο διότι είπαν ότι ο Ζάκκας δεν είχε καμιά ανάγκη να μπλέξει γιατί και χτήματα έχει και μηχανές χορτοκοπτικές και δυο παιδιά, το ένα οδοντοτεχνίτη που κερδίζει όσα θέλει και το άλλο μηχανικό με αυτοκίνητο και μαγαζί.»   

Η εκτέλεση της ληστείας

«Μα δεν είχες αναμειχθεί εσύ καθόλου στη ληστεία και δεν ήξερες τίποτα;»

«Στις 1 Ιουνίου, ημέρα διασκεδάσεως του καθηγητικού Συλλόγου, γλεντούσαμε στη θέση Λούνα Παρκ. Το βράδυ-βράδυ, βλέπω τον Ν. Χασιώτη με δυο καλοντυμένους με γυαλιά και ψαθάκια τελείως αγνώστους σε εμένα και τους χαιρέτησα λέγοντας στον Χασιώτη:

“Ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι;”

Ο Χασιώτης μου είπε ότι είναι ιδιόκτητες αυτοκινήτου και ήλθαν εδώ να δουν, αν έχει δουλειά, να φέρουν τα αυτοκίνητα. Τους κέρασα καφέ, καθίσαμε 10-15 λεπτά και έπειτα άρχισε να διαλύεται ο σύλλογος.

Πριν φτάσουμε στην πλατεία τους καληνύχτισα και έφυγα αφού δώσαμε συνάντηση για την άλλη μέρα στο καφενείο του φρουρίου. Την επόμενη στις ένδεκα συναντηθήκαμε στο φρούριο. Τότε ο Καρατζάς με ρώτησε δείχνοντας τα κάτωθι του φρουρίου χωριά.

“Τίνος είναι αυτά;”

“Του Χαροκόπου.”

“Μένει εδώ ο Χαροκόπος;”

“Ο ίδιος μένει στην Αθήνα. Εδώ μένει ο κουνιάδος του Καρούσος και ο ανεψιός του.”

“Δεν μπορείς να μας πεις που είναι ο Καρούσος;”

“Εγώ δεν μπορώ να κάμω αυτήν την δουλειά.”

Αυτοί μου είπαν ότι εμείς δεν σε θέλουμε ούτε μαζί μας να σε πάρουμε, ούτε οδηγό. Μόνο να μας τον δείξεις. Εγώ εκείνη την στιγμή δεν τους είπα τίποτα αλλά πάλι σκεπτόμενος ότι ο Καρτζάς ήταν φίλος του Τζάτζα ο οποίος τον βοήθησε και έφυγε από το Γεντί Κουλέ, και γνωρίζοντας ότι ο Τζάτζας εκείνη την εποχή βρίσκονταν στα σύνορα της Λάρισας και επειδή λόγω του ότι κυνηγούσα ταχτικά στα λημέρια του Τζάζτα καθώς και το παιδί μου ο Γιάννης κυνηγούσε κι αυτός ταχτικά στα μέρη εκείνα, φοβήθηκα και δέχθηκα να τους τον δείξω.

Έπειτα τους σύστησα τον κουμπάρο μου Νταφούλη. Πέραν αυτών τίποτα άλλο δεν ήξερα ούτε έπραξα. Πάντως δεν περίμενα να τον σκοτώσουν γιατί μόνο για λύτρα έλεγαν ότι θα το έκαναν.

Η πολιτική αγωγή είπε ότι το έκανα αυτό, αποβλέποντας στο να κατακτήσω τα κτήματα του Χαροκόπου; Είναι δυνατόν αυτό; Να σκεφτώ τέτοιο πράγμα που τα κτήματα του Χαροκόπου κάνουν απάνου από πέντε εκατομμύρια; Τώρα ξέρω ότι λίγες ώρες θα είμαι ακόμα στην ζωή. Αλλά ας το βρουν τα παιδιά τους όσοι είναι αίτιοι.»

Η εκδοχή του Νταφούλη  

Άμα τελείωσε ο Ζάκκας, ο Νταφούλης μου λέει:

«Αφού άκουσες τον κουμπάρο μου, πλησίασε να σου πω όλη την ιστορία για να καταλάβεις και ‘συ ότι άδικα σκοτώνομαι.

Στις 4 Ιουνίου είχα έλθει εδώ στη Λάρισα για να ψωνίσω. Βρήκα τον κουμπάρο μου στην πλατεία με τον Χασιώτη, τον οποίο δε γνώριζα και πήγαμε στο καφενείο του φρουρίου να πιούμε καφέ. Χωρίς να τα πολυλογώ ο κουμπάρος μου ο Ζάκκας μου πρότεινε να κάνουμε μια ληστεία αφού πρώτα μου είπε: “Ρε κουμπάρε τόσα χρόνια δουλεύεις και δεν μπορείς να βγεις από την σκουριά, δέξου να κάνουμε μια τέτοια δουλειά να δεις και ‘συ θεού πρόσωπο.”»

Στο σημείο αυτό ο Ζάκκας διαμαρτύρεται, βλέπει βλοσυρώς τον Νταφούλη και του λέει:

«Δεν ντρέπεσαι ρε κουμπάρε;»

Ο Ναφούλης όμως έχει πάρει απόφαση και συνεχίζει:

«Τους ρώτησα τι δουλειά είναι αυτή. “Πάμε δω στη γέφυρα στα πεύκα να είμαστε μόνοι και εκεί θα τα πούμε. Βαδίσαμε για τα πευκάκια όταν φτάσαμε βλέπω δυο άλλους κυρίους με γυαλιά και με ψαθάκια που μας περίμεναν. Ήσαν δηλαδή ο Καρατζάς και ο Σερβετάς. Τότε μου είπαν ότι πρέπει να πάρω το Σερβετά και τον Καρατζά επειδή δεν ήξεραν τα μέρη και να τους οδηγήσω στα Μίλωνα της Ελασσόνας όπου επρόκειτο να περάσει ένα αυτοκίνητο με πλούσιους για να τους ληστευόσουν.

Εγώ δεν δέχθηκα να αναλάβω διότι απείχε τρεις μέρες από την Λάρισα και επομένως θα γίνονταν αντιληπτή η απουσία μου από το χωριό. Αφού αρνήθηκα για την δουλειά αυτή αποφασίστηκε η ληστεία του Καρούσου που τα καθέκαστα τα γνωρίζεται.

Πάντως εγώ δεν έλαβα μέρος στο φόνο του Καρούσου και μόνο για οδηγός χρησίμευσα. Τον Καρούσο τον σκότωσε ο Σερβατάς παρουσία του Καρατζά. Εγώ ήμουν 50 μέτρα μακριά και περίμενα να έρθουν όλοι μαζί να πάμε τον Καρούσο μέχρι τον δημόσιο δρόμο και να τον αφήσουμε ελεύθερο όπως είχαμε υποσχεθεί στο απεσταλμένο μας για τα λύτρα. Σε μια στιγμή άκουσα έναν πυροβολισμό και σε λίγο είδα τον Καρατζά και τον Σερβετά να έρχονται προς τα μέρος μου και να μου λένε:

“Τον σκοτώσαμε γιατί δεν είχαμε όρεξη να έρθει καμιά φορά στην Αθήνα με τις γραβάτες του και να μας γνωρίσει.”

Ας όψεται ο κουμπάρος μου, εγώ ήμουν φτωχός αλλά δεν πείναγα κιόλας. Δούλευα και τάιζα τα παιδάκια μου. Τώρα μόνο αυτά λυπάμαι. Ας είναι.»

«Δεν μου λες Νταφούλη -του λέω. Λένε για τον κουμπάρο σου τον Ζακκα ότι υπέθαλπε τους ληστές και ότι ήταν ψημένοι στις δουλειές αυτές. Συ τι γνώμη έχεις;»

«Αυτός ψηλά -δείχνοντας τον ουρανό και το χώμα- που μας περιμένει ξέρει αλλά με τον τρόπο που έπεισε εμένα θα μπορούσε κι άλλους να πείσει να κάνει ότι φανταστείς…»    

Είναι καιρός να μεταφερθούν στον τόπο της εκτελέσεως

Ήταν η ώρα 3.30 το πρωί όταν τελείωσε την αφήγηση του ο Νταφούλης. Ενώ ετοιμαζόμουν να τον αποχαιρετήσω βλέπω τον συνήγορο του Ριζόπουλο να έρχεται προς το μέρος μας.

«Πως τα πέρασες τη νύχτα Νταφούλη; -του λέει- κοιμήθηκες καθόλου;»

«Αχ, τι να τον κάνω τον ύπνο. Σε λίγο θα κοιμηθώ για πάντα».

Στράφηκε προς τον κτηνωδώς κοιμώμενο σύντροφο του Ζάκκα του είπε:

«Σήκω ρε κουμπάρε να πούμε καμιά κουβέντα. Σε μια ώρα αποχαιρετάμε τον κόσμο για πάντα.»

«Τι να πούμε; -του απαντά ο Ζάκκας- χαζομάρες;» και γύρισε από το άλλο πλευρό για να συνεχίσει τον ύπνο του.

Στις 4:00 το πρωί ένα αυτοκίνητο πολυτελείας σταμάτησε στην πόρτα του Τμήματος. Σε αυτό επέβαινε ο ανώτερος Διοικητής Χωροφυλακής, συνταγματάρχης κύριος Βούρος ο οποίος καλώντας τον φρουρό της πύλης, τον διέταξε να ειδοποιήσει τον υπομοίραρχο διοικητή του τμήματος κύριο Μπάνου. Όταν ο Μπάνου παρουσιάστηκε, ο συνταγματάρχης του είπε:

«Ετοίμασε του άνδρες. Είναι καιρός να μεταφερθούν στον τόπο της εκτελέσεως»

Αφού έδωσε διάφορες άλλες οδηγίες ο κύριος Βούρος αναχώρησε για το κιόσκι όπου θα γίνονταν η εκτέλεση.

Το Τμήμα εντωμεταξύ πολιορκούταν από πλήθος κόσμου ο οποίος περίεργος ανέμενε να δει εξερχόμενους τους μελλοθανάτους ενώ άλλοι κατευθύνονταν προς τον ορισθέντα τόπο της εκτέλεσης.

Αχ κουμπάρες τι μου έκανες!

Οι μελλοθάνατοι από τα κιγκλιδώματα της τελευταίας τους κατοικίας παρακολουθούν τα έξω γενόμενα. Σε μια στιγμή πλησιάζω και ακούω τον Νταφούλη να λέει προς τον Ζάκκαν:

«Αχ κουμπάρε τι μου έκανες; Μου πήρες τα παιδιά μου στον λαιμό σου.»

«Σώπα ρε κουμπάρε μην κάνεις έτσι, απαντά ο Ζάκκας. Γραφτό μας ήταν.»

Στις 4:20, τέσσερα αυτοκίνητο τα οποία είχαν ειδοποιηθεί από την  προηγούμενη σταμάτησαν έξω από το τμήμα. Ο κύριος Μπάνου παρέλαβε τους δυο καταδίκους και τους επιβίβασε στα αυτοκίνητα. Και οι δυο φαινόταν ψύχραιμοι. Ο Νταφούλης έχει εξαγριωθεί και μονολογώντας λέει:

«Αν το σκότωνα τον καργιόλη δεν θα με ένοιαζε καθόλου.»

Προς τον τόπο της εκτέλεσης

Στις 4:30 η πομπή τεσσάρων αυτοκινήτων εκκινεί για τον τόπο της εκτέλεσης. Τα πάντα είναι έτοιμα. Στον τόπο της εκτέλεσης έχουν παραταχθεί ένας λόχος πεζικού και μια διμοιρία ευζώνων προς τήρηση της τάξης. Ο ανθυπασπιστής Φαρμάκης, επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος αναμένει τους ετοιμοθάνατους για να πραγματοποιήσει το σκληρό έργο του.

Το συγκεντρωμένο πλήθος εναγωνίως αναμένει την άφιξη των ληστών συνωθούμενο πίσω από την στρατιωτική φάλαγγα η οποία με μεγάλη δυσκολία το συγκρατεί.

Όταν τα μεταφέροντα τον Ζάκκα και τον Νταφούλη αυτοκίνητα έφτασαν στο τέρμα τους, το πλήθος διέσπασε την φάλαγγα και αναμίχτηκε με τους στρατιώτες οι οποίοι αδυνατούν να επιβάλλουν την τάξη. Χρειάστηκαν δέκα λεπτά και η ενίσχυση των παρευρισκόμενων χωροφυλάκων για να αποκατασταθεί κάποια ησυχία.

Εντωμεταξύ είχαν καταφτάσει πάνω από είκοσι αυτοκίνητα τα οποία μετέφεραν διάφορους περίεργους και άλλα στα οποία επέβαιναν ο αντιεισαγγελέας κύριος Τζανίδης, ο αντισυνταγματάρχης της χωροφυλακής κύριος Δροσόπουλος, ο ανακριτής Σβάρνας, οι συνήγοροι των μελλοθάνατων, οι ανταποκριτές των διάφορων εφημερίδων και διάφοροι αξιωματικοί της φρουράς Λαρίσης.

Οι τελευταίες στιγμές

Ο ανθυπασπιστής κύριος Φαρμάκης παρατάσσει τους άνδρες του αποσπάσματος σε δυο φάλαγγες των δώδεκα ανδρών έκαστη. Σε απόσταση δώδεκα μέτρων τοποθετούνται μπροστά σε κάθε φάλαγγα οι μελλοθάνατοι.

Ο ιερέας του Συντάγματος, Άνθιμος Κωλίτσης πλησιάζει τους μελλοθάνατους οι οποίο ασπάζονται το Ιερό Ευαγγέλιο και το χέρι του ιερέως ο οποίος τους ρωτάει αν θέλουν να πουν τίποτα. Ο Νταφούλης ζητάει τον συνήγορο του κύριο Ριζόπουλο τον οποίον παρακαλάει να επιβλέπει την γυναίκα του και τα παιδιά του και να προσέξει να είναι αγαπημένα με την αδελφή του και τη πεθερά του. Ο Ζάκκας προσθέτει:

«Δεν με νοιάζει που σε λίγο δεν θα υπάρχω. Αλλά φεύγω με ένα μεγάλο πόνο για τον γιό μου τον Γιάννη και την γυναίκα μου που τους παρήγγειλα να έρθουν να με δουν και έτσι πεθαίνω χωρίς να τους δω.»

Σε μια στιγμή πλησιάζω τον Νταφούλη και τον ρωτάω αν θέλει να προσθέσει τίποτα. Αυτός εξοργισμένος μου απαντά:

«Όχι. Έπρεπε να τον σκοτώσω εγώ για να πάω ευχαριστημένος»

Επί σκοπόν!   

Ο επικεφαλής του αποσπάσματος πλησιάζει και επιχειρεί να τους δέσει τα μάτια. Ο Νταφούλης τον απωθεί νευρικός. Το ίδιο και ο Ζάκκας προσθέτοντας:

«Σημαδέψτε με καλά, όπως εγώ σημάδευα τα ζαρκάδια…»

Και οι δυο διατηρούν κτηνώδη ψυχραιμία αναμένοντες μετά πρωτοφανούς καρτερικότητας τον θάνατο. Ο κύριος Φαρμάκης δίνει το παράγγελμα της προσοχής.

«Παρουσιάσατε αρμ!»

Πυρ…

Ακολούθως ο Γραμματέας του Πρωτοδικείου κύριος Γεωργάτσος διαβάζει την απόφαση του Διοικητηρίου.

«Παρά πόδα άρμ!»

Τίποτα δεν υπολείπεται πλέον.

«Επί σκοπόν!» διατάσει ο κύριος Φαρμάκης.

«Πυρ!»

Εντός ενός δευτερολέπτου ένας γδούπος ακούγεται και δυο πτώματα ξαπλώνονται ύπτια στο χώμα. Συγχρόνως στο αριστερό μέρος του συγκεντρωμένου πλήθους ακούγονται λυγμοί και ολοφυρμοί. Είναι η αδελφή του Νταφούλη η οποία παρευρίσκεται μαζί με τον ξάδελφο της στην εκτέλεση.

Ένας λοχίας από κάθε απόσπασμα πλησιάζει και ρίχνει την τελειωτική βολή. Το κρανίο του Νταφούλη διαρρηγνύεται και εκτινάσσεται σε απόσταση πέντε μέτρων. Το πλήθος μη εξαιρουμένων των κυριών και δεσποινίδων διασπά τη στρατιωτική φάλαγγα, πλησιάζει τα πτώματα και σιγά-σιγά αρχίζει να διαλύεται. Σε λίγο φτάνει μια νεκταροφόρος επί της οποία τοποθετείται το πτώμα του Νταφούλη το οποίο παραλαμβάνουν οι παρευρισκόμενοι συγγενείς του για να μεταφερθεί προς ταφή στο χωριό Τουρσονλάρ από το οποίο κατάγεται ο Νταφούλης.

Αργότερα, όταν είχα ήδη αναχωρήσει για την Κέρκυρα προκειμένου να προλάβω την δίκη των Κουμπαίων, οι συγγενείς του Ζάκκα έστειλαν ένα αυτοκίνητο με ένα αχθοφόρο όπου αφού έβγαλε τα παλιά ενδύματα του τον ενέδυσε με νέα. Έπειτα τον μετέφερε στο νεκροταφείο όπου τον ανέμεναν οι μη παρευρεθέντες στην εκτέλεση συγγενείς του…

Μ. Γοργός

Παρακολουθήστε τα ρεπορτάζ του Μ. Γοργού μέσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir

Βρείτε στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο το βιβλίο «Η ληστεία της Πέτρας» με τις περιπέτειες των αδελφών Ρετζαίων :

Βρείτε στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο το βιβλίο «Καημένε Αθανασόπουλε; με τα ρεπορτάζ του Μ. Γοργού από την πολύκροτη δίκη του Μεσοπολέμου:

Καμία δημοσίευση για προβολή