Ας πεθάνει μια φορά κι ένας άντρας!

«Καημένε Αθανασόπουλε;» | Ανταποκρίσεις του Μ. Γοργού από τη δίκη του εγκλήματος στου Χαροκόπου» | Οι εντυπώσεις της Ειρήνης Δαφέρμου, καθώς διάβαζε το βιβλίο.


*Από την εισήγηση της Ειρήνης Δαφέρμου (αρχειονόμου, φεμινίστριας και μπαλαρίνας στα Μπολσόι) στην παρουσίαση του βιβλίου «Καημένε Αθανασόπουλε» στο πλαίσιο του 2ου books n’ beer fest.

Το βιβλίο «Καημένε Αθανασόπουλε;» είναι μια crime non-fiction νουβέλα του Τάσου Θεοφίλου που καταπιάνεται με το δικαστικό σκέλος της υπόθεσης δολοφονίας και τεμαχισμού του εργολάβου Μίμη Αθανασόπουλου με βασικές κατηγορούμενες την Φούλα Αθανασοπούλου και τη μητέρα της Άρτεμις Κάστρου.

Λέει ο Τάσος στην εισαγωγή του πως μεταγράφει κάτω από το όνομα ενός μυθιστορηματικού προσώπου, του δημοσιογράφου Μ. Γοργού, τις ανταποκρίσεις διαφόρων δημοσιογράφων από τη δίκη που συγκλόνισε τον Μεσοπόλεμο και που μας απασχολεί ακόμη και σήμερα, όχι μόνο ως μια ιστορική υπόμνηση του παρελθόντος αλλά ως μια επίμονη συγκαιρινή τριβή. Λέει, λοιπόν, πως εκείνος δεν έγραψε, μετάγραψε, αλλά εγώ δεν τον πιστεύω. Δεν πιστεύω πως οι δημοσιογράφοι της εποχής επιφύλαξαν τόσο τρυφερό βλέμμα για την Φούλα, τέτοια κατανόηση για την Άρτεμις και τόσο χώρο για τις δικές τους αφηγήσεις. Νομίζω πως έγραψε για να αποκαταστήσει, έγραψε για να χαρίσει εκείνα που στερήθηκαν δύο γυναίκες, τρεις με την υπηρέτρια, από τον βίαιο και κακοποιητή Αθανασόπουλο. Έγραψε για να ξαναγράψει μια ιστορία που μας στοιχειώνει ακόμη και σήμερα, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.

Τον Ιούλιο του 2015 η Cilem Dogan παραδόθηκε στην αστυνομία αφού είχε δολοφονήσει τον άντρα της, βρισκόμενη σε αυτοάμυνα. Στην ερώτηση των αστυνομικών εάν το είχε μετανιώσει απάντησε «Γιατί να πεθαίνουμε πάντα οι γυναίκες; Ας πεθάνει μια φορά κι ένας άντρας. Τον σκότωσα για την τιμή μου». Η φράση αυτή -ας πεθάνει μια φορά κι ένας άντρας- έγινε σύνθημα στα χείλη του φεμινιστικού τουρκικού κινήματος που βρέθηκε αυτοστιγμεί στο πλευρό της. Η Cilem από το 2013, οπότε και παντρεύτηκε τον κακοποιητή άντρα της, έζησε σε ένα περιβάλλον τρομακτικής βίας, η ίδια και η δύο ετών κόρη τους, μέχρι το 2015 που τον σκότωσε. Μέχρι τότε, είχε πάρει 9 φορές ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του. «Περπατούσα στους διαδρόμους των δικαστηρίων με μελανιές παντού στο πρόσωπό μου για να πάρω τα ασφαλιστικά μέτρα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Δεν είχα άλλη επιλογή (από το να τον σκοτώσω)», θα πει η ίδια. Όταν του ζήτησε να πάρουν διαζύγιο, εκείνος της απάντησε ότι θα σκοτώσει εκείνη και όλη της την οικογένεια. «Ποτέ δεν αμφέβαλα για εμένα, ποτέ δε με ρώτησα Αν είμαι Δολοφόνος. Γιατί πέθαινα κάθε μέρα. Δεν είμαι Δολοφόνος. Πήγαινα στο κρεβάτι με έναν δολοφόνο κάθε μέρα».

[το 2016 στη δίκη καταδικάζεται σε 15 χρόνια φυλάκιση, η οικογένεια της πληρώνει την εγγύηση και βγαίνει από την φυλακή περιμένοντας το εφετείο. Το φεμινιστικό κίνημα κάνει την φράση της σύνθημα περηφάνιας και διεκδίκησης του δικαιώματος στην αυτοάμυνα. Η φίλη μου η Έσρα που μου μετέφερε την ιστορία της, κι έμαθε δίπλα στις φεμινίστριες από την Τουρκία τη γλώσσα της χειραφέτησης, μου είπε κάποτε, «ξέρεις, η βία δεν φέρνει βία, η βία φέρνει αυτοάμυνα», κι ήταν ό,τι πιο συγκλονιστικό έχω ακούσει στο γιατί είναι δικαίωμα μας. Δυστυχώς το Εφετείο της Cilem έγινε στα τέλη του 2021. Ο Ερντογάν είχε επικρατήσει σχεδόν ολοκληρωτικά. Η Τουρκία δεν συμμετείχε πια στη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, αυτό για το οποίο είχε παλέψει στον δρόμο το φεμινιστικό κίνημα της χώρας, η σύμβαση για την προστασία των γυναικών από την έμφυλη βία, δεν ίσχυε πια στο κράτος στο οποίο υπογράφτηκε. Η Cilem κρίθηκε ξανά ένοχη και φυλακίστηκε. Γίνονται προσπάθειες για να βγει σύντομα και ελπίζουμε να είναι επιτυχείς].

«Ποτέ δεν αμφέβαλα για εμένα, ποτέ δε με ρώτησα Αν είμαι Δολοφόνος. Γιατί πέθαινα κάθε μέρα. Δεν είμαι Δολοφόνος. Πήγαινα στο κρεβάτι με έναν δολοφόνο κάθε μέρα»

Τα λόγια της Cilem θα μπορούσαν να είναι τα λόγια της Φούλας, ήταν τα λόγια της Φούλας, κι ας όπλισε η μία το χέρι της κι η άλλη όχι. Η Φούλα για πέντε ολόκληρα χρόνια κοιμάται με τον δολοφόνο της, τον εργολάβο Μίμη Αθανασόπουλο, όταν βέβαια της κάνει την χάρη να γυρίσει σπίτι και να κοιμηθεί μαζί της. Μόνο που η Φούλα τον περιμένει, τον λαχταρά να έρθει, να αλλάξει, να την αγαπήσει, να γίνει σύζυγος κανονικός, να παίξει τον ρόλο του κι εκείνη επιτέλους τον δικό της. Αυτό για τον οποίο προετοιμάστηκε από μικρό παιδί από τη μάνα της και μια κοινωνία ολόκληρη. Σύζυγος, Νοικοκυρά, Μητέρα.

Πρέπει να φτιάξουμε αυτό το κάδρο των γυναικών του 1930 για να καταλάβουμε πως είναι δυνατόν αυτό που η ίδια περιγράφει ως απαγωγή, εξαναγκασμό σε γάμο και βιασμό, να γίνεται η συνθήκη μέσα στην οποία εγκλωβίζεται και τελικά παραμένει με δική της θέληση. Πρέπει να μπορέσουμε να ανακαλέσουμε τις ιστορίες που ειπώθηκαν την ώρα που τυλίγαμε ντολμαδάκια στις κουζίνες των γιαγιάδων μας, πρέπει να θυμηθούμε εκείνη τη γυναίκα που είπε τρεις φορές μέσα στην εκκλησία δεν θέλω να τον παντρευτώ κι όταν ο παππάς σταμάτησε το μυστήριο, έβγαλε όπλο ο πατέρας της και του πε «παππά πάντρευγε», να νιώσουμε τις ιστορίες των συνοικεσίων, να καταλάβουμε πως οι γιαγιάδες μας, οι πιο πολλές από αυτές, γνώρισαν τον βιασμό ως σεξουαλική πράξη και αυτό ήταν η κανονικότητά τους. Έτσι η Φούλα δεν έκανε τίποτα διαφορετικό από ότι έκαναν οι περισσότερες γυναίκες εκείνη την εποχή. Αγάπησε τον απαγωγέα και βιαστή της, γιατί ήταν άντρας της, γιατί αυτό έπρεπε να κάνει, γιατί κάπως έπρεπε να ζήσει, κι ας ήταν το σώμα της ο αδιάψευστος μάρτυρας της σφαγής, από το πρώτο λεπτό αντιστεκόμενο, με σπυριά που έσταζαν πύον και αιμορραγίες που την άφηναν σχεδόν λιπόθυμη.

Διαβάζοντας την απολογία της μητέρας της, Άρτεμις Κάστρου, της κακούργας πεθεράς, που την άφησε στην ιστορία, γράφοντας την πιο μεγάλη του επιτυχία ο Μοντανάρης Ιάκωβος, με το γνωστό ρεμπέτικο «κακούργα πεθερά» το οποίο και ηχογραφήθηκε πριν καν την έναρξη της δίκης το 1931, στάθηκα σε τούτο το σημείο: «επειδή ήμουν άρρωστη τον παρακάλεσα να συνοδεύσει την Φούλα στο Ωδείο, διότι η κυρία Αύρα Θεοδωροπούλου ετοίμαζε τότε μια συναυλία και η Φούλα θα πήγαινε στις πρόβες, ως μαθήτρια που ήταν».

Είμαστε στο 1920 κι η συνοδεία αυτή θα απόβαινε μοιραία, αφού ήταν τότε που ο Μίμης Αθανασόπουλος απαγάγει την Φούλα και την εξαναγκάζει σε γάμο. Όμως, η Φούλα θα πήγαινε στο Ωδείο να βρει την Αύρα Θεοδωροπούλου, την χρονιά ακριβώς που η δασκάλα της ίδρυσε τον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, είμαστε στο 1920, κι η Φούλα ζει στην Αθήνα, με δασκάλα την Αύρα, προπολεμική φεμινίστρια και σοσιαλίστρια, όλα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά, θέλω να πω, ο Μίμης της στέρησε μία ατέλειωτη σειρά από ευκαιρίες για χειραφέτηση και ζωή. Είμαστε στο 1920 και η Λιλή Μπέτσικα γράφει στο Νουμά: «Κόσμε τι κοιτάς; Σου πάτησα/τα ιερά σου ένα προς ένα/τις εκκλησίες σου εγώ τις έφτυσα/και με τάγιο σου ποτήρι/Ήπια και τα πάθη μου άναψα/τα τρανά κι έκφυλα πάθη/και ρημάχτρα σου εγώ γίνηκα,/εγώ το άθλιο το μολυντήρι./Κόσμε τι κοιτάς; Ψηλότερα/έχτισα εκκλησίες καινούργιες/πουχουν λειτουργούς τρανότερους/τ’ Όμορφο και την Αλήθεια./Έκφυλη, μεγάλη και έκφυλη/το σταυρό σου κάμε, κόσμε,/κι όλα τα ιερά στα πάτησα/κι όλα σου τα παραμύθια»1. Κι ενώ υποθέτω -αλλά μάλλον δεν θα το μάθουμε και ποτέ- πως τόσο η Φούλα όσο και η μάνα της η Άρτεμις, αγνοούν τα σωματεία και τα ιδρύματα της Αύρας Θεοδωροπούλου και την καμπάνια της για την αναμόρφωση των πτωχών νεανίδων, των ορφανών του πολέμου, και των δικαιωμάτων των γυναικών, αλλά και την εκρηκτική ποίηση της Λιλής Μπέτσικα, τα bains mixtes, τον γυμνισμό στην Πάρνηθα, την Πολυδούρη και τα καφέ σαντάν, τις εκτροπές μιας νεολαίας των αστικών κέντρων που συνδεόταν με επαναστάσεις και καλλιτεχνικά ρεύματα σε ένα μεταπολεμικό τοπίο που βιαζόταν να ζήσει,

Ένα είναι σίγουρο,

Δεν τα αγνοούν ο Πρόεδρος, ο Εισαγγελέας και η πλειονότητα των ενόρκων στη δίκη που θα οδηγηθούν μάνα, κόρη, παραδουλεύτρα και μικρανεψιός το 1932 για τη δολοφονία του Μίμη Αθανασόπουλου. Είναι σίγουρο πως όχι μόνο δεν τα αγνοούν, αντιθέτως, πάνω σε αυτά θα αναδείξουν τη δίκη ως ένα σύμβολο της επανακωδικοποίησης της πατριαρχίας που συντελείται σκληρά στον ελληνικό Μεσοπόλεμο, και εντείνεται όσο πλησιάζουμε στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Η πειθάρχηση των γυναικείων σωμάτων στην υπηρεσία της πατρίδας, της οικογένειας και της θρησκείας είναι ακρογωνιαίος λίθος των σχεδίων για ένα καθαρό έθνος που θα πάει νικηφόρα στον πόλεμο που ετοιμάζεται. Κι έτσι διαβάζουμε πως δίπλα στο πλήθος που προσπαθούσε να λιντσάρει τις φόνισσες του Αθανασόπουλου, «κάψιμο, καρμανιόλα, κρεμάλα στις κακούργες! Ας αφήσουν τις ψεύτικες συγκινήσεις!», υπήρχε διακριτικά εντός της αιθούσης «πολυμελείς ομάδες κομψών και χαριτωμένων υπάρξεων, κυρίων και δεσποινίδων […] το γεγονός δε ότι οι άγνωστες στις δύο μελλοθάνατες ντεμουαζέλες, έκαναν τόσες περιποιήσεις και τόσα δώρα ως και πουδριέρες χάρισαν, τις ζημίωσε στις συνειδήσεις των ενόρκων «Μα σχολή συζυγοκτόνων θα ανοίξουμε τώρα; Τι συμπάθειες είναι αυτές;», λέει ένας εξ αυτών, ή μέσα στην αίθουσα των ενόρκων την ώρα της συνεδρίασης για την απόφαση, ο υπέρμαχος της θανατικής καταδίκης εξανίσταται σε όσους έχουν αντίρρηση επί της αγχόνης: «Τι είναι αυτά που λέτε; Τι ανθρωπισμός και συγκινήσεις; Μήπως θέλετε να διαλύσουμε την ελληνική οικογένεια;». Τη δυναμική, άλλωστε, που μπορεί να είχε αυτό το πλήθος, την εκφράζει στην ανάγνωση της καταδικαστικής για αυτές απόφαση, ο συνήγορος υπεράσπισης των γυναικών, Μπαρτζώκης, ο οποίος, προσπαθώντας να τις εμψυχώσει, λέει στην Κάστρου «Θα κάνουμε στην ανάγκη και συλλαλητήριο!».

Προς τη συμμόρφωση του γυναικείου σώματος

-δεν θυμάμαι, είπαμε πως καμία από τις δύο δεν σκότωσε τον
Αθανασόπουλο; Ίσως και όχι, κι αν δεν το είπαμε είναι επειδή δεν είχε απολύτως
καμία σημασία, είναι σα να ρωτάω σήμερα, σκότωσε τα παιδιά της η Πισπιρίγγου ή
ήταν κακοποιητής ο Τζόνι Ντεπ;

Προς τη συμμόρφωση του γυναικείου σώματος, στο πανηγύρι αυτό του μισογυνισμού, θα προστρέξει η επιστήμη, η εγκληματολογία, η ψυχιατρική, ολόκληρος ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός, κι έτσι ο Εισαγγελέας θα επικαλεστεί τις επιστημονικές μεθόδους της δικαστικής αστυνομίας που «δεν χρησιμοποιήσαν κανένα αναχρονιστικό μέσο, αντιθέτως, χρησιμοποίησε ένα συγχρονισμένο, την επίδειξη των ενδυμάτων του θύματος, πράγμα το οποίο είναι σαν αυτοψία», για να συνεχίσει πως η… αυτοψία δεν απέδειξε τίποτα περί των ισχυρισμών για βασανισμούς -εννοεί τους συνεχόμενους βιασμούς της Φούλας από τον Αθανασόπουλο- και ξυλοδαρμούς. Ή ο γιατρός Καρτσώνης που θα φωνάξει «Σας λέω ότι κατά την επίσημη ιατρική στατιστική, το ογδόντα τοις εκατό των τεμαχισμών το έχουν κάνει γυναίκες».

Μια σύντομη πτήση στις ιατροδικαστικές υπηρεσίες του σήμερα, που δυσκολεύονται εξόχως να τοποθετηθούν μετά επιστημονικής βεβαιότητας για την ενδοσυντροφική έμφυλη βία και τους βιασμούς, ή διευκολύνονται εξόχως να αναιρέσουν τις καταγγελίες της Γεωργίας Μπίκα, είναι η ενοχλητική υπενθύμιση της ιστορικής συνέχειας της μισογυνικής δυτικής επιστήμης, είναι ο λόγος που κανένα σύνθημα δεν είναι πιο ανατρεπτικό στα θεμέλια του πατριαρχικού καπιταλισμού εντός των δικαστικών αιθουσών από το Αδερφή μου σε Πιστεύω, είναι ο λόγος που ένα χειμαρρώδες φεμινιστικό κίνημα κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1980 θα απαιτήσει την εξαίρεση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών από τις δίκες για βιασμό και θα θέσει στο κέντρο τη συναίνεση, για να το παλέψει ξανά το 2019, είναι ο λόγος που το 2006 θα διεκδικήσουμε την αναγνώριση του βιασμού εντός γάμου και αλήθεια, δεν γνωρίζω πόσες καταδίκες έχουμε με αυτό τον νόμο; Ποια Φούλα του 2022 κέρδισε δικαστήριο για βιασμό εντός γάμου;

Ξαναγυρνώντας στην ιστορίας μας, η ψυχιατρική θα χρησιμοποιηθεί και ως εργαλείο υπεράσπισης της Άρτεμις Κάστρου, η οποία σύμφωνα με τον κ. Κοροπούλη, «κληθείς όπως παράσχω τις πρώτες βοήθειες [αναφέρεται σε περιστατικό λιποθυμίας της Κάστρου μέσα στο δικαστήριο], ενέπηξα ολόκληρη καρφίτσα στο γόνατο χωρίς να τρέξει ούτε σταγόνα αίμα, τούτο αποτελεί δείγμα προχωρημένης υστερίας, η οποία κατά τους ποινικολόγους και ψυχιάτρους, αποτελεί λόγο μετριάζοντα τον καταλογισμό της πράξης». Μόνο ως υστερική μπορεί μια κακοποιημένη γυναίκα να απαντήσει στην βία που δέχεται. Όμως, δεν υπάρχει τίποτα πιο τρελό σε αυτή την ιστορία από το γεγονός ότι καταδικάστηκαν δύο γυναίκες σε θάνατο για έναν φόνο που διέπραξε ένας άντρας μέσα στο σπίτι τους – ο οποίος θα λάβει ποινή ισόβια και θα πεθάνει νεότατος μέσα στην φυλακή 4 χρόνια μετά, αποτέλεσμα της «καλοπέρασης» στα χέρια της αστυνομίας κατά την ανάκρισή του, θα πω εγώ. Δεν υπάρχει τίποτα πιο υστερικό, από τη σκιαγράφηση από τις δικαστικές αρχές και τους μάρτυρες κατηγορίας «μιας φαντασιακής έκφυλης ανηθικότητας της θηλυκότητας που δεν σεβόταν την καθεστηκυία τάξη», όπως θα μας πει η Τζανάκη στην Ιστορία της [μη] κανονικότητας2. Μάνα και κόρη κατέφευγαν σε αυτές τις εκτροπές, όχι γιατί δεν είχαν λογική, αλλά γιατί αρνήθηκαν την ηθική και το δίκαιο της κοινωνίας. Εάν εγκατέλειπε τον βίαιο σύζυγό της η Φούλα, θα αντιμετωπιζόταν ως υστερική και η πράξη της θα χαρακτηριζόταν εγκληματική, γενετήσια ανωμαλία, όπως την περιγράφει ο ιατροδικαστής Βάφας την ίδια περίοδο σε εγχειρίδιο του που διδάσκεται στο Πανεπιστήμιο3.

Η Φούλα μόνο νεκρή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τίμια γυναίκα, μόνο νεκρή θα μπορούσε το σώμα της να έχει σημασία. Νεκρή, δολοφονημένη από τον σύζυγό της, κακοποιημένη καθημερινά από τον ίδιο, όταν θα είχε απωλέσει πια κάθε έννοια ανθρώπινου από πάνω της, τότε θα μετρούσε το σώμα της για την πατριαρχία. Κι αφού δεν τα κατάφερε να δολοφονηθεί σιωπηλά ως όφειλε, υπέστη στην αίθουσα των δικαστηρίων την μήνιν των δικαστών. «Ποια ήταν η αιτία που σας βασάνιζε; Χαρτόπαιζε; Έπαιζε; Μήπως είχε μάθει για την κακή σου διαγωγή;», γιατί κάτι θα του κανε κι αυτή, δεν μπορεί, «Πως επέτρεψες να σου μιλούν περί ερώτων του συζύγου σου; Εσύ μια ανεπτυγμένη!», γιατί δεν θα έπρεπε να μπαίνει σε «κουτσομπολιά», μορφωμένη γυναίκα, ούτε και να επιτρέπει σε τρίτους να εισβάλουν στο πέπλο σιωπής της αγίας ελληνικής οικογένειας.

«Η εύλογος εξήγησις», περί της θανατικής ποινής από τα χείλη του Εισαγγελέα

«Μόλυναν τη συζυγική εστία στην κοινή συνείδηση. Μόλυναν τη συζυγική παστάδα και γέμισαν αμφιβολίες αν ένας σύζυγος είναι πλέον ασφαλής στην οικία του, στην οικογένεια του, στις αγκάλες της συζύγου του. […] Οι κατηγορούμενες δολοφόνησαν τον Αθανασόπουλο για να είναι ελεύθερες να επιδίδονται στην πορνεία ακωλύτως και για να αποκτήσουν τα καλά, το χρήμα το οποίο θα έπαιρναν από τον Αθανασόπουλο.[…] Αυτά που είπε η κατηγορούμενη περί διαστροφών και ορέξεων του θύματος, τα απορρίπτω στο πρόσωπό της. Διότι έπρεπε να αισχύνεται να λέγεται κυρία, όταν έρχεται στο Κακουργιοδικείο να πει αυτά, έστω κι αν πρόκειται να της επιβληθεί η εσχάτη των ποινών».

Ποιος γαμπρός θα κοιμάται ήσυχος κι όχι με ένα περίστροφο κάτω από το προσκεφάλι;

“κοιμάμαι με ένα σφυρί
κάτω απ’το μαξιλάρι
σε περίπτωση που κάποιος μπει ξανά
ύπουλα
στο δωμάτιό μου και σαν να μην έφτανε
το βάσανο να ‘χω ένα σίδερο
κάτω απ’το κεφάλι,
υπάρχει ακόμη ένα πρόβλημα”,
Adelaida Ivanova, το Σφυρί4.

Κέρασε η Άρτεμις κι η Φούλα λίγο από τον καθημερινό μας φόβο, η αυτοάμυνα είναι η επιστροφή του φόβου στον καταπιεστή, και ακριβώς γι’αυτό δεν μας αναγνωρίζεται ως δικαίωμα. Δεν θα αναγνωρίσουν τα πατριαρχικά, ταξικά και ρατσιστικά δικαστήρια το δικαίωμά μας στη ζωή.

«Πέφτει βαριά η βάρβαρη απόφαση, πέφτει βαρύ το βέβαιο τέλος
Πέφτει βαριά η άδικη σαν τον δικαστή ετυμηγορία
Πέφτει βαριά στις πλάτες μου σαν αμόνι:
Σήμερα ένας άντρας αθωώθηκε»,
λέει σε ένα άλλο ποίημα της η Ivanova.

Κι έτσι σκέφτομαι τα δικαστήρια σαν το προκεχωρημένο φυλάκιο του αστικού κράτους, εκείνο το πιο ανθεκτικό στις κοινωνικές αλλαγές, εκείνο που μπορεί να έχουν περάσει 100 χρόνια από τη δίκη της Φούλας και της Άρτεμις και τρία φεμινιστικά κύματα, αλλά ακόμη πέφτουν βαριά στις πλάτες μας σαν αμόνι, και σήμερα ένας άντρας αθωώθηκε.

___

1 Όπως το βρήκα στο βιβλίο της Δήμητρας Τζανάκη «Η ιστορία της [μη] κανονικότητας», 2016,
εκδόσεις Ασίνη, σελ. 156

2 ό.π. σελ. 227

3 σελ. 228

4 Η ποιητική συλλογή Το σφυρί κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του περιοδικού Τεφλόν






Καμία δημοσίευση για προβολή