Ωδή στον έρωτα

Θαμμένοι, όχι πολύ βαθιά. Να ‘ναι έτοιμοι να βγουν σαν κάποιος τους φωνάξει. Αλλά δε τους φωνάζει κανείς.

Τίμιοι άντρες που τους έφαγε το μαύρο χώμα.

Κι αυτό που απέμεινε είναι ρούχα και παπούτσια φθαρμένα.

Στην καλύτερη.

Άλλες φορές, σκέτη σκόνη.

Κι οι συγγενείς που τους χάσαμε πια πολύ νέοι.

Και υπομένουν τη μοίρα τους, ξεχασμένοι μες στο μνήμα.

Τυλιγμένοι με σάβανα λευκά ή άλλο χρώμα.

Θαμμένοι, όχι πολύ βαθιά.

Να ‘ναι έτοιμοι να βγουν σαν κάποιος τους φωνάξει.

Αλλά δε τους φωνάζει κανείς.

Εμείς, ζούμε σε άσυλα παραφρόνων και τ’ αποκαλούμε «σπίτι».

Απώλεια, σημαίνει ότι κάτι δεν υπάρχει πια στη ζωή σου.

Μοναξιά, όταν αυτό το «κάτι» δεν το είχες ποτέ.

Θυσίασα όλες τις νύχτες που σε σκεφτόμουν.

Γιατί άλλο δε χωρούσαν μέσα μου.

Πως είναι οι μεγάλοι, δυνατοί έρωτες;

Τίμιοι, δυνατοί έρωτες που τους έφαγε το μαύρο χώμα.

Τίμιοι ερωτευμένοι άνθρωποι, σαπίζουν μες στο χώμα.

Κι ούτε παραπονιούνται για τη βροχή ή το κρύο ή που κανείς πια δεν τους φωνάζει.

Όφειλες -αν μη τι άλλο- πριν θάψω τον έρωτά μου, να μ’ άφηνες να τον ζήσω.

Στο τέλος-τέλος όμως, αν τα κατάφερες ρωτάω.

Αν κατάφερες να συνεχίσεις τη ζωή σου, γνωρίζοντας πόσο πολύ

κι αληθινά,

κι αθώα, σ’ είχα κάποτε αγαπήσει.


Η Γωγώ Λιανού στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο:

Καμία δημοσίευση για προβολή