Μην δεις το τέλος

Η Γωγώ Λιανού και οι Ιστορίες από τον ακάλυπτο στο ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir

Η Γωγώ Λιανού και οι Ιστορίες από τον ακάλυπτο στο ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir

Συνήθως, ξυπνούσε δύο ώρες πριν πάει στη δουλειά. Θα ήθελε το «συνήθως» να ήταν «πάντα». Κι εγώ θα το ήθελα, δε στο κρύβω. Όμως το «πάντα» ή το «για πάντα», είναι τόσο μα τόσο αόριστα. Ειδικά με το πέρασμα του χρόνου, ακόμη πιο πολύ. Το ήξερε και είχε συμβιβαστεί μ’ αυτό. Αν και είχε ορίσει ήδη το δικό του «για πάντα».

Το είχε πει στον εαυτό του. Γνώριζε καλά, ότι από ‘δω και πέρα, θα ήταν για πάντα μόνος και για πάντα θλιμμένος. Τον καταδίκασε ένας έρωτας σ’ αυτή τη μοναξιά. Αυτός που είναι πιστός σε μια σχέση, είναι αυτός που δε φεύγει. Κι όταν όλα τελειώσουν, είναι αυτός που ακόμη αγαπά ή ίσως και να ελπίζει. Άσχημη λέξη η ελπίδα, ανούσια και πάντα γεμάτη υποσχέσεις. Υποσχέσεις που ναυαγούν.

Συνήθως λοιπόν, ξυπνούσε δύο ώρες πριν τη δουλειά. Τον ήθελε αυτόν τον χρόνο. Ήταν σημαντικός για εκείνον. Ήθελε χρόνο να βρει το κουράγιο ν’ αντιμετωπίσει μια ακόμη μέρα. Ν’ αντιμετωπίσει το γεγονός ότι κάνει μια δουλειά που δε τον ευχαριστεί. Ζει από μια δουλειά, που του επιτρέπει να πληρώνει τα απαραίτητα. «Ωραία ζωή», έλεγε και ξανάλεγε. Κι όταν κάποιος επαναλαμβάνει συνεχώς την ίδια μιζέρια κάθε φορά, σταματάς να τον ακούς.

Έτσι κι όλοι εμείς. Σταματήσαμε ν’ ακούμε το καθημερινό, συνεχόμενο και ειρωνικό σχόλιό του. «Ωραία ζωή». Λάθος μας. Ή ίσως, κάποια πράγματα να είναι γραμμένα. Το ριζικό μας, η μοίρα μας.

Καμιά φορά, πριν φύγει και κλειδώσει, έμενε για λίγη ώρα ακίνητος. Σαν να άκουγε με προσοχή κάποιον που του μιλούσε. Αλλά απλά, κοίταζε το κενό. Κι ίσως να υπήρξαν φορές, που το «κενό» του απάντησε. Όμως, τι μπορεί να πει ένα «κενό», για να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα; Μέσα του, βαθιά μέσα του, δεν ήταν θλιμμένος μόνο για εκείνη. Ήταν όλα. Ο κόσμος. Οι εργοδότες, οι εργαζόμενοι που δεν μπορούν να πούνε κουβέντα, γιατί πρέπει να πληρώσουν το νοίκι τους ή γιατί τους περιμένει μια οικογένεια από πίσω. Εκεί πατούν τα καθάρματα. Η εκμετάλλευση, η απανθρωπιά. Πληρωμές, λογαριασμοί που τρέχουν κι ύστερα τρέχεις κι εσύ να τους πληρώσεις. Φυσικά όχι στην ώρα τους. Μισθωτή σκλαβιά. Αυτά πίστευε για τον κόσμο. Αυτά έζησε, αυτά έζησαν κι άλλοι. Δεν είχε κι άδικο, δε νομίζεις;

Αποχωρεί απ’ το σπίτι. Η δουλειά ήταν κοντά κι έτσι πήγαινε με τα πόδια. Του άρεσε αυτό. Του άρεσε κι ο ήλιος που έβγαινε κάποιες μέρες. Προσπαθούσε να χαμογελάσει. Να το χαρεί. Αλλά ένιωσε πως αν χαμογελούσε, θα την πρόδιδε. Και θα πρόδιδε κι όλους εκείνους που δε μπορούν να χαμογελάσουν. Που έχουν ξεχάσει πια πως είναι. Ούτε κι ο ίδιος ήξερε πώς να τιθασεύσει αυτόν τον πόνο, τα συναισθήματα, τις σκέψεις.

Στο γραφείο, όλοι σκυθρωποί. Καθισμένοι μπροστά από έναν υπολογιστή. Τιμολόγια, τηλέφωνα που χτυπούσαν συνεχώς. Σκυθρωποί. Και γιατί να είναι. Όμως, το πιο σημαντικό απ’ όλα. Και γιατί να μην είναι; Δεν είχε πάρει κανείς ακόμη τον μισθό του. Το οκτάωρό τους, δεν ήταν πάντα οκτάωρο. Και άρθρα παντού. «Η οκτάωρη εργασία, μειώνει την παραγωγικότητα», «καταγγελία-βόμβα: εφαρμόζονται δεκάωρα», «ανατροπή στο επίδομα εργασίας». Τα δικαιώματα των εργαζομένων, πουθενά. Κι όλοι, τόσο μα τόσο κουρασμένοι για να κάνουν κάτι. Κι εκείνος, είχε έναν έρωτα όλο δικό του στην καρδιά, που του έπαιρνε το μυαλό. Όμως, πάντα ένιωθε μια ενόχληση. Για όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο, στην κοινωνία. Στην ίδια μας τη ζωή. Τα απογεύματα σπίτι. Κοιτούσε απ’ το παράθυρο και παρατηρούσε τους ανθρώπους. Πόσοι χαμογελούν, πόσοι μαλώνουν, πόσοι κρατούν ο ένας το χέρι του άλλου.

Όσο περνούσε ο καιρός, σκεφτόταν όλο και λιγότερο εκείνη. Ο έρωτας που είχε στην καρδιά του, άλλαζε μορφές. Άργησε να το καταλάβει. Δε γνωρίζω την υφή που μπορεί να έχει μια καρδιά. Αν είναι μαλακή και πόσο. Ή δική του, σκλήρυνε. Κι όχι για εκείνη. Υπήρχαν πράγματα. Πάντα ήθελε να κάνει κάτι μεγάλο. Να βοηθήσει όσο μπορεί τον κόσμο. Την πείνα του, την κακή του συμπεριφορά, τα σκληρά λόγια αδερφός σε αδερφό, φίλος σε φίλο.

Το σπίτι του, ήταν στο κέντρο της Αθήνας. Και το κέντρο της Αθήνας, δείχνει ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια. Κι αυτό που έβλεπε στη γειτονιά του, δε τον βοηθούσε καθόλου. Αστυνομική βαρβαρότητα. Οι αρχές να κινούν και να κατευθύνουν τις ζωές μας. Όλα κανονισμένα. Η ώρα που θα ξυπνήσεις, η ώρα που θα πας στη δουλειά, η ώρα που θα επιστρέψεις σπίτι, η ώρα που θα φας, που θα κοιμηθείς. Όλα κανονισμένα. Κουράστηκε. Μπούχτισε πια να είναι στρατιωτάκι. Θυμήθηκε τις αξίες του, την ιδεολογία του. Πάντα ήθελε να γίνει συγγραφέας. Να αλλάξει τα μυαλά -ίσως- κάποιων ανθρώπων. Μάντεψε. Δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν είναι ο χρόνος και ο τόπος για την εκπλήρωση ονείρων πια. Έπειτα, κρίση πανικού. Ιδρώτας, κλάμα σε σημείο σπαραγμού. Μπουκάλι με ουίσκι, ταράτσα. Και μετά, ούρλιαξε ένα «ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ».

Κάποιοι τον άκουσαν, τον κοίταξαν και κούνησαν το κεφάλι. Κούνησαν το κεφάλι, με τρόπο που έδειχνε ότι συμφωνούσαν μαζί του. Άλλοι χαμογέλασαν. Σαν ξαφνικά να χτύπησε το ξυπνητήρι. Αυτή η απότομη σφαλιάρα που τρώμε όλοι μας που και που. Κι εκείνος, χαρά και περηφάνια. Εκείνη τη στιγμή, για κάποιους, υπήρξε ξυπνητήρι. Ή, τουλάχιστον, μια υπενθύμιση.

Τόσα χρόνια απ’ τη ζωή του, ένιωσε πως πήγαν χαμένα. Γονείς που τον πίεσαν σαν ήταν παιδί, να «βολευτεί» «Μόνιμη δουλειά», «λεφτά, λεφτά, λεφτά». Και γύρισε μια μέρα και τους είπε: «όμως, μαμά, μπαμπά, ο κόσμος έχει αλλάξει, η κοινωνία έχει αλλάξει, εγώ έχω αλλάξει». Σκέψου, πόσο θύμωσε όταν κατάλαβε ότι δεν είχε κάνει τίποτα απ’ όσα ονειρευόταν. Ότι θ’ αλλάξει τον κόσμο. Ακόμη κι αν πέθαινε στην άσφαλτο. Τίποτα απ’ όσα έλεγε παιδί, νέος, φοιτητής σε οργανώσεις. Λες και όλα ξεχάστηκαν. Κι ύστερα; Ρομποτάκι. Στη σειρά κι αυτός. Ένας αριθμός. Ένα ζώο που ανάτρεφαν, με μόνο σκοπό, την τελική του σφαγή.

Τετάρτη ήταν. Πήγε στη δουλειά. Χαρτί παραίτησης. Ο εργοδότης δε νοιάστηκε και πολύ, ούτε προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη. Όλοι είμαστε αναλώσιμα προϊόντα με ημερομηνία λήξης. Φεύγοντας, σήκωσε το μεσαίο δάχτυλο ψηλά και γύρω-γύρω να το δούνε όλοι. Χτύπησε πίσω του την πόρτα. Στάθηκε λίγα λεπτά και χαμογέλασε. «Ώστε έτσι νιώθεις όταν πια είσαι ελεύθερος».

Ένιωθε επαναστάτης! Έτρεχε σε όλες τις πορείες. Ξύλο με τους φασίστες, με την αστυνομία. Οργανώσεις, συνελεύσεις. Επιτέλους, ένιωθε όμορφα. Δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί το γεγονός ότι πια, κάνει αυτό που ορκίστηκε στον εαυτό του ότι θα κάνει: ΠΑΛΕΥΕ!

Γεγονός: οι άνθρωποι βάζουν ταμπέλες ο ένας στον άλλον. Ίσως για να τους ξεχωρίζουν, ίσως γιατί είναι το μόνο που ξέρει να κάνει καλά το ανθρώπινο είδος. Ή ίσως, γιατί δεν ήρθαν σε ειρήνη ποτέ με τον εαυτό τους. Κι έτσι, άρχισαν οι χαρακτηρισμοί. «Αναρχικός», «αντιεξουσιαστής». Δε τον ένοιαζαν όλα αυτά. Δεν ήταν τίποτα απ’ αυτά, ή μπορεί και να ήταν. Τον ένοιαζε να πράξει. Κάποιοι, τον έλεγαν ήρωα. Κάποιοι, τον έβλεπαν απλά σαν έναν χαμένο που δε θα καταφέρει τίποτα. Το τελευταίο, το έλεγαν οι σκυθρωποί. Με τον χαρτοφύλακά τους, τη γραβάτα τους. Επιχειρηματίες, εργοδότες.

Θυμήθηκε τον Θικ Κουάνγκ Ντουκ. Υπήρξε το είδωλό του. Ήταν ένας βουδιστής μοναχός, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε στη Σαγκάη το 1963. Δυο μοναχοί τον συνόδευαν. Ο ένας, με το μπιτόνι γεμάτο βενζίνη κι ο άλλος με το μαξιλάρι στα χέρια. Ο δεύτερος, έβαλε το μαξιλάρι στο δρόμο. Ο Ντουκ, κάθισε και άρχισε να διαλογίζεται. Ήρεμος. Απόλυτα ήρεμος. Έπειτα, ο άλλος, τον περιέλουσε με τη βενζίνη και πέταξε ένα σπίρτο. Ο Ντουκ δε κουνήθηκε στιγμή. Έμεινε στην καθιστή στάση του λωτού. Κι ήταν πια, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ήρεμος. Τώρα πια, απόλυτα ήρεμος.

Όταν άνοιξε τα μάτια του, βρισκόταν μπροστά από μία τεράστια διμοιρία. Πίσω του, οι σύντροφοι. Καθώς προσπαθούσε να κατανοήσει πως γίνεται μια τέτοια ανάμνηση, να τον έκανε να χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, άρχισε να νιώθει σαν το παιδί που κάποτε ήταν, ο φοιτητής που κάποτε ήταν, ο νέος που κάποτε ήταν.

Ζούσε μέσα του ο Θικ Κουανγκ Ντουκ. Πήρε φόρα και έτρεξε προς τη διμοιρία. Βγάζει τον σουγιά απ’ τη ζώνη. Έτοιμος να μπει, όσο πιο βαθιά γίνεται στο λαιμό του μπάτσου. Κάποιοι φώναξαν: «έχει όπλο, έχει όπλο». Ρουφιάνοι. Εκείνος, συνέχισε να τρέχει. Σάλιο να τρέχει απ’ το στόμα του, σα σκυλί λυσσασμένο, έτοιμο για όλα. Κατακόκκινος. Φώναζε. Ένιωθε τα πόδια του πιο δυνατά από ποτέ. Ένιωθε τα βήματά του πιο σταθερά από ποτέ. Τις φλέβες, έτοιμες να σκίσουν το δέρμα, να βγουν και ν’ αρπάξουν σαν μεγάλες θηλιές τους απέναντι. Αν κάτι είναι απέναντί σου, σημαίνει ότι δεν είναι δίπλα σου. «Για την Ελευθερία», φώναξε. Το μαχαίρι βρήκε το θύμα του. Το θήραμά του. Αμέσως, μια σφαίρα τον διαπέρασε. Γονάτισε. Ο καθένας, έτρεχε να σώσει τον «δικό» του. Έτσι κι οι σύντροφοι έτρεξαν και τον έσυραν πίσω, χτίζοντας με τα σώματά τους ένα τοίχος. Το αίμα του, δημιούργησε ένα κόκκινο μονοπάτι για οποιοδήποτε ήθελε να τον βρει. Κάποιος του κράτησε το χέρι και είπε: «μη φοβάσαι ρε, μη φοβάσαι. Έρχεται το ασθενοφόρο. Κρατήσου». Εκείνος, χαμογέλασε. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, φαινόταν ήρεμος. Απόλυτα ήρεμος. Ένα πράγμα είπε μόνο.

«Σύντροφε, να πας να βρεις την Ελευθερία, τη δική μου Ελευθερία. Και να της πεις, ότι για εκείνη το έκανα. Θα της έφτιαχνα κάτι που θα της άρεσε. Για την Ελευθερία ρε σύντροφε». Έκλεισε τα μάτια. Ξεψύχησε. Σαν όλους τους ανθρώπους. Μια τυχαία μέρα, σ’ έναν τυχαίο χρόνο και δρόμο.

Ο σύντροφος, πήγε στην Ελευθερία και της μίλησε. Τα έμαθε όλα. Τι έγινε, πως έγινε, τι ειπώθηκε. Η Ελευθερία άλλαξε τελείως γειτονιά, απ’ τη μια άκρη της πόλης, στην άλλη. Άραγε ο κόσμος να άλλαξε; Ποιος ξέρει. Ρώτα την Ελευθερία. Ρώτα τη, μ’ ένα σπαρακτικό «γιατί».

Στην κηδεία, κάπου απ’ το βάθος, ακουγόταν ο Νικόλας Άσιμος να τραγουδά με πόνο, λες και ήταν εκεί: «την εικόνα αυτού του κόσμου δε μπορώ, δε του μοιάζω κι ούτε θ’ αλλοτριωθώ…. Είν’ πανάκριβο στο λέω ν’ αγαπάς».

Διαβάστε Ιστορίες από τον Ακάλυπτο στο ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir.

Βρείτε τα βιβλία της Γωγώ Λιανού στο βιβλιοκαφέ red n’ noir (Δροσοπούλου 52, Κυψέλη).

Τσεκάρετε και αγοράστε βιβλία της Γωγώ Λιανού στο ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο του red n’ noir:

Καμία δημοσίευση για προβολή