Μάλλον επέζησα

Χόρεψα με τη φωτιά, δες

Και δες.

Χόρεψα με τη φωτιά και τίποτα πια δεν μπορεί να με κάψει.

Κι είναι που λείπεις.

Πάντα κάτι λείπει.

Κάτι μου λείπει, με ‘σένα όμοιο.

Που κιόλας το κλαίω, πριν το ζήσω.

Κι η βροχή που ξεπλένει όλο το χθες από πάνω μου.

Κι οι ξάγρυπνες νύχτες που με βαραίνουν, κι έχω κυρτώσει.

Εγώ, που κάποτε περήφανα περπατούσα, τώρα μόνο κάτω βλέπω.

Και κοίτα πως κλείνομαι ακόμη πιο πολύ στον εαυτό μου.

Κι αναρωτιόσουν αν μπορούσα κι άλλο.

Όχι, δεν ήσουν εσύ.

Εγώ ήμουν.

Νόμιζα πως δε γίνεται να νιώσω περισσότερο μόνη.

Και με διέψευσα.

Σε περιμένω σ’ εκείνη τη γωνία του δρόμου.

Βράδυ, αφού δεν θέλεις να σε δουν.

Σου κάνω το χατίρι.

Πάντα βράδυ, μόνο βράδυ.

Κι είπες : «αφέσου».

Και σ’ άκουσα.

Μη μ’ αγαπάς έτσι.

Πονάει.

Κι έφυγα.

Είπα: «ας πέσουμε μαζί».

Και πριν προλάβω να τελειώσω, μ’ έσπρωξες.

Κι έπεσα μόνη στη φωτιά κι έπρεπε να βρω τρόπο.

Έπρεπε να βρω τον τρόπο.

Να κάνω τα τέρατα φίλους.

Να διατάζω τη φωτιά.

Και το ‘κανα.

Και τίποτα πια δεν μπορεί να με κάψει.

Χόρεψα με τη φωτιά, δες.

Μάλλον επέζησα.

Η Γωγώ Λιανού στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο:

Καμία δημοσίευση για προβολή