Χαρούμενη αυτοχειρία

Ποιήματα V

Είχε ζητήσει άδεια απ’ τη δουλειά γι’ αυτή τη μέρα.

Κι έτσι, όταν ξύπνησε το πρωί, οι κινήσεις του ήταν πιο μαλακές.

Έκανε  λείες όλες τις γωνίες.

Εκείνο το πρωί, άγγιζε.

Δεν έπιανε.

Ύστερα φόρεσε τ’ αγαπημένα του ρούχα.

Όχι τίποτα σπουδαίο.

Ένα φθαρμένο τζιν

-που μαζί του είχε περάσει όλες τις όμορφες στιγμές που ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν, ήταν ικανός να ζήσει-

και μια μάλλινη μπλούζα με χρώματα θαμπά.

Τ’ αγαπημένα του ρούχα.

Δεκάρα δεν έδινε, κι ας ήταν μισοφαγωμένα.

Θαρρείς πως ήξερε,

πρώτος απ’ όλους αυτός,

ότι κάθε τι φθαρμένο στον κόσμο τούτο αξίζει πολύ παραπάνω.

Έπειτα, κατηφόρισε χαρούμενος προς το πάρκο.

Πάντα στο αδειανό πάρκο.

Στο παλιό, στο φθαρμένο.

Κι έτσι, ήρεμα πάλι, τύλιξε γύρω απ’ το λαιμό του την τριχιά.

Καμία κίνηση.

Καμιά προσπάθεια ή μετάνοια.

Το άλλο πρωί που δεν πήγε στη δουλειά, τον γύρεψαν.

Όταν τον βρήκαν, λυπήθηκαν πολύ.

Τον αγαπούσαν τώρα που ήταν νεκρός.

Το συνηθίζουν ξέρεις, οι άνθρωποι.

Κι αυτός, μια μάζα κρέατος κι οστών, να κρέμεται εκεί.

Με το πιο λαμπερό χαμόγελο.

Με τα φθαρμένα ρούχα, και το χαμόγελο.

Δεν υπήρχε πια, τίποτε άλλο για να θάψουν από εκείνον.

Διαβάστε επίσης από την Γωγώ Λιανού:

Καμία δημοσίευση για προβολή