Πλατεία Ανταρκτικής ΙΧ

Όπου η κατάσταση περιπλέκεται…

Οδός Λιοσίων, στο ύψος της Ιουλιανού

Με παράτησε πάλι μέσα στο ψωλόκρυο το μπαστάρδι ο Λάμπρος. Πάνω στη Λιοσίων γαμώ τη Παναγία του, και τέτοια ώρα με τέτοιο καιρό δε περνάει ταξί ούτε για πλάκα. Και οι Σαντικτσίδες τα μουνόπανα, τι πουστιά πήγανε να μου παίξουνε γαμώ το σπίτι μου μέσα γαμώ. Ο Σούλης ήταν καμένο χαρτί, συνεργάτης τους οκ, αλλά τους συνέφερε όλους να πάρει το μπούλο. Ο Άκης καμένο χαρτί επίσης, εδώ είναι Αθήνα, κανείς δε μένει για πάντα όρθιος, ειδικά όταν ανέβει τόσο ψηλά, αργά ή γρήγορα θα βγει εκτός παιχνιδιού. Με το που μας έδινε ο Άκης τα λεφτά από την εκτέλεση του Σούλη θα τράβαγα το πιστόλι και θα έπαιζα μία στο γέρο-Αλβανό μπράβο του και μία τον φούσκα τον Άκη. Ο Λάμπρος θα τα έχανε, θα του φύτευα και αυτουνού μία 9άρα στο σκατοκέφαλο του πριν προλάβει να αντιδράσει. Θα είχα και την αμοιβή μου από τον Άκη, θα φέρμαρα και του Λάμπρο και ό,τι άλλα μετρητά είχαν πάνω τους ο Άκης και ο Αστρίτ και θα γύρναγα μόνιμα στο χωριό. Αλλά βάλανε οι πουσταράδες οι Σαντικτσίδες το πουστάκι το ράπερ ρε μαλάκα, για να με βγάλει από τη μέση εμένα θα τους έκανα όλη την δουλειά και θα ήτανε μετά άρχοντες. Για να δούμε τώρα τι δικαιολογίες θα μου ξεφουρνίσουν στο τηλέφωνο…

«Ορίστε.»

«Ντροπή κύριε Παύλο, ντροπή! Έτσι τα είπαμε με το κύριο Γιάννη χθες που ήρθα στο μαγαζί; Να σας κάνω εγώ τέτοια δουλειά και εσείς να μου στείλετε τον ανιψιό σας να μου  τη χώσει από πίσω, πισώπλατα. Είδα το Daewoo πίσω μας που μας ακολουθούσε, ενώ δεν είχαμε κανονίσει ότι θα μου τον στέλνατε!

«Ρένο μου, αγόρι μου γλυκό τι είναι αυτά που λες παλικάρι μου; Εμείς το Μάκη στον στείλαμε να έχει το νου του να μπουκάρει και να κρατήσει τα μπόσικα άμα στραβώσει η δουλειά. Τα βρήκατε με το ανιψάκι μου; Τελείωσες με τα μερεμέτια; Τα εργαλεία σου είναι εντάξει, όλα καθαρά;»

«Τον πήρε ο Λάμπρος τον ανιψιό σας κύριε Παύλο. Όχι δεν έγιναν τα μερεμέτια. Χάλασε η δουλειά. Χάλασε. Τον Άκη και τα τσιράκια του στον Άγιο Παύλο δεν τα πείραξα. Χάλασε η δουλειά!»

«Χάλασε… Οκ, Ρένο μου. Ότι έγινε, έγινε. Συμβαίνουν στη δουλειά μας αυτά. Αλλά άφησες το βρωμόσκυλο να φάει το παιδί της αδερφής μου;»

«Κύριε Παύλο έχετε ακούσει τι άνθρωπος είναι ο Λάμπρος, κανείς δεν μπορεί να τον σταματήσει. Τι να έκανα; Και ο ανιψιός σας μου τρύπησε το αυτί με το κατσαβίδι του και επιβεβαιώθηκαν τότε οι υποψίες μου ότι τον βάλατε να με πάρει…»

«Έγινε παρεξήγηση το Λάμπρο θα ήθελε να πάρει ο Μάκης. Αύριο βράδυ θα πας στου Άκη και θα τελειώσεις ότι άφησες. Το Λάμπρο θα τον βρει και θα τον πάρει ο Βόβα απόψε κιόλας! Την πήρες εργολαβία τη δουλειά με τον Άκη, Ρένο μου, έχεις πάρει τα μισά λεφτά, θα τη τελειώσεις και θα σε εξοφλήσουμε. Ολική ανακαίνιση θέλω να κάνεις. Μην αργείς όμως.»

«Εντάξει κύριε Παύλο, σας το υπόσχομαι όλα θα τα φτιάξω.»

«Να περάσεις και αύριο πρωί από τη Μαρκόνι να σου δώσει ο αδερφός μου κανένα πινέλο καλό για να ξεκινήσεις. Που είσαι τώρα Ρένο μου;»

«Εντάξει. Στη Λιοσίων κύριε Παύλο μου, Λιοσίων και Ιουλιανού. Με παράτησε ο Λάμπρος και δε περνάει ταξί. Ερημιά.»

«Εντάξει λεβέντη μου. Θα στείλω τον εγώ τον Βόβα να έρθει να σε πάρει αγορίνα μου. Δίπλα μου τον έχω, τώρα ξεκινάει.  Άραξε στη στάση και έρχεται αμέσως.»

«Σας ευχαριστώ κύριε Παύλε, θα τον περιμένω εκεί στη στάση του λεωφορείου.»

Τελικά άδικα τους έβριζα τους ανθρώπους. Είναι άρχοντες! Όλα τα είχαν κανονισμένα.

Οδός Σουηδίας, Κολωνάκι

Ο Δον Πελμενίδης μπλιάτ, ο πόντιος νονός από το Μενίδι με τις ισχυρές διασυνδέσεις με τον πειραιώτικο υπόκοσμο έπεσε νεκρός από το χέρι μου. Χάιδεψα απαλά τη σκανδάλη του μικρού Ισραηλινού συνοδοιπόρου μου και αυτός φταρνίστηκε βίαια, η  πρώτη βολίδα των 9 χιλιοστών τίναξε στον αέρα τον μετωπιαίο λοβό του Κόμπα Πελμενίδη. Με ένα ψιλό τρυπανάκι είχα ανοίξει μία μέτρια τρυπούλα την μύτη της πρώτης σφαίρας και εκεί εγκλωβίστηκε μία μικρή φυσαλίδα αέρα και ορίστε τα αποτελέσματα! Ο θάνατος του μου είναι αδιάφορος, ήταν απλά μία κίνηση για να σπείρω το τρόμο. Έπεσε στο πάτωμα σαν σακί, είχε όμως πλάκα έτσι όπως έφαγα τα καριολάκια που τον φυλούσανε, όταν είδαν βέβαια το Ούζι και το αποτέλεσμα στο κεφάλι του αφεντικού τους, τους κόπηκε η αναπνοή.

Έχω πάει στο Κολωνάκι να πληρωθώ. Εδώ και λίγη ώρα κάθομαι σε έναν καναπέ, σερβιρίστηκα ένα εφτάστερο ελληνικό μπράντυ (μέτριο) και χαζεύω μία όπερα στο κανάλι της Βουλής. Δίπλα μου στο καναπέ ο κύριος Γιάννης κοιμάται με ανοιχτά τα μάτια, έχει τα πόδια του απλωμένα σε ένα υποπόδιο και ένα σβησμένο πουράκι στο στόμα του. Δεν ροχαλίζει αλλά δεν έχει σταματήσει να παραμιλάει και να κλάνει δυνατά αν και άοσμα. Σε μία πολυθρόνα κάθετε ο αδερφός του ο κύριος Παύλος και μετράει λεφτά τα οποία προορίζονται για μένα. Στο τραπεζάκι υπάρχουν τσαλακωμένες λαδόκολλες και χαρτοπετσέτες από κάποιο σουβλατζίδικο δίπλα στο επίχρυσο 45αρι Κολτ του κυρίου Παύλου. Περιμένουμε το Μάκη. Τον ανιψιό τους που τον στείλανε να πάει να φάει ένα μαλάκα το Ρένο αφότου αυτός θα είχε σκοτώσει έναν τοκογλύφο και το μπράβο του. Στη ατμόσφαιρα του δωματίου υπάρχει μία μυρωδιά τζατζικιού ανακατεμένη με καπνό ακριβών πούρων. Το πρόβλημα για μένα σε αυτήν την ιστορία είναι ότι μαζί με το Ρένο είναι και ο μπρατάν μου ο Λάμπρος, στον οποίο δεν έχω πει λέξη για αυτήν την ιστορία. Δεν ξέρει καν ότι δουλεύω για τους Σαντικτσίδες. Η θέση μου είναι απίστευτα δύσκολη και από την άλλη θεωρώ ότι ο Λάμπρος είναι πολύ γάτος για να την πατήσει από τον ανεγκέφαλο συνεργάτη του. Πρώτα απ’ όλα ο Λάμπρος όταν δουλεύει σε ζευγάρι δεν δίνει πλάτη στον άλλο εκτελεστή, και θεωρώ αδύνατον να προλάβει να τραβήξει πιο αργά το πιστόλι του από τον μαλάκα σε περίπτωση συμπλοκής. Οι Σαντικτσίδες θα ήθελαν να τους κάνει τη δουλειά τους ο Λάμπρος, μα ο φίλος μου δεν θα πούλαγε στην παρούσα φάση το αφεντικό του οπότε και τα αφεντικά δεν τον προσέγγισαν. Πλησίασαν όμως το Ρένο που βάζω στοίχημα ότι το μυαλό του δεν είναι μεγαλύτερο από ένα φασόλι και πουλάει εύκολα και το μουνί της μάνας του για μια χούφτα κέρματα. Ξαφνικά χτυπάει το κινητό του κύριου Παύλου, το σηκώνει και μιλάει με έναν γλυκό τόνο, σχεδόν μελιστάλακτο. Το κλείνει μετά από λίγο και μου απευθύνει το λόγο σε τόνο πιο φυσιολογικό:

«Βόβα, σε αυτό στο φάκελο είναι ότι συμφωνήσαμε για τον Πελμενίδη και επιπλέον έξι χιλιάρικα, πάρτα λεβέντη μου. Αυτά να τα στείλεις στη μάνα σου στο Μινσκ να πιει μια βότκα στην υγειά μου.»

Ανοίγει ένα από τα συρτάρια που έχει το τραπεζάκι του σαλονιού και βγάζει ένα πιστόλι Ζάσταβα και δώδεκα 500ευρα, τα βάζει πάνω στο φάκελο με την αμοιβή μου για τον Πελμενίδη και μου κάνει νόημα να τα πάρω.

«Ευχαριστώ κύριε Παύλο αν και η μάνα μου μένει στη Πλατεία Κολιάτσου. Τι πρέπει όμως να κάνω;»

Ανάβει ένα κοχίμπα, ρίχνει μία ματιά στο κύριο Γιάννη που ακόμη κοιμάται, ξεφυσάει σαν ατμομηχανή στην ανηφόρα και κουνάει το κεφάλι του απογοητευμένος. Γυρνάει ξανά προς το μέρος μου:

«Τράβα να φας εκείνο το βλάκα το Ρένο ρε. Το σκατόμουτρο του το ξέρεις, τον είχες συναντήσει στη Μαρκόνι. (Γύρω στο 1.75, καστανόξανθος με μουστάκι γύρω στα 45). Λιοσίων και Ιουλιανού λέει είναι, στη στάση του λεωφορείου. Το ζώο, τα σκάτωσε όλα, δεν έκανε τη δουλειά μας. Το χαμένο κορμί. Και από την άλλη εκείνο το κωλόπαιδο ο Λάμπρος έφαγε το Μάκη. Μετά θα τον βρεις, θα τον παρακολουθήσεις μέχρι να σε οδηγήσει στο αφεντικό του το πούστη το Πατζαρόπουλο. Θα τους αλλάξεις τη παναγία ολονών και θα σε εξοφλήσω μία και καλή.

«Εντάξει κύριε Γιάννη, φεύγω αμέσως. Μα πως θα βρω αυτόν τον Λάμπρο;»

Ανοίγει το ίδιο συρτάρι που άνοιξε και πριν και βγάζει μία κόλλα Α4 με τυπωμένες φωτογραφίες πάνω της όπου διακρίνεται καθαρά ο Λάμπρος σε διάφορες φάσεις και ανυποψίαστος. Σε κάποια καφετέρια, μέσα σε αυτοκίνητο εμφανώς τραβηγμένες από κινητό και κάποιες απ’ ότι φαίνεται από κάμερα ασφαλείας στο εσωτερικό κάποιου καταστήματος μάλλον το μινιμάρκετ κάποιου βενζινάδικου. Ο Παύλος Σαντικτσής ακουμπάει πάνω στη προηγούμενη μία φωτοτυπία της ταυτότητας ενός ανθρώπου που μου λέει ότι είναι ο αρχιτοκογλύφος Άκης Πατζαρόπουλος από το Πύργο Ηλείας αν και τα στοιχεία στη ταυτότητα λένε Doug Dinsdale του Graham γεννημένος στο Γιβραλτάρ και κάτοικος Λονδίνου. Μου λέει να αγνοήσω τα γραπτά και να επικεντρωθώ στις φωτογραφίες. Δεν γνωρίζει τον τόπο κατοικίας των δύο αυτών ανθρώπων αν και ξέρει από το Ρένο ότι ο Λάμπρος μένει κάπου κοντά στο παλιό καπνεργοστάσιο στο Κολωνό και ο Πατζαρόπουλος οδηγεί μία μαύρη Μπεμβέ Μ5 στέισον βάγκον. Θεωρεί ότι μόνος τρόπος εντοπισμού του Πατζαρόπουλου είναι μέσο του Λάμπρου και θέλει να τον κρατάω ενήμερο. Νιώθω σαν ντέντεκτιβ! Έχω αργήσει και ο Ρένος έχει ραντεβού με μία των 9mm.

Χώνω το Ζάσταβα στο παντελόνι μου και τα Α4 στο φλάι, ρίχνω λίγο κρύο νερό στα μούτρα μου, παίρνω το κράνος βγαίνω στο πεζοδρόμιο και καβαλάω το ΚΤΜ. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά έχω βγει μαρσάροντας στη Λιοσίων. Διακρίνω στη στάση του λεωφορείου με σταυρωμένα τα χέρια το Ρένο. Φοράει μαύρο πέτσινο και σκούρο παντελόνι, καλά τον θυμόμουν, είναι καστανόξανθος, χωριάτης, με μουστάκι ιρλανδού μπάτσου και φάτσα μαλάκα. Κόβω ταχύτητα, σταματάω μπροστά του με το κατέμ αλλά δεν μου δίνει σημασία. Σηκώνω το τζάμι από το κράνος, με αναγνωρίζει ανεβαίνει στη μηχανή και μουρμουράει μία βρισιά στη γλώσσα του. Στρίβω αμέσως δεξιά στη Βασιλείου Μακεδόνος, ένα πεζοδρομημένο αδιέξοδο.

«Θέλω να κατουρήσω φίλε.»

Μου γνέφει καταφατικά. Κατεβαίνουμε από τη μηχανή και παρ όλη τη παγωνιά ανοίγω το μπουφάν μου και τραβάω το Ζάσταβα με το αριστερό, του παίζω μία στο στήθος και με το δεξί μου του σκίζω το στομάχι με τη πεταλούδα. Ο βλάκας δείχνει περίεργος κάτω από το κίτρινο φως της λάμπας του δρόμου και προσπαθεί να κλείσει με τις παλάμες του το σκισμένο του στομάχι και ταυτόχρονα προσπαθεί να πάρει βαθιές αναπνοές. Το ζεστό αίμα αναβλύζει από τις ολοκαίνουριες τρύπες του και  βάφει κόκκινο το χιόνι, λίγος κόκκινος αφρός βγαίνει από το στόμα του. Τον πυροβολώ το κεφάλι και εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια να κλείσει  με τις παλάμες του τις ολοκαίνουριες τρύπες του. Σκίζω με τη πεταλούδα το μπουφάν του και διακρίνω σε θήκη το προσωπικό του Μακάροφ, είναι κακοσυντηρημένο. Του φερμάρω τα κλειδιά, το πορτοφόλι, το κινητό και έναν παραφουσκωμένο καφέ φάκελο. Ανεβαίνω στο κατέμ μαρσάροντας και στο επόμενο φανάρι έχω ξεφορτωθεί το Ζάσταβα σε ένα φρεάτιο.

*

Χέζω μετά από 6 μέρες και νιώθω ανακουφισμένη. Πάντα μου αρέσει να σκέφτομαι διάφορα όταν κάθομαι στη λεκάνη. Λοιπόν πολύ περίεργες φάτσες αυτοί οι δύο τύποι στο γραφείο του Άκη. Με το Λάμπρο γνωριστήκαμε στο μπαρ του Σούλη. Ωραίος τύπος, δείχνει άγριος και σοβαρός αλλά πιστεύω ότι είναι κουτάβι κατά βάθος. Είχε πλάκα στο μπαρ. Ο άλλος ο ξανθός… φάτσα ψυχανώμαλου. Τι να πω. Και λίγο πριν πατήσω το καζανάκι με παίρνει στο κινητό ο Άκης.

«Έλα Βαλεντίνα, ενοχλώ;»

«Όχι Άκη, πες μου.»

«Πρόσεχε κορίτσι μου αν και δεν νομίζω να σε πήραν χαμπάρι εσένα. Έναν από τους δύο δικούς μου που γνώρισες χθες… ξέρεις κατάλαβες… Καλό ταξίδι… κτλ. Οπότε φίλαγε τα νότα σου, ξέρω ‘γω.»

«Ποιον;»

«Το Ρένο.»

«Οκ, σε ευχαριστώ θα προσέχω.»

Πρέπει να πάρω να ενημερώσω τη Ντάνιτσα να προσέχει, δεν ξέρω τι σκατά κάνει αυτή η γυναίκα αλλά την είδα να πηγαίνει την πιο ακατάλληλη στιγμή προς το γραφείο του Σούλη, τι να πήγε να κάνει εκεί μέσα… Ίσως  υπάρχει κάποιος χαφιές στο μπαρ και την είδαν να κινείται ύποπτα. Λες να τη φάγανε και αυτήν οι εκτελεστές του Άκη; Για να δούμε…

«Έλα Βαλεντίνα!»

«Γεια σου Ντάνι. Ζεις;»

«Ναι, γιατί όχι;»

«Λοιπόν! Άκου! Δεν ξέρω σίγουρα τι τρέχει με εσένα αλλά για να είσαι σίγουρη καλύτερα μην πας σπίτι σου απόψε…»

«Τι εννοείς;»

«Αν έχεις κάνει κάτι στη πλατεία Αμερικής πέρα από τη δουλειά σου στο μπαρ καλύτερα να φροντίσεις να προστατέψεις τον εαυτό σου. Ίσως και να κινδυνεύεις.

«Βαλεντίνα μου, δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μου μιλάς.»

«Οκ, μπορεί και να κάνω λάθος καληνύχτα Ντάνι!»

Ακολουθεί την επόμενη Τρίτη στο red n’ noir

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή