Πλατεία Ανταρκτικής VIΙΙ

Πλατεία Καραΐσκάκη, Μεταξουργείο.

«Αλό.»

«Έλα ρε Βόβα.»

«Όχι, εγώ είμαι ο Βόβα.»

«Το ξέρω ρε μαλάκα! Ο Λάμπρος είμαι, σύνελθε. Λοιπόν πάω προς του Άλμπερτ.»

«Πάλι άλλαξες νούμερο μπλιάτ; Έχω φύγει από Σεπόλια, είμαι Μενίδι για δουλειά.»

«Σε πόση ώρα θα ‘σαι στου Άλμπερτ;»

«Μπλιάτ, σε μία ώρα και κάτι αν όλα πάνε καλά. Θα τελειώνω μπαμ-μπαμ! Χαχαχαχα!!

«Εγώ μπρατ θα είμαι εκεί σε 5 λεπτά!»

«Οκ, εγώ θα τελειώσω με ένα μπλιάτ μαλάκα, θα πάω να εισπράξω και θα έρθω. Πιες ένα ποτάκι και θα τα λέμε από κοντά, μπαμ-μπαμ! Χαχαχαχαχα!!

Ο Βόβα είναι ο κολλητός μου. Το 1990 εγκατασταθήκαμε με τους γονείς μου στην Αθήνα από την Τασκένδη. Περίπου τρία χρόνια μετά ήρθε στο σχολείο ο Βόβα, ένα ξανθό τσογλάνι γεννημένο στο Μινσκ της Λευκορωσίας, μεγαλωμένο όμως στο Ομσκ της Ρωσίας. Ο φασίστας δάσκαλος θεώρησε πολύ καλή ιδέα να βάλει τα απροσάρμοστα «ρωσσάκια» να κάτσουν μαζί στο τελευταίο θρανίο, ο Βόβα με ρώτησε πως με λένε στα ρώσικα, του απάντησα στα ρώσικα -αφού στο σπίτι τα μιλάγαμε παράλληλα με τα ελληνικά- και από τότε γίναμε φίλοι. Συνεχίσαμε να κάνουμε αλητείες και παρέα για αρκετά χρόνια. Μετά με το Βόβα πέσαμε στη φυλακή, για τον ίδιο λόγο, σε διαφορετικές φυλακές με διαφορετικές ποινές, αφού εγώ όπως φάνηκε είχα καλύτερη δικηγόρο. Όταν βγήκε με το καλό, δύο δυόμιση χρόνια αργότερα, δεν είχε φυσικά που να πάει και ήρθε να με βρει στο σπίτι μου. Τον φιλοξένησα μέχρι να ξανανοίξει τα φτερά του. Εκείνη την εποχή όταν δεν υπήρχε νόμιμο μεροκάματο -που συνήθως δεν υπήρχε αφού ήμασταν πλέον στη καρδιά της κρίσης- φερμάραμε φαγιά από το σούπερμαρκετ και ρούχα από το Μολ. Όταν πλησιάζανε Χριστούγεννα εκμεταλλευόμενοι τις δεξιότητες που μάθαμε στη φυλακή κάναμε καμιά αναίμακτη διάρρηξη σε καμιά μονοκατοικία στα βόρεια προάστια, φορτώναμε μετρητό και φεύγαμε για Κοπεγχάγη, Βερολίνο ή Άμστερνταμ. Μία φορά πήγαμε και στη Βαρκελώνη και όλο τον υπόλοιπο χρόνο μιζέρια. Μετά ο καθένας πήγε σπίτι του, εγώ έπιασα δουλειά στο κρεατάδικο, ήρθαν τα συμβόλαια θανάτου και η οικονομική κατάσταση βελτιώθηκε, αλλά ας μην κουνάνε αηδιασμένοι το κεφάλι τους οι μικροαστοί: Οι διαρρήξεις δεν αποτελούν προθάλαμο για τα συμβόλαια θανάτου.

Παρκάρω σε ένα στενό κοντά στη Πλατεία Καραϊσκάκη στο Μεταξουργείο, την οδό Καλλέργη, το μπαρ που ψάχνω δεν είναι μακριά από εκεί. Στο μπαρ αυτό αν και συχνάζει και νορμάλ κόσμος, είναι παράλληλα και στέκι ανθρώπων σχεδόν σαν εμένα. Ντιλς για συμβόλαια θανάτου είναι εξαιρετικά σπάνια εδώ αλλά για όποιον ενδιαφέρεται ο μικρο-τοκογλύφος μπάρμαν Άλμπερτ σου ρίχνει με χαρά ένα τσεπάτο χιλιαρικάκι για το χέρι, το γόνατο ή το κεφάλι του κάθε φουκαρά κακοπληρωτή που θα σπάσεις. Δεν ασχολούμαι με τέτοια, δεν με λένε Ρένο. Κάθε πρώτη του μήνα δύο μπάτσοι τα τσεπώνουν αδρά από τον Άλμπερτ για να πουλάνε και καλά προστασία στο μαγαζί, πλας δεν ασχολούνται με τις δραστηριότητες του Άλμπερτ. Το χρήμα βουλώνει στόματα, πόσο μάλιστα τα στόματα λιγούρηδων επαρχιωτών με στολή ενώ παράλληλα σφραγίζει και συμφωνίες.

Βασικά η πλειοψηφία του κόσμου που αράζει εδώ δεν έχει σχέση με τον επαγγελματικό μου χώρο. Πίσω από τη τζαμαρία διακρίνω ότι το μαγαζί έχει κόσμο αλλά δεν είναι και γεμάτο, λογικό αφού έξω έχει τόσο χιόνι όσο στη γενέτειρα του Βόβα. Οι τοίχοι του μπαρ είναι καλυμμένοι με σκουρόχρωμο καπλαμά που στο μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του έχει κολλημένα εισιτήρια  από διάφορες συναυλίες και φωτογραφίες από καλλιτέχνες της ροκ σκηνής κομμένες από σελίδες περιοδικών και αφίσες, όλα μαζί σχηματίζουν ένα γιγάντιο πολύχρωμο συμπλεγματικό κολάζ. Στο πάτωμα έχει ένα μαύρο μωσαϊκό, πίσω από την μπάρα ανάμεσα στα εκατοντάδες μπουκάλια ποτών και συμμετρικά τοποθετημένο υπάρχει το ταριχευμένο κεφάλι από κάποιο αρσενικό ζαρκάδι σε μία ξύλινη πλάκα. Πάνω από τη μπάρα κρέμονται σαν αρχίδια τέσσερα βαριά φωτιστικά βιομηχανικού τύπου με φωτισμό στο χρώμα των φώτων της εθνικής οδού αλλά αμυδρό σαν σπίρτου. Πίσω από την μπάρα ο Άλμπερτ με τη σκαμμένη αλλά φρεσκοξυρισμένη μούρη και ζελέ στα μαλλιά ετοιμάζει ένα κοκτέϊλ.

«Γεια σου Άλμπερτ.»

«Γεια σου φίλε.»

«Τι λέει;»

«Καλά. Ο Βόβα δεν ήρθε ακόμα. Είχε έρθει όμως χτες εκείνος ο χλιμίτζουρας ο Ρένος και σ’ έψαχνε.»

«Αυτά τα ξέρω. Κάνας άλλος;»

«Μπα.»

«Άλμπερτ, βάλε μου ένα ουίσκι.»

Μου σερβίρει Γουάϊτ Χορς σε ένα χαμηλό ποτήρι με πάγο και βάζει μπροστά μου και ένα μπολ από τα καλά ξηροκάρπια. Κάποιος μου σκουντάει ελαφρά τον ώμο. Γυρνάω και είναι ένας μπάρμπας γύρω στα 70φεύγα με σκούφο, χοντρό καρό πουκάμισο, καμιά δεκαριά δόντια όλα κι όλα και ο μέσος στο αριστερό του χέρι είναι κομμένος στη δεύτερη φάλαγγα. Μυρίζει μπέκρα και φτηνή κολόνια.

«Μικρέ. Το μουνί και το μπουκάλι με έφεραν σε αυτό το χάλι.»

«Ο λουλάς και το χασίσι μ’ έφεραν σ’ αυτή την κρίση. Άσε μας ρε μπάρμπα να πούμε. Τα ξέρουμε.»

«Ααα, εσύ είσαι πολύ μάγκας ρε. Από δω είσαι;»

«Από δω γύρω.»

«Είμαι ο κύριος Λεβί! Λεβί Σαφράτη. Έτσι με λένε! Εσένα;»

«Οκ, οκ.»

«Είμαι Οβριός. Εβραίος δηλαδή.»

«Εβραίος είπες;»

«Εβραίος, ναι, αλλά κέρασε με ένα Τζιμ Μπιμ γιατί στέγνωσε το λαρύγγι μου και θα στα πω όλα. Τσιγαράκι βλέπω Σαντέ άφιλτρο, να πάρω ένα που καπνίζουμε και την ίδια μάρκα;

«Πάρε δύο-τρία να ‘χεις. Άλμπερτ βάλε ένα Τζιμ Μπιμ στον κύριο.»

«Το ‘39 γεννηθείς είμαι. Στα Λεμονάδικα μεγαλωμένος. Αλλά στη πλατεία Βιχτωρίας μένω εδώ και τριάντα χρόνια. Πάγκο στο παζάρι στο Περαία είχα, στον ΟΛΠ1 έχω δουλέψει, ναυτικός ύστερα ήμουν στα γκαζάδικα, στα φορτηγά με σημαία Μονρόβια. Αρζεντίνα, Ινδίες, Νιγηρίες, Περού, Ινδονήσια, όλα τα γύρισα. Νετάρισα από κει χάμου αλλά προκοπή δεν έκανα καμία γιατί τα ‘τρωγα όλα στα ζάρια, τα ποτά και στο μουνί. Δίψασα και κρύωσα, μου έβαλε κι ο Άλμπερτ ένα ποτάκι κερασμένο εδώ πέρα και ‘στρωσα. Βγήκα ψιλονωρίς να πούμε μέσα στο χιονιά να πάω σε ένα μπουρδελάκι εδώ πιο πάνω. Είναι μία χοντρή μαυρούλα, βυζού, η Μισέλ, μουνάρα σου λέω την ξέρεις;»

«Τσου.»

«Μπαίνω μέσα που λες και λέει ο τσάτσος: “τσιμπουκάκι, πισωκολλητό στα γόνατα, ελεύθερα πιασίματα. Είκοσι ευρώ.” Και του αποκρίνομαι εγώ: “Επειδή δεν δύναμαι να γαμήσω γίνεται μόνο τσιμπουκάκι με τα μισά λεφτά;” Ενώ θα έπρεπε να δώσω το 1/3 της τιμής με βάση αυτό που ζήτησα έτσι; “Παππού με ένα ταλιράκι σου παίζω μαλακία” μου λέει γελώντας και με πέταξε έξω ο  σκατόπουστας. Πάω που λες σε ένα άλλο ελληνίδα γύρω στα 40 μισότριβη… της έδωσα ένα δεκάρι και όλα καλά να πούμε. Γέρος άνθρωπος να βαράω μαλακία; Γερομαλάκας δηλαδή; Δε καταδέχομαι! Και τώρα εδώ χάμω στου Άλμπερτ πίνω κάνα ποτάκι και ζεσταίνομαι. Εσύ τι δουλειά κάνεις νεαρέ;»

«Σε καθαριστήριο δουλεύω. Σίδερο, στεγνό καθάρισμα, τέτοια.»

Μετά από κάποια ώρα σκάει μύτη στο μπαρ ο Βόβα. Κόρες ματιών ασυνήθιστα διεσταλμένες, το ένα μάτι μαυρισμένο, φόρμα αμπιμπάς με τρεις άσπρες ρίγες, αμάνικη μάλλινη τελνιάσκα2 του ρωσικού ναυτικού και στη μασχάλη του κρατάει ένα μπουφάν φλάι. Μερικά από τα τατουάζ του διακρίνονται: στους ώμους στο εμπρόσθιο μέρος από ένα οκτάκτινο μαυροκόκκινο αστέρι βορ -καμία σχέση με το διαγώνια μαυροκόκκινο αστέρι των αναρχοσυνδικαλιστών και των αναρχικών- στο αριστερό του χέρι ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρα υπάρχει μία κουκίδα μέσα σε ένα κύκλο, στον αριστερό του αγκώνα υπάρχει ένας ιστός αράχνης, ενώ στην εσωτερική πλευρά του δεξιού του καρπού μία νεκροκεφαλή μέσα σε ένα τετράγωνο.

-Κακ τζιλά μπρατίσκα; (Τι κάνεις αδελφούλη;)

-Χαρασό Βόβα, χαρασσό. Εσύ; (Καλά Βόβα, καλά.)

-Καλά, χαρασσό ρε μπρατ.

Είχαμε να βρεθούμε κάνα μήνα. Με αγκαλιάζει και με φιλάει τρεις φορές όπως ορίζει η σλαβική τελετουργία αντάμωσης.

«Που τρέχεις ρε τρελέ;»

«Μενίδι! Πόλεμος, Λάμπρο! Πόλεμος, μπλιάτ! Αυτός ο Πελμενίδης εκεί πάνω στο Μενίδι, μεγάλο κεφάλι ο τύπος, είχε πέντε-έξι γορίλες να τον φυλάνε! Λες και με περίμενε. Μέχρι να βγάλουν όμως αυτοί τα πιστόλια τους είχα τραβήξει το Ούζι μπλιάτ και μπαμ-μπαμ-μπαμ-μπαμ-μπαμ-μπαμ-μπαμμπαμ τους έβαλα για ύπνο. Και αφού το τοπίο είναι καθαρό λέω δε πάω στο κυριλέ μπάνιο του τύπου να ρίξω κάνα χέσιμο, και με το που ανοίγω τη πόρτα έτοιμος να ρίξω κάνα σκατό βγαίνει από το μπάνιο ένας πιτσιρικάς τρία μέτρα ψηλός, μέχρι το λαιμό κοιλιακούς, ήταν κρυμμένος μέσα και κρατούσε ένα κοντό Καλάς3. Με βλέπει και κωλώνει, έτρεμε ολόκληρος μαλάκα, θα ‘ταν δε θα ‘ταν 20-22χρονών, του κάνω: Θα μου ρίξεις ρε μπλιάτ; Τι κοιτάς;»

«Και;»

«Τι και; Το σκατό κόντευε να βγει και δε μπορούσα να περιμένω απάντηση, του κολλάω το Ούζι στη κοιλιά, του παίζω μία διπλή κι έπεσε σαν σακί δίπλα στη χέστρα. Έχεζα μπλιάτ και ξέρναγε αίμα από το στόμα ενώ του πάταγα το κεφάλι με το παπούτσι. Τελείωσα το χέσιμο και δεν είχε πεθάνει ακόμα οπότε του έπαιξα άλλη μία στο σβέρκο για να μην υποφέρει.

«Είσαι ψυχούλα…»

«Νταξ μωρέ. Εσύ που γύρναγες;»

«Σούλης Γιατράκος. Νεκρός.»

«Τι λε ρε μπρατάν;4»

«Ναι, ναι… μπρατ μου.»

«Εσύ και αν ξεκίνησες πόλεμο Λάμπρο.»

«Είναι μπλεγμένα και κάτι αδέρφια. Σαντικσή, Σαντικτζή, Σαντικτσή το επίθετο. Κάπως έτσι.»

«Φορτηγά! Τους έχω ακουστά… Ναρκωτικά, διακινητές, μαγαζιά, ξέπλυμα.»

«Το μάτι πως στο μαυρίσανε;»

«Ένας Πολωνός μπέκρας στη πλατεία. Μου λέει ξαφνικά “Ε, κούρβα5 γαμώ τη Ρωσσία.” Του λέω γάμα τη ρε φίλε.” Μου κάνει μετά από λίγο “Κούρβα, σε γαμάω και εσένα” Του κάνω: “Μετά από τόσα γαμήσια είσαι κουρασμένος, έλα άλλη μέρα να με γαμήσεις ξεκούραστος.” Μου λέει: “Μάγκας είσαι εσύ κούρβα;” Του αποκρίνομαι “Όχι αλλά μη μου σκοτίζεις τα αρχίδια” έρχεται κατά πάνω μου και μου τραβάει μία μπουνιά στο μάτι, του παίρνω από το άλλο χέρι το μπουκάλι και του το έσπασα στο κεφάλι, ακόμα θα κοιμάται.»

«Χαχαχαχα!! Ό,τι να ναι ρε μπρατ.»

Σηκώνομαι γελώντας και πάω να ρίξω ένα κατούρημα. Μόλις βγαίνω βλέπω να βγαίνει από το διπλανό βεσέ εκείνη. Βαμμένη ελαφρά, ψηλή, μαύρα ίσια μακριά μαλλιά μέχρι τον κώλο, μαύρο μάλλινο πουλόβερ, θα έλεγα πλούσιο στήθος, κολλάν, μάτια στο χρώμα της μπύρας και μαύρες μπότες. Σε καμία περίπτωση καγκουρογκόμενα. Είναι σίγουρα αυτή που πήγε προς το γραφείο του Σούλη. Της φράζω το δρόμο με το σώμα μου.

«Ήσουν στο γραφείο;»

«Όχι είχα άδεια σήμερα!»

«Ε, εννοώ στο μπαρ στην Πλατεία Αμερικής το απόγευμα.»

Υιοθετεί μια καρικατούρα σαλονικιώτικης προφοράς και προσθέτει:

«Κάποιο λάθος κάνεις. Εγώ απόψε βράδυ ήρθα από Σαλονίκη. Δε ξέρω τι με λες. Κάνε άκρη να περάσω.»

«Άσ’ τα σάπια κούκλα!»

«Ειλικρινά σε μιλάω. Φύγε! Θα φωνάξω βοήθεια.»

«Εγώ ήμουν αυτός που τις έπαιξε στο αφεντικό σου.»

Η τύπα σταμάτησε να μου πουλάει τρέλα και κοκαλώνει για λίγα σεκόντ. Η πρότερη προφορά της επανέρχεται και συνεχίζει:

«Μαλάκα με παρακολουθείς; Και που ξέρω εγώ αν είσαι μπάτσος που ψάχνει και πας να με ψαρώσεις;

«Όχι δεν σε παρακολουθώ και δεν είμαι μπάτσος, ειλικρινά ήταν τυχαίο. Τι είχες σκοπό να κάνεις δηλαδή;»

«…»

«Πρώτον, θα έπρεπε να μπορείς να αναγνωρίζεις τους μπάτσους με τη δουλειά που κάνεις. Και κατά δεύτερον το θεωρώ τουλάχιστον προσβλητικό να με λες μπάτσο από τη στιγμή που είμαι τόσο σικ και πνευματώδης.»

«Χαχαχαχα!! Ας γελάσω σέρβικα! Από που προκύπτουν αυτά; Λοιπόν πράγματι δεν μοιάζεις μπάτσος, δεν έχεις το ύφος. Λοιπόν ο Σούλης Γιατράκος ήταν το αφεντικό μου και είχα αποφασίσει να του γαμήσω τη ζωούλα απόψε, αλλά εσύ μου τα χάλασες όλα.»

«Δεν πήρα χαμπάρι ότι πήγε να παίξει τέτοια φάση για λόγους ταξικούς! Σόρυ αλλά αν το γνώριζα θα σου έδινα τη χαρά να το κάνεις και ποσοστό από την αμοιβή μου, αλλά που ήθελες να το ξέρω;»

«Για αυτό που έκανε στη φίλη μου πήγα να τον φάω αλλά κώλωσα, τελικά δεν κάνω για δολοφόνος.»

«Τι έκανε στη φίλη σου ο Γιατράκος;»

«Δουλεύαμε μαζί, τον απείλησε ότι αν δεν μας καταβάλει όλα όσα μας χρωστάει θα πάει στην Επιθεώρηση, τότε ο Σούλης την έπιασε από το λαιμό της είπε ότι ποτέ καμιά πουτάνα δε τόλμησε ποτέ ξανά να τον απειλήσει. Τη στραγγάλισε στο γραφείο του. Μετά οι γορίλες του την τσιμεντώσανε και τη φούνταραν το ίδιο βράδυ στο Σαρωνικό.»

«Μεγάλος αλήτης και πολύ σκληρός τύπος ο μακαρίτης.»

«Πως σε λένε;»

«…»

«Κατάπιες τη γλώσσα σου; Εμένα με λένε Ντάνιτσα. Λέγε με Ντάνι.»

«Λάμπρος, χάρηκα που σε γνώρισα Ντάνι.»

Παραμερίζω στο πλάι, και η μαυρομάλλα σερβιτόρα πάει βιαστικά σε ένα καναπέ όπου κάθονται άλλες δύο φίλες της. Επιστρέφω στο σκαμπό του μπαρ. ο Άλμπερτ έχει χαμηλώσει πολύ τα φώτα του μπαρ για επιπλέον ατμόσφαιρα.

«Έπεσες μέσα στη χέστρα ρε μαλάκα;»

«Ε;»

«Ποια ήταν η ψηλή που μιλάγατε;»

«Μια γκόμενα.»

«Με τα μούτρα που έχεις μπλιάτ αποκλείετε να σου κάτσει. Μόνο με το μπλα μπλα σου αν τη ρίξεις.»

Εκείνη την ώρα και καθώς ο Άλμπερτ μου φέρνει άλλο ένα ποτό με παίρνει τηλέφωνο ο Άκης.

«Έλα αφεντικό…»

«Λάμπρο, μη πας σπίτι σου απόψε…»

«Γιατί;»

«Ρένος πάπαλα. Σίγουρα από άνθρωπο των Σαντικτσίδων. Αν δε φυλαχτείς μάλλον θα ‘σαι ο επόμενος. Σε θέλω ζωντανό εσένα μαλάκα. Πρόσεχε!»

——-

(1) Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς

(2) Ζεστή ριγέ μπλούζα ή φανέλα (φοριέται κατάσαρκα) του σοβιετικού/ρωσικού ναυτικού από χοντρό βαμβάκι ή μαλλί. Σύμβολο αρρενωπότητας στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ.

(3) Καλάσνικοφ στη ρωσική αργκό. Λέγοντας κοντό εννοεί με πτυσσόμενο ή αναδιπλούμενο μεταλλικό κοντάκι και ίσως κοντή ή πριονισμένη κάννη.

(4) Μπρατ/Μπρατάν/Μπρατίσκα: Αδελφός στα ρωσικά. Λέγεται μεταξύ στενών φίλων. Ειδικότερα το μπρατάν αναφέρεται μεταξύ φίλων με πολύ στενή φιλία εμπιστοσύνης/σεβασμού/κτλ/. Μπρατίσκα είναι ο αδελφούλης.

(5) Η πόρνη στη πολωνικά. Συνηθισμένη έκφραση μεταξύ των Πολωνών.

Ακολουθεί την επόμενη Τρίτη στο red n’ noir

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή