Πλατεία Ανταρκτικής VIΙ

Πάρκο Κύπρου και Πατησίων, Κυψέλη

Τα γόνατα μου τρέμουν από αδρεναλίνη, με έχει πιάσει κρίση πανικού, το μπουφάν μου από φτηνή μαύρη δερματίνη δεν με ζεσταίνει. Κατουριέμαι απ’ το κρύο, πρέπει να πάω σπίτι, με είδαν να μπαίνω στο μπαρ αλλά όχι να βγαίνω, μπορεί να υποθέσουν το οτιδήποτε, να με κατηγορήσουν για συνεργό των εκτελεστών και να με ψάξουν όταν ο σαματάς κοπάσει. Και ποιος θα με ψάξει δηλαδή; Το Σούλη γρήγορα θα τον διαδεχθεί κάποιο άλλο κάθαρμα που οι υποτακτικοί του Σούλη θα τον αποδεχτούν μη έχοντας άλλη επιλογή. Έτσι γίνεται στην Αθήνα, τα μεγάλα κεφάλια αλλάζουν συχνά. Ο Σούλης ήταν η εξαίρεση αλλά τελικά ήρθε η ώρα του. Το μπουφάν μου έχει λερωθεί με αίμα. Όμως κάτι πρέπει να κάνω, να απεμπλακώ. Τι όμως; Ίσως έχω μπλέξει άσχημα! Σκατά ρε γαμώτο, Σκατά. Και να τον καθάριζα εγώ πάει στο διάολο.

Το ρολόι μου δείχνει 19:00 ακριβώς, το γκρι πατημένο χιόνι στα πεζοδρόμια έχει γίνει σχεδόν πάγος και τα πεζοδρόμια γλιστράνε. Καθώς στρίβω στη Κύπρου νιώθω να γλιστράει από τον ώμο μου αφήνοντας πίσω του ίχνη σαν αυτά ενός σαλιγκαριού μία ροζ γλιτσερή μάζα σαν άψητος κεφτές.

Jebem ti život!* Κομμάτι από τα μυαλά του Σούλη!

Το γκριζοκίτρινο άμορφο πλέον από τα γαστρικά υγρά μεσημεριανό μου απέδρασε από το στομάχι μου και κατέληξε στη γωνία Κύπρου και Πατησίων. Αν δεν γαμιόνταν έτσι ο καιρός θα αποτελούσε πρώτης τάξεως λιχουδιά για τα σιχαμερά μητροπολιτικά περιστέρια που πάρκου.

Στηρίζομαι στο κορμό ενός δέντρου και παίρνω βαθιές ανάσες κρύου αέρα που σε συνδυασμό με την μυρωδιά του χιονιού και καμένου ξύλου με ηρεμούν. Παρατηρώ για πρώτη φορά απόψε πως αμέτρητες χιονονιφάδες στροβιλίζονται στον αέρα σαν μαστουρωμένοι δερβίσηδες, με φόντο τις ιριδίζουσες αντανακλάσεις των διερχόμενων οχημάτων και ειλικρινά έχω ηρεμήσει. Τελικά η αποπνικτική αιθαλομίχλη από τα παλετοβόρα τζάκια των διαμερισμάτων των τουρτοπολυκατοικιών των 00s κατάφερε να με ανακατέψει και το υπόλοιπο μεσημεριανό μου κατέληξε με ορμή στις τσιμεντόπλακες του πεζοδρομίου.

Διασχίζω την μαρμάρινη σαν μαυσωλείο είσοδο της παλιάς πολυκατοικίας και καλώ το ασανσέρ. Ήδη νιώθω καλύτερα. Γδέρνω με τα κλειδιά μου τη σβάστικα που σίγουρα ζωγράφισε στο ασανσέρ το 30χρονο απόβρασμα-γιός του ζευγαριού δασκάλων που μένουν στον τρίτο. Το ασανσέρ τερματίζει στον 5ο και αφού κανένα από τα δύο ασανσέρ της πολυκατοικίας, που μοσχοβολάνε κλεισούρα, τσιγάρο και κατουρλιό δεν φτάνουν μέχρι το πρώην πλυσταριό των 16 τ.μ. που μένω, έτσι με κομμένα τα γόνατα ανεβαίνω τη σκάλα που οδηγεί στην ταράτσα και φτάνω σπίτι μου.

Μέσα στο διαμέρισμα κάνει περισσότερο κρύο απ’ ότι έξω. Το φτηνιάρικο ροζ κρεμοσάπουνο στο νιπτήρα έχει γίνει πηχτό σαν ζελέ από το κρύο, αφού άφησα το παράθυρο του μπάνιου ανοιχτό και το μικρό μπάνιο έχει γίνει ψυγείο. Κατουράω επί 5 λεπτά και νιώθω ότι ο κώλος μου έχει πάθει κρυοπαγήματα από την επαφή με τη παγωμένη λεκάνη. Ανάβω θερμοσίφωνα. Ζεσταίνω νερό στο βραστήρα, ποσότητα τόση όση για μία κούπα νες και για ένα μπολ νουντλς με γεύση λαχανικών. Ίνσταντ κόφι, ίνσταντ νουντλς, ίνσταντ λάϊφ, παραλίγο απόψε στο γαμοκωλόμπαρο.

Ανάβω στο φουλ το προϊστορικό φουτζίτσου ώστε να σπάσει κάπως το κρύο. Κατεβάζω μία γενναία γουλιά σλιβοβίτσα** και νιώθω ότι το κρύο δυνατό αλκοόλ καίει όλο το εσωτερικό του σώματος μου, δεν το μετανιώνω όμως γιατί ήδη άρχισα να συνέρχομαι. Η γκαρσονιέρα άρχισε να ζεσταίνεται. Ρίχνω το μπουφάν μου μέσα σε μία μαύρη σακούλα σκουπιδιών, γδύνομαι και πετάω τα ρούχα μου στη καρέκλα. Μπαίνω στο ντους. Βγαίνω μετά από μισή ώρα τυλιγμένη σε ένα μπουρνούζι. Κάθομαι στο κλασικό καναπέ-κρεβάτι που πανομοιότυπα του βρίσκεις σχεδόν σε κάθε διαμέρισμα της πόλης και καταβροχθίζω τα νουντλς, χαζεύοντας πότε το κάτασπρο χιόνι στις πλαστικές μοβ ηλιοκαμένες καρέκλες της βεράντας, πότε τις ζεστές αντανακλάσεις από τη λάμπα της απλίκας του τοίχου πάνω στο πολύχρωμο μωσαϊκό πάτωμα και πότε την λάμψη του μαύρου Τοκάρεφ που άφησα πάνω στο πλυντήριο ρούχων που βρίσκεται στα τρία τετραγωνικά μέτρα που ονομάζω κουζίνα. Και τότε χτυπάει το τηλέφωνο.

«Ναι;»

«Ντάνι;»

«Έλα Μαρίνα.»

«Έχει ρεπό απόψε το Ντανιτσάκι;»

«Αχά! Τι κάνεις εσύ φιλενάδα;»

«Καλά μωρέ σχόλασα. Εσύ τι κάνεις;»

«Έλιωσα στον ύπνο. Ξύπνησα αργά το μεσημέρι… Πως πήγε στη δουλειά;»

«Σκατά. Μας έστειλε το αφεντικό να καθαρίσουμε ένα κλειστό βενζινάδικο που νοίκιασε στη Πειραιώς. Μου βγήκε ο πάτος ρε Ντάνι. Βασικά σε πήρα για να πάμε με τη Μπόρα για κανά ποτό. Αλλά να ξέρεις έξω χιονίζει!»

«Ναι ρε πάμε! Χιονίζει; Πλάκα μου κάνεις!»

«Καθόλου πλάκα δε σου κάνω, ντύσου μην κρυώσει η κορμάρα σου! Χαχα! Λοιπόν 23:00 να είσαι πίσω από τη Δημοτική Αγορά θα περάσουμε με τη Μπόρα να σε πάρουμε να πάμε σε ένα ροκόμπαρο που ανακάλυψα στο Μεταξουργείο».

*Γαμώ την ζωή μου

** Πρόκειται για ένα παραδοσιακό ποτό στις χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, κυρίως, για τους σλαβικούς λαούς και τους γειτονικούς τους λαούς όπως οι Ούγγροι, οι Ρουμάνοι και οι Αλβανοί. Η σλιβοβίτσα είναι το εθνικό ποτό στη Σερβία, μέσο για φυσική ανταλλαγή στην Αλβανία και το ποτό που χρησιμοποιείται στα μνημόσυνα για να τιμήσουν τις ψυχές των νεκρών συγγενών στην Πολωνία.

Ακολουθεί την επόμενη Τρίτη στο red n’ noir

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή