Πλατεία Ανταρκτικής ΧV

Ευκαλύπτων 41, Βοτανικός 10:15 π.μ. | Μαρκόνι 30, Βοτανικός 11:36 π.μ. | Μίττε, Βερολίνο 11:22 π.μ.

Ευκαλύπτων 41, Βοτανικός 10:15 π.μ.

Σήμερα ξύπνησα στις 8:00, σηκώθηκα απότομα από το κρεβάτι τράβηξα απότομα το υφασμάτινο λουρί και άνοιξα με θόρυβο το ξύλινο ρολό της μπαλκονόπορτας. Έξω έριχνε χιονόνερο. Ο Βόβα τα χαράματα πήρε ταξί για το σπίτι του… Ούτε ξέρω τι τον έπιασε τον ψυχάκια. Έχεσα, πλύθηκα, φόρεσα ένα πουλόβερ, ένα μαύρο παντελόνι και το γνωστό πέτσινο.

Το ραντεβού με τη Βαλεντίνα ήταν 8:30 το πρωί έξω από σταθμό του Ηλεκτρικού στη Βικτώρια, πέρασα και την πήρα με το Ιμπρέζα. Φορούσε ένα αδιάβροχο με κουκούλα. Μόλις φτάσαμε σε μία μικρή αποθήκη ενός γνωστού στην οδό Ευκαλύπτων όχι μακριά από τη μάντρα φορτηγών των Σαντικτσίδων. Πάνω από την είσοδο μία σκουριασμένη πινακίδα γράφει «ΓΟΥΛΑΣ ΡΟΥΛΕΜΑΝ». Η οροφή είναι από ελενίτ οι τοίχοι από τσιμεντόλιθους, πάνω στο καφέ ραγισμένο βιομηχανικό δάπεδο υπάρχουν δυο-τρία νεκρά σπουργίτια που δεν βρήκαν το δρόμο για την έξοδο, κομμάτια από ξύλινες παλέτες και ένα συνταξιοδοτημένο εδώ και δεκαετίες κίτρινο κλαρκ, μέσα στο βάθος και αριστερά υπάρχει ένα γραφείο που διαχωρίζεται από τον υπόλοιπο ενιαίο χώρο με άσπρα πάνελ αλουμινίου και τζάμια. Αυτός ο χώρος θα είναι το στρατηγείο μας για σήμερα.

Η Βαλεντίνα κρέμασε το μακρύ αδιάβροχο της σε ένα καλόγερο, από μέσα φόραγε μία μαύρη ζακέτα αντίντας με τρεις χρυσές ρίγες και ένα μαύρο παντελόνι, είχε τις ξανθοκόκκινες μπούκλες της πιασμένες με ένα λαστιχάκι. Βγάζει από το μπουφάν της το κινητό της και ένα στυλό καθώς έβγαζα δύο σιγαστήρες από το συρτάρι του γραφείου.

Συζητήσαμε για λίγη ώρα για την εκτέλεση, φτιάξαμε ένα σχέδιο δράσης σε ένα Α4. Αποφασίσαμε γρήγορα ότι δεν θα μας χρειαστούν τελικά και τα δύο Καλάσνικοφ. Το σχέδιο είναι να μπω εγώ από την μπροστινή είσοδο σαν πελάτης μόνο με το 9άρι kel-tec στο Χόλστερ κάτω από το πέτσινο και αυτή να είναι στην είσοδο της μάντρας με το Καλάσνικοφ κρυμμένη ανάμεσα σε στο μαντρότοιχο και ένα παρατημένο βαν Mitsubishi που υπάρχει εκεί πίσω από το οποίο θα έχω παρκάρει το Ιμπρέζα. Θα ήμασταν σε επικοινωνία μέσω κινητών και μόλις της δώσω το σήμα θα μπει στο χώρο της μάντρας από την είσοδο με το καλάσνικοφ στα χέρια ώστε να με καλύπτει από απόσταση κρυμμένη από τράχτορα σε τράχτορα. Συμφωνήσαμε ότι όταν θα είναι καθαρή η διαδρομή από την είσοδο της μάντρας μέχρι την πόρτα του ανοιχτόχρωμου τσιμεντένιου κύβου που βρίσκονται τα γραφεία της μάντρας φορτηγών θα έρθει δίπλα μου και θα μπούμε μαζί στην πόρτα της εισόδου. Εκεί σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη μας θα πίνουν τον καφέ τους τα δύο αδέρφια.

Ενώ κανονίζαμε τις τελευταίες λεπτομέρειες, χτυπάει το κινητό μου. Είναι ο Άκης:

«Καλησπέρα μωρή χαμούρα!»

«Καλημέρα θες να πεις.»

«Ναι μωρέ μαλάκα, καλημέρα να πούμε. Κοίτα να πούμε μην σου κουνήσει το κώλο της η μικρή αλεπού και σε βάλει στη κιλότα της γιατί είσαι και μουνάκιας εσύ. Το νου σου γιατί δεν είναι από αυτές που ξέρεις, είναι μεγάλοι αλεπουδιάρηδες όλοι αυτοί από το Ελεκτροουγκλί! Πονηρή φάρα…»

«Άκη, άσε τις πίπες και πες μου τι θέλεις γιατί έχουμε δουλειά.»

«Δουλειά, μπράβο! Αυτό πήρα να ακούσω. Ότι έχετε δουλειά. Μπράβο Λάμπρο μου. Μπράβο!»

Και μου κλείνει το τηλέφωνο στη μούρη. Κοιτάω στα αριστερά μου την Βαλεντίνα που εκείνη την στιγμή σχεδίαζε με το αριστερό της χέρι τα τόξα που έδειχναν προς τα που θα κινηθεί. Η αλήθεια είναι ότι σαν γυναίκα μου αρέσει, με ελκύει ο δυναμισμός της και το κλειστό του χαρακτήρα της. Όπως όταν πας σε έναν άγνωστο τόπο και θες να τον γνωρίσεις. Σίγουρα με τραβάει το γεγονός ότι μία γυναίκα κάνει τη δουλειά που κάνω με όσα αυτό συνεπάγεται. Όλη αυτή την ώρα από το αμάξι κιόλας και μετά όσο κανονίζαμε το σχέδιο την φλέρταρα επιστρατεύοντας κυρίως το χιούμορ μου θεωρώντας ότι και αυτή με γουστάρει κρίνοντας από τη συμπεριφορά της, με άγγιξε διακριτικά 2-3 φορές.

Όπως καθόμαστε, με το δείκτη του δεξιού της χεριού μου χάιδεψε το δείκτη του δικού μου χεριού που ήταν δίπλα στο δικό της. Γρήγορα άρχισα και εγώ να της χαϊδεύω το χέρι. Με μία κίνηση βρέθηκα πίσω της, την φίλησα απαλά στο σβέρκο και πίσω από το αυτί. Γύρισε προς το μέρος μου με βλέμμα αινιγματικό. Πήρα το ρίσκο, γλίστρησα τη γλώσσα μου ανάμεσα στα χείλη της και αυτή με δάγκωσε απαλά. Τα χέρια μου άρχισαν να εξερευνούν το πάνω μέρος του κορμιού της πάνω από τη συνθετική φόρμα όσο και η δική της πλέον γλώσσα της στριφογύριζε μέσα στο στόμα μου χορεύοντας με τη δική μου. Προσπάθησε να τρίψει τη ψωλή μου πάνω από το παντελόνι αλλά δεν ένιωθα και πολλά πάνω απ’ το χοντρό ύφασμα. Πήρα όμως το θάρρος και προσπάθησα και εγώ να χαϊδέψω το μουνί της πάνω απ’ το παντελόνι. Προσπάθησα να της ξεκουμπώσω το πρώτο κουμπί του παντελονιού αλλά πήρε απότομα τα χέρια μου και τα έβαλε πάνω στα κωλομέρια της. Τελικά η μικρόσωμη αλεπού έκατσε πάνω στο γραφείο και κατέβασε το φερμουάρ της ζακέτας της, παραμέρισα το σουτιέν της έπεσα με τα μούτρα ρουφώντας τα βυζιά της ταυτόχρονα κατέβασα το παντελόνι μου, το είδε και άρχισε να μου τον παίζει.

«Βαλεντίνα θέλω τώρα να γαμηθούμε, με καυλώνεις πολύ.»

«Το ξέρω. Αλλά καλύτερα να σταματάμε εδώ.»

«Οκ, απλά έχω καυλώσει πολύ και θα ήθελα πολύ να σε γλύψω τώρα», είπα σε μία χαζή προσπάθεια να την μεταπείσω δελεάζοντας την τάζοντας της ένα γλυφομούνι.

«Όχι, άσε.»

Δεν επέμεινα άλλο. Δεν είμαι μαλάκας. Πήγα και βάρεσα μια μαλακία στο βεσέ και γυρνώντας στο γραφείο η Βαλεντίνα  μου είπε ότι πρέπει πάει στο μπάνιο να αλλάξει σερβιέτα. Ήρθε και μου χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο. Την αγκάλιασα σφιχτά, παρατήρησα ότι είχε ένα μελαγχολικό βλέμμα. Πήραμε μαζί μας ότι χρειαζόμασταν και ξεκινήσαμε με το αμάξι για το νούμερο 30 της οδού Μαρκόνι για να εκτελέσουμε τους δύο Σαντικτσίδες, μετά ντουγρού στο σπίτι του Άκη για να μας ρίξει το κασέρι της αμοιβής και για μετά είπαμε να πάμε για παϊδάκια προβατίνας στο Δούρειο Ίππο στα Εξάρχεια.

                                                                               

Μαρκόνι 30, Βοτανικός 11:36 π.μ.

Σύμφωνα με το GPS του κινητού μου φτάσαμε! Κάνω νόημα στο ταρίφα να σταματήσει πίσω από ένα ανθρακί Ιμπρέζα κοντά στην είσοδο της μάντρας. Πιέζω με τη κάνη του όπλου τον ώμο του:

«Πόσα έγραψε;»

«Κερασμένη η κούρσα κοπελιά!»

«Πάρε αυτά για την ελάχιστη», του λέω και του πετάω μία χούφτα ψιλά ανάμεσα στα δύο καθίσματα. «Φύγε και αν διανοηθείς να πας στους μπάτσους να ξέρεις θυμάμαι τις πινακίδες σου, θα σε βρω και…»

«Ποιους μπάτσους; Κεράκι στην εκκλησιά θα πάω να ανάψω κορίτσι μου», είπε ο ταρίφας μαρσάροντας και από τα ηχεία του Σκόντα έπαιζε ο Σαλονικιός του Στράτου Διονυσίου.

Πάνω από την είσοδο μία πινακίδα έγραφε Αφοί Σαντικτσή Φορτηγά. Μετά την είσοδο μία αλάνα στρωμένη άσφαλτο και παρκαρισμένα δεκάδες φορτηγά. Στο κέντρο της ένα μικρό δίπατο κτήριο με μεγάλα συνεχόμενα παράθυρα. Τρέχω προς την πόρτα με την αυτόματη μπερέτα στο χέρι ή οποία δεν ήταν τελικά μπερέτα αλλά micro-Uzi. Στέκομαι για λίγα σεκόντ με τη πλάτη στο τοίχο και βεβαιώνομαι ότι δεν έχω πατήσει καταλάθος την ασφάλεια και βρίσκω το κουμπάκι που βγαίνει ο γεμιστήρας ώστε να είμαι βέβαιη ότι είναι γεμάτο. Βάζω πάλι το γεμιστήρα και το οπλίζω τραβώντας το κλείστρο προς τα πίσω όπως έχω δει στις ταινίες. Το κρατάω σφιχτά στα χέρια μου και μπαίνω στο κτήριο.

Διασχίζω ένα διάδρομο προσεκτικά. Δεξιά μου καθισμένος στο πάτωμα και με τη πλάτη ακουμπισμένη στο τοίχο βρίσκετε ένας νέος άντρας με το στήθος και το στόμα του γεμάτο αίματα. Λίγα μέτρα πιο πέρα ένας καραφλός άντρας είναι πεσμένος μπρούμυτα στο πάτωμα, έχει μία κόκκινη τρύπα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Το στομάχι μου έχει αρχίσει να ανακατεύεται.

Ακούω θόρυβο πίσω από μία πόρτα. Είναι μισάνοιχτη και από την χαραμάδα δεν μπορώ να διακρίνω και πολλά. Ανοίγω αργά τη πόρτα και προσπαθώ να δω τι συμβαίνει.

«Srasnje!»1

Η Βαλεντίνα μέσα στα αίματα ριγμένη πάνω σε ένα γραφείο και ένας γκριζομάλλη μεσήλικας με κατεβασμένα τα παντελόνια να προσπαθεί να τη βιάσει. Ο δεύτερος μπάρμπας με ένα τσιγάρο στο στόμα είναι νεκρός με το αίμα να έχει βάψει το άσπρο πουκάμισο του. Αριστερά πεσμένος στο πάτωμα ο Λάμπρος με τα χέρια του δεμένα πισθάγκωνα. Το σπασμένο κόκκαλο από το καλάμι του ποδιού του του έχει σκίσει το παντελόνι. Ένας μπράβος με σπορ κοστούμι, πολύ νέος, με τατουάζ στο ξυρισμένο του κρανίο του πατάει το κεφάλι στο πάτωμα.

Οι κακοί γύρισαν και με κοίταξαν ξαφνιασμένοι. Τα πιστόλια τους ήταν μακριά. Τους γάζωσα, όπως και όλο τον χώρο, τζάμια θρυμματίζονταν και κατέρρεαν γύρω μου. Πέταξα το ούζι σε ένα καναπέ και έτρεξα προς την Βαλεντίνα, ήταν λιπόθυμη. Ο Λάμπρος μου έκανε νόημα να πάω προς το μέρος του πήρα ένα χαρτοκόπτη από το γραφείο και του ελευθέρωσα τα χέρια. Σηκώθηκε στηρίζοντας το σώμα του σε ένα γραφείο και έκατσε σε μία πολυθρόνα. Ψύχραιμος και χωρίς να μιλήσει πήρε δύο ξύλα από μία σπασμένη καρέκλα, δάγκωσε ένα μαξιλαράκι που βρήκε στη πολυθρόνα και έφερε το κόκκαλο του ποδιού στη θέση του βγάζοντας μία κραυγή με σταθερές κινήσεις το στερέωσε δένοντας σφιχτά τα ξύλα με το καλώδιο ενός φωτιστικού.

«Ντάνι οδηγάς;»

«Στα συγκρουόμενα.»

«Οκ. Πάρε τα κλειδιά και φέρε το γκρι σουμπαρού που είναι απ’ έξω εδώ.»

Έριξα το αμάξι στην είσοδο του κτηρίου ευτυχώς με πολύ χαμηλή ταχύτητα, μπαίνοντας μέσα είδα ότι η Βαλεντίνα είχε συνέλθει και ντυνότανε σιωπηλή.

Μίττε, Βερολίνο 11:22 π.μ.

Κάπως έτσι τελείωσε αυτή η ιστορία στην Αθήνα το μακρινό Γενάρη του 17. Δεν ξανάδα ποτέ μου το Λάμπρο, τη Βαλεντίνα, ή το Βόβα. Γύρισα στο σπίτι μου και έπεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι, όταν ξύπνησα μάζεψα τα απαραίτητα, πήρα όσα χρήματα μπόρεσα και μπήκα σε ένα ταξί για το αεροδρόμιο. Μέσα στο ταξί μίλησα στο τηλέφωνο με μία θεία μου που μένει στο Βελιγράδι. Πήρα την επόμενη πτήση για Βελιγράδι. Έμεινα λίγες βδομάδες στη γενέτειρα μου. Είχα κακές αναμνήσεις από την βομβαρδισμένη πόλη του 1999 παρόλο που είχε αλλάξει. Έτσι βρέθηκα με μία δουλειά στο Βερολίνο. Κάπου ένα χρόνο μετά στο Βερολίνο έλαβα στη πόρτα μου ένα συστημένο φάκελο από άγνωστο παραλήπτη που περιείχε τον αριθμό και το κλειδί μιας θυρίδας και την διεύθυνση μίας τράπεζας στο Καμ μία ήσυχη κωμόπολη στη νότια Γερμανία. Κόλλησα μία μέρα άδειας στο ρεπό μου, πήρα το τραίνο και πήγα. Μέσα στη θυρίδα είχε ένα μεταλλικό κουτί που μέσα είχε εκατό χιλιάδες ευρώ σε 50ευρα και ένα σημείωμα που έγραφε στα ελληνικά «Δικά σου».


(1) Σκατά.

Τέλος. Διαβάστε τα προηγούμενα επεισόδια εδώ.

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει νεοπολάρ βιβλία από τις εκδόσεις angelus novus:

Από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων:

Καμία δημοσίευση για προβολή