Πλατεία Ανταρκτικής ΧIV

Μίττε, Βερολίνο 11:02 π.μ. | Σταθμός Ηλεκτρικού Θησείο, Αθήνα 11:02 π.μ. | Οδός Τρεμπεσίνας, Σεπόλια 11:29 π.μ.

Μίττε, Βερολίνο 11:02 π.μ.

Εδώ και τρία περίπου χρόνια μένω και δουλεύω στο Βερολίνο. Είναι μέσα Μαρτίου ο ουρανός έχει ένα ξεπλυμένο μπλε χρώμα και κάνει ακόμα αρκετό κρύο. Έβγαλε όμως έναν λιγότερο αδύναμο από τις άλλες μέρες ήλιο σήμερα έχω και ρεπό και έτσι βγήκα να περπατήσω μετά από πολύ καιρό στο Τιεργκάρντεν. Συγκατοικώ με δύο ακόμη κοπέλες σε ένα διαμέρισμα τρίτου ορόφου μίας ανατολικογερμανικής πολυκατοικίας όχι μακριά από το Βολκς Παρκ και δουλεύω εδώ και ένα χρόνο στη ρεσεψιόν ενός μικρού χόστελ στο Κρόϊτσμπεργκ. Το αφεντικό μου ένας βαψομαλλιάς από την Άγκυρα που μου το παίζει Βερολινέζος… Ευτυχώς είναι τυπικός στις πληρωμές του και δεν είναι γλίτσας. Το Βερολίνο με τις φαρδιές λεωφόρους του δεν μοιάζει με την Αθήνα με τους στενούς δρόμους. Το μετρό είναι αχανές. Τις προάλλες καθώς πήγαινα στη δουλειά με το ποδήλατο αντί για το μετρό έπεσα πάνω σε μία συγκέντρωση για τη μέρα της γυναίκας, μεταξύ άλλων ήταν κάποιες κοπέλες που κρατούσαν κάτι μαυροκόκκινες και μαυρομώβ σημαίες με μία μαύρη γάτα και φώναζαν συνθήματα στα γερμανικά, ανάμεσα τους και μερικοί άντρες. Ζω σίγουρα μία πιο φυσιολογική ζωή σε σχέση με την Αθήνα. Βγήκα και από μία σύντομη τοξική σχέση πριν δύο μήνες και τώρα όποτε έχω όρεξη καυλαντίζω 25άρηδες στα μπαρ του Βερολίνου. Βέβαια μου λείπει η Αθήνα, οι φίλες μου βασικά και οι βόλτες για καφέ και μπύρες στο κέντρο. Μου λείπει και εκείνο το μικροσκοπικό δώμα που έμενα στη Κυψέλη, η μυρωδιά του, η θέα από το μπαλκόνι που στο βάθος αριστερά έβλεπα και λίγο θάλασσα, νιώθω ότι άφησα ένα κομμάτι μου εκεί. Φτάνει πια με τη νοσταλγία. Θα σας πω λοιπόν τι έγινε με εκείνη την ιστορία εκείνον τον ασυνήθιστα παγωμένο Γενάρη του 2017 στην Αθήνα.

Σταθμός Ηλεκτρικού Θησείο, Αθήνα 11:02 π.μ.

Χθες βράδυ είχαμε πάει για μπύρες με τη Βαλεντίνα και λίγο πριν χωρίσουμε και μισομεθυσμένη μου είπε ότι αύριο, δηλαδή σήμερα θα έκαναν με το Λάμπρο την διπλή εκτέλεση των αδερφών Σαντικτσή. Αποφάσισα να πάω για ένα καφέ στο Θησείο με μία φίλη, έφτασα νωρίτερα και μου έστειλε και ένα μήνυμα ότι θα αργήσει 5-10 λεπτά έτσι περπατάω νωχελικά στον πολύβουο πεζόδρομο του Θησείου και χαζεύω την πραμάτεια στους πάγκους των παλιατζήδων. Αγόρασα παζαρεύοντας μία παλιά σιδερένια επιτραπέζια ξύστρα την οποία δεν χρειαζόμουν και την έβαλα στη τσάντα μου. Οι πάγκοι των παλιατζήδων από ένα ύψος του πεζόδρομου και μετά σταματάνε και αρχίζουν οι πάγκοι με τα διάφορα διακοσμητικά μπιχλιμπίδια, με τύπους που γράφουν το όνομα σου σε ένα ρύζι, πάγκους με χειροποίητα σαπούνια και χαϊμαλιά από πολύχρωμες κλωστές και ανηφορίζω προς τις καφετέριες. Με τη φίλη μου έχουμε ραντεβού σε ένα καφέ λίγο πιο πάνω, όχι σε αυτά τα κυριλέ καγκουροκαφέ αλλά σε ένα άλλο πιο καβατζωμένο και ήσυχο που βασικά είναι ουζερί. Είναι ήδη 11:30, έχει αρκετό κρύο και ο ουρανός είναι γκρίζος. Μέσα στο μαγαζάκι έχει ζέστη, ξεφυλλίζω αδιάφορα μία φρίπρες εφημερίδα με φανταχτερό ποπ-αρτ κιτς εξώφυλλο, παραγγέλνω ένα διπλό καπουτσίνο στη σερβιτόρα και την ρωτάω για το κωδικό του γουάιφάι. Μου απαντάει ότι είναι το όνομα του μαγαζιού και μου αφήνει ένα ποτήρι νερό με παγάκια παρόλο που είναι χειμώνας. Όσο περιμένω την φίλη μου ένας ήχος από κινητό μου με ενημερώνει ότι κάποιος μου έστειλε ένα ηχητικό μήνυμα. Είναι η Βαλεντίνα.

«Ήμαστε στους Σαντικτσίδες βρες το Βόβα. Βοήθεια… γρήγορα! Γρήγορα!»   

Ακούστηκε ταραγμένη και λαχανιασμένη, μετά την τελευταία λέξη ακούστηκαν κάποιοι ακατάληπτοι ήχοι. Προσπαθώ να την πάρω τηλέφωνο, είναι κλειστό. Δεν έχω φυσικά το νούμερο του Βόβα ξέρω όμως που μένει. Αφήνω 5ευρώ πάνω στο τραπέζι και τρέχω σαν παλαβή προς στη πιάτσα των ταξί, η σερβιτόρα πίσω μου, μού φωνάζει. Κατηφορίζω το λιθόστρωτο τρέχοντας, μπαίνω στο πρώτο ταξί που βρίσκω έξω από το σταθμό και κάθομαι πίσω.

«Καλημέρα! Που πάει η κούκλα;»

«Σεπόλια, γρήγορα παρακαλώ, θα σας πω εγώ που ακριβώς.»

Οδός Τρεμπεσίνας, Σεπόλια 11:29 π.μ.

Έφτασα έξω από το σπίτι του Βόβα αυτός θα ξέρει που είναι το μέρος τον Σαντικτσίδων και προστάζω τον ταξιτζή να με περιμένει. Θυμόμουν ότι έμενε σε ένα στενό κάθετο στη Δυρραχίου κοντά στην εθνική και το αμαξοστάσιο του μετρό και το βρήκα. Η λάμπα πάνω από τη πόρτα είναι αναμμένη. Χτυπάω μανιασμένα το κουδούνι χωρίς να μου ανοίγει. Στο κουδούνι έχει μία κάμερα. Συνεχίζω να χτυπάω και να του φωνάζω. Καμία ανταπόκριση. Χτυπάω δυνατά με τα χέρια μου την άσπρη μεταλλική πόρτα και αυτή υποχωρεί. Δεν είμαι ο Χαλκ, δεν είχε κλείσει καλά και ήταν ξεκλείδωτη. Το σπίτι βρωμοκοπάει τσιγάρα, κλεισούρα και μία… πφφφ, μία απαίσια μυρωδιά αμμωνίας… Πατάω τυχαία μερικούς διακόπτες στο τοίχο και ανάβουν κάτι προβολάκια.

 U pičku materinu!1 Ο Βόβα να είναι πεσμένος ανάσκελα στο πάτωμα, έχει πάρει αγκαλιά το μακρόστενο χαλάκι, έχει κατουρηθεί πάνω του και βρωμάει μπέκρα. Έχει βγει το ένα παπούτσι του και πάνω στο βγαλμένο του παπούτσι κάθετε η ξεμαλλιασμένη γάτα του βγάζοντας ένα βραχνό και παραπονιάρικο νιαούρισμα. Još nikad nisam vidio takav nered!2 Πανικόβλητη του φωνάζω και τον ταρακουνάω με την ελπίδα να ξυπνήσει. Η γάτα πετάγεται και χάνεται στο βάθος του διαδρόμου. Ο τύπος μοιάζει να είναι σαν σε κωματώδη κατάσταση απ’ το αλκοόλ. Αναπνέει και από το στόμα του βγαίνει μία μπόχα από φτηνό ουίσκι και ξερατό. Τελικά με τα πολλά κουλουριάζετε σε εμβρυακή στάση μαζί με το χαλί και κατουριέται ξανά πάνω του. Katastrofa…

Κλαίω από τα νεύρα μου, ο τύπος έχει ανάγκη από ύπνο ώστε να βγάλει τα ξύδια από μέσα του. Δεν πρόκειται να σηκωθεί και αδύνατον να τον μετακινήσω. Είναι ανώφελο. Γυρνάω προς την ανοιχτή πόρτα, το ταξί περιμένει έξω και από το ανοιχτό του παράθυρο ακούγεται Μητροπάνος. Έχω χάσει πολύτιμο χρόνο, μπορεί ήδη να είναι πολύ αργά. Βασικά συνειδητοποιώ ότι είμαι ανήμπορη να κάνω το οτιδήποτε αφού δεν έχω ιδέα που είναι το  μέρος των Σαντικτσίδων… Η Βαλεντίνα και ο Λάμπρος προφανώς κινδυνεύουν και εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Γκουγκλάρω το περίεργο επίθετο και ο γκούγκλης μου βγάζει λίστες επιθέτων από κρατικές σελίδες και καραμέλες τσάρλεστον και βασικά καταλαβαίνω ότι όλα τελείωσαν. Oca ti jebem3 είμαι ανήμπορη να κάνω το οτιδήποτε. Καθώς πάω να φύγω από το σπίτι απογοητευμένη το μάτι μου πέφτει πάνω σε ένα άσπρο πλαστικό τασάκι πάνω σε ένα έπιπλο στο διάδρομο: «Νταλίκες-Τράκτορες-Ημιφορτηγά Αφοί Σαντικτσή, Μαρκόνι 30, Βοτανικός» το ίδιο γαμημένο τασάκι με εκείνο πάνω στο γραφείο του Σούλη και δίπλα μέσα σε ένα χόλστερ από σκούρο δέρμα μία αυτόματη μπερέτα που χωρίς να το σκεφτώ την έβαλα στη τσάντα μου. «Αφοί Σαντικτσή, Μαρκόνι 30, Βοτανικός…» Δεν πιστεύω στο θεό ή την τύχη είναι απλά μία αλλόκοτη σύμπτωση. Ρίχνω μία τελευταία ματιά στο Βόβα αηδιασμένη, τραβάω τη πόρτα πίσω μου και διασχίζω τη μικρή αυλή τα δάκρυα μου όσο μέσα στο ταξί ο Μητροπάνος ζητάει συγχώρεση από τη Ρόζα γιατί δεν καταλαβαίνει τι του λένε τα κομπιούτερς και οι αριθμοί και κάθομαι με μάτια πρησμένα από το κλάμα και μουτζουρωμένη από τη μάσκαρα που έχει τρέξει στα μάγουλα μου στο πίσω κάθισμα του ταξί, αναλογίζομαι ότι κάθε δευτερόλεπτο μπορεί να είναι μοιραίο για το Λάμπρο και τη Βαλεντίνα… Πάω να ανοίξω το στόμα μου αλλά με προλαβαίνει το στόμα του ταρίφα:

«Αυτά κάνει το πιόμα κούκλα, γκόμενος σου είναι το ρεμάλι;»

«Idi u tri pičke materine!4 Μαρκόνι 30, Βοτανικός! ΤΩΡΑ!!» και του κολλάω την αυτόματη μπερέτα στον ώμο.


(1) Γαμώ το μουνί της μάνας του!

(2) Δεν ξανάδα τέτοιο χάλι!

(3) Γαμώ τον πατέρα σου!

(4) Πήγαινε στα μουνιά των τριών μανάδων σου!

Ακολουθεί την επόμενη Τρίτη στο red n’ noir

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει νεοπολάρ βιβλία από τις εκδόσεις angelus novus:

Από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων:

Καμία δημοσίευση για προβολή