Πλατεία Ανταρκτικής ΧΙΙΙ

Σταθμός Προαστιακού Ρέντη 20:59 | Κάπου στη Θηβών 21:43 | Οδός Μελάμποδος, Κολωνός 22:08

Σταθμός Προαστιακού Ρέντη 20:59

Οι εκκωφαντικές εκρήξεις από τα πιστόνια της γερασμένης κόκκινης ντιζελάμαξας διασαλεύουν την ηρεμία του λευκού βιομηχανικού τοπίου και κάνει τα αδέσποτα σκυλιά του σταθμού να ουρλιάζουν. Από μία οπή στη ράχη του χαλύβδινου κήτους ξεπηδάει ένας πίδακας από πορτοκαλοκόκκινες φλόγες και πυκνό μαύρο καπνό που λιώνει τις νωχελικές νιφάδες χιονιού που χορεύουν ανέμελες στον αέρα. Μία ακόμη ντιζελάμαξα MLW ίδια με την πρώτη και κάπου τρεις ντουζίνες από βρώμικα εμπορικά βαγόνια ακολουθούν. Αφήνει πίσω της μία πληθωρική μυρωδιά πετρελαίου, γράσου και κάπνας που κάθεται για τα καλά μέσα στα ρουθούνια.

«Είκοσι χήνες αξίζει λοιπόν το τομάρι μου. Όχι και άσχημα.»

«Πάρτα, Λάμπρο. Αυτές οι κουφάλες για κάτι τέτοια μου έχουν εμπιστοσύνη και συχνά με πληρώνουν μπροστά.»

«Ευχαριστώ για την απόφαση που πήρες ρε φίλε.»

«Μην το ξαναπείς.»

«Ο Πατζαρόπουλος έχει βγάλει συμβόλαιο με ενενήντα χιλιάδες το κεφάλι για τους Σαντικτσίδες.»

«Και οι Σαντικτσίδες για τον Πατζαρόπουλο μπλιέτ για ένα πενηντάρι.»

«Αυτό το συμβόλαιο δεν θα εκτελεστεί ποτέ. Γιατί πολύ απλά θα φάω τους δυο μαλάκες μαζί με μία καινούρια συνάδελφο, θα εισπράξω τα φράγκα από τον Πατζαρόπουλο και μετά οι υποχρεώσεις μου απέναντι του κλείνουν. Είμαι ελεύθερος να φύγω από τη δουλειά και από την Ελλάδα γενικότερα, γιατί μπορεί να κλείνουν οι λογαριασμοί μου με τη Μαφία αλλά όχι και με την αστυνομία. Οι μπάτσοι αν και καλολαδώνονται έχουν αρχίσει και τσινάνε. Έχω πληροφορίες ότι κάποιος μεγάλος μπάτσος με ψάχνει… Τα κονέ βέβαια για τη φυγή μου και την εγκατάσταση μου θα μου τα κάνει ο Πατζαρόπουλος.»

«Ναι, οκ.»

«Και ξεκινάω νέα ζωή με νέα ταυτότητα, νέα ζωή σε ένα νησί στη μέση του πουθενά. Μακριά από όλα τα σκατά.»

«Μπρατ μου σε ξέρω καλά, και στη φυλακή τα ίδια έλεγες, αργά η γρήγορα πάλι στα σκατά θα πέσεις…»

«Όχι, Βόβα, όχι αυτή  τη φορά.»

«Θα πας να κάνεις τον ψαρά ή τον αγρότη μπρατ;»

«Τίποτα από τα δύο ελπίζω, θα παριστάνω τον καλοκάγαθο ξένο που ήρθε να ζήσει δίπλα στους άξεστους και απλοϊκούς χωρικούς.»

«Και ποιο είναι αυτό το μέρος;»

«Σέιντ Χέλενα, Αγία Ελένη. Ένα απομονωμένο νησί στη μέση του Ατλαντικού.»

«Οκ… Εγώ άλλο είναι αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω. Πως είναι δυνατόν ο Πατζαρόπουλος να ξέρει για τους Σαντικτσίδες και να βγάζει και συμβόλαιο θανάτου για τη πάρτη του μπλιέτ, αφού ο Ρένος δεν μίλησε;»

«Λοιπόν άκου, το απόγευμα που έφαγα το Σούλη Γιατράκο, έφαγα και ένα κωλοπαίδι με φαρδιά που μας ακολουθούσε με ένα μαύρο Daewoo. Πριν του καρφώσω μία σφαίρα στο κρανίο του τον ανέκρινα και μου ξέρασε αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα.»

«Ο Μάκης ο Νάνος! Δηλαδή ο Γεράσιμος Καραχισαρίδης. Ήταν ανιψάκι των Σαντικτσίδων.»

«Νάνος… Χμμ. Μάλλον ξωτικό.»

«Θα τον θάψουν σε παιδικό φέρετρο το μαλάκα, χαχαχα!!»

«Σε παιδικό δε ξέρω, αλλά σε κλειστό φέρετρο σίγουρα, έτσι όπως του έκανα τη μούρη.»

*

Το κρύο τώρα που νύχτωσε είναι αφόρητο, φεύγουμε από το σταθμό και πάμε στο αμάξι. Ο Βόβα βάζει το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του φλάι και βγάζει ένα καφέ παραφουσκωμένο φάκελο ολόιδιο με αυτόν που μου έδωσε ο Άκης μετά την εκτέλεση του Σούλη. Είναι ο φάκελος με την αμοιβή του Ρένου για την εκτέλεση του Σούλη. Τον φέρμαρε όταν τον σκότωσε τη Λιοσίων. Δικαιωματικά μου ανήκουν αφού ούτε μία σφαίρα από το όπλο του Ρένου δεν καρφώθηκε στο σώμα του Σούλη. Όμως αρνούμαι να τα πάρω και τον προτρέπω να τα κρατήσει ως αποζημίωση για τα δύο συμβόλαια που δεν θα εκτελέσει. Το δικό μου και του Άκη. Φεύγουμε για να πάμε για ένα ποτό στο μπαρ του Άλμπερτ στο Μεταξουργείο.

Κάπου στη Θηβών 21:43

Στο δρόμο προλαβαίνουμε ανοιχτό στη Θηβών ένα μαγαζάκι που φτιάχνει και πουλάει πεϊνιρλί. Πεϊνιρλί ο Γιώργος. Με το που μπαίνουμε μέσα ο χώρος σου δίνει την εντύπωση του κρύου αφού οι τοίχοι του μαγαζιού είναι καλυμμένοι κατά τα 2/3 με άσπρα τετράγωνα πλακάκια τύπου κουζίνας ή τουαλέτας διαμερίσματος πολυκατοικίας της δεκαετίας του ‘60 και στο πάτωμα είναι κάποιο άσπρο πλαστικό δάπεδο. Παρόλα αυτά έχει κάποια ζέστη, προέρχεται από ένα κιτρινισμένο αρκουδίσιον, συνεπικουρούμενου σε ένα βαθμό από μία αεροκουρτίνα που ξερνάει χλιαρό αέρα και από τον φούρνο του μαγαζιού. Σε μία βάση πάνω από τον πάγκο είναι μία παλιά 14άρα τηλεόραση με ενσωματωμένο βίντεο και από πάνω της στερεωμένος με καφέ αυτοκόλλητη ταινία ένας αποκωδικοποιητής. Μέσα σε μία προθήκη από τζάμι και ίνοξ είναι τα πεϊνιρλί υπό το θερμό φως μίας λάμπας.

«Κλείσαμε παιδάκια! Καλό βράδυ!»

«Τι κλείσατε ρε μαλάκα; Πλάκα κάνεις;» αποκρίνεται ο Βόβα.

«Μαλάκα; Το μαγαζί κλείνει 21:00 παιδάκι, απλά ξέχασα να κλειδώσω την πόρτα. Τον ετιμπούκι!», μας λέει μανουριάρικα ένας μελαχρινός τύπος με λιγδωμένα μαλλιά, γύρω στα 55-60 με μία μαύρη αμάνικη φανέλα απ’ την οποία προεξέχουν τούφες από γκριζόμαυρες τρίχες μπλεγμένες με μία επίχρυση καδένα, τρύπια φόρμα, σαγιονάρες τύπου κροξ και ένα μπουκάλι VAT69 στο ένα χέρι.

«Τον ετιμπούκι; Δύο πεϊνιρλιά θέλουμε μπλιέτ. Δώσε μας ρε θείο!»

«Θειάφι ρε! Μεθυσμένος είσαι; Είπα, τον ετιμπούκι!»

«Δεν είμαι μεθυσμένος, απλά είμαι νταής.»

«Τσίμπα ένα δεκαρικάκι Γιώργο και δώσε μας ένα με κιμά, ένα με αυγό και δύο μπύρες.»

«Νταής είσαι; Λοιπόν κόψτε τα καλαμπούρια. Εντάξει;»

«Ρε μην κοντράρεις μη σου σπάσω τα μούτρα φέρε τα πεϊνιρλιά.»

«Κλάστε μου! Φύγετε ρε κουλόπαιδα!»

«Γιατί ρε κουλόπαιδο; Δώσε μας τα πεϊνιρλιά ρε πούστη!»

«Δεν πουλάω λέμε ρε αρχίδιιιιι!»

«Δώστα ρε Γιώργο να φύγουμε!»

«Τελείωσες ρε!»

Εκείνη τη στιγμή ο Βόβα βγάζει από το παντελόνι του ένα Τοκάρεφ και παίζει μία στο ουίσκι του λίγδα και τρεις στη βιτρίνα με τα πεϊνιρλί.

«Βάλτα στο πάτο σου τώρα ρε πουστόγερε!»

«Ρε ξέρετε πόσο χρονώ είμαι;»

«Πάμε μαλάκα θα έρθουν οι μπάτσοι!», λέω στο Βόβα και πεταγόμαστε έξω απ’ το μαγαζί.

Μπαίνουμε στο Saab βάζω μπροστά κουμπώνω πρώτη και πατάω το γκάζι, τα λάστιχα για λίγο γρυλίζουν και το γέρικο Saab ρολάρει νευρικά πάνω στην άσφαλτο της Θηβών. Βγαίνουμε στο ρεύμα που πάει προς Αθήνα. Στρίβω δεξιά στη Λεωφόρο Αθηνών και τελικά βγαίνουμε στο ποτάμι. Του μιλάω λίγο μετά τη γέφυρα:

«Τι ήτανε τώρα αυτό ρε μαλάκα; Τρελάθηκες να πούμε; Τι μαλακίες είναι αυτές;»

«Δεν έπρεπε να στρίψεις στη Κολοκυνθού.»

«Πάμε σπίτι μου ρε μαλάκα, σιγά να μη σε πάω και σε μπαρ με τη μαλακία που σε έχει πιάσει ρε μαλάκα.»

Οδός Μελάμποδος, Κολωνός 22:08

Αν και το χιόνι έχει λιώσει σε όλους τους κεντρικούς δρόμους στα στενάκια που έχουν λιγότερη κίνηση και δεν τα καλοείδε σήμερα ο ήλιος κρατάει λίγο ακόμα. Κάνουμε στάση σε ένα μίνι μάρκετ κοντά στο σπίτι και κατεβαίνω να πάρω ένα μπουκάλι Κανάντιαν Κλαμπ, μία σακούλα πατατάκια με ρίγανη και μία ηλεκτρική σόμπα. Μπαίνουμε στο διαμέρισμα σιωπηλοί. Ρίχνουμε από ένα κατούρημα και αράζουμε στο καναπέ. Αφήνω το Baby-Browning στο τραπεζάκι του σαλονιού και ο Βόβα αφήνει  δίπλα το Tokarev του. Βγάζω τη σόμπα απ’ το χαρτόκουτο, τη βάζω στη πρίζα και τη στήνω φάτσα απέναντι μας, σηκώνομαι πάλι και πάω να φέρω ένα σαλάμι αέρος από το ψυγείο. Κάνω τους δύο φακέλους με τις αμοιβές ρολό, το τυλίγω με αλουμινόχαρτο και το βάζω μέσα στη κατάψυξη και ξαναπάω στο σαλόνι.

«Σιγά δεν έγινε και τίποτα ρε μπλιέτ.»

«Τι δεν έγινε και τίποτα ρε μαλάκα; Τρελάθηκες! Άρχισες να πυροβολάς σα τρελός μέσα στο κωλομάγαζο λες και έπαιζες στο Ρεζερβουάρ Ντογκς.»

*

Λιώσαμε στο πλευστέσιον πάλι. Η ώρα πήγε δύο. Πολύ νύστα.

Βγάζω ένα πάπλωμα, ένα σεντόνι και ένα μαξιλάρι και αφού είχαμε γίνει στουπί του τα στρώνω στο καναπέ, πάω και εγώ προς το κρεβάτι μου. Αύριο ξημερώνει μεγάλη μέρα!

Ακολουθεί την επόμενη Τρίτη στο red n’ noir

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει νεοπολάρ βιβλία από τις εκδόσεις angelus novus:

Από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων:

Και από τις εκδόσεις Άγρα

Καμία δημοσίευση για προβολή