Πλατεία Ανταρκτικής ΧΙΙ

Πλατεία Κολιάτσου 11:03 | Ομόνοια 17:56 | Ψυρρή 18:31 | Σταθμός Προαστιακού Ρέντη 20:45

Οδός Δευκαλίωνος, Πλατεία Κολιάτσου 11:03

Όϊ μπλιετ! Κοιμήθηκα με τα ρούχα. Τέσσερις ώρες ύπνος, καλά είναι. Το στόμα μου πικρό. Πάω στη κουζίνα. Παίρνω ένα ποτήρι, ρίχνω μέσα δύο κουταλιές της σούπας νεσκαφέ, νερό και τον χτυπάω, βάζω και άλλο νερό και ρίχνω κάτι παγάκια ξεχασμένα απ’ το καλοκαίρι. Πίνω δυο-τρεις ρουφηξιές καθιστός στο κρεβάτι. Πάω για χέσιμο. Παίρνω μαζί μου και το φραπέ. Ανοίγω τα Καρέλια το βγάζω από μέσα και το σκάω σα κύριος. Καφές, κασάκ και χέσιμο. Για κάτι τέτοια αξίζει να ζεις. Μπλιέτ, τι κακάσκα1 είναι αυτή, μαύρη και γυαλιστερή σαν φώκια είναι. Κάθομαι στη χέστρα και σκέφτομαι. Θα πω στα αφεντικά ότι σκότωσα το Λάμπρο. Θα του πω ότι δουλεύω για τον Σαντικσή και ότι με πλήρωσαν να τον φάω αφού δεν ξέρουν ότι ήμαστε φίλοι, θα του δώσω και τα είκοσι χιλιάρικα της αμοιβής μπλιατ. Σιγά να μη προδώσω το μπρατ μου. Ο Βόβα δεν είναι σούκα. Ο Βόβα δεν παίζει πουστιές. Θα του πω τι τρέχει. Αυτό θα κάνω μπλιέτ. Πίνω το κασάκ μου αργά καθιστός στη λεκάνη και σκέφτομαι. Σκουπίζομαι ρίχνω τα χαρτιά μέσα και τραβάω το καζανάκι.  

Ο Λάμπρος μου είπε ότι το αφεντικό του είπε να φάει τα αφεντικά. Καλά να πάθουν τα μουνόπανα. Βρωμάει ο τόπος από αφεντικά μπλιέτ. Οι φιλίες δε χαλάνε για τα λεφτά μπλιέτ. Ξαναγυρίζω γρήγορα στη τουαλέτα, ξέχασα το φραπέ. Πίνω δύο τζούρες ακόμη και τον αφήνω. Πάω στη κουζίνα, βρίσκω ένα μπουκάλι βότκα Khlibnyi Dar στο ντουλάπι, δεν υπάρχει καθόλου φαγητό εδώ αφού η μάνα πριν φύγει τα μάζεψε όλα. Η γκόμενα χθες δεν ψήθηκε. Έχω πονοκέφαλο. Βρίσκω δύο ντεπόν ληγμένα στο συρτάρι του μαρμάρινου νεροχύτη. Κάθομαι σε μία πολυθρόνα και τα κατεβάζω με τη βότκα. Αράζω στη πολυθρόνα και πίνω τη πρωινή βοτκίτσα μου σα κύριος. Σκέφτομαι. Πήγε δώδεκα παρά τέταρτο. Ο Βόβα ξηγιέται καλά στους φίλους, δεν είναι αρχίδι μπλιέτ. Όση βότκα απέμεινε στην αδειάζω στο φλασκί μου. Συνέρχομαι, βάζω τη τελνιάσκα μέσα από την αντιντάς, φοράω τα παπούτσια μου και κατεβαίνω κάτω. Ρίχνει λίγο χιόνι, στη τσέπη του φλάι έχω σε ένα σακουλάκι με λίγο ξερό καλαμάρι, το μασουλάω περιμένοντας το φανάρι να ανάψει πράσινο. Περνάω απέναντι τη Πατησίων, πάω να φάω καμιά τυρόπιτα να στανιάρω.

Ξενοδοχείον Πριγκηπικόν, Ομόνοια 17:56

Στα ηχεία του Saab 900 παίζει το Χοτέλ Καλιφόρνια. Έξω το ψωλόκρυο θερίζει και ρίχνει. Ο μυστηριώδης καράφλας μέσα στο κόκκινο Golf δεν μας παρακολουθούσε τελικά, ήταν μία παράνοια της στιγμής, θες ο μπάφος σε συνδυασμό με τα ξύδια θες το όλο κλίμα, θες και τα τρία μαζί, δεν είμαι και πολύ σίγουρος.

«Ωραίο το κασάκ σας κυρία μου!»

«Στρόουμπερρυ με των 14.»

«Με τρελαίνουν τα ροζ χαρτάκια!»

«Χαχαχαχαχα»

Έχω παρκάρει το Saab στη Ξούθου. Βρισκόμαστε σε ένα βρωμερό ξενοδοχείο τελευταίας κατηγορίας σε ένα στενό κοντά στη πλατεία Ομονοίας όπου ο ιδιοκτήτης του ακινήτου μάλλον περιμένει τους κινέζους επενδυτές για να το ξεφορτωθεί. Ένα από αυτά τα ξενοδοχεία που κάτω από κάθε παράθυρο έχουν κάτι σάπιες από τη σκουριά εξωτερικές μονάδες ερκοντίσιον που δε ξέρεις πότε θα σου πέσουν στο κεφάλι. Το παρακμιακό μικρό ξενοδοχείο καταλαμβάνει μέρος του ισογείου και τους τρεις ορόφους ενός τριώροφου μπάουχαουζ κτηρίου της δεκαετίας του 30’ στο χρώμα της ώχρας και μια ντουζίνα τρύπες από σφαίρες από τα Δεκεμβριανά του 44’, πράγμα όχι και τόσο σπάνιο σε κτήρια εκείνης της εποχής, το υπόλοιπο τμήμα του ισογείου καταλαμβάνεται από ένα παλιό μαγαζί που πουλάει ορθοπεδικά και ένα κλειστό από χρόνια ρουχάδικο στα 90’s πούλαγε τα τζιν πουκάμισα σαν καρβέλια. Το όμορφο μαρμάρινο πάτωμα σκακιέρα του ισογείου, τα δρύινα πατώματα στους ορόφους και τα όμορφα γύψινα στα ταβάνια παρ όλη την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκονται μετά από οχτώ δεκαετίες μαρτυρούν ότι κάποτε το μέρος ήταν αξιοπρεπές.

Ανεβαίνουμε την σκάλα με τη Βαλεντίνα για να φτάσουμε σε ένα δωμάτιο του δευτέρου ορόφου. Στο άθλιο αυτό μέρος μένουν άνθρωποι σε συνθήκες ανέχειας με ένα μικρό σχετικά αντίτιμο, είναι ένα κλικ πιο πάνω από τη διαβίωση στους δρόμους τη πόλης. Το μέρος μπορεί να προκαλέσει εμετό σε ανθρώπους με αδύναμο στομάχι. Η μυρωδιά παλιού ξύλου, συνδυάζεται με μία εσάνς χλωρίνης και αποχέτευσης από τα κοινόχρηστα μπάνια των ορόφων και με τη σειρά της μπερδεύεται με μία μυρωδιά μπέκρας και ανθρώπινης δυσωδίας που εκπέμπουν κάποια από τα δωμάτια η οποία παντρεύεται με την περιστερίλα που έρχεται στους διαδρόμους από τα μισάνοιχτα παράθυρα των διαδρόμων που έχουν θέα στον κυριευμένο από τα αντιπαθή πουλιά φωταγωγό. Εκεί σε ένα δωμάτιο του τρίτου ορόφου έχουμε ραντεβού με τον άνθρωπο μας. Τα μπλιέτ της Βαλεντίνας καθώς προχωράμε στη σκάλα και στο διάδρομο δίνουν και παίρνουν.

Στο δωμάτιο πέρα από τη μυρωδιά κλεισούρας κυριαρχεί ένα παλιό σιδερένιο διπλό κρεβάτι στρωμένο με κουβέρτα όπου πάνω της περπατάνε κοριοί και ένα γιγάντιο μαντεμένιο καλοριφέρ που στηρίζεται σε βάσεις στο πάτωμα, φυσικά παγωμένο από χρόνια, αν μπορούσαν να το μεταφέρουν θα είχε πουληθεί για σκραπ σε κάποια μάντρα στο Βοτανικό. Το πάτωμα σε μία γωνία είναι μαυρισμένο από φωτιά μάλλον από το τσιγάρο κάποιου απρόσεχτου παλιού ένοικου ή κάποιου απελπισμένου που μία κρύα νύχτα όπως η αποψινή έκαψε έναν από εκείνους τους κίτρινους χοντρούς τηλεφωνικούς καταλόγους για να ζεσταθεί. Εκείνη την ώρα ακούμε δύο χτυπήματα στη πόρτα. Ανοίγω και είναι ο άνθρωπος μας. Μεσαίου αναστήματος, μελαχρινός, γύρω στα 45-50, φοράει μπλου τζιν και μπλε μπουφάν, καφέ πουλόβερ και κόκκινα πάνινα παπούτσια, κρατάει ένα σακβουαγιάζ. Χωρίς λόγια του κάνω νόημα να περάσει. Καπνίζει Άσσο κασετίνα. Δείχνει ξαφνιασμένος από τη παρουσίας μίας γυναίκας σε μία τέτοια συνδιαλλαγή. Τα ξινισμένα του μούτρα βλέποντας την Βαλεντίνα όμως αλλάζουν, την κοιτάει με ένα γλοιώδες και αχόρταγο βλέμμα με την άκρη όμως του ματιού του. Αφού έχει μπει μέσα και έχει ανάψει τσιγάρο και αφού έχει περάσει σίγουρα μισό λεπτό λέει ένα «Γειά». Απευθύνει το λόγο μόνο σε εμένα και συστήνεται σαν Πάλι, του ανταποδίδω το χαιρετισμό.

«Όλα φίλε είναι από Αλβανία chινέζικα, εγώ ρουshικά δε πουλάω να ξέrεις. Ένα shιλιάρικο τα βrώμικα αλλά σαν chαινούrια, πέντε κατοστάrικα τα ταλαίπωrα… Δύο χιλιάrικα τα καταrά αλλά φυσάνε ρε. Άμα πάρεις δύο καταrά σου δίνω chαι δώrο 200 γrαμμάrια μαύrο chαι από ένα γεμιστήrα σφαίrες.»

«Θέλω δύο καθαρά με σπαστό κοντάκι. Τρία χιλιάρικα, από δύο γεμιστήρες σφαίρες και το μαυράκι χαρισμά σου, δεν ζσμπρώχνω χόρτο μεγάλε.»

«Τέσσερα χιλιάρικα, εντάξει. Το κορτάrι όμως είναι προσφοrά του καταστήματος μεγάλε. Τι ήθελες; Στα δύο να σου δίνω το τrίτο δώrο; Πιzzαrία είμαι;»

H Βαλεντίνα όλη αυτή την ώρα έχει καθίσει στο παράθυρο αλλά δεν χαζεύει, ακούει τα πάντα και παρακολουθεί σαν γάτα και αυτό φαίνεται από τις εκφράσεις του προσώπου της. Ξαφνικά έρχεται και στέκεται δίπλα μου. Ο άνθρωπος μας την σαρώνει με το βλέμμα του με περισσή αγένεια και γλίτσα. Εστιάζει στο πρόσωπο και το στήθος της και τότε η Βαλεντίνα ανοίγει το στόμα της για να πει κάτι που άλλη περίπτωσση θα ήταν αρκετά στερεοτυπικό για την εθνικότητα της:

«Τι κοιτάς ρε μπλιέτ;»

«Ποιά είναι αυτή α; Γκομενά σου είναι;»

«Κάτι σε ρώτησε μεγάλε.»

«Να κοιτάω δεν απαγοrεύεται.»

«Να κοιτάζεις τη μόνο τη δουλειά σου μπλιέτ.»

«Ωωωω ρε të qifsha robt2 μαλακισμένη! Μαζεψέ τη rε!»

«Πασόλ3 να χούι σούκα αλβανέ!»

«Τε ραφτ κανσέρι4 ρούσσα καριόλα!»

«Έλα, πάμε, πάμε φίλε, πάμε να ξεμπερδεύουμε, κόψε να πούμε.»

Μουρμούρισε μερικά ακόμα μπινελίκια στα αλβανικά αυτή τη φορά μέσα από τα δόντια του και συνέχισε:

«Τα Καλάς δεν τα έχω εδώ, μέχρι chαι το τέλος του Γενάrη αν χρειαστείτε ξανά θα τα έχω στην Αγίου Δημητrίου. Αλλάζουμε μέrη συνέχεια α.»

«Έγινε!»

Φύγαμε λοιπόν για την Αγίου Δημητρίου. Στη σύντομη διαδρομή και όσο το κασετόφωνο του Saab έπαιζε κλασική ροκ η Βαλεντίνα τσαντισμένη μου επαναλάμβανε ότι την επόμενη φορά που θα την καρφώσει θα του ρίξει κλωτσιά στα αρχίδια.

«Είχες παρόμοια προβλήματα και με τον Αστρίτ στο αμάξι του;»

«Νιέτ, αυτός έκανε σαν να μην υπήρχα μέσα στο αμάξι. Άκουγε αλβανικά κλαρίνα, κάπνιζε και έβηχε. Ούτε μία φορά δεν γύρισε να πει κάτι ή να κοιτάξει.»

«Είναι μυστήριος τύπος!»

Οδός Αγ. Δημητρίου, Ψυρρή 18:31

Φτάσαμε στην Αγίου Δημητρίου, στη καρδιά της παλιάς Αθήνας. Πρόκειται για ένα πολύ βρώμικο και ανήλιαγο στενό κάτω από την Ευριπίδου. Η βροχή συνεχίζει, προσπαθεί να καταστρέψει όλα όσα έχτισε ο χιονιάς χθες. Τα όπλα είναι σε κάποιον όροφο μίας πολυκατοικίας ή καλύτερα βιοτεχνικού κτηρίου του ‘60-‘70, στενού σαν στενή φέτα από κάποιο κέϊκ που δίπλα του έχει κάτι εκατοντάχρονα μαγαζιά ισόγεια χάλια, ένα κουτούκι, ένα μαγαζί που πουλάει πλεχτά καλάθια και τεντζερέδια και παραδίπλα εναλλάσσονται σε τυχαία σειρά κτήρια παρόμοια με αυτό, αρκετά κτήρια γραφείων χτισμένα κυρίως μεταξύ των δεκαετιών ‘50-‘70, κάποια μεσοπολεμικά μοντερνιστικά, κάποια νεοκλασσικά του προπερασμένου αιώνα, ισόγεια χάλια όλα τους ασυντήρητα και σε κατάσταση αστικής αποσύνθεσης, στα ισόγεια τους κυρίως διάφορα μαγαζάκια ελλήνων που πουλάνε μπαχαρικά, ξηρούς καρπούς, σακούλες, σπάγκους, κούτες και νάιλον και κινέζων με οικιακά είδη, ρούχα και φτηνοπάπουτσα. Πολλά είναι κλειστά εδώ και χρόνια.

Ανεβήκαμε από κάτι στενές και απότομες σκάλες με λάμπες που εκπέμπανε ένα ζεστό φωτισμό στο χρώμα του ουίσκι. Φτάσαμε μάλλον στον 5ο όροφο αφού το ασανσέρ ήταν χαλασμένο μεταξύ πρώτου και ισογείου, ο άνθρωπος μας που προχωρούσε μπροστά με ένα τσιγάρο στο στόμα ξεκλείδωσε μία πόρτα, πάτησε ένα διακόπτη που άνοιξε μία σειρά από μισοκαμένες λάμπες φθορίου, αφού πόνεσαν τα μάτια μας από το άσπρο τους φως διαπιστώσαμε ότι βρισκόμαστε σε μία μακρόστενη αποθήκη γεμάτη μεταλλικά ράφια ντέξιον καλυμμένα από ένα παχύ στρώμα σκόνης, άδεια από εμπορεύματα. Ο βιοτεχνικός αυτός χώρος ήταν παρατημένος από χρόνια. Στον αέρα πλανάτε η μυρωδιά της υγρασίας, μπαγιάτικος καπνός τσιγάρων και κάποια απροσδιόριστη σε εμένα χημική ουσία, στο μωσαϊκό υπάρχουν πατημασιές πάνω στη σκόνη και λίγες νεκρές κατσαρίδες.

Ο τύπος μας κάνει νόημα να σταθούμε εδώ, Έχουμε λαχανιάσει από την ανάβαση και ακουμπάμε με τη πλάτη στο τοίχο να πάρουμε μία ανάσα. Ο Πάλι τραβάει ένα παλιό τεράστιο σακβουαγιάζ μέσα από ένα ξύλινο κασόνι ακουμπισμένο πάνω σε δύο κόκκινα τελάρα Άμστελ, ανοίγει το φερμουάρ και μέσα έχει τέσσερα αλβανικά κοντά Καλάς, έξι ή εφτά γεμιστήρες. Μου δίνει δύο χωρίς να τα διαλέξει και κλείνει το σακβουαγιάζ, τσεκάρω τα κλείστρα τους στα γρήγορα, οπλίζω, πατάω τη σκανδάλη, οπλίζω ξανά, ανοίγω και κλείνω το μεταλλικό κοντάκι, βάζω και βγάζω γρήγορα τη γεμιστήρα. Φαίνεται να δουλεύουν καλά, είναι σε αξιοπρεπή κατάσταση και είναι καλοσυντηρημένα και λαδωμένα, είναι όμως κάπως δουλεμένα, σε καμία περίπτωση χρέπια αλλά καμία σχέση με αυτά που παίρναμε από τους ρώσους, τα οποία είχαν διπλή τιμή αλλά ήτανε αστέρια. Είναι οκ θα τα πάρω. Το ντιλ γίνεται. Του δίνω τρία χιλιάρικα και πολλά του είναι. Τα βάζει σε ένα δεύτερο σακβουαγιάζ που ήταν μαζεμένο μέσα στη κούτα δίπλα στο πρώτο και μου το δίνει στο χέρι. Πιάνει ένα κουτάκι που γράφει πάνω ρολά ταμειακών μηχανών αλλά είναι γεμάτο με σφαίρες 7,62x39mm, το κλείνει με ταινία και το βάζει και αυτό μέσα στο σακβουαγιάζ. Δίπλα έχει μία κούτα Νουνού, βάζει το χέρι του μέσα και πιάνει δύο χειροβομβίδες και μία πλαστική σακούλα που έχει μερικά πακέτα των 200 γραμμαρίων φτηνή κατουρημένη και αγίνωτη αλβανική φούντα από αυτή που πίνεις ένα τσιγάρο και γίνεσαι σκατά. Είναι τυλιγμένη με καφέ νάιλον ταινία, πιάνει ένα και το ρίχνει μέσα και αυτό μαζί με τις δύο χειροβομβίδες. Πιάνω τη μία στο χέρι μου, είναι μάλλον αμυντικές, πολύ ισχυρές… Του κάνω νόημα κουνώντας το κεφάλι. Μου λέει με τα χείλη χωρίς να βγάλει ήχο ότι είναι δώρο. Τι την ήθελε τη φούντα ο μαλάκας. Δεν έχω καμιά διάθεση να μπλέξω με τέτοια, μου ‘ρχεται να τη πετάξω, θα τη δώσω μάλλον σε έναν γνωστό να τη σπρώξει στα Εξάρχεια. Οι τυχεροί χασικλίδες της πλατείας θα κάνουν Ανάσταση με των πέντε…

«Αυτή τη πουτάνα δεν θα την ξαναφέρεις.»

*                                                                                                                                  

Με τα πολλά μπαίνουμε με τη Βαλεντίνα στο Saab, τη αφήνω στη πιάτσα των ταξί στην Ομόνοια, έξω ρίχνει χιονόνερο. Οδηγάω στην 3ης Σεπτεμβρίου και λίγα μέτρα μετά σταματάω δεξιά στη πλατεία Λαυρίου για κάνω ένα τηλέφωνο.

«Έλα Ντάνι! Εδώ Λάμπρος!»

«Έλα, όλα καλά; Τι συμβαίνει;»

«Όλα κομπλέ! Νομίζω δεν κινδυνεύεις, καλύτερα να πάρεις ένα ταξί και να γυρίσεις σπίτι σου.»

«Εντάξει Λάμπρο σε ευχαριστώ.»

«Θα σε πάρω στο κινητό τις επόμενες μέρες να πάμε για κάνα καφέ.»

«Οκ!»

Με το που το κλείνω χτυπάει αμέσως το κινητό.

«Που είσαι κολλητέ;»

«Ατσγκόνια, ταραβόνια νταφάσα, ταραμπάνατζ ντε φοτς βα.»

«Που σκατά πήρα πάλι ρε μπλιέτ;»

«Εμένα πήρες ρε, πλάκα κάνω.»

«Πρέπει να μιλήσουμε μπρατ.»

«Μιλάμε.»

«Από κοντά, σε μία ώρα στο παγκάκι μας.»

«Έγινε.»

Λίγο μετά ξεμπουκώνω για ακόμα μία φορά το μαύρο Saab, αυτή τη φορά στη Πέτρου Ράλλη, είμαι κοντά στο ύψος της Αγίας Άννης και στα ηχεία παίζει το Paint it black των Κυλιομένων Λίθων η αλήθεια είναι ότι τις βαρέθηκα λίγο τις παλαιοροκιές αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι φτιάχνουν ατμόσφαιρα.

                                                                                                                       

Σταθμός Προαστιακού Ρέντη 20:45

Το ψιλόβροχο έδωσε τη θέση του σε ένα παγωμένο άνεμο της νύχτας που στο πέρασμα του έκανε το μισολιωμένο χιόνι σκληρό πάγο. Το παγκάκι μας ήταν στην κεντρική αποβάθρα ενός σχεδόν άδειου από επιβάτες σταθμού του προαστιακού σιδηρόδρομου στο τμήμα Αθήνα-Πειραιάς. Αν και άνοιξε σχεδόν δέκα χρόνια πριν είναι σε πλήρη εγκατάλειψη, περνάει τραίνο κάθε μία/δύο ώρες, δεν υπάρχει καθόλου προσωπικό, έχει κλειστά εκδοτήρια, μόνιμα χαλασμένα ασανσέρ και κάθε κάθετη επιφάνεια είτε είναι τζάμι, είτε λαμαρίνα είτε μπετό είναι καλυμμένη με πολύχρωμες ταγκιές και συνθήματα. Ανεβαίνω τις σκάλες και περπατάω στη πεζογέφυρα του σταθμού. Τα παπούτσια μου χτυπάνε πάνω στη λαμαρίνα. Το μέρος κανονικά μοιάζει ποστ-αποκαλίπτικ. Τώρα όμως τα δεκάδες εγκαταλελειμμένα βαγόνια και μηχανές δίπλα από τις αποβάθρες είναι καλυμμένα με ένα άσπρο πάπλωμα φτιαγμένο από χθεσινό χιόνι και δίνουν μία πολική εμφάνιση στο τοπίο, σαν να βρίσκομαι στο κάπου βόρεια.

Ο Βόβα αφού δεν μπορεί να κάτσει στο παγκάκι μας κάθετε σκουάτ και καπνίζει, τον βλέπω από μακριά. Βγάζει ένα φλασκί από το μπουφάν του και πίνει, δεν με έχει δει ακόμα. Πλησιάζω προς το μέρος του.

«Τι νέα; Όλα κομπλέ;»

«Πήρα απ’ τους Σαντικτσίδες είκοσι χιλιάρικα για να σε καθαρίσω, αλλά δεν θα το κάνω. Ορίστε. Είναι δικά σου.»


(1) Κουράδα

(2) Γαμώ το το σόι σου

(3) Κάτι σαν άντε γαμήσου/ Πάρε το πούτσο μου

(4) Να πάθεις καρκίνο

Ακολουθεί την επόμενη Τρίτη στο red n’ noir

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή