Πλατεία Ανταρκτικής Ι

«Ντανίκα τι κάνεις εκεί κουκλίτσα μου;»

Κατεβαίνω από το βρώμικο τρόλεϊ. Είναι 6 το απόγευμα και είναι ήδη νύχτα. Ο παγωμένος αέρας της νύχτας διαπερνάει με ευκολία τα ρούχα μου. Προχωράω όπως πάντα χωρίς να κοιτάω τον κόσμο γύρω μου, έχω μάθει να αγνοώ τα έντονα βλέμματα και τα γλοιώδη επαναλαμβανόμενα σχόλια.

«Πίπα με ένα τάλιρο; – Πουτάνα – Μανάρι μου – Τι κωλάρα!»

Είχε χρόνια να χιονίσει στην Αθήνα.

«Πλατεία Ανταρκτικής» λέω ξέπνοα.

Ο Τάνι και ο Άρντι με τα σκληρά χαρακτηριστικά τους μου χαμογελούν αμυδρά όπως πάντα στην είσοδο του μαγαζιού. Κομψοί στα σακάκια του 20εύρου! 

Η ατμόσφαιρα στο μπαρ είναι αποπνικτική από τα τσιγάρα και η γλυκιά ζέστη της πετρελαιόσομπας σου καίει το πρόσωπο.

«Που είναι ο κύριος Σούλης Μάριε;»

«Δε ξέρω κουκλίτσα μου» μου απαντάει ο μπάρμαν με φάτσα ταρίφα.

«Στη Λιοσίων με το Γάτο και τον Ευγένι.» Πεταγεται η καινούρια.

Στο μικρό χολ πριν τη τουαλέτα η παλιά μακρόστενη λάμπα φθορίου τρεμοπαίζει.

«THE NEW BEST NIAGARA» διαβάζω στο γκρι μαντεμένιο καζανάκι που κρέμεται απειλητικά πάνω από το κεφάλι μου. Ανεβαίνω στο ξύλινο σκαμνάκι, βάζω το χέρι μου μέσα στο καζανάκι πιάνω το πιστόλι Τοκάρεφ που είναι μέσα στο νάιλον σακουλάκι. Τα χέρια μου λερώνονται από τη σκουριά που τρώει σε κάθε τράβηγμα της αλυσίδας τις γαργιασμένες πορσελάνες.

Πάνω στο μαύρο σκονισμένο γραφείο του Σούλη υπάρχει μία τεράστια παλιά κιτρινισμένη οθόνη CRT που πιάνει το μισό γραφείο, ένα μισοφαγωμένο ψητό κοτόπουλο, διάφορα κέρματα, ένα γεμάτο γόπες πλαστικό τασάκι «Νταλίκες – Τράκτορες – Ημιφορτηγά, Αφοί Σαντικτσή, Μαρκόνι 30, Βοτανικός», μία παλιακή θήκη στυλό και χαρτοκόπτη από πράσινο μάρμαρο, ένα ουίσκι Jim Beam με δύο ποτήρια.

Την στιγμή που ετοιμάζομαι να κρυφτώ κάτω από το γραφείο του ακούω βήματα, μπαίνει μέσα με βλέπει.

«Goni se u pičku materinu!», λέω μέσα μου.

Αλλαγή σχεδίου.

«Ντανίκα τι κάνεις εκεί κουκλίτσα μου;»

Ντάνιτσα ηλίθιε

«Σας περίμενα κύριε Σούλη, ήθελα να σας ευχαριστήσω…», λέω φορώντας το ψεύτικο μου χαμόγελο.

Πολλές τον ευχαριστούν έτσι.

Κατεβάζει το κοτλέ παντελόνι του και κάθεται. Το σχέδιο μου είναι μαλακία. Αδύνατον να χρησιμοποιήσω το πιστόλι γονατισμένη κάτω από γραφείο του. Δήθεν ξεκινάω, τον αγγίζω αηδιασμένη, παράλληλα βγάζω αθόρυβα το κοπίδι από το μανίκι μου, νομίζω ότι έτσι είναι καλύτερα, και την στιγμή που η αιχμή της κρύας λάμας αγγίζει της βάση της ψωλής του η πόρτα ανοίγει απότομα. Μπαίνουν δύο άντρες. Πυροβολούν σχεδόν χωρίς ήχο, υπόκωφα. Ο μεταλλικός ήχος από τους αμέτρητους άδειους κάλυκες στο φθαρμένο μωσαϊκό γαργαλάει ευχάριστα τα αυτιά μου σαν μουσική.

Το αίμα του Σούλη καλύπτει τα πάντα. Οι τύποι γίνονται μπουχός. Περνάει ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα χωρίς να μπορώ να αφουγκραστώ φωνές ή να αντιληφθώ κάποια κίνηση στο χώρο, λες και τα πάντα είχαν γύρω παγώσει. Απεγκλωβίζομαι από το γραφείο.

Ανοίγω σαστισμένη την σιδερένια πόρτα στον απέναντι τοίχο, κατεβαίνω στο υπόγειο της πολυκατοικίας, ανοίγω μία πόρτα σαν καραβίσια, έντονη μυρωδιά σκόνης, χτυπάω τα γόνατα μου πάνω σε παροπλισμένους από χρόνια κουλοχέρηδες, σπασμένες καρέκλες και σιδερένια κρεβάτια, κι από εκεί καρφί στη πόρτα που βγάζει στον ακάλυπτο της διπλανής πολυκατοικίας, ανοίγω μια πόρτα, περισσότερο κρύο από έξω, βρίσκομαι σε ένα πλημμυρισμένο μέχρι τον αστράγαλο λεβητοστάσιο, ψηλαφίζω το πόμολο μιας πόρτας πίσω από την οποία ακούω ένα συνονθύλευμα από χαμηλόφωνες συζητήσεις, θόρυβο από κάποια ηλεκτρική σκούπα, άγριους διαπληκτισμούς, παιδικές φωνές και κλάματα, διασχίζω έναν άδειο σκοτεινό γεμάτο πόρτες διάδρομο που μυρίζει κάρυ και τηγανιτά φαγητά, ανεβαίνω και κατεβαίνω σκαλιά σε τυφλά κλιμακοστάσια με σπασμένους ηλεκτρικούς διακόπτες σαν αγριόγατα.

Σπρώχνω μια αρ-ντεκό εξώπορτα και βγαίνω στη Πατησίων.

Ακολουθεί την επόμενη Τρίτη στο red n’ noir

Καμία δημοσίευση για προβολή