Παραθαλάσσιο VΙ

Ο Ιωνάς εκτιμούσε τον Γλάρο με την εκτίμηση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα φυτά και το χώμα που τα θρέφει

Όπως συμβαίνει πάντα με τις ιστορίες που περιπλέκονται ο έρωτας και η εκδίκηση. Κάποιοι από εκείνο το απόγευμα βγήκαν κερδισμένοι και κάποιος χαμένος. Κι ίσως στον έρωτα να μην υπάρχουν νικητές και ηττημένοι αλλά στην εκδίκηση οι ρόλοι είναι ξεκάθαροι. Σχεδόν. Ο Γλάρος από εκείνη την στιγμή και μετά είχε βάλει ως προσωπικό στοίχημα να γαμήσει την ζωή του Ιάσονα. Η μεγαλομανία του είχε δεχτεί ένα οδυνηρό χτύπημα, ένα χτύπημα σχεδόν δυσβάσταχτο για τον ανδρισμό του. Αυτό μαρτυρούσε και εκείνη η πρώτη ακούσια κίνηση με το υπηρεσιακό περίστροφο. Αφού από τύχη κατάφερε να γλυτώσει εκείνη την κακοτοπιά τώρα είχε όλο τον απαραίτητο χρόνο να υφάνει ένα σχέδιο που αφενός θα έβγαζε οριστικά τον Ιάσονα από την ζωή της Αφροδίτης και εκείνος θα μπορούσε ελεύθερος να συνεχίσει να την πολιορκεί μέχρι να της καταστήσει σαφές πως δεν θα είχε καμία άλλη εναλλακτική λύση. Όλες του οι σκέψεις συνέτειναν πως ένας στημένος καυγάς και μάλιστα εκτός υπηρεσίας θα ήταν το καλύτερο άλλοθι. Η τοπική κοινωνία είτε από φόβο είτε από ανάγκη θα αναγκάζονταν να πάρει το μέρος του. Η λέξη κλειδί ήταν «αυτοάμυνα». Ίσως χρειαζόταν να υποστηριχθεί και από την φράση «εκπυρσοκρότησε το όπλο». Συνέβαιναν άλλωστε καθημερινά τέτοια περιστατικά. Το είχε δει στα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ. Αφού η κοινή γνώμη αποδεχόταν τέτοια «ατυχήματα» το ίδιο θα γινόταν και στην δική του περίπτωση. Ίσως το εσωτερικών υποθέσεων και ο εισαγγελέας του τα έπρηζαν λίγο περισσότερο αλλά αργά η γρήγορα θα ξεμπέρδευε. Προσπάθησε να πλάσει το σενάριο πάνω στο οποίο θα βασιζόταν η τελευταία πράξη του δράματος. Θα έπρεπε να φανεί σαν ένα επιπόλαιος καυγάς χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Να φανεί πως κινδύνεψε έστω και στιγμιαία ώστε να βασιστεί στο εν βρασμώ ψυχής. Ύστερα από ώρες είχε πια καταλήξει στο πλάνο του.

Ο Ιάσονας και η Αφροδίτη βίωναν τις ευεργετικές ιδιότητες του έρωτα. Και μάλιστα του έρωτα που τελεσφορεί το καλοκαίρι. Ήταν η τελευταία ημέρα του σχολικού έτους. Το τελευταίο κουδούνι βρήκε τους μαθητές να τιμούν το έθιμο του μπουγελώματος. Για λίγο το προαύλιο με τα κάγκελα και τα τσιμέντα γέμισε γέλια και χαρούμενες φωνές. Κάποιος φορές το τέλος είναι λυτρωτικό. Η Αφροδίτη κοιτούσε χαρούμενη τους μαθητές της να χαμογελούν. Ο Ιάσονας την πλησίασε από πίσω και της έπιασε διακριτικά το χέρι.

«Τι σκέφτεσαι;» της ψιθύρισε στο αυτί.

«Την ξεγνοιασιά των παιδιών», του αποκρίθηκε εκείνη.

«Η σεζόν τελείωσε και θα πρέπει για λίγες ημέρες να ανέβω στην Αθήνα», της είπε εκείνος.

Η Αφροδίτη δεν ένιωσε κάποια έκπληξη από αυτά τα λόγια.

«Ξέρεις σκέφτηκα», συνέχισε ο Ιάσονας ύστερα από μια παύση δυο δευτερολέπτων που συνδυάστηκε από μια βαθιά αναπνοή «να επιστρέψω μόνιμα τον επόμενο μήνα.»

Εκείνη δεν μπόρεσε αυτή την φορά να κρύψει την χαρά της.

«Μα πως» τον ρώτησε. «Δεν ξέρεις αν θα σε διορίσουν εδώ και του χρόνου.»

«Ο Τσίχλας μου έκανε μια πρόταση που σκέφτομαι σοβαρά να αποδεχτώ. Μου ζήτησε να δουλέψουμε μαζί το μπαρ γιατί νιώθει πως τον έχει κουραστεί τόσα χρόνια πίσω από μια μπάρα. Πιστεύω πως περισσότερο απ’ όλα τον κούρασε όλη αυτή η εξουσία της άδειας νύχτας και θέλει σιγά σιγά να αποτραβηχτεί. Λίγους μήνες πριν ένιωθα πως δεν έχω τίποτα. Περνούσα τις μέρες μου άσκοπα και καθώς κοιτούσα τα νεκρά κτίρια της πόλης μου είχε γεννηθεί η πεποίθηση πως μετά τα τριανταπέντε δικαιούσαι να κάνεις κανένα νέο ξεκίνημα. Τις νύχτες παρακολουθούσα τα στολισμένα τετράγωνα των πολυκατοικιών να υποκρίνονται πως υπάρχει ζωή. Και για να σου δώσω μια ρεαλιστική εκδοχή της καθημερινότητας μου θα σου πω πως ξόδευα τις ώρες μου. Στον τρίτο η Κατερίνα φώναζε στο αυτιστικό παιδί της. Το αγαπούσε αλλά αυτή η καθημερινότητα την είχε γονατίσει. Ήταν τόσα πολλά αυτά που έπρεπε να αντέξει και να διεκπεραιώσει. Στον δεύτερο ο μπάτσος που μόλις είχε νοικιάσει το δυάρι με πετύχαινε στο ασανσέρ και στρίβαμε τα κεφάλια μας. Στο διπλανό διαμέρισμα ο Γιαννάκης είχε γίνει πια δεκαπέντε χρονών και είχε αρχίσει να αλητεύει εκπληρώνοντας το πεπρωμένο με γενιάς που βιαζόταν να τα ζήσει όλα. Στον αέρα υπάρχει η μυρωδιά από τα τζάκια που έκαιγαν, η αιθαλομίχλη, η παγωμένη αύρα του αέρα. Οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Τα κόκκινα φώτα από τις λάμπες που φωτίζουν τους άδειους δρόμους. Κοίταζα κάθε βράδυ τα απέναντι διαμερίσματα με τα φώτα τους να αναβοσβήνουν και φανταζόμουν πως παίζαμε τρίλιζα προσπαθώντας να πετύχουμε τρία αναμμένα παράθυρα στη σειρά. Οριζόντια, κάθετα, διαγώνια. Και τα φωτάκια που αναβοσβήνουν σαν από συνήθεια δεν μετράνε σε κανέναν από τους παραπάνω συνδυασμούς. Τα χρόνια που ξόδευα τα μέτραγα σε Δεκέμβρηδες. Ερχόμενος εδώ ήθελα απλά να ξεφύγω κάποιους μήνες από αυτή την συνθήκη που με είχε αρπάξει κυριολεκτικά από το λαιμό και μου είχε αφήσει ως απότοκο ένα μόνιμο βάρος στο στήθος. Στο σημείο ακριβώς που βαθαίνει το στέρνο ανάμεσα από τους πνεύμονες. Εδώ μέσα σε λίγους μήνες κέρδισα έναν φίλο και μια κοπέλα που ερωτεύτηκα.»

Η Αφροδίτη απέκτησε στιγμιαία ένα ροδαλό χρώμα στα μάγουλα της. Ήταν η πρώτη φορά που της μιλούσε για αυτά που νιώθει για εκείνη. Σιωπηλός μάρτυρας της σκηνής ήταν ο λυκειάρχης Ιωνάς ο οποίος είχε βαλθεί να αποδείξει πως το δόγμα της εξουσίας «του παπά, του δασκάλου και του μπάτσου» ίσχυε κανονικά μέχρι τις μέρες μας στην ελληνική επαρχία ίσως ήταν η υποσημείωση ενός άλλου αλησμόνητου τρίπτυχου που πρότασσε την πατρίδα, την θρησκεία και την οικογένεια ως αξίες για να κρύψει τα εγκλήματα του. Εδώ και λίγες ημέρες, συγκεκριμένα από την ημέρα εκείνη που ο Γλάρος έγινε μάρτυρας της ερωτικής συνεύρεσης των δυο καθηγητών στην παραλία, του είχε ζητήσει να του δίνει αναφορά για τις κινήσεις τους εντός του σχολικού συγκροτήματος. Ο Ιωνάς εκτιμούσε τον Γλάρο με την εκτίμηση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα φυτά και το χώμα που τα θρέφει.

«Πότε θα επισημοποιήσετε την συνεργασία σας;» ρώτησε η Αφροδίτη τον Ιάσονα έχοντας πλήρη άγνοια για την διακριτική παρουσία του λυκειάρχη.

«Απόψε μάλλον» απάντησε ο νεαρός καθηγητής. «Μας κάλεσε σε ένα πανηγύρι το οποίο μου είπε πως σηματοδοτεί ουσιαστικά την θερινή περίοδο για την περιοχή.»

Η Αφροδίτη χαμογέλασε και πάλι. Ένας ξένος είχε ενταχθεί τόσο γρήγορα σε μια περιοχή που εκείνη τόσο αγαπούσε. Καθώς τα παιδιά πανηγύριζαν και τα μηχανάκια των τελειόφοιτων κατηφόριζαν σκίζοντας την ησυχία εκείνου του καλοκαιρινού πρωινού ανάμεσα στον Ιάσονα και την Αφροδίτη αναπτυσσόταν η διαλεκτική του έρωτα.

Ο Ιωνάς ενημέρωσε τηλεφωνικά τον Γλάρο για την επικείμενη βραδινή έξοδο των δυο καθηγητών. Ο Γλάρος βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Δυο νεαροί μικροπωλήτες ναρκωτικών της περιοχής που απολάμβαναν της ανοχής του, όχι με το αζημίωτο φυσικά, θα προκαλούσαν τον Ιάσονα για καυγά στο πανηγύρι, επάνω στην αναμπουμπούλα και την αδρεναλίνη των στιγμών κάποιος από τους δυο θα του φύτευε στην τσέπη ένα μαχαίρι χωρίς να το καταλάβει. Τότε θα εμφανιζόταν εκείνος σε ρόλο «πυροσβέστη». Θα νουθετούσε τους νεαρούς και θα έπαιρνε δήθεν φιλικά παράμερα τον Ιάσονα ώστε να κατευνάσει τα πνεύματα. Καθώς θα απομακρύνονταν λίγο από το κυρίως σώμα του κόσμου που θα συνέχιζε την διασκέδαση του, θα ξυλοκοπούσε τον Ιάσονα με την πρόφαση πως εκείνος πήγε να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι εναντίον του. Θα είχε ήδη άλλωστε την έξωθεν καλή μαρτυρία πως εκείνος δεν ενεπλάκη στον καυγά παρά μόνο για να τον σταματήσει.

Καθώς οι ώρες περνούσαν και οι ετοιμασίες για την αποψινή έξοδο κορυφώνονταν ο Ιάσονας δέχτηκε ένα γραπτό μήνυμα από τον Τσίχλα. «Θα έρθω στο γλέντι κατά τις έντεκα γιατί πρέπει να τακτοποιήσω κάποια πράγματα στο μαγαζί πριν αφήσω την Ευγενία να τα βγάλει πέρα μόνη της για το υπόλοιπο της νύχτας». Στη συνέχεια ο Ιάσονας σκέφτηκε να ενημερώσει με τον ίδιο τρόπο την Αφροδίτη. Το γραπτό μήνυμα στο κινητό της ανέφερε. «Θα ανέβουμε οι δυο μας επάνω και θα μας βρει κατά τις έντεκα ο Τσίχλας».

Στις εννέα παρά τέταρτο το βράδυ η Αφροδίτης και ο Ιάσονας βρίσκονται στον ανηφορικό δρόμο που θα τους οδηγεί στο προαύλιο του ξωκλησιού πίσω τους ο ήλιος δείχνει να εμφανίζεται μεγάλος και κοκκινωπός λέγοντας αντίο στην καλοκαιρινή μέρας δίνοντας τις τελευταίες ζεστές πινελιές του στην παλέτα της φύσης. Καθώς φτάνουν στον προορισμό τους κι ενώ τα αστέρια έχουν αρχίσει να κάνουν δειλά-δειλά την εμφάνιση τους στον ουρανό ο Ιάσονας μένει αποσβολωμένος από την ομορφιά της. Εκείνη φοράει μια μαύρη φούστα με κόκκινα λουλούδια σε ακανόνιστους σχηματισμούς, τα πέδιλα της αναδεικνύουν τα λεπτά και καλοσχηματισμένα δάχτυλα των ποδιών της ενώ προδίδουν το τατουάζ πεταλούδα που κοσμεί το αριστερό πόδι της Αφροδίτης. Η ομορφιά των ασήμαντων στιγμών τώρα πια διαδραματίζεται αδιόρατα. Ωστόσο οι μεγάλοι έρωτες δεν πρέπει να ολοκληρώνονται, να μην γίνονται συνήθεια.


Καμία δημοσίευση για προβολή