Παραθαλάσσιο V

Δεν νομίζω πως είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με τους ανθρώπους που διακατέχονται από το σύνδρομο της εξουσίας

Τα στρογγυλά γαλάζια τραπέζια περέμεναν άδεια περιμένοντας τους θαμώνες που απόψε θα έκαναν ακόμη μια κατάθεση ψυχής καθώς οι δυο ομάδες θα έδιναν τα πάντα στον αγωνιστικό χώρο για να κατακτήσουν το βαρύτιμο τρόπαιο. Έφτασε νωρίτερα. Του άρεσε να παρατηρεί τις συνθήκες της ζωής όπως διαμορφώνονταν σε αυτόν τον νέο τόπο. Κι υπήρχε ακόμη ένα στοιχείο το οποίο λάτρευε. Τα στρογγυλά άδεια τραπεζάκια δίπλα στην θάλασσα. Ενώ όλοι πίστευαν πως πάσχουν από κατάθλιψη εκείνος τα φανταζόταν να απολαμβάνουν κρυφά την μελαγχολία τους. Κάθισε στο τραπέζι που ο Τσίχλας είχε κρατήσει. Την ησυχία του απογεύματος διατάραξε μια κάπως αποκρουστική μουσική  σύνθεση. Ήταν ο Γλάρος. Εκείνος δεν τον είχε γνωρίσει ακόμη. Τόσο η Αφροδίτης όσο και ο Τσίχλας είχαν αποφύγει να του αναφέρουν την ύπαρξη του. Ο διοικητής του τοπικού αστυνομικού τμήματος περνούσε τώρα από μπροστά του μέσα σε ένα σπορ διθέσιο αυτοκίνητο από το οποίο προερχόταν αυτή η ηχητική ρύπανση που διαχεόταν στην κατά τα άλλα γαλήνια ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα. Το αυτοκίνητο έκοψε κάπως απότομα ταχύτητα. Ο οδηγός του τον παρατήρησε σχολαστικά, σχεδόν εξονυχιστικά. Ίσως αν φορούσε τη στολή να του έκανε εξακρίβωση στοιχείων. Χωρίς λόγο. Έτσι για το σπάσιμο. Όχι πως και τώρα δεν μπορούσε να το κάνει. Προτίμησε ωστόσο να κρατήσει αυτό το στιγμιότυπο ατόφιας καγκουριάς σε χαμηλότερό επίπεδο από το συνηθισμένο του. Δεν ήθελε να γίνει σκηνή σε κοινή θέα. Σε αντίθεση με τον Ιάσονα, ο Γλάρος γνώριζε για την ύπαρξη του καθώς και για στην στενή σχέση που είχε αναπτύξει με εκείνη που γούσταρε σαν τρελός.

«Έφτασες νωρίτερα φιλαράκι!», ακούστηκε η λεπτή και τσιριχτή φωνή του Τσίχλα ο οποίος σαν εξωτερικός αφηγητής κάποιας αστυνομικής ιστορίας είχε παρατηρήσει το σκηνικό που διαδραματίστηκε μπροστά του πριν μερικά δευτερόλεπτα.

« Ήθελα να σιγουρέψω το τραπέζι μας», του απάντησε ο Ιάσονας έχοντας αισθανθεί ωστόσο το απειλητικό βλέμμα του Γλάρου να συναντά το δικό του.

«Τι παίζει με αυτόν;», ρώτησε κάπως αδιάφορα.

«Κοίταξε… Δεν νομίζω πως είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με τους ανθρώπους που διακατέχονται από το σύνδρομο της εξουσίας.»

«Δεν ξέρω αν με καθησυχάζει η απάντηση σου φίλε μου», του απάντησε ο Ιάσονας.

Τότε ο Τσίχλας σιώπησε για λίγο. Θυμήθηκε ένα περιστατικό το οποία είχε λάβει χώρα στο μπαρ του λίγες ημέρες πριν εμφανιστεί ο Ιάσονας στην περιοχή. Η Αφροδίτη έπινε μόνη της στην μπάρα ένα τελευταίο κρασί πριν επιστρέψει στο σπίτι της, εκείνος ανακάτευε τα cd του Nick  Cave θέλοντας να δώσει μια πιο μελαγχολική νότα στην ήδη νυσταγμένη βραδιά. Στο τελευταίο τραπεζάκι του διαδρόμου πριν την τουαλέτα καθόταν ο Γλάρος με έναν υφιστάμενο του λέγοντας κρύα αστεία. Ο Τσίχλας δεν γούσταρε να τους έχει στο μαγαζί και το έδειχνε με κάθε δυνατό τρόπο. Ωστόσο εκείνος προσπαθούσε να γίνεται πάντα φορτικός κι αφόρητος στην Αφροδίτη. Όταν εκείνη λίγο πριν τα μεσάνυχτα αποφάσισε να επισκεφτεί την τουαλέτα ο Γλάρος σηκώθηκε από το τραπέζι περπατώντας πίσω της. Ο Τσίχλας είδε την κίνηση αυτή και έκοψε κάπως απότομα την συζήτηση του με την γοητευτική ύπαρξη που του έκανε παρέα πάνω από την κονσόλα του dj. Όταν άνοιξε την ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στους νιπτήρες του μπάνιου είδε τον Τσίχλα να έχει στριμώξει την Αφροδίτη προσπαθώντας να ακουμπήσει τον «σκληρό ανδρισμό» επάνω της. Εκείνη τον απώθησε αηδιασμένη. Ο Τσίχλας μπήκε μπροστά του και αν και ισχνότερος τον πρόσταξε να φύγει από το μαγαζί και να μην ξαναπατήσει το πόδι του εκεί μέσα. Ο πληγωμένος εγωισμός του Γλάρου ξέρασε μερικές ακατάληπτες απειλές περί κλεισίματος του κωλομάγαζου. Και μερικές κλισέ ηλίθιες ατάκες για την σχέση των γυναικών με το «αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου». Το φλας μπακ του Τσίχλα διέκοψε το σφύριγμα της έναρξης του παιχνιδιού. Τα τραπέζια τώρα είχαν γεμίσει και η σύσταση του πληθυσμού είχε διαφοροποιηθεί.

Πιτσιρικάδες με εμφανίσεις ομάδων που συζητούσαν ζωηρά για τον αποψινό τελικό καθώς και για τις στοιχηματικές πιθανότητες κατάκτησης του τροπαίου από τις δυο φιναλίστ. Μεσήλικες με ανοιχτά πουκάμισα μέσα από τα οποία ξεφύτρωναν συστάδες από τρίχες οι οποίες με τις σειράς του διαπλέκονταν με χρυσές αλυσίδες. Η μυρωδιά του ούζου, τα ψιλοκομμένα κομμάτια χταποδιού και ο ήλιος που έδυε αποτελούσαν τον πάλκο πάνω στον οποίο θα παιζόταν η τελευταία πράξη του ποδοσφαιρικού δράματος. Λίγο πριν γίνει η σέντρα του παιχνιδιού ο Ιάσονας είπε στον Τσίχλα:

«Αποφάσισα να ξαναπαίξω ποδόσφαιρο, είχα έναν τραυματισμό πριν τρία χρόνια που μου κόστισε ένα επίπονο χειρουργείο αλλά νιώθω και πάλι έτοιμος».

Ο Τσίχλας χαμογέλασε και προσέθεσε: «Το ποδόσφαιρο είναι το βασίλειο όπου η ανθρώπινη συντροφικότητα εκφράζεται στο φως του ήλιου».

«Δεν πίστευα πως απόψε στο τραπέζι μας θα παρευρίσκονταν κι ο Γκράμσι», σημείωσε αστειευόμενος ο νεαρός καθηγητής. Ο διαιτητής έδινε το σήμα για το εναρκτήριο λάκτισμα. Λίτρα από ούζο προσγειώνονταν με αστραπιαία ταχύτητα στα λαρύγγια των θαμώνων.

Η βραδιά κυλούσε όπως ακριβώς αναμενόταν. Ο Ιάσονας είχε ήδη πιεί αρκετά, η παρέα του Τσίχλα σε συνδυασμό με το όμορφο ποδοσφαιρικό θέαμα τον είχαν απελευθερώσει από τα βάρη που κουβαλούσε για καιρό. Οι στιγμιαίες απολαύσεις ίσως είναι ο μοναδικός τρόπος που έχουν οι άνθρωποι για να αντιμετωπίσουν την ζωή. Σε αυτό το αίσθημα ευφορίας σημαντικό ρόλο είχε παίξει και η γνωριμία του με την Αφροδίτη. Το παιχνίδι είχε φτάσει πια στο τέλος του κι εκείνος έπρεπε να σύρει τα βήματα του μέχρι την γκαρσονιέρα. Όταν άνοιξε την πόρτα προσπάθησε να σταθεροποιήσει τον κόσμο που επέμενε να χορεύει γύρω του. Μέσα σε αυτή την γλυκιά παραζάλη άκουσε τον ήχο των μηνυμάτων από το κινητό του. Ήταν εκείνη! «Αύριο το απόγευμα στις 18:00 στο Καστράκι για μπάνιο» του έγραφε. Προσπάθησε να υπολογίσει πόσες ώρες απέμεναν μέχρι την ώρα του ραντεβού τους. Προσπάθησε να συνειδητοποιήσει πόσες ημέρες απέμεναν μέχρι να φτάσει ημερολογιακά το καλοκαίρι. Προσπάθησε να βάλει σε μια σειρά τα συναισθήματα του που ήδη χόρευαν έναν χαοτικό χορό μέσα του. Μάταια. Έπεσε με φόρα στο κρεβάτι αποδεχόμενος πως εκείνη δεν ήταν μια καλή στιγμή για απολογισμούς.

Εκείνη κάθε απόγευμα ακριβώς στις έξι ξεκινούσε τη διαδρομή της από το χαμένο ναυάγιο στους κέδρους. Διέσχιζε περίπου τρία χιλιόμετρα παράκτιας διαδρομής ανάμεσα σε παφλασμούς κυμάτων και εκατομμύρια κόκκους άμμου. Έκανε πολλά κεφάλια αντρών, ανάμεσα τους και του Γλάρου, να περιστρέφονται καθώς άνοιγε το βήμα της περνώντας αδιάφορα και βιαστικά από μπροστά τους. Οι φήμες έλεγαν πως είχε μια ελιά στην αριστερή θηλή κι αυτό ήταν ότι πιο κοντινό υπήρχε επάνω της σε ατέλεια. Περπατούσε δείχνοντας χαμένη στις σκέψεις της. Όχι όμως με τον τρόπο που το βιώνουν οι σταρ στις χολιγουντιανές παραγωγές. Εκείνη έδειχνε να είχε βουτήξει στον ρεαλισμό σε σημείο που εκείνος έπνιγε την ύπαρξη της. Ακριβώς όπως κι η θάλασσα είχε πάρει για πάντα μαζί της τον πατέρα της. Οι πληθυσμιακές συστάδες διαφοροποιούνταν κατά μήκος της διαδρομής. Στα πρώτα εκατό μέτρα συναντούσε το πιο ανυπόφορο και κουραστικό εμπόδιο της καθημερινότητας της. Ένα μπιτς μπαρ που άνοιγε τον τελευταίο μήνα της άνοιξης και φιλοξενούσε λαδωμένους τύπους που κάθε φορά προσπαθούσαν μάταια να την εντυπωσιάσουν. Ανυπόφορη μουσική, ανυπόφοροι άνθρωποι. Σχεδόν ταυτόσημες έννοιες που δεν επιφύλασσαν καμία έκπληξη. Ακριβώς όπως και η ζωή της τα τελευταία τρία χρόνια. Το όνομα της ακουγόταν συχνά στις αντροπαρέες και όταν κάτι τέτοιο αρχίζει να συμβαίνει σημαίνει πως κάτι έχει αρχίσει να πηγαίνει ήδη στραβά απλά η ίδια ακόμη το αγνοούσε.

Στη συνέχεια συναντούσε οικογένειες που είχαν κουβαλήσει ολόκληρη την προίκα τους στην παραλία. Εκτός από την περιουσία τους η οποία είχε ως μονάδα μέτρησης τις πλαστικές σακούλες είχαν να επιδείξουν και μερικά παιδιά τα οποία πάσχιζαν να ξεπεράσουν σε ντεσιμπέλ τα αεροπλάνα όταν εκείνα αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το σημείο μηδέν, κάποια από αυτά μελλοντικά ίσως να ήταν μαθητές της. Όταν επιτέλους ξέφευγε από όλη αυτή την εξωστρεφή κοινωνικότητα την οποία καθόλου δεν επιθυμούσε παραδιδόταν στον ήχο της θάλασσας. Έκλεινε τα μάτια της μέσα από τα στρογγυλά μαύρα γυαλιά και παραδιδόταν στην απεραντοσύνη των πιο αδιάφορων στιγμών. Σε μια τέτοια βόλτα συνειδητοποίησε πως πια ισορροπούσε μόνο όταν την χτυπούσαν τα κύματα. Κι ενώ θα έπρεπε να τρομάξει με αυτή την συνειδητοποίηση εκείνη χαμογέλασε με ικανοποίηση. Ανοίγοντας και πάλι τα μάτια της πρόσεξε εκείνον. Έναν παραθεριστή που ακριβώς την ίδια ώρα με εκείνη βρισκόταν καθισμένος ανάμεσα σε δυο κέδρους απολαμβάνοντας την προνομιακή σκιά τους. Ήταν ο μόνος που δεν την ακολουθούσε με το βλέμμα του. Κρατούσε ένα βιβλίο και είχε χωθεί ολόκληρος στις σελίδες του αφήνοντας μόνο λίγο χώρο στο βλέμμα του για την γαλάζια πριγκίπισσα.

Εκείνο το απόγευμα ήταν αποφασισμένη να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του πιο αλλόκοτου επισκέπτη της παράκτιας ζώνης. Είχε αποφασίσει να του μιλήσει. Μετά από χρόνια είχε νιώσει κι πάλι την επιθυμία για έναν άνθρωπο. Έρωτας; Ανάγκη για επικοινωνία; Τι σημασία είχε; Ήταν πια η στιγμή που μιλούσαν τα συναισθήματα και οι εξηγήσεις ήταν κουραστικές. Έφτιαξε πρόχειρα το μικροσκοπικό μαγιό της και για μια και μοναδική φορά παρέκκλινε μετά από χρόνια της διαδρομής της.

«Το βρήκες εύκολα;», τον ρώτησε; Εκείνος σήκωσε αργά το βλέμμα του. Για μια στιγμή τα κύματα σταμάτησαν να σκάνε στην ακτή, το ζευγάρι από δίπλα έκανε μια παύση από τον ανούσιο καυγά του, τα πιτσιρίκια έπαψαν να ουρλιάζουν δίχως λόγο, οι γλάροι έθεσαν σε αναστολή για μερικά δευτερόλεπτα την κίνηση των φτερών τους. Εκείνος έμεινε σιωπηλός. Εκείνη άρχισε να κατευθύνεται παράλληλα με τη θάλασσα προς την ανατολή αφήνοντας πίσω της πατημασιές στην άμμο που εκτός από ίχνη μαρτυρούσαν και την αδιανόητη κομψότητα της. Καθώς κατευθυνόταν προς το ηλιοβασίλεμα μονολόγησε: «Πυροβολώ, σκοτώνω νεκρούς και ζωντανούς και κυρίως τις δικές μου άσχημες σκέψεις. Οι αναμνήσεις πεθαίνουν και δεν αφήνουν τάφους στο μυαλό μου». Είχε μόλις συντελεστεί ένα έγκλημα χωρίς να χρειάζονται οι κορδέλες του τμήματος ανθρωποκτονιών.

Ο Ιάσονας ξύπνησε σε μια λίμνη ιδρώτα. Το περίγραμμα του σώματος του είχε αποτυπωθεί με ακρίβεια στο σεντόνι του κρεβατιού. Όνειρο ψέλλισε. Εφιάλτης συμπλήρωσε. Η καρδιά του χτυπούσε σα τρελή. «Τι σκατά σήμαινε πάλι αυτό;» Σίγουρα ήταν απόρροια του πιόματος αλλά ένιωθε σα να πρωταγωνιστεί σε κάποιο φιλμ νουάρ. Κοίταξε το ρολόι στο παρακείμενο κομοδίνο κι αφού σιχτίρισε την τύχη του συνειδητοποίησε πως έπρεπε να αρχίσει να ετοιμάζεται για τη δουλειά. Όσο προσπαθούσε να συνέλθει ρίχνοντας μεγάλες ποσότητες παγωμένου νερού στο πρόσωπο του άκουσε τον ήχο ειδοποίησης ενός μηνύματος στο κινητό του. Έσυρε βαριεστημένα τα πόδια του ως τον καναπέ και διάβασε: «Σήμερα το απόγευμα στις 18:00 στο Καστράκι για μπάνιο». Ξύπνησε μονομιάς. Τι γαμημένη σύμπτωση ήταν αυτή; «Μπλέξαμε», σκέφτηκε. Αλλά δεν θέλησε να αφήσει το προαίσθημα του να χαλάσει την προοπτική η οποία ανοιγόταν μπροστά του.

Στις έξι το απόγευμα εκείνη περπατούσε σχεδόν παρασυρόμενη από τον άνεμο στην παραλία. Φορούσε στρογγυλά μαύρα γυαλιά, ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο και ένα μαύρο παρεό. Μια λεπτή σιλουέτα ανάμεσα σε εκατομμύρια κόκκους άμμου. Η θάλασσα σχεδόν ιδεοληπτικά επαναλάμβανε την ίδια κίνηση. Η Αφροδίτη συνέχιζε απρόσκοπτη να έρχεται προς το μέρος του. Ο Ιάσονας άνοιξε τα χέρια του για να την υποδεχτεί. Η αγκαλιά τους έμοιαζε με μια μικρή κουκίδα δέρματος μέσα στην απεραντοσύνη του γαλάζιου. Βούτηξαν μαζί στα βαθιά. Χωρίς ανάσα. Τα κύματα πάλευαν να τους καταπιούν. Μάταια. Τα βήματα που γίνονται εκπορευόμενα από την συνείδηση του έρωτα δεν μπορούν να οδηγήσουν σχεδόν ποτέ σε μακελειό. Μετά από αρκετή ώρα που βρίσκονταν στο νερό ξαπόστασαν στην παραλία. Εκεί πίσω από τους κέδρους αποφάσισαν να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον. Η αλμύρα έδινε μια μεγαλοπρέπεια στις στιγμές τους. Έρωτας πότε άγριος και πότε αισθησιακός. Μια λυσσασμένη μάχη χωρίς κανέναν ηττημένο. Για την ακρίβεια σχεδόν κανέναν. Ο πιο ακατάλληλος επισκέπτης στην πιο λάθος στιγμή. Ο Γλάρος που κατευθυνόταν στο παρακείμενο μπιτς μπαρ πήρε ένα στιγμιαίο οπτικό κλικ από την συνεύρεση τους. Καθώς επέβαινε σε μια μηχανή μεγάλου κυβισμού ένιωσε το μίσος να κυριεύει τα μηνίγγια του. Ασυναίσθητα σταμάτησε δέκα μέτρα πιο κάτω και τράβηξε το υπηρεσιακό του όπλο. Ένας ήχος από παιδιά που κατευθύνοντας στην παραλία αναχαίτισε προσωρινά το δολοφονικό του σχέδιο. Όχι-όχι εδώ όχι έτσι σκέφτηκε. Ήταν ο ίδιος ήχος που έκανε τα κορμιά του Ιάσονα και της Αφροδίτη να ξεκολλήσουν. Προσπάθησαν να ανακτήσουν τις ανάσες τους που είχαν μπερδευτεί. Η Αφροδίτη του είπε. Είμαι το κενό στο παζλ κι εσύ το κομμάτι που λείπει. Κοίταξαν τον ήλιο που έδυε. Συμφώνησαν σιωπηλά πως πολλές φορές το τέλος μπορεί να είναι ονειρικό.

Καμία δημοσίευση για προβολή