Παραθαλάσσιο I

«Στην καρδιά του χειμώνα, ανακάλυπτα επιτέλους πως φύλαγα μέσα μου ένα αήττητο καλοκαίρι»

Ξύπνησε με δυσκολία ανοίγοντας χωρίς κανένα νόημα τα μάτια του. Προσπάθησε ενστικτωδώς να κοιτάξει αν διαπερνά κάποια ακτίνα φωτός το ερμητικά κλεισμένο παράθυρο. Μάταια. Ίσως ήταν μεσημέρι. Μπορεί κι απόγευμα. Μικρή σημασία είχε. Αυτά είναι τα κατάλοιπα του οινοπνεύματος χωρίς λόγο στα τριάντα πέντε σκέφτηκε. Έριξε το βάρος του σώματος του στη δεξιά πλευρά και χωρίς καμία διάθεση έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Έσυρε με δυσκολία τα βήματα του ως το μπάνιο και γέμισε τα χέρια του με παγωμένο νερό. Η ματιά του στον καθρέφτη φανέρωνε την απελπιστική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Έκανε μια γκριμάτσα του στυλ: Αποτύχαμε. Το χουν αυτό οι άνθρωποι. Περιμένουν πάντα μια επιβεβαίωση της ήττας τους. Συνήθως από τον ίδιο τους τον εαυτό. Προσπάθησε να καταπιεί αλλά μια αίσθηση από ξεθυμασμένο αλκοόλ γέμισε τον νεκρό ουρανίσκο του. Ήταν η ίδια αίσθηση με εκείνη του δακρυγόνου που είχε καταπιεί στην συμβολή των οδών Ζωοοδόχου Πηγής και Ακαδημίας. Το αλκοόλ πρέπει να είναι πάντα κοινωνικό του έλεγε ο ψυχολόγος του σε κάποιες ομαδικές συνεδρίες που είχε παρακολουθήσει λίγα χρόνια πριν. Οι αγώνες πάλι όχι απαραίτητα. Ήταν τότε που τελείωνε το μεταπτυχιακό. Ήταν τότε που μια ολόκληρη πόλη ανάσαινε στις στάχτες.

Φιλόλογος με μεταπτυχιακό στην ειδική αγωγή η επικεφαλίδα. Mε μερικές αχρείαστες και πιθανόν βαρετές υποσημειώσεις. Ήταν τότε μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα συμβάντων που έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Να ακολουθήσει την Ιόλη στο εξωτερικό ή να μείνει πίσω. Είχε ένα έμφυτο ταλέντο στο να μένει πίσω. Τελειοποίησε το ταλέντο του με εκείνη την απόφαση. Και να που τώρα στεκόταν μπροστά στον πιο αυστηρό κριτή. Τον καθρέφτη του. Ντύθηκε όπως-όπως με σκοπό να παραλάβει την «αλληλογραφία» του. Τις περισσότερες, αν όχι όλες τις φορές, τα γράμματα που λάμβανε εξαντλούνταν σε υποχρεώσεις προς τον κρατικό μηχανισμό.

Καθώς ψαχούλευε στο κουτί είδε έναν φάκελο να αναγράφει το όνομα του και επάνω μια σφραγίδα του υπουργείου. Θυμήθηκε αντανακλαστικά την αίτηση που είχε κάνει μερικούς μήνες πριν. «Ωρομίσθιος Φιλόλογος». Άνοιξε το φάκελο βιαστικά και είδε πως ήταν επιτυχών. Είχε διοριστεί για τους επόμενους τέσσερις μήνες σε μια περιοχή της νότιας Ελλάδας. Ανέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια. Η κλειστοφοβία του είχε καταστήσει απαγορευτικό το ασανσέρ πλέον. Ευκαιρία για λίγη γυμναστική μετά τα ξύδια. Όταν κατάφερε να φτάσει στο διαμέρισμα ασθμαίνοντας άνοιξε βιαστικά τον υπολογιστή. Η μηχανή αναζήτησης τον πληροφορούσε πως το μέρος το οποίο διορίστηκε απείχε από την μητρόπολη τριακόσια είκοσι πέντε χιλιόμετρα! Για λίγο χάθηκε στις σκέψεις του. Η απόσταση ήταν μεγάλη. Αλλά δεν άφηνε και πολλά πράγματα πίσω του. Οι μάχες που είχαν δοθεί το προηγούμενο διάστημα τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο δεν θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει κερδισμένες. Ίσως ήταν μια ευκαιρία να ξεφύγει από τον καθημερινό βάλτο. Έστω για λίγο. Έψαξε για φωτογραφίες. Η μηχανή αναζήτησης έγραφε: «Παραθαλάσσιος τουριστικός προορισμός».

Artwork: Μανώλης Φα

*

Ξύπνησε με την πρωινή αύρα της θάλασσας να της χαϊδεύει το πρόσωπο. O αέρας είχε εισβάλει από το ανοιχτό της παράθυρο. Ήταν πια άνοιξη. Ο έξω κόσμος ήταν ανθισμένος. Ο εσωτερικός της πάλι ανεκπλήρωτος. Σαν τους έρωτες. Σαν τις εξεγέρσεις. Σηκώθηκε περπατώντας στις μύτες των ποδιών της. Ήταν συνήθεια μιας ολόκληρης ζωής. Να περνάει απαρατήρητη. Να μην ενοχλήσει. Ακόμη και τώρα που ζούσε μόνη της περπατούσε στις μύτες των ποδιών της. Μην κάνει φασαρία και ξυπνήσει κάποιον. Κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Γέμισε τους πνεύμονες της με ζωή. Στον παραλιακό δρόμο οι μαθητές κατευθύνονταν προς το σχολείο. Σε λίγη ώρα θα τους συναντούσε μέσα σε εκείνο το ασφυκτικό τετράγωνο με τσιμέντο που βρίσκονταν στοιχισμένα θρανία και καρέκλες σε μια εικόνα που μαρτυρά πιο πολύ πείραμα ιδεοψυχαναγκασμού παρά αίθουσα διδασκαλίας. Πόσο θα ήθελε να τους πάρει και να βγουν στην παραλία για μάθημα. Να τους μιλήσει αγναντεύοντας τη θάλασσα για όσα έχουν πραγματική αξία στη ζωή. Τουλάχιστον σύμφωνα με τη δική της οπτική. Κι ύστερα να ακούσει τα δικά τους όνειρα, τα δικά τους άγχη, τι ήθελαν να κάνουν τα παιδιά στη ζωή τους. Στη δική τους ζωή όχι σε εκείνη που τα προόριζαν να ζήσουν. Όμως το μέρος ήταν μικρό. Θα μαθεύονταν γρήγορα η ανταρσία της φιλολόγου. Κι ο διευθυντής που ήταν συντηρητικός θα την επέπληττε. Πάντα την κοιτάζε με μισό μάτι. Κι οι γονείς τι θα έλεγαν οι γονείς; Τις σκέψεις της διέκοψε μια φωνή από το παρακείμενο τυροπιτάδικο. «Ρε μαλάκα Ανέστη μου πήρες καφέ;». Ήταν δυο νεαροί άντρες που εργάζονταν στην κατασκευή της βιολογικής αποχέτευσης. Επανήλθε στη πραγματικότητα. Φόρεσε γρήγορα ένα όμορφο φόρεμα και κατέβηκε στον παραλιακό δρόμο που οδηγούσε στο σχολείο. Καθώς περπατούσε χαμογελαστή χαιρετώντας τις μαθήτριες της μια σειρήνα διέκοψε την πρωινή γαλήνη. Η Αφροδίτη ξαφνιάστηκε και τέντωσε το κορμί της προς τα πίσω. Μέσα στο περιπολικό ήταν ο Γλάρος. «Καλημέρα γλύκα, θέλεις να σε πετάξω μέχρι το σχολείο να μην περπατάς;».

*

O Γλάρος ήταν αυτός που επέβαλλε τον νόμο και την τάξη στο παραθαλάσσιο αυτό θέρετρο. Έφυγε από εκεί μόνο για λίγα χρόνια. Όσο του πήρε να βγάλει τη «Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας». Γύρισε πάνω κάτω ο ίδιος. Ευθυτενής. Περπατούσε πάντα με ένα στυλ «με βαραίνουν τ’ αρχίδια μου και δυσκολεύομαι να ανασάνω» ενώ τα χέρια του κρατούσαν αποστάσεις ασφαλείας από τον κορμό του σώματος του. Είχε μόνιμα το ένα χέρι κρεμασμένο έξω από το περιπολικό. Φρόντιζε πάντα να είναι το πιο φουσκωμένο και γυμνασμένο χέρι. Κανείς δεν είχε καταλάβει πως ακριβώς το πετύχαινε αυτό. Άφηνε να φανεί ο αποτριχωμένος πήχης του τον οποίο κοσμούσε ένα τατουάζ που παρέπεμπε στο ζώδιο του και ένα ακριβό ρολόι. Ακόμη και σε ένα επαρχιακό παραγκωνισμένο μέρος η παρασιτική οικονομία του καπιταλισμού πάντα βρίσκει δουλειές σε όσους είναι πρόθυμοι να κυλιστούν στη λάσπη. Κι ο Γλάρος ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος. Η Αφροδίτη είχε γίνει το αντικείμενο του πόθου του. Ένα αντικείμενο το οποίο παρέμενε άπιαστο όνειρο. Κάτι που ο ανδρισμός του δεν μπορούσε να ανεχθεί για πολύ ακόμη. Κι εκείνο το πρωινό ωστόσο η Αφροδίτη αρνήθηκε την πρόταση του. Προτίμησε να περπατήσει ανασαίνοντας καθαρό αέρα κοιτάζοντας την ηρεμία της πρωινής απάνεμης θάλασσας. Ήξερε πως όλο αυτό δεν θα κατέληγε καλά. Ο Γλάρος ανάμεσα στις διάφορες ασχολίες του διαχειριζόταν, όχι με επιχειρηματικούς όρους, το «Άρωμα». Ένα από τα χιλιάδες μαγαζιά που κοσμούν την ελληνική επαρχία και προσφέρουν άρτο και θεάματα σε ντόπιους μικροεπιχειρηματίες που έχουν κουραστεί από την οικογενειακή ρουτίνα και θέλουν να ξοδέψουν κάπου την τεστοστερόνη και την επιδότηση τους.

Οι ναυτικοί που επισκέπτονταν κάθε τόσο τον τόπο καταγωγής τους μετά από κάποιο πολύμηνο ταξίδι τους επαναλάμβαναν στις ταβέρνες και τα μπαράκια την ίδια ιστορία. Ήταν σαν επανάληψη ενός μαθήματος που έπρεπε να ειπωθεί ξανά και ξανά. Σα μια προοικονομία της καταστροφής: «Απαγορεύεται στην ναυτική παράδοση να σκοτώνεις τους γλάρους. Είναι σαν αρχαία κατάρα. Διαπράττεις ύβρη και μετά περιμένεις τη νέμεση. Οι γλάροι επιστρέφουν στον δημιουργό την καρδιά των ναυτικών κι όταν αυτό δεν συμβαίνει οι ψυχές περιπλανιούνται περιμένοντας να πάρουν εκδίκηση».

Ακολουθεί εδώ

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει:

Καμία δημοσίευση για προβολή