Πλατεία Ανταρκτικής ΙΙ

Οδός Μελάμποδος, Κολωνός, 7:29 π. μ.

«Έλα, ναι; ποιος; ποιος είναι;»

«Μην λες έλα και ξύπνα γρήγορα.»

«Κοιμάμαι, ποιος είναι;»

«Ξύπνα ρε Λάμπρο! Ξύπνα, μη στο κλείσω στα μούτρα και σου δώσω μπούλο. Πάλι γαμούσες όλη νύχτα και δε μπορείς να πάρεις τα πόδια σου ή μπεκρούλιαζες μέχρι να βγει ο ήλιος ρε κοπρόσκυλο; Άκου κοιμάσαι, ξέρεις πόσοι περιμένουνε για να πάρουν μια τέτοια δουλειά; Γιωργιανοί, ρουμάνοι, βούργαροι…»

«Άκη εσύ είσαι; Τι έγινε ρε;»

«Τι να γίνει ρε; Ξύπνα! Πεινάς ακόμα ρε ψοφίμι;»

«Πεινάω, αφού τα ‘παμε.»

«Ήρθε η μέρα που περίμενες, η παστουρμαδόπιτα ψήθηκε για αυτό σε παίρνω να πούμε. Το λοιπόν απόψε στις 18:10 θα ‘σαι στο μαγαζί όπως είχαμε πρωτοπεί. Στις 18:10, έτσι; Όλα όπως είχαμε πει, όπως ακριβώς είπαμε, όλα όπως τα είχαμε κανονίσει, χωρίς πολλά-πολλά σου-σου-σου-μου-μου-μου. Έρχεσαι, τρως, ντηλώνεις, χλαπακιάζεις και μετά θα σας συναντήσω στο σπίτι στις 19:00. Στις 19:00 νταν, αν αργήσετε θα πάρετε τα κρεματζόλια μου.»

«Εντάξει να πούμε, μέσα με τα μπούνια. Κι από φράγκα;»

«Έτσι σε θέλω και τα αρχίδια μέσα ρε Λάμπρο. Από φράγκα ότι είπαμε, κάνεις στη πιάτσα δε πλερώνει τόσα και το ξες. Και που σαι, θα είναι και ο Ρένος.»

«Υπέροχα…»

«Άντε και καλή σου μέρα Λάμπρο.»

Πετάω από πάνω μου τις δύο υπέρδιπλες Νάουσα-Βέτλανς και πάω σβέλτα στο μπάνιο να ανακουφιστώ από τις πρωινές κατουρόκαυλες. Αν στη κρεβατοκάμαρα έχει απλά κρύο, τότε το μπάνιο είναι κατάψυξη. Αποφεύγω να τραβήξω καζανάκι μετά το πρωινό κατούρημα. Μου σπάει τα αρχίδια ο θόρυβος του πρωί-πρωί. Πόσο μάλιστα τώρα που το κεφάλι μου είναι καζάνι. Τι πρωί δηλαδή… Βλέπω στο κινητό ότι κοντεύει 15:00. Παρακοιμήθηκα. Γκαζάκι, μπρίκι, νερό, 3 κουταλιές καφές. Ανοίγω το ρολό της μπαλκονόπορτας μήπως και ο ήλιος ζεστάνει το διαμέρισμα. Το φως του ήλιου που εισχωρεί στη κουζίνα λίγο δυνατότερο από την εκπεμπόμενη ακτινοβολία ερυθρού νάνου, συνεπικουρούμενο όμως από το φως επιπέδου κβάζαρ της 100άρας λάμπας που κρέμεται από το ταβάνι της κουζίνας κάνει τα ξανθά κατσαριδάκια που βοσκάνε στα άπλυτα πιάτα που από μέρες άφησα στο μαρμάρινο νεροχύτη να τρυπώσουν στο σιφόνι, εκτός από ένα που επιπλέει πνιγμένο στο ποτήρι του ουίσκι. Κουμπώνω δύο λοναρίντ μήπως και υποχωρήσει ο πονοκέφαλος από τα χθεσινά ξύδια. Έξω έχει στρώσει χιονάκι για τα καλά. Προλαβαίνω και σκοτώνω με τη παντόφλα ένα στρουμπουλό κατσαριδάκι που υπνωτισμένο έτρωγε από ένα κουκούτσι ελιάς πάνω στο πάγκο, ανοίγω τη βρύση της κουζίνας με την μάταιη ελπίδα να πνίξω τα υπόλοιπα στη φωλιά τους. Οι κατά διαστήματα αντάρτικες επιθέσεις που εξαπολύω απέναντι τους δεν αποδίδουν, έχουν αριθμητική και οργανωτική υπεροχή τα μαλακισμένα.

Κλασικά χαζολόγησα κι ο μισός καφές χύθηκε πάνω στο γκαζάκι, ανοίγω μια κονσέρβα τόνο και αδειάζω το περιεχόμενο της μέσα σε μία φρατζόλα ψωμί, της καταφέρνω δύο δαγκωνιές. Ο οξύς πόνος στα άντερα μου με ειδοποιεί ότι έρχεται χεσιματάκι πριν καν πιω καφέ, αυτά είναι! Βγάζω τα άφιλτρα Σαντέ από τη τσέπη της αμπίμπας καθιστός, ανάβω ένα, τραβάω μια γερή τζούρα, το ρίχνω στη λεκάνη. Μία φορά πριν καιρό άγρια κλασμένος από μαροκάνι και ξύδια τράβηξα μια παχιά μαλακία βλέποντας τη ξανθιά γκόμενα που είναι ζωγραφισμένη πάνω στη κόκκινη κασετίνα. Διαβάζω 2-3 σελίδες από τη Δίκη του Κάφκα και μετά χαζεύω φευγαλέα το εξώφυλλο μιας μαυροκόκκινης ατζέντας που αγόρασα από ένα τραπεζάκι σε μία έκθεση βιβλίου, τα ξαναβάζω όλα στον πράσινο μπιντέ που εκτελεί χρέη βιβλιοθήκης μπάνιου. Το άσπρο βαρελάκι με τον πεντάκτινο αστέρα που κρέμεται από τα μπεζ πλακάκια αδειάζει ορμητικά το γάργαρο περιεχόμενο του στην πράσινη λεκάνη μετά το πάτημα του κουμπιού σε μια προσπάθεια να στείλει στον αγύριστο αυτό που κάποτε ήταν ένα σάντουιτς απ’ τη καντίνα του Σταθμού Λαρίσης… Πλένω δόντι και κατεβάζω και μια ασπιρίνη από το ντουλάπι του μπάνιου με τη βοήθεια του υπόλοιπου κρύου πλέον καφέ. Τρώω στα όρθια το υπόλοιπο σάντουιτς με το τόνο.

Φοράω το μαύρο πέτσινο και ένα μαύρο παντελόνι. Παίρνω τα δύο Τοκάρεφ μου (διαμετρήματος 7,62x25mm) μέσα από το κουτί με τα μπισκότα και το φλασκί γεμάτο γουάϊτ χορς και βγαίνω έξω. Και τα δύο Τοκάρεφ είναι στη πένα και καθαρά, σίγουρα δεν έχουν ρίξει σφαίρα. Γυρίζω ξανά πίσω για τη κασετίνα με τα Σαντέ και τον Ζίππο. Προσπαθώ όμως να το κόψω, καπνίζω όλο και λιγότερα, εξάλλου θα τα καταργήσουν τα Σαντέ όπως με ενημέρωσε ο περιπτεράς στη Λένορμαν. Κλειδώνω την πόρτα μου και ξάφνου να σου ο διαχειριστής της πολυκατοικίας, ένας χιτλερόψυχος συνταξιούχος δάσκαλος με χοντρά κοκάλινα γυαλιά μυωπίας, ρoμπίτσα και καφέ σαγιονάρες μπούφαλο με καλτσούλες. Κουνάει απειλητικά ερχόμενος σβέλτα προς το μέρος μου μια διπλωμένη εφημερίδα… Τι θέλει πάλι ο σκατάς γαμώ το σπιτάκι του.

«Κύριε Λάμπρο, μας οφείλετε 40ευρώ και 52 λεπτά, όλοι περιμένουμε εσάς, καλλίτερα να προχωρήσετε εις άμεση εξόφληση. Τα ξημερώματα που ήλθατε εις την πολυκατοικία, δηλαδή εισερχόμενος στο διαμέρισμα σας οι φων…»

Του εξαπολύω μια ρέχα στη μούρη, τα χάνει, και μέχρι να συνέλθει έχω βγει έξω, έχω στρίψει στη γωνία και ζεσταίνω τον μεταξένιο τετρακύλινδρο μπόξερ του παλιού ανθρακί Impreza μου.

*

Έφτασα κάτω απ το σπίτι του Ρένου στη πλατεία Θυμαρακίων, αντί να βγει από το ισόγειο διαμέρισμα που μένει, βγαίνει μέσα από το καινούριο χρυσαφί Renault Clio του.

Ο Ρένος είναι ένας μαλακάκος που έχουμε συνεργαστεί τρεις-τέσσερις ακόμα φορές -κατ’ εντολή του Άκη φυσικά. Ο Ρένος με θεωρεί φίλο του και το νούμερο του το ξεμπλοκάρω μόνο τη μέρα που θα πάμε για δουλεία γιατί αν δεν το κάνω με παίρνει μέρα παρά μέρα να μου πει ένα μάτσο αρχιδιές. Κάποτε λέει ήταν ιδιωτικός ντέτεκτιβ που εκβίαζε τις άπιστες συζύγους για να του κάτσουν ώστε να μην της καρφώσει στους απατημένους συζύγους τους. Με αυτή τη τεχνική λέει ότι γάμησε στα όρθια μέρα μεσημέρι σε κτήριο πάρκινγκ στο Κολωνάκι τη μιλφάρα γυναίκα γνωστού βουλευτή της προηγούμενης κυβέρνησης και μια γνωστή παρουσιάστρια ειδήσεων. Κάθε φορά η ιστορίες αυτή είναι διαφορετικές. Από την ώρα που θα τον συναντήσεις μέχρι την ώρα που θα φύγει πουλάει φίδια και παπά με τη σέσουλα. Αδυνατώ να τον παρακολουθήσω, ο ειρμός του είναι συχνά παραληρηματικός. Ακόμα και η φωνή του είναι εκνευριστική στα αυτιά μου, σαν τρίξιμο αλάδωτης συρόμενης πόρτας. Μια φορά μου δάγκωσε ένα 200ευρω απ’ το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Μία άλλη φορά έλεγε τις συνηθισμένες ρατσιστικές μαλακίες του σε ένα μπαρ που ήμασταν για δουλειά και βγαίνοντας βρήκα το αμάξι μου όπως την κόκκκινη κορβέτ στο Μπιγκ Λεμπόφκι. Μια άλλη φορά στη Θεσσαλονίκη έβαλε κωλόχερο στη γκόμενα ενός τεράστιου ραμποειδούς και έδειξε εμένα, ήρθε να με δει στο ΑΧΕΠΑ πνιγμένος από τα γέλια με ένα κουτί εργολάβους… Την τελευταία φορά σάπισε έναν άσχετο Κινέζο έξω από ένα κινεζάδικο με ρούχα στο άκυρο γιατί ήταν βέβαιος ότι τον έβρισε στα κινέζικα. Βλέπει άνιμε και ξέρει τις βρισιές λέει. Να δούμε πότε θα έρθει σπίτι μου κανένας μπρουσλής να με ψάχνει.

«Κοίτα την αραπίνα ρωσσοπόντιε.»

«Δεν είμαι ρωσσοπόντιος, οι γονείς μου ήταν έλληνες από την Τασκένδη Ρένο.»

«Σιγά που είσαι εσύ από την Ταϋλάνδη. Κοίτα το νιμού μωρή λουλού, κοίτα την, αφράτη μουνάρα σα κουρασάν, είναι όμως ζώα οι αραπάδες. Αν δεν είχαν μεγάλες ψωλές δε θα πέρναγε η μπογιά τους. Θα τη γαμούσα όμως τη σκύλα έτσι για να σπάσω το τσαμπουκά του αράπη του γκόμενου της. Μια τέτοια μαύρη φύλαγε τη μάνα μου πριν πεθάνει, μας είχε βουτήξει λεφτά, χρυσαφικά, τα σαλάμια από το ψυγείο, τα νουνού, κάτι κονσέρβες. Έβγαλα που λες το καυλί μου μια μέρα έτσι στη ψύχρα που καθόμασταν με τη μαύρη και η γριά μου κοιμότανε, και η αραπίνα αντί να τον πάρει μου το έπαιξε ηθική και μυξοπαρθένα, έφυγε δεν ξαναπάτησε το πόδι της. Για αυτό πέθανε η γριά. Θα το χαλούσε το μαλακισμένο να τη φάει από τον έλληνα; Η χοντρή, το κωλόμπαζο. Όλοι τους πίσω στο αραπιστάν ρε. Άσπροι μαύροι, κίτρινοι, μουσουλμάνοι, πάκια, μάκια, σάκια, σκατάκια. Μας έχουν κάτσει στο σβέρκο λακαμά. Τους βάζουν εβραιομασώνοι βέβαια γιατί αυτονών δε τους κόβει. Μόνο πούτσα διπλοκάποτη στις βρωμιάρες τις αραπίνες και τις αλβανέζες και σε όλες τους, να ξεχαρμανιάσει ο έλληνας και μετά όλοι σε ένα βαπόρι και στο πάτο.»

«Σκάσε ρε Ρένο με τις αρχιδιές σου με κουράζεις, σταμάτα πια μωρέ μαλάκα. Σάλτα και πηδήξου. Μου σκοτίσες τα αρχίδια με τις αηδίες σου, θα σε κατεβάσω και θα πας με τα πόδια ρε αρχίδα, γαμώ τη τύχη μου. Σκάσε!»

«Δημοκρατία δεν έχουμε μωρή αδερφή; Ό,τι θέλω θα λέω ρε λακαμά!»

«Ρένο, μισή λέξη ακόμα και θα πας με τα πόδια μέσα στο ψωλόκρυο, μέσα το χιόνι.»

*

Το σχέδιο μας έχει ως εξής και είναι μάλλον απλό: Θα ξεφορτώσω το Ρένο δύο τετράγωνα πιο πάνω, θα παρκάρω σε σημείο που θα μπορούμε να φύγουμε σβέλτα. Θα μπούμε στο μπαράκι με διαφορά πεντέ-έξι λεπτών, θα καθίσουμε σε διαφορετικό τραπέζι παριστάνοντας τους άσχετους, έχοντας όμως μια οπτική επαφή και αν όλα πάνε όπως έχουμε ενημερωθεί γύρω στις 18:00 ο Σούλης ο ιδιοκτήτης του μπαρ, η παστουρμαδόπιτα του Άκη δηλαδή θα μπει μέσα με δύο μπράβους του, αλλά όπως πάντα θα κατευθυνθεί μόνος του προς το γραφείο του και εκεί θα γίνει το πατ-πατ, άλλοι δύο θα είναι στη πόρτα του μπαρ και άλλος ένας ακόμα, μια ντουλάπα δίφυλλη δηλαδή που για να πέσει θέλει σφαίρες για ελέφαντες και είναι μόνιμα μέσα στο μαγαζί θα πιάσει κουβέντα στους δύο που θα μπουν μαζί με το Σούλη. Τουλάχιστον έτσι γίνεται συνήθως. Όλοι αυτοί όμως στο μπες δεν θα είναι πρόβλημα για εμάς αλλά ούτε και στο βγες γιατί ο Ρένος έχει μια σακούλα σιγαστήρες για κάθε τύπο πιστολιού, οπότε πυροβολώντας το Σούλη χωρίς ήχο και μάλιστα στο κεφάλι δεν θα γίνουμε αντιληπτοί, ο τοίχος που χωρίζει το μπαρ απ το γραφείο όπως και η πόρτα είναι ηχομονωμένα καλά σύμφωνα με πληροφορίες από τη καθαρίστρια που είναι μάνα ενός στενού φίλου του Άκη (μια γλυκύτατη κυρία από τη Γεωργία, μία φορά καθάρισε και το αχούρι μου) και μας έχει μεταφέρει κάθε πληροφορία που μας ενδιαφέρει. Μετά πάμε στο σπίτι του Άκη να εισπράξουμε και ο καθένας παίρνει το δρόμο του. Ο Ρένος -υπερβολικός όπως πάντα- που έχει κάτω από το παλτό του ένα μικρό ελαφρύ αυτόματο Škorpion των 7,65x17mm και εγώ με τα δύο Τοκάρεφ μου θα χαλάσουμε το Σούλη, αν μας πάρουν χαμπάρι το αίμα όλων εκεί μέσα θα τρέξει μέχρι τις τσιμεντόπλακες του πεζοδρομίου και θα το γλύφουν τα αδέσποτα σκυλιά της πλατείας.

Και εδώ ας πούμε λίγα λόγια για το Σούλη: Ο Σούλης σύμφωνα με τον Άκη να πούμε, αλλά και όσα ακούγονται στη πιάτσα χρυσώνει ή χρύσωνε όλη σχεδόν τη μπατσαρία, έχει μία ντουζίνα μπουρδέλα σε ολόκληρο το νομό Αττικής, του ανήκουν τα κτίρια όχι οι υπηρεσίες που προσφέρουν, έχει επίσης άλλα τόσα κωλόμπαρα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ένα μαγαζί με κλαρίνα στο κέντρο της Αθήνας και από μία χούφτα χαρτοπαιχτικές λέσχες σε Αθήνα και Πειραιά. Και εννοείται ότι έχει σχέση με μπραβιλίκια και νταβατζιλίκι είναι μέσα. Για την ιστορία το πρωτοπαλίκαρο του είναι αξιωματικός των ΜΑΤ. Όλα αυτά βέβαια είναι ψιλολόγια! Διότι τη χρυσή εποχή του ελληνικού καπιταλισμού ήταν ανάμεσα σε αυτούς με το μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας στην εισαγωγή κοριτσιών -πολλές φορές ανήλικων- από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Τους εξασφάλιζε εργασία σε μπουρδέλα και κωλόμπαρα αρχικά σε όλη την ελληνική επικράτεια και μέσω δικτύου που οργάνωσε με ένα δικό του σε συνεργασία με πρώην σοβιετικούς αξιωματούχους, πρώην μπάτσους, πρώην διευθυντές εργοστασίων και πρώην μελών του κόμματος είχε επί δυόμιση σχεδόν δεκαετίες καταφέρει να διοχετεύει γυναίκες σε όλα σχεδόν τα μπουρδέλα καιτα κωλόμπαρα της Τουρκίας και της Ιταλίας. Βέβαια ήταν μόνο ένας από τους πολλούς. Και αργότερα όταν οι Ρωσσίδες γίνανε κυρίες τις αντικατέστησαν οι Αφρικανές. Οι λόγοι που δεν είναι πλέον πρωταγωνιστής ο Σούλης σε όλα αυτά; Οικογενειακοί!

Γιατί πρέπει ο Σούλης να φύγει από τη μέση και ποιος δίνει την εντολή για αυτό στον Άκη και αυτός με τη σειρά του σε εμένα και το Ρένο; Ε, αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ και ίσως τότε δεν ήθελα να ξέρω.

*

«Αρχίδα Ρένο, πάω στο ψιλικατζίδικο.»

Ο Ρένος δεν αποκρίνεται, έχει κάνει το κάθισμα του Ιμπρέζα πίσω και χαζεύει ένα αθλητικό σαίτ στο κινητό του.

Καλησπερίζω τον χαμογελαστό ψιλικατζή, παίρνω κάτι τσίχλες, αραβικές πίτες, μία ψηλή κυλινδρική κονσέρβα με τυπωμένο ένα κόκορα που περιέχει μέσα ένα αλλαντικό σαν γιγάντιο σβαν, μία καυτερή σάλτσα χαρίσσα και ένα φτηνό ζιππέλαιο που είναι ίδιο με το ακριβό. Ο Αλί Σαμπίρ ο αδερφός του Μονίρ (του ψιλικατζή ντε) είναι άρρωστος και έτσι ο συμπαθής φίλος μου κρατάει μόνος του το μαγαζάκι τους και τρέμει στη ιδέα ότι το βράδυ που θα είναι μόνος μπορεί να έρθουν να του το κάψουν οι φασίστες. Του κάνω νόημα και μου δίνει δύο μπουκάλια βότκα Πάρλιαμεντ. Ευτυχώς έχει λέει ακόμα το λοστάρι που του είχα δώσει κάποτε.

Γυρνάω στο αμάξι και ο Ρένος τον έχει βγάλει έξω και τον παίζει…

«Τι κάνεις γαμώ το σπιτάκι σου ρε γαμημένε, αρχίδα Ρένο, ψυχάκια, καθυστερημένε;»

«Άργησες ρε Λάμπρο και λέω, αφού έχει φιμέ τζάμια το αμάξι σου να τραβήξω μια παχιά, να δω πως είναι με τα φιμέ τζάμια που δε σε βλέπει κανείς αλλά εσύ τους βλέπεις.»

«Είσαι καλά ρε μαλάκα; Τι ρωτάω φυσικά και δεν είσαι. Είναι δυνατόν να βαράς μαλακία πάνω στη Αγίου Μελετίου μέσα στο κόσμο; Μέσα στο αμάξι μου ρε εμετέ; Γαμώ τα πάντα σου ρε μούλε. Και ποιος σου είπε ότι έχει φιμέ τζάμια το αμάξι ρε τρίβλακα; Έξω ρε μπινέ, έξω ρε σκατό πατημένο, έξω από το αμάξι μου ρε.»

Ακολουθεί την επόμενη Τρίτη στο red n’ noir

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή