Η επίπληξη και η εποπτεία ΙΙΙ

Επεισόδιο 3

Με αυτά και μ’ εκείνα, ξημέρωσε η ημέρα της εκδίκασης. Στα σπίτια των κατηγορούμενων είχε προηγηθεί μια βαριά νύχτα, γεμάτη βουβή ανησυχία και μια ακόμα, την πιο βαριά σιωπηλή αγρύπνια. Πρωί πρωί, είχαν σηκωθεί, είχαν ντυθεί με τα καλά τους και όλοι μαζί -γονιοί και δράστες- είχαν πάρει τον Ηλεκτρικό για να κατηφορίσουν στην Ομόνοια. Όταν πέρασαν την πύλη του Εφετείου στην οδό Σωκράτους, ένα βάρος πλάκωσε τα στήθια αυτών των δεκατριάχρονων. Η προεφηβική φαντασία τους σκοτείνιαζε από τις λέξεις-μπαμπούλες που είχε αρθρώσει εκείνο το καταραμένο πρωί ο κύριος Διευθυντής στο σχολικό ανακριτικό γραφείο του: «χειροπέδες», «αναμορφωτήριο», «κρατητήριο», «ποινικό μητρώο» και άλλα τέτοια «ωραία» και διόλου «σωφρονιστικά». Κοίταζε ο ένας στον άλλον στα μάτια προσπαθώντας να μοιραστεί με τους συγκατηγορούμενους του λίγο από το απόθεμα του θάρρους που δεν είχε ακόμα συνθλιβεί κάτω από αυτό το ασήκωτο βάρος που γέμιζε το στέρνο τους. Ο δικηγόρος τους περίμενε στην έξοδο των ασανσέρ, στον όροφο όπου στεγάζονταν τα Δικαστήρια Ανηλίκων. Τους καλημέρισε καλοσυνάτα και προσπάθησε να τους καθησυχάσει, λέγοντας τους ότι αν ακολουθήσουν τις συμβουλές του δεν έχουν να φοβούνται τίποτα. Έπειτα, στράφηκε προς τους γονιούς τους λέγοντας τους ότι δεν έχουν πολύ χρόνο στη διάθεση τους. Η υπόθεση είχε στο πινάκιο τον αριθμό δύο όμως εκείνος είχε πληροφορηθεί ότι η πρώτη υπόθεση θα πήγαινε για αναβολή. Και έτσι κι έγινε. Δεν είχανε περάσει ούτε είκοσι λεπτά, όταν η Πρόεδρος -μια σιτεμένη θεούσα μ’ έναν μεγάλο χρυσό σταυρό να κρέμεται από το λαιμό- διάβασε τα ονοματεπώνυμα τους και τους κάλεσε να προσέλθουν. Όταν κάθισαν στο ξύλινο πάγκο του εδωλίου των κατηγορουμένων, οι καρέκλες του ακροατηρίου ήταν μισοάδειες: στη μια πλευρά τους, είχαν καθίσει ανήσυχοι και σιωπηλοί οι γονιοί τους. Στην άλλη καθόταν ήδη ένα τσιγγάνικο τσούρμο που -προφανώς- περίμεναν (ανήσυχοι αλλά όχι και τόσο σιωπηλοί) τη σειρά για την εκδίκαση της υπόθεσης κάποιου δικού τους παιδιού. Με αυστηρό τόνο, η Πρόεδρος απαίτησε «Ησυχία!». Τα μάτια των κατηγορούμενων εστίαζαν πότε στο προεδρείο, πότε τον κύριο Εισαγγελέα -ένα κουστουμαρισμένο σαραντάρη που τους ακτινογραφούσε μ’ ένα ιεροεξεταστικό ύφος- και πότε το κάδρο του Χριστού που στεκόταν πάνω από την έδρα και τους κοιτούσε με αυτό το χαρακτηριστικά αινιγματικό μειδίαμα του. Είτε από ντροπή είτε από θάρρος, ούτε μια στιγμή δεν γύρισαν προς τα πίσω για να κοιτάξουν τους γονιούς τους.

Η ανάγνωση της λίστας των μαρτύρων έφερε και τις πρώτες παραδοξότητες στην ακροαματική διαδικασία. Αφού έγινε φανερό ότι ούτε ο Διευθυντής, ούτε ο κυλικειάρχης αλλά κυρίως ούτε ο Λουί θα προσέρχονταν για κατάθεση, ο συνήγορος υπεράσπισης  ζήτησε την αναβολή της δίκης αφού όπως εύλογα παρατήρησε:

«Δεν μπορούμε κυρία Πρόεδρε να δικάσουμε αυτά τα παιδιά με βάση την ανάγνωση υπηρεσιακών εγγράφων και προανακριτικών καταθέσεων μαρτύρων που δεν προσέρχονται για να καταθέσουν ενώπιον σας όσα ψευδή -κατά τους ισχυρισμούς μας- υπέγραψαν. Δεν μπορούν να λερωθούν ποινικά μητρώα μικρών παιδιών μέσα από μια παράτυπη διαδικασία.»

Η λέξη παρατυπία σαν να ηλέκτρισε την κυρία Πρόεδρο, αφού στο άκουσμα της διέκοψε άγαρμπα τον δικηγόρο και αφού πρώτα τον ανακάλεσε στην τάξη, άρχισε να επικαλείται άρθρα, παραγράφους και εδάφια της δικής της Βίβλου, η οποία δεν ήταν άλλη από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Εν τω μεταξύ, τα έδρανα της Πολιτικής Αγωγής παρέμεναν προκλητικά άδεια. Σε κάθε περίπτωση, ήταν ξεκάθαρο ότι η κυρία Πρόεδρος είχε έρθει αποφασισμένη για να δικάσει και να καταδικάσει και όχι για να εξετάσει ή να αναβάλει. Πρώτα ανέγνωσε με σχολαστικότητα και υπηρεσιακό τόνο τις προανακριτικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας. Ανάμεσα τους δεν υπήρχε εκείνη του Λουί αλλά μόνο του Διευθυντή και του κυλικειάρχη. Τα ψέματα και οι ανακρίβειες πλημμύριζαν σε κάθε γραμμή αυτών των φωτοτυπημένων παλιόχαρτων, όπου ο κυλικειάρχης εμφανιζόταν σαν αυτόπτης μάρτυρας και καταλόγιζε στους κατηγορούμενους όλα όσα είχε ρουφιανέψει στον Διευθυντή ο Λουί. Στη συνέχεια ακολούθησε η ανάγνωση ενός εγγράφου της Υποδιεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης όπου ανάμεσα στα άλλα αναφέρονταν και «το κόστος για την αποκατάσταση των ζημιών που επιδιορθώθηκαν με ποσό που εκταμιεύτηκε από την υπηρεσία μας». Οι γονιοί από τα ακροατήριο πετάχτηκαν σαν ελατήρια. Οι διαμαρτυρίες τους και οι αναφορές τους για «το μύριο που τσάκωσε ο κυρ Διεθυντής» δεν ωφέλησαν σε τίποτα. Η κυρία Πρόεδρος ζήτησε να αποχωρήσουν από την αίθουσα όσοι εκ των παρευρισκόμενων θα εξεταστούν ως μάρτυρες υπεράσπισης. Έτσι, η γονεϊκή ομήγυρη βρέθηκε στο διάδρομο να καπνίζει, περιμένοντας τη σειρά της και βράζοντας στο ζουμί της. Στην πραγματικότητα, το υπηρεσιακό έγγραφο -τουλάχιστον σε ότι είχε να κάνει με το κόστος της αποκατάστασης των ζημιών- δεν ανέφερε ψευδή γεγονότα. Με λίγα λόγια, ο Διευθυντής μαζί με το συνεργό του κυλικειαρχή είχε στήσει την κομπίνα τσεπώνοντας το μύριο, πετάγοντας κι ένα ξεροκόμματο στο ρουφιάνο Λουί κι έπειτα είχε κινηθεί «υπηρεσιακώς»: τα σπασμένα είχαν πληρωθεί από κονδύλι που εγκρίθηκε από την Υποδιεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου.

Οι καταθέσεις των γονιών ενώπιον της έδρας έμοιαζαν περισσότερο με ανακρίσεις υπόπτων παρά με εξετάσεις μαρτύρων. Η κυρία Πρόεδρος δεν παρέλειψε σε κανένα από τους εξεταζόμενους και τις εξεταζόμενες να επισημάνει την «κοινωνική ευθύνη που εμπεριέχει ο ρόλος του γονέα και του κηδεμόνα» ενώ ανέφερε επανειλημμένα και με νόημα ότι ο «ποινικός μας κώδικας, για ορισμένες περιπτώσεις προβλέπει και το αδίκημα της παραμέλησης ανηλίκου». Ο κύριος Εισαγγελέας, φαινομενικά συγκαταβατικότερος, ήταν εκείνος που τους υπενθύμισε ότι «σχετικά με όσα αναφέρετε για τον κύριο Διευθυντή του σχολείου, μην ξεχνάτε ότι εδώ σήμερα δικάζονται τα παιδιά σας κατηγορούμενα με το σοβαρό αδίκημα της από κοινού φθοράς δημόσιας και ξένης περιουσίας και όχι ο δημόσιος λειτουργός τον οποίο άλλωστε έχετε κάθε δικαίωμα να τον μηνύσετε, κάτι που από ότι καταλαβαίνω δεν έχετε κάνει».

Η ακροαματική διαδικασία προχώρησε γοργά φτάνοντας στις απολογίες των κατηγορουμένων. Εκείνοι, ένας-ένας αλλά και όλοι μαζί, έμοιαζαν στο εν τω μεταξύ να έχουν ανακτήσει τη συλλογική ταυτότητα που είχαν απολέσει κατά τη διάρκεια του τρέχοντος γυμνασιακού έτους του σχολικού βίου τους.  Η Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας έμοιαζαν σαν να έχουν ανταλλάξει ρόλους, αφού τώρα εκείνος θα ήταν ο «κακός» και εκείνη θα παρίστανε την «καλή». Ο Χριστός που κρεμόταν από πάνω της, έμοιαζε τώρα να κοιτάει τους ανήλικους παράνομους με περισσότερο οίκτο, σαν να ήθελε να τους πει ότι δεν θα τη γλιτώνανε την καμπάνα.

Πρώτα καλέστηκε ο Πίθηκας και τελευταία τα Τουρκάκια. Απέναντι τους, η έδρα έγινε φορτικότερη προσπαθώντας να εκμαιεύσει ομολογίες ενοχής. Αλλά μάταια. Ούτε αυτά, ούτε τα υπόλοιπα μέλη ετούτης της ανήλικης συμμορίας δεν παραβίασαν τον όρκο σιωπής που είχε δοθεί εκείνη τη χειμωνιάτικη συννεφιασμένη Κυριακή. Τα διαπρύσια βλέμματα που αντάλλασαν μεταξύ τους -κάθε που ο ένας καθόταν και ο άλλος σηκωνόταν από το σκαμνί- είχαν λειτουργήσει προωθητικά για την τήρηση της omerta. Οι απαντήσεις τους στις ερωτήσεις που σχετίζονταν με τις σχολικές επιδόσεις τους ήταν εκείνες κατά τη διάρκεια των οποίων ξεδίπλωσαν με περίσσια παραστατικότητα όλα τα υποκριτικά ταλέντα τους. Εκείνες που προσπαθούσαν να αποσπάσουν ομολογίες ενοχής απαντήθηκαν μονολεκτικά με πέντε αρνήσεις.

Η αγόρευση του κύριου Εισαγγελέα είχε άρωμα άγριας Δύσης. Το μόνο που δεν κραύγασε ήταν: «κρεμάστε τους ψηλά». Ζήτησε την παραδειγματική καταδίκη τους, γιατί «τα σχολειά μας δεν μπορούν να αποτελούν πλέον άντρα της ανήλικης παραβατικότητας». Έπειτα, με μια έκρηξη γαλαντομίας, ζήτησε οι ποινές τους να έχουν ανασταλτικό χαρακτήρα ώστε «να λειτουργήσουν σαν καμπανάκι προς τους κατηγορούμενους και τους γονείς τους». Πριν όμως ολοκληρώσει ζήτησε η αναστολή να μην ισχύσει για τον Πίθηκα, «καθ’ ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος έχει ήδη καταδικαστεί άλλη μια φορά για συναφή αδικήματα, σε ποινή με ανασταλτικό χαρακτήρα». 

Ο συνήγορος υπεράσπισης υπήρξε με τον τρόπο του καταπέλτης. Μάταιος μεν, καταπέλτης δε. Μετά από μια σύντομη και αρκούντως συναισθηματική αναφορά στο νεαρό της ηλικίας αυτών των προ-έφηβων, εστίασε την αγόρευση του στην πληθώρα των ανακολουθιών και των παρατυπιών επί της διαδικασίας. Με το στρογγυλό πρόσωπο του να έχει αναψοκοκκινίσει δεόντως, υπογράμμισε ιδιαίτερα το αναντίρρητο γεγονός «ότι πέντε παιδιά κινδυνεύουν να καταδικαστούν και να στιγματίσουν ισοβίως το ποινικό μητρώο τους σε μια δίκη χωρίς καταθέσεις με φυσικές παρουσίες μαρτύρων κατηγορίας, χωρίς φυσικές παρουσίες εκ μέρους της Πολιτικής Αγωγής και με μοναδικά αποδεικτικά στοιχεία την ανάγνωση υπηρεσιακών εγγράφων και προανακριτικών καταθέσεων μαρτύρων, οι οποίοι όμως δεν προσήλθαν σήμερα, ενώπιον του Δικαστηρίου σας για να καταθέσουν επί της υπόθεσης». Όταν προσπάθησε να επισημάνει πως «από το αποδεικτικό υλικό δεν προκύπτει η εξατομίκευση της διάπραξης των αδικημάτων με τα οποία κατηγορούνται τα παιδιά», η Πρόεδρος φρόντισε να ξαναγίνει «κακιά», κάλεσε επιτακτικά τον «κύριο συνήγορο να συντομεύει» και κουδούνισε «δεκάλεπτο διάλειμμα πριν την ανακοίνωση της απόφασης». Για τους πέντε και τους γονιούς τους ήταν δεκαπέντε (και όχι δέκα) από τα πιο αργά και βασανιστικά της ζωής τους.

Ένα τέταρτο αργότερα, η κυρία Πρόεδρος ανέβηκε και πάλι στην έδρα, χτύπησε την κουδούνα και μετά έριξε την καμπάνα: «επίπληξη» για τους τέσσερις εκ των κατηγορούμενων, «εβδομαδιαία εποπτεία από κοινωνικό λειτουργό της αρμόδιας υπηρεσίας» για τον Πίθηκα, ο οποίος «τύγχανε» υπότροπος και καταδικασμένος από προγενέστερο Δικαστήριο Ανηλίκων.

Στο ισόγειο του κτιρίου, πέρασαν από τη Γραμματεία για τα διαδικαστικά και εκεί, η νεαρή σεξοβόμβα που τελούσε χρέη πρωτοκολλήτριας τους είπε μασώντας τη τσίχλα της πως «νοιώθει υποχρεωμένη να τους ενημερώσει ότι η επίπληξη καθώς και η εποπτεία καταγράφονται ως καταδικαστικές αποφάσεις στο Ποινικό Μητρώο. Μετά την ενηλικίωση, η καταδίκη απαλείφεται από το Πιστοποιητικό Ποινικού Μητρώου τύπου Α, παραμένει όμως στο Πιστοποιητικό τύπου Β. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά σας δεν θα μπορούν να κάνουν αίτηση για να προσληφθούν ως μόνιμοι στην Αστυνομία, το Στρατό και άλλες κρατικές υπηρεσίες».   

Πριν πάρουν τον Ηλεκτρικό της επιστροφής, οι γονιοί, ο δικηγόρος και οι ανήλικοι κατάδικοι κάθισαν σε μια από τις πολύβουες καφετέριες στα πέριξ της πλατείας Ομονοίας. Εκεί, πάνω από το τραπέζι με τους καφέδες και τα αναψυκτικά της παρηγοριάς, ο δικηγόρος κατέληξε: «έτσι όπως πήγε και με τέτοια σκυλιασμένη έδρα, και πάλι καλά να λέμε». Μερικοί από τους ενήλικους κούνησαν συγκαταβατικά το κεφάλι ενώ άλλοι έδειξαν να τον ακούνε πιο διστακτικοί.

Αυτή η ηλιόλουστη ημέρα της  Άνοιξης ήταν και η τελευταία που έμελλε να ανταμώσουν όλοι τους μαζί οι πέντε ανήλικοι συνεργοί στο έγκλημα. Ο καθένας θα έπαιρνε το δικό του -προδιαγεγραμμένο μα συνάμα και άγραφο- δρόμο.

Η κίνηση τροχοφόρων ήταν πυκνή και το ανθρωπομάνι ανηφόριζε προς τα Χαυτεία. Η  δικαιοσύνη είχε -για ακόμα μια φορά- αποδοθεί παστρικά και νοικοκυρεμένα, κάτω από τον ολογάλανο αττικό ουρανό. Εκεί έξω, στο μεγάλο κόσμο, σίμωνε η ώρα των τεκτονικών σεισμών, εκείνων που θα «άλλαζαν τον κόσμο από όπως τον ξέραμε» καθιστώντας τον σε «παγκόσμιο χωριό». Εκεί έξω, στο μεγάλο κόσμο, οι αντικειμενικές συνθήκες θα μετατρέπονταν -εν τέλει- σε δοσμένες. Μέσα εκεί, στο μικρό κόσμο τους, οι πέντε ανήλικοι συνεργοί στο έγκλημα έχοντας βγει μια για πάντα από την πύλη του Εφετείου της οδού Σωκράτους, καλούνταν πλέον να ολοκληρώσουν με λερωμένο ποινικό μητρώο τον εφηβικό κύκλο της διαμόρφωσης υποκειμενικότητας και να ζήσουν ακολούθως τις ενήλικες βιογραφίες τους.

Τα χνώτα της παγκόσμιας ιστορίας μύριζαν άσχημα, το τείχος του Βερολίνου έτριζε και μερικούς μήνες αργότερα θα έπεφτε με πάταγο, επανενώνοντας το Ράιχ. Σύντομα, η κόκκινη σημαία στο Κρεμλίνο -από καιρό ξεθωριασμένη- θα κατέβαινε από τον ιστό της. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, φυσούσε βίαιος ο άνεμος της Νέας Τάξης Πραγμάτων και ο θρίαμβος της Ρax Americana θα καθρεφτιζόταν -για ακόμα μια δεκαετία- αδιατάρακτος, επάνω στα υαλοπετάσματα των Δίδυμων Πύργων του World Trade Center. Ο θείος Σαμ είχε νικήσει τον ψυχρό πόλεμο μετά από τον οποίο οι πολλαπλασιασμένοι θερμοί πόλεμοι θα γίνονταν πλέον σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση. Δεν είχε νικήσει όμως μονάχα με τη φωτιά και το σίδερο της κατάκτησης εδαφών και αγορών. Είχε νικήσει γιατί είχε κατακτήσει τα μυαλά και τις καρδιές νέων αλλά και πρεσβύτερων γενιών κάθε γωνιάς του πλανήτη που τραγουδούσε Go West και είχε για ομφάλιο λώρο το CNN. Είχε νικήσει, αλλά όχι οριστικά όπως νόμιζε.   

Στην Ελλάδα ο «πράσινος ήλιος της αλλαγής» έδυε μαζί με τη Μεταπολίτευση και ο «ιστορικός συμβιβασμός» ερχόταν με βήμα ταχύ, κουβαλώντας μαζί του σκάνδαλα και σκανδαλολογία, ειδικά δικαστήρια και συμβούλια πολιτικών αρχηγών, οικουμενικές και συγκυβερνήσεις, μέσα από τις οποίες οι «νέες ιδέες του ψηλού» έφεραν και εδώ, στο νότιο σύνορο της βαλκανικής χερσονήσου, την αλλαγή του zeitgeist που καλούταν πλέον να μεταβολίσει -με το καλό ή το άγριο- τα δόγματα των boys της σχολής του Σικάγο. Τα δόγματα εκείνων των σοφών της νεοφιλελεύθερης θεολογίας που -με αλαζονεία και έπαρση- κήρυσσαν την έλευση του τέλους της Ιστορίας… 

Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία…

Επιμύθιο; Για καλή τους τύχη, τα πέντε γειτονόπουλα έδρασαν στην αναλογική και όχι στη ψηφιακή εποχή, σε καιρούς πρωτο-μεταμοντέρνους: Στην Ελλάδα δεν είχε ακόμα σχηματιστεί ο λιγδερός αστερισμός της ιδιωτικής τηλεόρασης και της ιλουστρασιόν χαρτορύπανσης. Ο πλανήτης ήταν ακόμα προ-ιντερνετικός και τα social media απλά δεν υπήρχαν. Μπορεί να θεωρηθεί πιθανό ότι ετούτη η χρονική αναντιστοιχία είναι αυτή που δεν τα κατέστησε σε πρωταγωνιστές μιας (ακόμα) καμπάνιας ηθικού πανικού, φτιαγμένης με κίτρινα πρωτοσέλιδα, έκτακτα τηλεδικεία και viral λιντσαρίσματα από προφίλ influencers.

(Τέλος. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή