Μαύρο δελφίνι VIΙI

Όγδοο επεισόδιο

Πλήρωσε τα δύο γερόντια  στην είσοδο  και κατέβηκε τα σκαλιά στο υπόγειο κλαμπ στην πλατεία Βικτωρίας. Έφτασε στα ρουθούνια του η μυρωδιά από υγρασία και κάπνα. Στα ηχεία μόλις τελείωνε το i can’t live in a living room.

Πήρε το  Jack από την γκοθ μπαργούμαν, που τον σέρβιρε αγέλαστη και ψυχρή, πεθαμένη από καιρό. Το μαγαζί είχε ελάχιστα τραπέζια-γεμάτα έτσι και αλλιώς-οπότε αρκέστηκε σε ένα πεζούλι. Ακούμπησε το ποτήρι καταγής και άναψε τσιγάρο. Ο dj έδινε ρέστα στην κονσόλα και τα πικ. Έβαλε αρχικά το shot by both sides και στα καπάκια το damaged goods. Κρίμα που θα πέθαινε απόψε. Ο Βιλέν τον ζύγιζε με τα μάτια. Ήταν πανύψηλος, του έριχνε τουλάχιστον δύο κεφάλια και φαινόταν μποντέος. Είχε αλογοουρά και φορούσε μαύρο σακάκι με μαύρο πουκάμισο και μαύρο γιλέκο. Έμοιαζε περισσότερο με κοράκι -σκέφτηκε- παρά με dj.Ο Βιλέν παρατήρησε ένα-ένα μεγάλο χρυσό δαχτυλίδι. Αργότερα θα ανακάλυπτε πως είχε χαραγμένο στο πάνω μέρος το wolfangel.12 

Πήρε άλλο ένα μπέρμπον και άλλαξε θέση για να τον κόβει καλύτερα. Κάθε τόσο χάζευε για να μην δώσει στόχο τον κόσμο που χόρευε αυτάρεσκα και ιδρωμένα πάνω στην πίστα. Έκανε μία ανασκόπηση των όσων γνώριζε. Ήταν πενηντάρης, πρώην σκίνχεντ, παλιότερα οργανωμένος σε  κάποια ναζιστική οργάνωση. Είχε τραβήγματα με τους μπάτσους για εμπόριο όπλων χωρίς ωστόσο να δικαστεί, γι’ αυτό και είχε ακουστεί ότι είχε γίνει ρουφ.

Είχε κάνει το λάθος να στείλει έναν 18χρονο αναρχικό στο νοσοκομείο. Ο πιτσιρικάς έτρωγε με καλαμάκι. Τον είχε σαπίσει στο ξύλο σε ένα μπαρ στην Καλλιδρομίου γιατί τον στραβοκοίταξε. Τον έσπασε ρε φίλε για πλάκα. Ο μικρός έμενε στην  ίδια πολυκατοικία με τον Βιλέν σε ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο. Λέγανε ένα γεια και ο  Ρώσος συμπαθούσε αυτόν τον μικρό. Έδειχνε ανυπόταχτος, σκέτο αγρίμι που δεν γούσταρε αφεντικά, όπως και εκείνος.

Περίμενε υπομονετικά όλο το βράδυ πίνοντας και καπνίζοντας. Τώρα έπαιζε το temple of love. Γύρω στις έξι το  πρωί ο κόσμος άρχισε να σπάει. Βγήκε έξω και κάθισε στο αμάξι. Είχε ήδη να αρχίσει  χαράζει, όταν ο dj βγήκε από το κλάμπ. Έβαλε μπροστά όταν τον είδε να μπαίνει σε ένα MX5. Τον ακολούθησε μέχρι του Παπάγου. Τον είδε να  παρκάρει μπροστά σε μια μονοκατοικία. Πήρε το Ruger απο το ντουλαπάκι και το έχωσε στην μπότα. Με το άλλο έπιασε έναν λοστό και τον κράτησε από την ίσια πλευρά η οποία τελείωνε σε μία διχάλα-προκοβγάλτη. Άνοιξε την πόρτα και τον πλησίασε. Ο τύπος ήταν γομάρι, οπότε για να είναι σίγουρος προτίμησε να τον αιφνιδιάσει. Τον χτύπησε χωρίς κουβέντα και στα δύο γόνατα με χειρουργική ακρίβεια και ένοιωσε τον ήχο από τα κόκαλα που σπάνε. Έσκουζε σαν γουρούνι που το σφάζουνε και στα μάτια του έτρεχαν δάκρυα από τον πόνο.

«Γιατί ρε φίλε», κλαψούρισε. «Γιατί το κάνεις αυτό; Με ξέρεις;»

Ο Βιλέν δεν απάντησε. Του έχωσε δύο ακόμα χτυπήματα  στο στήθος και τον είδε ξερνάει αίμα από το στόμα, μάλλον τα  σπασμένα κόκαλα είχαν τρυπήσει τα πνευμόνια.

Ήταν πια κάτω και ανίσχυρος να αντιδράει  όταν του έδωσε το τελικό χτύπημα. Μες την ησυχία άκουσε το κρανίο να γίνεται κομμάτια. Το αριστερό μάτι είχε πεταχτεί όπως ένα  κουκούτσι από ώριμο βερίκοκο και κείτονταν στην άσφαλτο κοιτώντας τον με απορία. Τώρα ήταν ακίνητος στην άσφαλτο και το αίμα είχε κάνει μία μεγάλη κηλίδα που μεγάλωνε. Έβγαλε το  χρυσό δαχτυλίδι, το περιεργάστηκε για δευτερόλεπτα και το έβαλε στην τσέπη. Δεν είχε αμφιβολία. Ήταν ένας ρούνος που είχε δει όταν να χρησιμοποιούν Ρώσοι νεοναζί.  Μόλις σηκώθηκε  τον έφτυσε κρατώντας τον λοστό να στάζει αίμα.

«Με λάθος άνθρωπο τα έβαλες μουνόπανο».

Ξεφορτώθηκε  το λοστάρι σε ένα κάδο καθώς γύριζε σπίτι. Το πρόσωπο του ήταν πιτσιλισμένο με αίμα. Πλύθηκε και έτσι πέταξε τα ρούχα μέσα σε  μία μαύρη σακούλα σκουπιδιών.

Την επόμενη μέρα πήγε στο Γενικό Κρατικό. Ο μικρός κοιμόταν και ήταν μόνος στο δωμάτιο. Άνοιξε το χέρι του, έβαλε  μέσα το χρυσό δαχτυλίδι και το έκλεισε.

«Ένα μικρό δώρο μικρέ. Δεν θα σου ξανακάνει κακό, δεν θα ξανακάνει κακό σε κανέναν».

*

Τις μέρες που ακολούθησαν απέφευγε να κατεβαίνει στο καφενείο της Πλατείας. Μπάτσοι και φασίστες έκαναν κάθε μέρα ντου τραμπουκίζοντας και χτυπώντας κόσμο. Είχαν στηθεί οδοφράγματα και μεγάλες φωτιές καίγανε στην πλατεία και  γύρω  από τον κόσμο που πάσχιζε να αντιμετωπίσει επέλαση των όρκ. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από τα δακρυγόνα και τον καπνό των φλεγόμενων  πλαστικών κάδων. Ο Βιλέν, όχι άδικα, το συνέδεσε με τον θάνατο του νεοναζί dj και το γεγονός ότι ήταν σπιούνος των μπάτσων. Εκείνες τις μέρες απέφευγε με την Άρια να κατεβαίνουν και προτιμούσαν το καφενεδάκι της Δεξαμενής ή το μπαρ στην Χάριτος. Έτσι και εκείνο το βράδυ βρέθηκε με την Αριάδνη στο γνωστό  μπαράκι στην Χάριτος. Από εκείνη την νύχτα, έξω από του μπουζουξίδικο με τον κωλόγερο είχαν κολλήσει.

«Θυμάσαι την ημέρα που ακούστηκε εκείνο το κλακ και κολλήσαμε;» θα του πει αργότερα με ένα μισό παιδικό, μισό γυναικείο χαμόγελο. Ήταν υπέροχη. Τα μαλλιά είχαν μακρύνει μέχρι τους ώμους. Τα τεράστια γαλανά μάτια της του έστελναν ένα ζωηρό φώς μέσα από τις μακριές βλεφαρίδες. Φορούσε ένα στρέτς μαύρο φόρεμα που έκρυβε ελάχιστα από τα τατουάζ που ήταν ζωγραφισμένα στο όμορφο κορμί της. Το μαγαζί ήταν τόσο γεμάτο, κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά για τον Βιλέν δεν ήταν παρά μόνο το σκηνικό και οι θαμώνες οι κομπάρσοι. Βρήκαν μία γωνιά δίπλα σε ένα μικρό πάσο και στριμώχθηκαν όρθιοι με τα ποτά στο χέρι. Μιλάγανε ακατάπαυστα σχεδόν ουρλιάζονταςγια να ακουστούν μέσα στην ηλεκτρισμένη από την μουσική ατμόσφαιρα. Κάποιες στιγμές σταμάταγαν και αγκαλιαζόταν. Αλλά και όταν δεν  μιλούσαν, υπήρχε αυτό που είχε αποκαλέσει η Αριάδνη, η συντροφικότητα της σιωπής και τους κρατούσε ακόμα και σιωπηλούς δεμένους, σχεδόν πιασμένους μέσα σε ένα ανεπαίσθητο δίχτυ.

«Είναι η καλύτερη εποχή της ζωής μου», θέλησε να  της  πει, αλλά το αόρατο χέρι του φόβου τον τράβηξε πίσω.

«Μην δένεσαι», συμβούλευσε τον εαυτό του. «Είσαι επαγγελματίας και δεν χρειάζεται να σέρνεις κι’ άλλο άτομο στην πλάτη σου.»

Ήταν δεύτερη φορά μετά την Μόσχα που είχε κόψει την ζα. Ίσως ήταν και η τελευταία.

Το λευκό Α3 κάμπριο της  Άριας ρόλαρε χαλαρά στην Εθνική οδό με ανοιχτή την κουκούλα και τον Βιλέν στο τιμόνι. Στα ηχεία ακουγόταν αρχικά το du hast για να δώσει την θέση του στο ich will και αυτό με την σειρά του στο keine lust. Δεν  είπαν λέξη σε όλη την διαδρομή, βυθισμένοι και οι δύο στην παραζάλη της στιγμής, στην επιθυμία τα κορμιά τους να γίνουν ένα.

Έφτασαν στο ξενοδοχείο και μπήκαν στο παρκινγκ  που είχε στην πίσω μεριά για να μπαίνουν  τα παράνομα ζευγαράκια, από την δεύτερη πόρτα που οδηγούσε μετά από μερικά σκαλιά κατευθείαν στην ρεσεψιόν μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, ασφαλή και βυθισμένα στην γλυκιά αίσθηση του απαγορευμένου ,στην γοητεία της συνενοχής….

Ο Βιλέν ντρεπόταν  να την πάει στην υπόγεια τρώγλη, την ποντικότρυπα όπως την έλεγε. Αλλά ούτε και στο δικό της μπορούσαν να πάνε  γιατί είχε έναν πεντάχρονο γιό από κάποιο ρεμάλι που εξαφανίστηκε όταν έμαθε ότι σύντομα θα γεννούσε  το παιδί τους.

Παρήγγειλε δύο-Jack κόλα στην ρεσεψιόν και πήρε το κλειδί. Μπήκαν στο ασανσέρ όταν άκουσαν  τρεχαλητό από τακούνια. Η Άρια κράτησε την πόρτα. Μπήκε μία όμορφη Σλάβα που μάλλον πήγαινε σε κάποιο δωμάτιο, ραντεβού με γκόμενο ή με πελάτη τι σημασία είχε. Κοίταξε πρώτα αυτόν και μετά την κοπέλα με τα τατουάζ. Χαμογέλασε λίγο, με ένα χαμόγελο που έκρυβε ντροπή και φθόνο μαζί.

Κατέβηκαν στον πρώτο όροφο. Κοίταξε το κλειδί –κάρτα και σιγουρεύτηκε για τον αριθμό, δωμάτιο 108. Μπήκε πρώτος και έβαλε το  κλειδί στην υποδοχή. Αυτόματα άναψε ο κρυφός φωτισμός.

«Πάω να κάνω ένα ντούζ, μην φύγεις», του είπε παιχνιδιάρικη διάθεση η Αριάδνη και του χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο, με τα κάτασπρα δόντια να κάνουν κοντράστ στο σταρένιο δέρμα του προσώπου.

«Πήγαινε baby να πάω και εγώ».

Άφησε το φουστάνι να πέσει στο πάτωμα και έμεινε με το στρινγκ. Έριξε μία ματιά πάνω από τον ώμο της στον Βιλέν να σιγουρευτεί ότι την παρακολουθεί την στιγμή που εκείνος άναβε ένα τσιγάρο. Την παρακολουθούσε χαμογελώντας να μπαίνει στο μπάνιο.

«Πω ρε πούστη μου. Σαν παντρεμένοι ακουγόμαστε», σκέφτηκε.

Εκείνο το βράδυ στο σκυλομάγαζο, έμειναν ως το πρωί. Πήγαν σε ένα κοντινό ξενοδοχείο στην Βικτώρια. Ήταν τόσο μεθυσμένοι που τους πήρε σχεδόν αμέσως ο ύπνος αγκαλιά και έμειναν μόνο σε λίγα προκαταρκτικά.

Ξύπνησαν το μεσημέρι και έκαναν έρωτα πριν χωρίσουν.

«Αυτή η γυναίκα, αυτή η γυναίκα, αυτό το κορίτσι, αυτό το κορίτσι μου έχει πάρει το μυαλό», σκέφτηκε.

Άκουσε τον χτύπο στην πόρτα. Πήρε τα δύο jack-κόλα και ακούμπησε ένα χαρτονόμισμα πάνω στον δίσκο σερβιρίσματος.

«Κράτα τα ρέστα».

Σχεδόν κάθε βράδυ ο Βιλέν την επισκεπτόταν στο στριπτιτζάδικο που δούλευε.

Η Άρια ήταν η πιο μικρή σε ηλικία από τις άλλες κοπέλες στο στριπτιζάδικο και η μόνη Ελληνίδα. Όλα τα  άλλα κορίτσια ήταν από πρώην ανατολικό μπλοκ, κυρίως Ουκρανές, Μολδαβές και Ρωσίδες, ενώ δεν έλειπαν και οι Τσέχες και οι Σέρβες.

Ήταν η μόνη που δεν είχε δεχθεί να πάει με πελάτες στο dark room, παρά τις πιέσεις του ιδιοκτήτη-ενός κακομούτσουνου Έλληνα- του Μένιου.

Το είχαν συζητήσει πολλές φορές με την Αριάδνη και ο Ρώσος ήταν  έτοιμος να τον πείσει με το γνωστό επιχείρημα της κάνης ενός όπλου. Δεν χρειάστηκε.

Κάποιο βράδυ καθόταν  με την Άρια σε ένα τραπεζάκι μετά το νούμερο της. Πήρε τον αναπτήρα και τον άναψε. Ο  υπάλληλος, ένας από τους υπεύθυνους για τους πριβέ χορούς τσακίστηκε να πάει κοντά τους

«Χορό;» ρώτησε.

«Ναι με το αφεντικό σου. Ειδοποίησε τον ότι θέλω να τον δω.»

Ο κουμανταδόρος του στριπτιτζάδικου εξαφανίστηκε σε μία πόρτα στο βάθος. Δίπλα στην αίθουσα με τα τρία dark room. Εμφανίστηκε μετά από τρία λεπτά και φουριόζος κατευθύνθηκε στο τραπέζι τους.

«Να έρθεις εσύ μέσα», είπε το αφεντικό.

Ο Βιλέν χαμογέλασε στην μικρή και τον ακολούθησε. Έδειχνε σαν τρομαγμένο πουλί. Η ανησυχία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της.

Ο Μένιος καθόταν πίσω από ένα μοντέρνο γυάλινο γραφείο σε μία περιστρεφόμενη καρέκλα με βαριά μεταλλική στρόγγυλη βάση. Από κάτω είχε μία καφέ συρταριέρα, σίγουρα με κάποιο σιδερικό μέσα κρυμμένο.

Είχε φάτσα νυφίτσας, σίγουρα επικίνδυνος άνθρωπος της νύχτας για να διαχειρίζεται μαγαζί τέτοιου είδους.

«Τι θέλεις ρε μόρτη;» είπε αφού πρώτα τον σκάναρε για περίπου ένα λεπτό.

«Ήρθα για την μικρή, την Ηλέκτρα, όπως την λέτε στο μαγαζί.»

Πάντα το ίδιο παραμύθι ξεφούρνιζε στους πελάτες: Η Ηλέκτρα από την Αλεξανδρούπολη παιδί ενός μέθυσου και μίας πόρνης είχε έρθει 16 χρονών στην Αθήνα για δουλειά, για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά έμπλεξε με κακές παρέες και δούλεψε στην νύχτα όχι από επιλογή, από ανάγκη. Καλό το παραμύθι αλλά δεν έχει δράκο.

«Και τι θες από μένα ρε μόρτη;»

«Άκουσα πως την πιέζεις να γαμιέται εκεί δίπλα», και έδειξε την  μεσοτοιχία  μεταξύ του γραφείου και των τριών δωματίων με λάμπα φθορίου «αλλά δεν γουστάρει τέτοιες παπαριές.»

«Και εσύ τί είσαι να πούμε; Ο νταβατζής της ή ο γαμιάς της;»

Γαμώ το βρομόστομα του. Ο Βιλέν άρχισε να χάνει την υπομονή του.

«Άκουσε», είπε τελικά, «μπορούμε να το λύσουμε πολιτισμένα, αναίμακτα, δεν θα ματώσει ούτε ρουθούνι.»

«Αλλιώς»

«Αλλιώς καλύτερα  να μεταναστεύσεις σε άλλη χώρα. Γιατί όπου και να πας θα σε βρώ. Θα σου ξεριζώσω την καρδιά και θα στην βάλω στον κώλο.»

Ο Μένιος έδειχνε να τον ζυγίζει.

«Εντάξει ρε μάγκα, μόνο pole dancing»

«Ούτε πριβέ χορούς, ούτε κονσομασιόν ούτε τίποτα άλλο περίεργο»

«Τίποτα άλλο, αλλά θα πρέπει κάπως να ρεφάρουμε κάπως από την χασούρα που θα έχω από την μικρή.»

«Πως δηλαδή;»

«Να αν μου κάνεις μία χάρη, θα είμαστε πάτσι.»

*

Το «συμβόλαιο» ήταν μία συμμορία χαρλεάδων οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν hell’s commando. Είχαν σπάσει δύο φορές το μαγαζί του Μένιου, γιατί δεν τους πλήρωνε για προστασία. Τώρα είχε έρθει η σειρά τους να πληρώσουν. Έφτασε  έξω από το μαγαζί που άραζαν. Πάρκαρε λίγο μακρύτερα και φόρεσε ένα μαύρο τζόκεϊ και χοντρά μαύρα  γυαλιά. Μέτρησε δέκα τσόπερ. Άνοιξε το πορτμπαγκάζ και έβγαλε δύο Beretta M9 και τις έχωσε στο πίσω μέρος του τζιν με τις λαβές να κοιτούν δεξιά και αριστερα. Με ένα scorpion-evo στο ένα χέρι και ένα μπιτόνι στο άλλο σταμάτησε μπροστά στις καλογυαλισμένες μηχανές και τις περιέλουσε. Το σπίρτο που πέταξε έκανε τις Harley Davidson να λαμπαδιάσουν. Όταν έσκασαν τα ντεπόζιτα έγινε κόλαση, οι τσοπεράδες βγήκαν έξω σαστισμένοι. Ο Βιλέν τους γάζωσε με το scorpion, μέχρι να τελειώσουν οι σφαίρες. Μέχρι να  πέσει και ο τελευταίος, το  scorpion ξερνούσε μολύβι. Τα αμάνικα τζιν με τα δεκάδες ραφτά είχαν μουλιάσει στο αίμα.

Ο Ρώσος πέταξε το Scorpion και μπήκε μέσα με τις δύο μπερέτα στα χέρια και αποτελείωσε όσους είχαν απομείνει πριν προλάβουν να τραβήξουν τα όπλα τους.

 Ο μπάρμαν με το αμάνικο τζιν και τα αμέτρητα τατουάζ έβαλε το χέρι κάτω από την μπάρα. Τον είχε προειδοποιήσει ο Μένιος ότι έχει ένα κομμένο δίκαννο στερεωμένο σε ειδικές πιάστρες. Ο Βιλέν έκανε δύο βήματα μπροστά και πυροβόλησε τρείς φορές, ανοίγοντας του ισάριθμες κουμπότρυπες. Η μπαργούμαν είχε μείνει αποσβολωμένη, να καθαρίζει ένα ποτήρι με μία πετσέτα. Δύο κοπέλες έτρεξαν προς το πίσω μέρος στριγγλίζοντας. Ο Βιλέν έκανε δύο βήματα πίσω και βγήκε. Ένας άνδρας με αμάνικο τζιν γιλέκο και τα διακριτικά της συμμορίας, εμφανίστηκε από το πουθενά με ένα υποπολυβόλο Uzi στα χέρια. Η σφαίρα μπήκε από το μάτι, κλονίστηκε και μετά σωριάστηκε.

Μάζεψε το scorpion και το μπιτόνι, οδήγησε το αμάξι σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο στην Κάτω Κηφισιά και το έκαψε μαζί με τα  όπλα.

«Λουτρό αίματος», «Μακελειό. Ποιοί και πόσοι ήταν οι άγνωστοι μακελλάρηδες», «Σφαγείο με θύματα μηχανόβιους συμμορίτες», «Οι κομάντος που επέστρεψαν στην κόλαση». Αυτοί ήταν μόνο μερικοί από τους πηχυαίους τίτλους των πρωτοσέλιδων των ταμπλόϊντ.

Όμως του Βιλέν δεν του καιγόταν, όχι καρφί, ούτε καρφίτσα. Ποτέ ένα κάθαρμα12 δεν δίνει δεκάρα αν θα ψοφήσουν άλλα καθάρματα. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η μικρή. Η Αριάδνη. Είπαν να κάνουν ένα μικρό διάλειμμα, να αφήσουν πίσω όλη την μαυρίλα της ζωής τους, όλο αυτόν τον ζόφο που σαν μαύρο πέπλο τους είχε σκεπάσει και να φύγουν για Σαντορίνη. Ωστόσο και οι δύο το ήξεραν καλά. Πως όλες αυτές τις μαλακίες τις άφηναν πίσω μονάχα προσωρινά. Γιατί όταν βουλιάζεις στην κόλαση δεν υπάρχει γυρισμός. Είναι  μονόδρομος. Και η διαδρομή γίνεται πάντα με εισιτήριο χωρίς επιστροφή.

(12) Bολφάνγκελ, αγκίστρι του λύκου ή λυκοπαγίδα, ρούνος που χρησιμοποιήθηκε σαν σύμβολο της χιτλερικής παραστρατιωτικής οργάνωσης werewolf και το χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα νεοναζιστικές οργανώσεις.

(13) Βιλέν λογοπαίγνιο με το villain που σημαίνει κάθαρμα, αχρείος, τομάρι.

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή