Μαύρο δελφίνι VIΙ

Έβδομο επεισόδιο

Το καλοκαίρι στην Μόσχα ήταν ιδιαίτερα ζεστό. Το θερμόμετρο είχε κολλήσει στους 35 βαθμούς και έκανε τους Μοσχοβίτες να κυκλοφορούν τρελαμένοι στην πόλη.

Το επόμενο ραντεβού με τον Ζένια ήταν στον πύργο Ουνστακίνο9

Πήρε το τρόλεϊ 37 και έφτασε σχεδόν  την ίδια ώρα με τον Ζένια. Του έδωσε οδηγίες για τον μυστικό μπάτσο που επρόκειτο να φάει.

«Καθάρισε τον και βγάλε από την μέση όποιον είναι μαζί του. Καθάρισε τους όλους. Όπως φεύγεις θα συναντήσεις δεξιά τον Γιούρι. Θα σου δώσει ότι χρειάζεσαι.»

Έφυγε από την οδό Academica Koroleva. Μόλις έστριψε είδε τον σωματώδη Τσετσένο να τον περιμένει ακουμπισμένος σε ένα μαύρο Μοscvich.Του έδωσε έναν μεγάλο κίτρινο φάκελο από αυτούς με τις φολίδες στο εσωτερικό.

Όταν το άνοιξε ο Βιλέν βρήκε ένα  Macarov με δύο γεμιστήρες, έναν σιγαστήρα και μία φωτογραφία. Εδειχνε έναν κουστουμαρισμένο ασπρομάλλη, με βαρύ κασμιρένιο παλτό και πίσω δύο ακόμα άνδρες, μάλλον η προσωπική του φρουρά. Σε ένα χαρτί ήταν γραμμένο Κrasnaya Ploshchad10,Tετάρτη 10:45 πμ.
Ο Βιλέν ήταν στην Κόκκινη Πλατεία από τις 9:30 ακουμπισμένος σε ένα  υπερυψωμένο πεζούλι.

Είχε πάρει την κόκκινη γραμμή του μετρό και κατέβηκε στην στάση Okhotny. Περπάτησε  πέντε λεπτά και έφθασε στην πλατεία.

Έκανε δύο τρείς βόλτες να ξεπιαστεί και ξαναγύρισε στο ίδιο σημείο απ΄όπου, μπορούσε με το βλέμμα του να σκανάρει όλη την πλατεία.

Ο κόσμος περνούσε  με χαλαρή διάθεση χωρίς  να του δίνει σημασία καθώς είχε την εικόνα ενός loser. Φορούσε μαύρη τριπαλόφσκι Adidas φόρμα και μαύρα αθλητικά. Είχε στερεωμένο το Macarov στο μπροστινό μέρος της φόρμας και στην τσέπη  τους δύο εφεδρικούς γεμιστήρες. Κρατούσε στο χέρι ένα άδειο μπουκάλι μπύρα και κάπνιζε σαν  βιομηχανικό φουγάρο. Η αναμονή έκανε τα νεύρα του να παίξουν. Έβγαλε από την τσέπη το κινητό 10:44. Τότε είδε  τον ασπρομάλλη να έρχεται.

«Καλώς τα πουλάκια μου», μονολόγησε και ξεκίνησε με αργά βήματα να πηγαίνει προς το μέρος τους.

Ο τύπος φορούσε  ένα γκρι καλοραμμένο κουστούμι, λευκό πουκάμισο και κόκκινη γραβάτα. Δύο βήματα από πίσω του οι δύο μπόντιγκαρντ έκοβαν νευρικά.

Κίνηση δεξιά-αριστερά. Ο Βιλέν πέρασε δίπλα τους χωρίς να τους κοιτάξει. Ήταν σαφές ότι δεν τον πρόσεξαν καν. Τον υποτίμησαν γιατί είχε εικόνα αλήτη.

Τους προσπέρασε. Έκανε δύο βήματα, γύρισε και τράβηξε το Macarov. Δεν ήταν το στυλ του να σκοτώνει πισώπλατα.

«Εϊ, μαλάκες!» φώναξε

Οι δύο σωματοφύλακες γύρισαν με την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους.

«Τι στον πού…», πήγε να πει ο ένας από αυτούς αλλά δεν πρόλαβε. Τους φύτεψε από δύο σφαίρες στο κεφάλι. Άκουσε τον μεταλλικό ήχο από τους κάλυκες που γκέλαραν πάνω στις τσιμεντένιες πλάκες.

Πλησίασε τον ασπρομάλλη που προσπαθούσε  να βγάλει το όπλο από την θήκη. Τον πυροβόλησε τρεις φορές. Δύο στην καρδιά και μία ανάμεσα στα μάτια. Δύο ακόμα  σωματοφυλάκες βλέποντας το σκηνικό θανάτου έτρεξαν προς το μέρος του τραβώντας τα όπλα του.

Ο Βιλέν με ήρεμες κινήσεις άλλαξε γεμιστήρα και  χωρίς να οπλίσει τέντωσε το χέρι του. Πυροβόλησε τρείς φορές τον καθένα. Δεν πρόλαβαν να βγάλουν άχνα. Τους είδε να κόβουν ταχύτητα και να σωριάζονται σαν σακιά.

Ακούστηκε μία γυναίκα να ουρλιάζει.

Όλη η φάση κράτησε το πολύ 30 δευτερόλεπτα. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν τον ακολουθεί κάποιος άλλος από τους φρουρούς ή μπάτσος, βγήκε στην λεωφόρο Ulitsa ll’inka και μπερδεύτηκε μέσα στον κόσμο που έκανε αμέριμνος την βόλτα του. Άκουσε από μακριά σειρήνες από περιπολικά. Έστριψε αριστερά στην λεωφόρο Rybnyy και μπήκε στο πρώτο σταθμό μετρό που βρήκε. Προηγουμένως είχε φροντίσει να σουτάρει το  Macarov, τις γεμιστήρες και τον σιγαστήρα σε έναν υπόνομο.   

Την  επόμενη ημέρα  εφημερίδες, κανάλια και ραδιοσταθμοί λύσσαξαν για το γεγονός. Όσο και αν ήθελαν να το συγκαλύψουν, ένα πενταπλό φονικό μέρα μεσημέρι δεν ήτα εύκολο να αποσιωπηθεί. Τα σενάρια έδιναν και έπαιρναν. Από αντίπαλες μυστικές υπηρεσίες μέχρι  αυτονομιστές και εγχώριες  νεοναζιστικές παρακρατικές οργανώσεις. Καμιά κουβέντα για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ήταν  καθίκι υπεράνω υποψίας.

«Που διάολο με έμπλεξες;» ρώτησε τον Ζένια.

«Χαλάρωσε, θα ηρεμήσουν τα πράγματα και μετά θα φύγεις.»

«Τι μαλακίες μου κοπανάς, να πάω που;»

«Αθήνα. Πρώτη θέση με Aeroflot.»   

«Με στέλνεις να κάνω τουρισμό;» είπε σαρκαστικά, αλλά καταβάθος το ήξερε θα έφευγε ή θα τον έβγαζε από την μέση.  

«Φεύγει απόψε ένας δικός μου Ελληνοπόντιος. Πάει Ελλάδα  σαν ομογενής. Μόνο που μέσα στην οικοσυσκευή του θα έχει 100 κιλά Αφγάνι. Α’Α’ ποιότητα χασίσι.»

«Και εγώ τι θα κάνω; την νταντά;»

«Ναι, θα φροντίζεις να το σπρώξει με ασφάλεια σε μία περιοχή που λέγεται Εξάρχεια. Θα φροντίσεις να είναι ασφαλής.»

Του έδωσε το εισιτήριο με ένα διαβατήριο με ψεύτικα στοιχεία και έναν φάκελο.

«Τι είναι αυτό;»

«5000 ευρώ για τα πρώτα σου έξοδα.»                  

*

Ελμπρούς11, το ψηλότερο βουνό της Ρωσίας. Έφτασε στο Μιλνεράλνιγε Βόντι με το τραίνο και αποκεί ένας ντόπιος τον πήρε με ένα σαραβαλιασμένο Volga.
Η σακαράκα τον άφησε σε μία παράγκα στους πρόποδες του βουνού και εξαφανίστηκε στον φιδωτό δρόμο. Η παράγκα ήταν σκέτο ερείπιο, στην ουσία μία ξύλινη καλύβα καλυμμένη με πισόχαρτα, κομμάτια πλάκες αμιάντου για οροφή και σανιδωμένα παντζούρια. Αυτή την περίοδο δεν είχε καθόλου κόσμο. Ήταν ένα ήσυχο μέρος δίπλα στην δασωτή πλαγιά, χωρίς τους ενοχλητικούς  ορειβάτες του χειμώνα. Πήρε το κλειδί μέσα από μία άδεια γλάστρα και ελευθέρωσε το λουκέτο από τους δύο κρίκους. Άφησε το σακ βουαγιάζ πάνω στο σκονισμένο τραπέζι. Η καλύβα ήταν ένα λιτό δωμάτιο όλο κι’ όλο. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, ένα κρεβάτι και  ένα σκαμπό αντί για τραπέζι δίπλα του. Ολα έδειχναν σαβούρα, παράταιρα μεταξύ τους. Υπήρχε επίσης ένα τζάκι πρόσφατα καθαρισμένο με δύο λάμπες θυέλλης και μία μπάμπουσκα στο  πέτρινο ράφι στο πάνω μέρος του.

Άνοιξε το μοναδικό ντουλάπι. Ήταν γεμάτο κονσέρβες, πακέτα κοτολέτες και τρία μπουκάλια Στόλι.

«Μπορεί να πεθάνω από βαρεμάρα, αλλά τουλάχιστον δεν θα πεθάνω από πείνα, σκέφτηκε.»

Έβγαλε από το σακ βουαγιάζ ένα Tocarev 7,62 και ένα μαχαίρι επιβίωσης. Καβάτζωσε το μαχαίρι σε μία εσοχή κάτω από το τραπέζι, το πιστόλι κάτω από το μαξιλάρι και το πεντοχίλιαρο πίσω από τις κονσέρβες. Είχε δεi το διάστημα που θα κρυβόταν σαν μία ευκαιρία να κάνει off. Είχε πάρει  μαζί του φάρμακα για τα στερητικά, αποφασισμένος να σταματήσει έστω προσωρινά.


Η χαρμάνα ήταν έντονη και την  νύχτα κατέβαινε  η παγωμένη πνοή του βουνού, κάνοντας την  ζωή του Βιλέν πιο δύσκολη. Από την επόμενη μέρα άρχισε να μαζεύει  κούτσουρα, κλαδιά και ξερά φύλλα για προσάναμμα. Άναβε το τζάκι σχεδόν κάθε βράδυ και το έβρισκε εξαιρετική παρέα όπως καθόταν μπροστά του με την μάλλινη κουβέρτα ριγμένη στους ώμους και ένα χοντρό κλαδί να ανακατεύει την φωτιά. Αυτή ήταν  η αγαπημένη ενασχόληση του στο Μαύρο Δελφίνι. Με ένα μέτρο χιόνι να βγαίνει  μόνο με φανελάκι, αυτά  με τιράντα και να κόβει ξύλα με το μοναδικό τσεκούρι που διέθετε η φυλακή για ευνόητους λόγους. Ο χειμώνας ήταν βαρύς  και η ξυλόσομπα έπρεπε να καίει φούλ, μέχρι που πυράκτωνε το μέταλλο της.

Τις μέρες που ακολούθησαν άρχισε να κάνει πεζοπορία  μέσα στο πυκνό δάσος με τα κωνοφόρα δένδρα με τα σκιερά μονοπάτια, πάντα με το Tocarev στο πίσω μέρος του τζιν και το μαχαίρι δεμένο  με την θήκη στην κνήμη εκεί που τέλειωναν τα Doc Martens άρβυλα.

Κάθε φορά έκανε όλο και πιo μακρινές βόλτες, νοιώθοντας κάθε μέρα και πιο δυνατός. Σε μία απ’ αυτές ανέβηκε κάτι απόκρημνες ανηφόρες και βρήκε μία πηγή. Όταν σε κάποια άλλη εξόρμηση στο Ελμπρούς βρήκε έναν πανάρχαιο οικισμό σε ένα οροπέδιο κρυμμένο σε μια τεραστία συστάδα βράχων με ιερογλυφικά  χαραγμένα πάνω τους, έμεινε εκστασιασμένος να το κοιτάει για ώρες.

Ακριβώς στους δύο μήνες  εμφανίστηκε το Moscvich με οδηγό τον Γιούρι.

«Έτοιμος Ταβάριτς;», τον ρώτησε.

«Σαν από καιρό», απάντησε.

Αυτές ήταν και οι μόνες κουβέντες που ανταλλάξανε.

Το ίδιο βράδυ μπήκε σε ένα αεροπλάνο με ένα airbus 330 της Aeroflot για Αθήνα.

O Γιούρι του έδωσε έναν σφραγισμένο φάκελο.

«Άνοιξε τον όταν φτάσεις.»

Ο Βιλέν τον  έχωσε στην εσωτερική του πέτσινου. Τον άνοιξε όταν το airbus είχε απογειωθεί και πετούσε ήδη πάνω από τα σύννεφα. Μέσα  βρήκε ένα κλειδί, ένα κινητό, ένα δεύτερο πλαστό διαβατήριο και ένα σημείωμα με μία διεύθυνση.
Δεν πρόλαβε  να πάρει το σακ βουαγιάζ από τον ιμάντα αποσκευών όταν χτύπησε τον κινητό του.

«Ο Ρώσος;»

«Ναι ποιος;»

«Κυριάκος. Σου έχει μιλήσει ο Ζένιας.»

«Μόλις έφθασα. Τι θες;»

«Πρέπει να βρεθούμε.»

«Που;»

«Θα περάσω από το σπίτι σου σε καμιά ώρα.»

«Μόλις έφτασα ρε σου λέω. Τι είναι τόσο επείγον;»

«Είναι κάποιος που θέλει να σε γνωρίσει.»

«Οκ τα λέμε σε μία ώρα.»

Ο Βιλέν προσπαθούσε να συνηθίσει την υπόγα όταν χτύπησε το κινητό του.

«Άνοιξε μου, είμαι απ’ έξω.»

Ήταν γύρω στα 20φύγε αδύνατος και νευρώδης, ψηλός με κοντοκουρεμένα μαλλιά.

«Κυριάκος», είπε και του έτεινε το χέρι αλλά ο Ρώσος δεν ανταποκρίθηκε.

«Βιλέν.»

«Το πακέτο έφυγε, καθάρισα με αυτό», είπε και του πέταξε ένα αλουμινόχαρτο. «Αυτό είναι ότι έμεινε. Το κράτησα για σένα.»

Ο Βιλέν άνοιξε το αλουμινόχαρτο είχε καμιά δεκαριά γραμμάρια αφγάνι Α’-Α’ ποιότητα. Το τύλιξε και του το πέταξε πίσω το λαδωμένο από το μαύρο αλουμινόχαρτο.

«Λάθος πληροφορίες έχεις μικρέ.»

«Ο Ζένιας μου είπε…»

«Δεν ξέρω τι σου είπε ο Ζένια μικρέ, ακόμα δεν ήρθα και μου έχεις γίνει τσιμπούρι. Τι ήταν αυτό που ήταν τόσο επείγον.»

«Εεεε, να ξέρεις, τώρα που δεν έχεις δουλειά σκέφτηκα…»

«Σκέφτεσαι κιόλας;»

Ο μικρός κώλωσε. Τον βλέμμα του έμοιαζε μικρού παιδιού που το μάλωσαν. Έβγαλε από την τσέπη του ένα  22άρι Ruger και το ακούμπησε στο τραπέζι. Και ένα πλαστικό σακουλάκι με μία άσπρη σκόνη. Ήταν σαφές ότι είχε παίξει τα ρέστα του.

«Τι στο διάολο; Ο Αϊ Βασίλης είσαι;»

«Φίλοι;» τον ρώτησε επιζητώντας την αποδοχή.

«Εντάξει, φίλοι ρε μαλακιστήρι, φίλοι να πούμε.»

Και κάπως έτσι γνώρισε τον Ιανό. Το βράδυ εκείνο τον συνάντησε σε μία χαρτοπαιχτική λέσχη. Πήγε και τον πήρε ο μικρός με ένα σαπάκι που κάποτε ήταν RX5.

«Περίμενε», του είπε ο Κυριάκος.

Πλησίασε σε δύο άτομα που καθόταν στο βάθος σε ένα άδειο τραπέζι με πράσινη τσόχα, το μοναδικό που δεν είχε χαρτόμουτρα. Πάνω στην τσόχα υπήρχαν δύο ουισκοπότηρα.

Έσκυψε και του είπε κάτι στο αυτί και ο πιο μεγάλης ηλικίας άνδρας κάτι απάντησε. Ο μικρός πήγε προς το μέρος του.

«Πήγαινε», του είπε, χαμηλόφωνα σαν να δήλωνε υποταγή.

Όταν έφτασε ο Ιανός σηκώθηκε και τον πλησίασε. Ήταν ένας εξηντάρης Αλβανός που  έφερνε περισσότερο σε μπίζνεμαν παρά σε άνθρωπο της νύχτας. Κρατούσε ένα μεγάλο Κοχίμπα στο αριστερό χέρι και  με το άλλο αντάλλαξαν χειραψία.

«Είσαι ο μάγκας ο Ρώσος; Χαίρω πολύ ρε μάγκα. Έχω μάθει τα πάντα για σένα από τον Κούλη ρε μόρτη.»

Ο Βιλέν τον έκοβε όπως είχε μάθει να κάνει σε όλη του την ζωή.

«Θα είναι μεγάλη τιμή να δουλέψεις μαζί μου. Μακριά από την πατρίδα σου είσαι τώρα και δεν έχεις δουλειά, δεν έχεις αφεντικό…»

«Τα σκυλιά έχουν αφεντικό. Όχι εγώ.»

«Μπράβο ρε είσαι ζόρικος. Μ’ αρέσει που είσαι μάγκας. Και αν είσαι ξύπνιος θα δώσουμε τα χέρια και συνεχίζουμε μαζί ρε μάγκα. Αλλιώς φεύγεις και το ξεχνάμε.»

«Εντάξει ρε. Να συνεργαστούμε, αλλά να θυμάσαι ότι δεν θέλω αφεντικά και νταβατζήδες πάνω στο κεφάλι μου.»

-No Problemo απάντησε ο Ιανός.

Η συμφωνία σφραγίστηκε με ένα μπουκάλι Chivas Regal Roayal από την προσωπική κάβα  του Αλβανού.

(9) Πύργος τηλεόρασης και ραδιοφώνου με ύψος 540 μέτρα, πήρε το όνομα από την περιοχή της Μόσχας. Σχεδιάστηκε από τον Νοικολάι Νικίτιν για τα 50 χρόνια από την Οκτωβριανή επανάσταση.

(10) Κόκκινη Πλατεία-κεντρική πλατεία της Μόσχας, από την λέξη Κrasnay το οποίο σημαίνει  κόκκινο ή όμορφο και όχι με το κόκκινο του κομμουνιστικού καθεστώτος, όπως λανθασμένα πιστεύεται.

(11) Στην πραγματικότητα δεν είναι  βουνό αλλά ανενεργό ηφαίστειο ,γνωστό και σαν δικέφαλο βουνό ανήκει στην οροσειρά του Καυκάσου. Σύμφωνα με την μυθολογία, στο Ελμπρούς ο Δίας είχε αλυσοδέσει τον Προμηθέα.

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή