Μαύρο δελφίνι VI

Έκτο επεισόδιο

Έστριψε δεξιά στην Βουλγαροκτόνου  κατηφόρισε  την Ζ. Πηγής και  στην συνέχεια έστριψε δεξιά στην Αραχώβης. Ήταν μία από τις πολλές διαδρομές που ακολουθούσε  με τα πόδια για να αποφύγει τους μπάτσους στην Καλλιδρομίου και τα μηχανάκια με τους κάγκουρες της ομάδας δέλτα.

Έκανε ψοφόκρυο και η πλατεία Εξαρχείων είχε ελάχιστο κόσμο, να καπνίζει μπάφους γύρω από μικρές φωτιές σε παρέες των τριών-τεσσάρων ατόμων. Τον πλησίασε ένα άτομο με εμφάνιση άστεγου. Ήταν βρώμικος  και ρακένδυτος, με κλαψιάρικη φωνή. Έχω άκρη για ζα, μπάφο, σίσα, κοκ…

«Κοπάνα την», τον έκοψε.

«Αν δεν θες κάτι μην ξαναπεράσεις από εδώ», είπε με κουτσαβάκικο ύφος.

Ο Βιλέν ένοιωσε να τσιτώνει. Του έδωσε  μία σπρωξιά και τον ξάπλωσε φαρδύ- πλατύ κάτω. Καθώς ξεμάκρυνε τον άκουσε να βρίζει.

«Μαλάκα, γαμιόλη, γύρνα πίσω αν είσαι άντρας να λογαριαστούμε.»

Μπήκε στο καφενείο. Είχε μόνο δύο παρέες. Ο Ιανός καθόταν παράμερα δίπλα στην τζαμαρία, καπνίζοντας Κάμελ σκέτα με ουίσκι σε νεροπότηρο μπροστά του.

«Καλώς τον. Όλα καλά;»

«Θα μου πεις τι στο διάολο συμβαίνει;»

«Τίποτα. Όλα είναι υπό έλεγχο.»

«Που εξαφανίστηκες»

«Ήμουν στο Ελμπασάν, αρρώστησε η μάνα μου.»

«Έμαθες τι έγινε;»

«Λες για τον πρεζέμπορα; Ναι το έμαθα. Να ‘γιάσουν τα  χέρια  αυτού που το έκανε. Αλλά δεν είχα εγώ σχέση.»

Ο Βιλέν δεν  έδειχνε να τον πιστεύει αλλά δεν επέμεινε.

Η επόμενη δουλειά που του ανάθεσε ο Ιανός ήταν ευκολάκι. Να τρίξει τα δόντια σε έναν ντόπιο σωματέμπορο που κρατούσε φυλακισμένα ανήλικα κορίτσια  σε διαμερίσματα  στην Βικτώρια για να τα εκδίδει. Του έδειξε μία φωτογραφία στο κινητό του.

«Θα τον βρεις Φυλής 86. Περνάει γύρω στα μεσάνυχτα από τα μπουρδέλα να μαζέψει την είσπραξη. Δώσ’ του ένα μήνυμα από μένα.»

«Τι να λέει το μήνυμα;»

«Ότι δεν θα υπάρξει δεύτερη προειδοποίηση, κατάλαβες;»

Ο Βιλέν κατάλαβε. Όπως κατάλαβε και ο καργίολης που κρατούσε γονατιστό από το φούτερ. Ήταν μέσα στα αίματα και του έλειπαν δύο μπροστινά δόντια..

«Κατάλαβες; Την επόμενη φορά δεν θα σου χαλάσω  μόνο την μόστρα.»

Κάτι πήγε να πει αλλά πνίγηκε στο αίμα.

«Τέλος οι μπίζνες στην γειτονιά. Τον πούλο!»

Του έβαλε την κουκούλα από το φούτερ και του έριξε μερικά ακόμα κλωτσίδια στα πλευρά. Όταν έφυγε ο άλλος σερνόταν στον δρόμο σαν  βρωμερό σκουλήκι βογκώντας.

Γύρισε σπίτι, για να διαπιστώσει ότι τα ρούχα του ήταν μέσα στα αίματα. Έκανε ένα μπόγο τα ματωμένα ρούχα και τα πέταξε σε έναν κάδο τρία τετράγωνα πιο κάτω.

*

Οι επόμενες μέρες κύλησαν αδιάφορα, με πιόματα και βόλτες στα σκυλάδικα της Αχαρνών. Πέρασε την πόρτα από ένα τέτοιο μαγαζί  γύρω στις 12, με το ζαβό τον Κυριάκο ντυμένο σαν κλαρινογαμπρό. Άφησε την καμπαρντίνα του στην γκαρνταρόμπα και η μικρή του έδωσε ένα καρτελάκι. Η τραγουδιάρα έλεγε κάποιο  καμένο καψουροτράγουδο. Το πρόγραμμα της μπουζουκερί είχε αρχίσει. Το μαγαζί ήταν τελειωμένο: Κακοφωτισμένο, βρώμικο και με άθλια ηχητικά. Δεν γούσταρε τέτοια μαγαζιά αλλά το παρακαλούσε το ζαβό να κάνουν να πάνε του δείξει πως γλεντάνε στην πατρίδα του.

«Σε όλα τα μαγαζιά έχω τραπέζι με μπουκάλι, ακόμα και αν είναι πήχτρα», κόμπασε ο Κούλης. Πράγματι  τους περίμενε τραπέζι  με μπουκάλι πέρδικα και τα ποτήρια γυρισμένα ανάποδα πάνω σε χαρτοπετσέτες.

Η τραγουδιάρα εξαφανίστηκε σε αυτό που ο Βιλέν υπέθεσε ότι είναι η κουίντα. Άναψαν τα φώτα και οι μουσικοί άρχισαν να παίζουν έναν αδιάφορο σκοπό. Εμφανίστηκαν οι χορεύτριες, όλες πάνω από 40  με σκισμένα  καλτσόν να κάνουν χορευτικές φιγούρες. Όταν μία από αυτές επιχείρησε να κάνει μία πιρουέτα, η φθαρμένη κόκκινη γόβα προσγειώθηκε στο μπροστινό τραπέζι, αλλά δεν γέλασε κανένας από τους θαμώνες. Οι χορεύτριες εξαφανίστηκαν στα παρασκήνια, μαζί με την άτυχη καλλιτέχνιδα που προηγουμένως είχε μαζέψει την γόβα. Σαπίλα σκέφτηκε ο Βιλέν και δεν είχε άδικο. Το μαγαζί ήταν άθλιο. Μία δυνατή υπόκρουση της ορχήστρας και καπνοί στην πίστα, έδωσαν το σήμα ότι βγαίνει η φίρμα του σκυλάδικου. Ήταν 60άρης με μελιτζανί λαμέ σταυροκουμπωτό κοστούμι μαύρο πουκάμισο, ανοιχτό να φαίνεται η χοντρή χρυσή αλυσίδα και μαύρα γυαλιά ηλίου τύπου Ωνάση.

Στο μπροστινό τραπέζι, ήταν μία μεγάλη παρέα από την οποία ξεχώριζε μία πανέμορφη παρουσία. Ήταν 20-22 χρονών ψηλή, μελαχρινή με κοντά καρέ μαλλιά και μάλλον πράσινα ή γαλάζια μάτια. Δίπλα της καθόταν ένας αρκετά μεγαλύτερος άνδρας, μπορεί και 60 χρονών που προσπαθούσε να την παλαμαριάσει. Η πιτσιρίκα αντιστεκόταν, ενώ με γκριμάτσες προσπαθούσε να δείξει ότι δεν γουστάρει. Άλλο ένα βαρετό βράδυ, άλλο ένα ξενύχτι δίχως σκοπό σκέφτηκε βαριεστημένα ο Βιλέν. Και ενώ ήταν έτοιμος να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια τότε συνέβη.

Ο 60αρης έβγαλε ένα μεγάλο κουτί από κόσμημα και το άνοιξε μπροστά της. Ξαφνικά η μικρή άλλαξε. Τον αγκάλιασε με ένα πλονζόν, όπως θα έκανε μόνο ένας επαγγελματίας τερματοφύλακας και άρχισε να τον φιλάει.

«Ορίστε κυρίες και κύριοι κορίτσι για σπίτι», είπε ο τραγουδιάρης διακόπτοντας το τραγούδι. Μόνο από πίσω ακουγόταν να βαράνε τα όργανα σε κάτι που θύμιζε αμανέ.

«Και ο κύριος έχει τον τρόπο του», συνέχισε ο τραγουδιάρης. «Κόρη σας είναι κύριε;»

Κανείς δεν γέλασε, μόνο ο Κούλης έδειχνε να το απολαμβάνει. Δυσαρεστημένος ο άνδρας έπιασε την κοπέλα από το χέρι και προσπάθησε να το τραβήξει προς την έξοδο. Εκείνη κάτι του έλεγε και έδειχνε τσαντισμένη σαν να μην θέλει να τον ακολουθήσει. Ο τραγουδιάρης συνέχισε να τραγουδάει σαν να μην τρέχει κάστανο.

«Μείνε εδώ», είπε στο βλαμμένο. «Εγώ φεύγω.»

Βγήκε φορώντας την καμπαρντίνα. Ο πορνόγερος προσπαθούσε να την βάλει με την βία σε μία μερσεντές. Ο Βιλέν τον γράπωσε από τον γιακά.

«Αρκετά.»

«Τι ανακατεύεσαι ρε μαλάκα, ξέρεις ποιός είμαι εγώ;»

Ο Βιλέν δεν απάντησε. Μόνο του έχωσε μία κλωτσιά στο  πίσω  χιαστό και τον γονάτισε. Έσκυψε και έβγαλε το Ρούγκερ από την μπότα και του το κόλλησε στην μούρη.

«Αν σε ξαναδώ εδώ, είσαι νεκρός.»

Ο άλλος σηκώθηκε κάνοντας μία γκριμάτσα πόνου μπήκε στο αμάξι και έφυγε σπινάροντας.

«Και τώρα;» ρώτησε  η γαλανομάτα.

«Τώρα μπορείς να φύγεις ή να μπούμε μέσα και να συνεχίσουμε.»

Και μπήκαν.

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή