Μαύρο δελφίνι ΙV

Τέταρτο επεισόδιο

Έκανε βρωμόκρυο  στην Μόσχα και οι δρόμοι ήταν άδειοι. Μόνο μία παρέα μεθυσμένων στρατιωτών πέρασε δίπλα του, τραγουδώντας το Καλίνκα6.

Το χιόνι αντανακλούσε τα φώτα της πόλης φωτίζοντας τους σκοτεινούς όγκους των σκοτεινών κτισμάτων. Κοίταξε ψηλά και  είδε τις νιφάδες να στροβιλίζονται σαν δερβίσηδες στον εκστατικό χορό τους. Σήκωσε τον γιακά από το χοντρό αμπέχονο και προχώρησε στο σκοτάδι βλαστημώντας. Ένοιωσε να τρέμει από την χαρμάνα, κοντοστάθηκε και άναψε ένα τσιγάρο. Αντί να τον χαλαρώσει όμως τον τσίτωσε και με βία κρατήθηκε  να μην ξεράσει από την μπόχα του τσιγάρου. Κοντοστάθηκε έτοιμος  να πάρει τον δρόμο για το πανάθλιο δωμάτιο του με τους φθαρμένους σοβάδες να χάσκουν σαν στόματα. Εκεί είχε όλα τα απαραίτητα για να ξανανιώσει καλά. Το φάρμακο του και τα σύνεργα. Πέταξε το τσιγάρο και προχώρησε. Έβαλε το χέρι στην εσωτερική τσέπη και έβγαλε ένα πλακέ μπουκάλι βότκα τυλιγμένο σε μία σελίδα από την Πράβντα7. Η κολωφυλλάδα μόνο για περιτύλιγμα έκανε σκέφτηκε. Άδειασε το άχρωμο υγρό μονορούφι και ένοιωσε την φτηνιάρικη βότκα να καίει διαδοχικά, τις φωνητικές χορδές, τον οισοφάγο και το στήθος του. Ενοιωσε το περιεχόμενο του στομαχιού του να γυρίζει, έτοιμο να εκτοξεύσει ρουκέτα. Πήρε μια βαθειά ανάσα  και πέταξε το άδειο μπουκάλι προς το πεζοδρόμιο αλλά και εκείνο χτύπησε στο ρείθρο του δρόμου και έσπασε. Άκουσε κάποιον να βρίζει στο σκοτάδι και επιτάχυνε το βήμα του. Το αλκοόλ είχε ήδη κάνει την δουλεία του και ένοιωσε τα νεύρα του να χαλαρώνουν.

Στο μαγαζί ο Ζένια έδειχνε ικανοποιημένος, όταν τον συνάντησε μερικές ημέρες αργότερα -για το ξεκάρφωμα όπως του είπε- στο κωλόμπαρο με πουτάνες, που είχε.

Όχι απλά κονσομασιόν, αλλά βίζιτες. Ανάγκαζε τα κορίτσια να φεύγουν στο τέλος της βραδιάς με πελάτη. Ο ίδιος-εννοείται- έβαζε το μεγαλύτερο μερτικό στην τσέπη. Στο πίσω μέρος είχε έναν βρωμερό χώρο, μια ποντικότρυπα που αποκαλούσε γραφείο. Εκεί τον συνάντησε με το νέο πρωτοπαλίκαρο του έναν Τσετσένο πρώην αρσιβαρίστα με ξυρισμένο κεφάλι και την υπόλοιπη κουστωδία, από μπράβους και τσιράκια.

Ο Ζένια, έχωσε τα δάχτυλα σου σε δύο ποτήρια και τα έφερε μπροστά στον Βιλέν και ένα μπουκάλι Στόλι και γέμισε τα ποτήρια.

«Από την καλή, όχι μαλακίες, δεν είμαστε πιτσιρικάδα να πίνουμε φθηνιάρικες.» 

«Όχι μαλακίες, επανέλαβε ο Βιλέν αναλογιζόμενος τι σκατά ήταν η βότκα που είχε ρίξει μέσα του στον δρόμο.»

«Πως τους πετσόκοψες έτσι ρε μαλάκα; Πως τους γάμησες έτσι; Στα δύο τον έκοψες τον πούστη τον Ιβάν αγόρι μου. Δεν θα τον γνωρίζει ούτε η μάνα του! Μέσα στο ίδιο τους το μαγαζί τους ξεφτίλισες ρε μαλάκα. Ούτε που κατάλαβαν από που τους ήρθε ρε μάγκα. Τούρμπο ήσουν! Τούρμπο ρε μαλάκα.
Μόλις τελείωσε το λογύδριο, ο Βιλέν έκανε αριστερά δεξιά το κεφάλι κάνοντας να ακουστεί ο ανατριχιαστικός ήχος από τα άλατα που σπάνε, πριν μιλήσει.

«Εντάξει την δουλειά μου έκανα.»

«Ποια δουλειά σου ρε μαλάκα, φάγανε χώμα σου λέω. Τους γάμησες και δεν πήρε χαμπάρι κανείς ρε μαλάκα. Κανένας πούστης. Και εγώ αμφέβαλα για ‘σένα.»

«Έκανα αυτό που πληρώνομαι να κάνω.»

«Βλέπετε; Είναι σκληρός καργιόλης», είπε ο Ζένια απευθυνόμενος σε όλους χτυπώντας του φιλικά την πλάτη.

Η αλήθεια είναι πως ο Βιλέν δεν έδινε δεκάρα για αυτόν τον σκατιάρη, ούτε κανέναν άλλον από δαύτους. Δεν τους μισούσε, παρά μόνο τους περιφρονούσε, τους θεωρούσε υπάνθρωπους, χειρότερους και από ζώα.

Όταν ήταν στο μαύρο δελφίνι μαζί με τα ψυχάκια και τους κατά συρροήν δολοφόνους, για να επιβιώσει είχε μάθει να διαβάζει αυτόν που είχε απέναντι του.
Ούτε τον Βασίλι στο Μαύρο Δελφίνι μισούσε. Δεν ήταν απλά παρά ένας στόχος. Το γεγονός, ότι  γούσταρε τα μικρά παιδιά, τα οποία στην συνέχεια τεμάχιζε και έτρωγε, έκανε την δουλειά ακόμα πιο εύκολη, αν και ο Βιλέν δεν είχε τέτοια διλήμματα.

Πλησίασε τον Λιθουανό με ήρεμο βήμα. Μόλις έφθασε δίπλα του σταμάτησε για ένα λεπτό, όσο χρειαζόταν δηλαδή για να καταλάβει ότι κάποιος είναι δίπλα του σε απόσταση αναπνοής. Τον κοίταξε στα μάτια. Δεν έδειχνε φόβο ή έκπληξη, παρά μόνο είχε  ένα ψιλοειρωνικό υπομειδίαμα σαν  να το περίμενε. Του έχωσε  τρεις μαχαιριές με το αυτοσχέδιο μαχαίρι. Άνοιξε το βήμα του και μπλέχτηκε με τους άλλους κρατούμενους. Οι φύλακες  ανά δύο μίλαγαν και κάπνιζαν αμέριμνοι και δεν πήραν χαμπάρι. Πλησίασε έναν κρατούμενο και του έδωσε το ματωμένο μυτερό σίδερο. Άλλαξε χέρια μέχρι που εξαφανίστηκε κάπου μέσα στην φυλακή.

Οι φύλακες  κατάλαβαν ότι ο Λιθουανός ήταν νεκρός όταν  μία λίμνη από σκούρο υγρό είχε σχηματιστεί δίπλα του. Τους άκουσε να βρίζουν χυδαία, μέχρι ο συναγερμός να αρχίσει να ουρλιάζει μανιασμένα, καλύπτοντας τις φωνές τους.

Ο «Πατερούλης» έκανε κουμάντο στην φυλακή και κινούσε τα νήματα στο Μαύρο Δελφίνι. Ήταν ένας σκληρός τύπος, καταδικασμένος για κατά συρροήν δολοφονίες  και κανιβαλισμό. Το παρατσούκλι του είχε κολλήσει από  ένα μεγάλο τατουάζ με τον Στάλιν στο στήθος του8.Το χαμόγελο του σου πάγωνε το αίμα περισσότερο και από τις παγωμένες στέπες της Σιβηρίας. Όμως ο Βιλέν δεν μάσαγε. Ζωντανός ή νεκρός ποια η διαφορά κλεισμένος μέσα σε αυτό το κάτεργο, σκεφτότανε ίδιος  πάντα ένοιωθε ότι  γεννήθηκε  νεκρός και ότι τώρα ήταν θαμμένος ζωντανός.

Μετά από δύο μέρες πήγε στο κελί του Πατερούλη για την πληρωμή.

«Τι θες;» τον ρώτησε ο άλλος

«Τι δίνεις;»

«Μία κούτα τσιγάρα.»

«Μόνο;»

«Και δύο τατουάζ»

«Έγινε.»

«Ο Ντμίτρι θα το  θα το κανονίσει, έτσι δεν είναι Ντμίτρι;» είπε γυρνώντας σε έναν κοντοστούπη με ένα φανελάκι για να φαίνονται τα τατουάζ.

«Έτσι», είπε χαμηλόφωνα με κατεβασμένα τα μάτια.

Δίπλα ήταν ένας νεότερος άνδρας γυμνός από την μέση και πάνω. Χαμηλά είχε χτυπημένα με μελάνι δύο μάτια, ένα σε κάθε πλευρά της λεκάνης, τατουάζ που δήλωνε  ότι  πάει με άνδρες. Ήταν γνωστό άλλωστε ότι είναι  το γιουσουφάκι του Πατερούλη.

Ο Βιλέν βγήκε ανακουφισμένος απο το κελί.Αυτός ο άνθρωπος του έφερνε τρόμο.

«Τι σκέφτεσαι;»

Ο Βιλέν ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του.

«Τι σκέφτεσαι;» τον ξαναρώτησε ο Ζένια, επαναφέροντας τον στην πραγματικότητα.

«Τίποτα, γεια μας», είπε και αποτελείωσε την βότκα στο ποτήρι του.

Σηκώθηκε να φύγει αλλά ο άλλος τον πίεσε ελαφρά στους  ώμους κρατώντας τον καθισμένο. Ο Βιλέν ένοιωσε δυσαρέσκεια αλλά δεν το έδειξε. Θεωρούσε ότι κανένας  δεν  είχε δικαίωμα πάνω του.

«Κάτσε ρε μαλάκα, κάτσε που πας;»

Έβγαλε ένα αλουμινόχαρτο με καφέ σκόνη  και του το  έδωσε.

Ο Βιλέν ένοιωσε ένα τρέμουλο μέσα του.

«Δικό σου», είπε ο Ζένια, τυλίγοντας ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα των 1000 ρουβλίων.

Ο Βιλέν έκανε δυο μακριές γραμμές πάνω στο βρώμικο τραπέζι. Ρούφηξε την μία και έδωσε το χαρτονόμισμα στον Ζένια για να τραβήξει την δεύτερη γραμμή.

«Είσαι αδερφός», του είπε ο Ζένια ρουφώντας την μύτη του.

«Ποτέ μην το ξεχάσεις αυτό.»

Άνοιξε την πόρτα φώναξε κάποια ονόματα  και τρία κορίτσια πλησίασαν, αλλά ο Βιλέν δεν έδωσε σημασία βυθισμένος στην χαύνωση της σκόνης.

«Είσαι καλά;»

Άνοιξε τα μάτια και είδε τον Ζένια να χαμογελά.

«Καλά.»

Το μαγαζί είχε αδειάσει. Ο μπάρμαν  έβαζε τις τελευταίες  καρέκλες αναποδογυρισμένες πάνω στα τραπέζια.

«Πρέπει να μιλήσουμε. Έχω κάτι για σένα.

«Τι πράμα;»

«Ένα επίσημο κάθαρμα που μπλέκει τα πόδια του στις δουλειές μου.»

«Πότε;»

«Σύντομα, λείπει ταξίδι με την υπηρεσία…»

«Εντάξει θα μου πεις…»

«Είναι  μπάτσος. Υψηλόβαθμο στέλεχος της μυστικής αστυνομίας. Έχεις πρόβλημα με αυτό;» είπε σαρκαστικά.

«Είπα εντάξει.»

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

(6) Ελληνικά: Χιονάτη. Δημοφιλέστατο Ρωσικό λαϊκό τραγούδι του 1860 σε στίχους και μελωδία του Ρώσου συνθέτη Ιβάν Πέτροβιτς Λαριοώνοφ

(7) Ελληνικά: Η αλήθεια. Εφημερίδα, επίσημο όργανο του ΚΚΣΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης)

(8) Πολλοί φυλακισμένοι έκαναν τατουάζ με τον Λένιν ή τον Στάλιν  αν και λούμπεν, για να είναι σίγουροι ότι  δεν θα τους πυροβολήσουν οι φύλακες.

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή